Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΤΕΤΑΡΤΗ 24 ΙΟΥΛΙΟΥ 2019

Ἡ Ἁγία Χριστίνα ἡ Μεγαλομάρτυς


Kτείνουσι πέλται Xριστέ την σην Xριστίναν,
Tην Xριστιανών πίστιν ουκ αρνουμένην.
Eικάδι βλήτο τετάρτη Xριστίνα οξέσι πέλταις.


Τὴν Χριστίναν ἥνωσε Χριστῷ νυμφίῳ,
Νύμφην ἄμωμον, αἷμα τοῦ μαρτυρίου.
Εἰκάδι βλῆτο τετάρτῃ Χριστῖνα ὀξέσι πέλταις.

Ἡ Ἁγία μεγαλομάρτυς Χριστίνα, καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Συρίας.

Ἦταν κόρη στρατηγοῦ. Ὁ πατέρας της, τῆς ἔχτισε ἕναν πύργο καὶ τὴν ἔβαλε μέσα σ’ αὐτόν. Μάλιστα κατασκεύασε ἀγάλματα τῶν εἰδώλων καὶ τὴν διέταξε νὰ θυσιάσει σ' αὐτά. Ἐκείνη ὅμως τὰ ἔκανε ὅλα κομμάτια. 

Γιὰ αὐτές της τὶς πράξεις, ἡ Ἁγία ὑποβλήθηκε σὲ βασανιστήρια ἀπὸ τὸν ἴδιο της τὸν πατέρα καὶ μετὰ φυλακίστηκε. Στὴν φυλακὴ τὴν ἄφησαν νηστικὴ γιὰ νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα. Ὅμως, ἄγγελος Κυρίου τῆς πήγαινε τροφὴ καὶ τῆς θεραπεύτηκαν ὅλες οἱ πληγές της.

Μετὰ τὴν ἔριξαν στὴν θάλασσα, ὅπου ἔλαβε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ ἄγγελος Κυρίου τὴν ἔβγαλε στὴν στεριά. Μόλις ἔγινε γνωστὸ ὅτι εἶχε διασωθεῖ, ὁ πατέρας της πρόσταξε καὶ τὴν ἔκλεισαν πάλι στὴν φυλακή. Τὴν νύχτα ποὺ ἀκολούθησε ὁ πατέρας της πέθανε καὶ τὴν θέση του στὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ, πῆρε κάποιος ὀνόματι Δίων.

Αὐτὸς ὁδήγησε τὴν μάρτυρα στὸ δικαστήριο. Καὶ ἐκεῖ ἡ Ἁγία ὁμολόγησε τὴν πίστη της. Ἀμέσως ὁ Δίων ὀργίστηκε καὶ διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν βασανιστηρίων πολλοὶ πίστευσαν στὸν Χριστό.

Μετὰ τὸ Δίωνα ἀνέλαβε κάποιος Ἰουλιανός. Αὐτὸς ἔριξε τὴν Χριστίνα μέσα σὲ πυρακτωμένη κάμινο, σὲ ἕνα κλουβὶ μὲ φίδια δηλητηριώδη, τὰ ὁποία ἀντὶ νὰ τὴν δαγκώσουν τῆς ἔγλυφαν τὰ πόδια μὲ εὐσπλαχνία. 

Μετὰ τῆς ἔκοψαν τοὺς μαστοὺς ἀπὸ ὅπου χύθηκε γάλα ἀντὶ γιὰ αἷμα καὶ τῆς ἔκοψαν καὶ τὴν γλώσσα.
Ὅλα αὐτὰ τὰ μαρτύρια τὰ ὑπέμεινε μὲ καρτερία καὶ στὸ τέλος μὲ κοντάρια ποὺ τὴν χτύπησαν παρέδωσε τὸ πνεῦμα, λαμβάνοντας τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, καὶ περνώντας στὴν αἰώνια ζωή.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην λιποῦσα πάνσεμνε, τῆς εὐσεβείας ἐδέξω τὴν θείαν ἔλλαμψιν, καὶ νενύμφευσαι Χριστῷ ὡς καλλιπάρθενος· ὅθεν ἠγώνισαι στερρῶς, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, Χριστῖνα Μεγαλομάρτυς. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον  Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Φωτοειδὴς περιστερὰ άνεδείχθης, πτέρυγας ἔχουσα χρυσᾶς, καὶ εἰς ὕψος, τῶν οὐρανῶν κατέπαυσας Χριστῖνα σεμνή· ὅθεν σου τὴν ἔνδοξον, ἑορτὴν ἐκτελοῦμεν, πόθῳ προσκυνοῦντές σου, τῶν λειψάνων τὴν θήκην, ἐξ ἧς πηγάζει πᾶσιν ἀληθῶς, ἴαμα θεῖον, ψυχῆς τε καὶ σώματος.

Μεγαλυνάριον.
Κάλλει διαπρέπουσα τῆς σαρκός, τῆς ψυχῆς τὸ κάλλος, καθιέρωσας τῷ Χριστῷ· σὺ γὰρ ὦ Χριστῖνα, τὴν πλάνην ἐβδελύξω, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἄθλων, ἤγειρας τρόπαια.

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Νεομάρτυρας


O Θεόφιλος πυρποληθείς εν Xίω,
Θεού φιλίαν εύρεν· ω ευτυχίας!


Φιλῶν τὸν Θεόν, Θεόφιλος προθύμως,
πρὸς πῦρ δι’ Αὐτόν, κινεῖται θαρσαλέως.
Εἰκάδη πυρὶ θάνεν Θεόφιλος, ἠδὲ τετάρτῃ.

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο καὶ ἦταν ὡραῖος καὶ ρωμαλέος στὸ σῶμα.

Ἐργαζόμενος σὰν ναυτικὸς δὲν θέλησε νὰ ὑπηρετήσει σὲ τούρκικο πλοῖο. Ἐναντιούμενος στὴν θέληση τοῦ Τούρκου πλοιάρχου, συκοφαντήθηκε ἀπ’ αὐτόν, ὅτι δῆθεν εἶχε φορέσει τούρκικο κάλυμμα στὸ κεφάλι του. 

Ὁδηγήθηκε βίαια στὸν κριτή, ὅπου μὲ κολακεῖες καὶ φοβερισμοὺς προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν. Ὁμολογώντας μὲ θάρρος τὸν Χριστὸ ὁ Θεόφιλος, περιτμήθηκε μὲ τὴ βία ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ποὺ θέλησαν νὰ τὸν στείλουν δῶρο στὸ 
παλάτι τοῦ Σουλτάνου.

Ὁ Θεόφιλος ὅμως, ὅταν ἀκόμα ἦταν στὴ Χίο, ἀπόδρασε καὶ πῆγε στὴ Σάμο, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Ὅταν ἐπανῆλθε στὴ Χίο, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀναγνώρισαν καὶ ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. 

Ὁ κριτής, βλέποντας τὸν Θεόφιλο νὰ ἐμμένει στὴν πίστη του, τὸν καταδίκασε σὲ θάνατο διὰ πυρός. Ἀπτόητος ὁ γενναῖος αὐτὸς μάρτυρας τῆς πίστης μας, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε «στὰ χέρια σου Χριστέ μου παραδίδω τὴν ψυχή μου».

Καὶ μπῆκε μόνος του στὴ φωτιά, ὅπου παρέδωσε στὸν ἀγωνοθέτη Θεὸ τὴν ἁγία ψυχή του στὶς 23 Ἰουλίου 1635.

Τὰ ἐναπομείναντα ἀπὸ τὴ φωτιὰ λείψανά του, ἀγοράστηκαν ἀπὸ χριστιανοὺς καὶ ἐναποτέθηκαν μὲ τιμὲς στὸν ναὸ τοῦ Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου στὴ Χίο. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, συνέγραψε πρῶτα ὁ Γεώργιος Κορέσιος ὁ Χίος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ Ζακύνθου βλαστήσας Μάρτυς Θεόφιλε, ἀθλητικῶς ἠγωνίσω ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὡς θῦμα καθαρὸν αὐτῷ προσήνεξαι, διὰ πυρὸς τελειωθείς, ἐν τῇ Χίῳ ἀνδρικῶς· διό σε ἀνευφημοῦμεν, ὡς ἀθλητὴν τοῦ Σωτῆρος, καὶ πρεσβευτὴν ἡμῶν θερμότατον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Θεοῦ φίλος πεφήνας εἰκότως μάκαρ, Ἀθλητὰ Θεόφιλε, ἐν τῷ πυρὶ τελειωθείς, ὑπὲρ αὐτοῦ προθυμότατα, καὶ τῶν Μαρτύρων τοῖς δήμοις ἠρίθμησαι.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθος τῆς Ζακύνθου ὤφθης τερπνόν, Θεόφιλε Μάρτυς, καὶ ἐν Χίῳ καρτερικῶς, πυρὶ παρεδόθης, ὑπὲρ Χριστοῦ ἀθλήσας, ἐν τοῖς ὑστέροις χρόνοις, στερρῷ φρονήματι.

Ὁ Ἅγιος Καπίτων ὁ Μάρτυρας 

Ψυχής μεν όμμα παντεπόπτη Δεσπότη,
Tείνει Kαπίτων τον τράχηλον δε ξίφει.

Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ἅγιος Ὑμεναῖος ὁ Μάρτυρας

Έχαιρεν Yμέναιος ήκων προς ξίφος,
Ώσπερ προς υμέναιον ήκων νυμφίος.

Ο Άγιος Υμέναιος μαρτύρησε δια ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Ἐρμογένης ὁ Μάρτυρας 

Aνηλεώς οδόντας εκκρουσθείς όλους,
Bρυγμούς οδόντων, Eρμόγενες, εκφύγης.

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τοῦ ξερίζωσαν ὅλα τὰ δόντια καὶ πέθανε ἀπὸ μόλυνση καὶ ἀκατάσχετη αἱμορραγία.

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μάρτυρας ἀπὸ τὴν Κίο


Aθανάσιε δος τι και λήψη μάκαρ,
Δος την κεφαλήν καθανασίαν λάβε.

Ἦταν πλούσιος καὶ εὐσεβῆς δημογέροντας στὴν Κίο τῆς Βιθυνίας. Ὁ Ἀθανάσιος, ἐπειδὴ ὑπεράσπιζε τοὺς συμπολίτες του ἀπὸ τὴ βαρειὰ φορολογία τῶν Τούρκων, συκοφαντήθηκε ὅτι δῆθεν εἶπε, ὅτι θὰ γίνει μουσουλμάνος.

Προσκλήθηκε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς βασιλεύουσας καὶ πιέστηκε πολὺ νὰ προδώσει τὴ χριστιανική του πίστη, προκειμένου νὰ σωθεῖ. Ὁ Ἀθανάσιος ὅμως δὲν ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια φυλακίστηκε. 

Ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ πάλι ἔμενε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του, τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 24 Ἰουλίου 1670 στὴν Κωνσταντινούπολη.

Βίο τοῦ Ἁγίου, συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης.


Ὁ Ἅγιος Ἀθηναγόρας ὁ Ἀθηναῖος, ὁ Ἀπολογητής 


Χριστιανὸς φιλόσοφος καὶ ἀπολογητὴς τοῦ 2ου μ.Χ. αἰώνα. Καταγόταν πιθανότατα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ὅπου σπούδασε τὸν μέσο Πλατωνισμὸ καὶ τὴ Στωϊκὴ φιλοσοφία. 

Ἄκμασε στὰ χρόνια τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180) καὶ Κομμόδου (180 – 192). Βασικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸ πρόσωπο, τὴ μόρφωση καὶ τὸ ἔργο του ἀντλοῦμε ἀπὸ τὰ δυὸ ἔργα του, ποὺ διασώθηκαν σὲ κώδικα τοῦ 914, ὁ ὁποῖος ἐκπονήθηκε στὸ βιβλιογραφικὸ ἐργαστήριο τοῦ Ἀρέθα: «Πρεσβεία περὶ Χριστιανῶν καὶ Περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν».

Ὁ Ἀθηναγόρας ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς σύγχρονούς του ἀπολογητὲς γιὰ τὴ φιλολογικὴ ἀρτιότητα καὶ τὸ προσεγμένο ὕφος, ἐνῶ στὸν χῶρο τῆς θεολογίας προβάλλει τὴν ὀρθόδοξη τριαδολογικὴ διδασκαλία, τὴ θεοπνευστία τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ στάση στὸν ἠθικὸ βίο τῶν χριστιανῶν, γι' αὐτὸ καὶ τὸ συγγραφικό του ἔργο κατέχει ἀξιόλογη θέση στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία τῶν πρώτων αἰώνων.


Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νεοφανής 

Γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη τὸ 1042 στὰ χρόνια της αὐτοκράτειρας Ζωῆς.

Χειροτονήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἀναχώρησε στὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἔζησε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Οἱ Ἅγιοι Μπορίσος καὶ Γλιέβος οἱ Μάρτυρες (Ρῶσοι)



Ὁ Ἅγιος Μπορίσος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου († 15 Ιουλίου), καὶ βαπτίσθηκε μετονομαζόμενος σὲ Ρωμανὸς.

Μετὰ ἀπό τὸν θάνατο τοῦ πατέρα τους ὁ μεγαλύτερος υἱὸς Σβιατοπόλκ προγραμμάτισε νὰ σκοτώσει τοὺς αδελφούς του Μπορίσο, Γλιέβο και Γιαροσλὰβ προκειμένου νὰ παρθεῖ διὰ τῆς βίας ἡ ἐξουσία. Ἔστειλε ἕνα μήνυμα στον Μπορίσο, ποὺ προσποιεῖται ὅτι ἐπεθύμησε νὰ ζήσουν εἰρηνικά, ἔτσι ὥστε να πάρει τὰ ἐδάφη του Μπορίσου ποὺ κληρονομήθηκαν από τον πατέρα τους.

Μερικοί ἀπό τοὺς συμβούλους τοῦ Βλαδιμήρου εἶπαν στὸν Μπορίσο ότι πρέπει να πάρει στρατό και να ορίσει τον ἑαυτό του ὡς κυβερνήτη τοῦ Κιέβου. Ὁ Ἅγιος Μπορίσος, ἐντοῦτοις εἶπε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε ποτέ νὰ ἀνυψώσει τὸ χέρι του ἐνάντια στὸν αδελφό του.

Δυστυχώς ὁ Σβιατοπόλκ δὲν ἦταντὸ ἴδιο εὐσυνείδητος. Ἦρθε στὴν πόλη Βίσγκοροντ νὰ ρωτήσει τοὺς ἡγέτες του ἐάν ἦταν πιστοί σὲ αὐτόν. Τὸν βεβαίωσαν ὅτι ὴταν ἔτοιμοι νὰ πεθάνουν γι’ αὐτόν.

Ὁ Σβιάτοπλοκ ἔστειλε δολοφόνους στὴν Ἄλτα για να θανατώσει τον Μπορίσο. Ὅταν ἔφθασαν τὸν ἄκουσαν να ψέλνει καὶ να προσεύχεται μπροστά σε μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ζήτησε ἀπό τον Κύριο να του δώσει δύναμη να μὴν λυγίσει στα βασανιστήρια καθώς και να συγχωρέσει τον αδελφό του Σβιατοπόλκ.

Κατόπιν οἱ δολοφόνοι τὸν διαπέρασαν μὲ τὶς λόγχες τους, καὶ τὸν σκότωσαν μαζὶ μὰ κάποιους ὑπηκόους του, ποὺ ἦταν παρόντες. Τύλιξαν τὸν Μπορίσο σὲ ἕνα ὕφασμα και τὸν ἔριξαν πάνω σὲ ἕνα βαγόνι ἐμπορευμάτων.

Ὅμως ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε πεθάνει καὶ ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Σβιατοπόλκ, ἔστειλε μερικοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του γιὰ νὰ τὸν ἀποτελειώσουν μὲ τὰ ξίφη τους.

Ἔτσι ὁ Ἅγιος Μπορίσος ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ Μαρτυρίου τὸ 1015 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Γλιέβος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Μπορίσου, και βαπτιζόμενος μετονομάσθηκε Δαβίδ.

Ὅταν ὁ Σβιατοπόλκ σκότωσε τὸν Μπορίσο, ἄρχισε να ψάχνει τρόπους νὰ σκοτώσει και τὸν ἄλλον ἀδελφό του, τὸν Γλιέβο. Τοῦ ἔστειλε ἕνα μήνυμα ὅτι ὁ πατέρας τους ἦταν πολὺ ἄρρωστος καὶ ὅτι ζήτησε νὰ τὸν δεῖ. Ὅμως ὅ ἕτερος ἀδελφός τους Γιαροσλάβος τοῦ μήνυσε ἐνῷ ἦταν στὸν δρόμο γιὰ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα του, ὅτι ὁ πατέρας τους εἶχε ἤδη πεθάνει καὶ ὅτι ὁ Σβιατοπόλκ εἶχε δολοφονήσει τὸν ἀδελφό τους Μπορίσο.

Ὁ Ἅγιος Γλιέβος ἔκλαψε γιὰ τὸν πατέρα καὶ τὸν ἀδελφό του, καὶ τὴν ὥρα ποὺ θρηνοῦσε ἔφθασαν οἱ δολοφόνοι. Κατέλαβαν τὴ βάρκα του καὶ τὸν σκότωσαν μὲ μαχαίρι.

Τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρα ρίχτηκε ἐπάνω στὴν ἀκτή μεταξὺ δύο δέντρων. Θάφτηκε δίπλα στὸν ἀδελφό του Ἅγιο Μπορίσο στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.

Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων, τιμοῦνται ἐπίσης καὶ τὴν 2α Μαΐου.


Ὁ Ἅγιος Σαλομπτίνος 


Τὸν ἄγνωστο αὐτὸν Ἅγιο, ἀναφέρει τὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σελ. 100. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων τοῦ Τβάλι 


Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων τοῦ Τβάλι (Τουλασβίλι) μόναζε στὴ Μονὴ Κακούλι στὴ νοτιοδυτικὴ Γεωργία τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ.

Στὸ βιβλίο του ὁ μοναχὸς Γεώργιος ο Νεότερος, γράφει ὅτι ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ζοῦσε ἀσκητικά καὶ εἶχε πολὲς ἀρετές.

Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ἦταν πνευματικὸς υἱὸς τοῦ Γεωργίου τοῦ Νέου ὁ ὁποῖος τὸν νουθέτησε νὰ γίνει λαμπρὸς συγγραφέας, μεταφραστὴς καὶ Θεολόγος.

Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ἔφυγε ἀπὸ τὴ Μονὴ Κακούλι καὶ πῆγε στὴ Μονὴ Τβάλι, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια ὅπου παρέμεινε γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του.
Σύμφωνα μὲ τὸν ἱστορικό – εἰκονογράφο Michael Sabinin, ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ἀναπάυθηκε εἰρηνικά τὸ ἔτος 1041.

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου