Α΄ Κυριακή των Νηστειών - της Ορθοδοξίας
Ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Νικομήδειας
Η αγία αυτή ημέρα είναι ξεχωριστή, διότι παρά το κατανυκτικό κλίμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εορτάζει λαμπρά η Ορθοδοξία μας, η αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Ποιούμε ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το οποίο επισυνέβη το 843 μ.Χ. στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική συμβολή της βασιλίσσης και μετέπειτα αγίας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεοφίλου (840 - 843 μ.Χ.).
Αναφερόμαστε στη μεγάλη εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε κυριολεκτικά την Εκκλησία μας για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το 726 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ' ο Ίσαυρος (717 - 741 μ.Χ.) αποφάσισε να επιφέρει στο κράτος ριζικές μεταρρυθμίσεις. Μια από αυτές ήταν η απαγόρευση προσκύνησης των ιερών εικόνων, επειδή, παίρνοντας αφορμή από ορισμένα ακραία φαινόμενα εικονολατρίας, πίστευε πως η χριστιανική πίστη παρέκλινε στην ειδωλολατρία.
Στην ουσία όμως εξέφραζε δικές του ανεικονικές απόψεις, οι οποίες ήταν βαθύτατα επηρεασμένες από την ανεικονική ιουδαϊκή και ισλαμική πίστη. Η αναταραχή ήταν αφάνταστη. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο φοβερά αντιμαχόμενες ομάδες, τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες. Οι διώξεις φοβερές. Μεγάλες πατερικές μορφές ανάλαβαν να υπερασπίσουν την ορθόδοξη πίστη. Στα 787 μ.Χ. συγκλήθηκε η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία διατύπωσε με ακρίβεια την οφειλόμενη τιμή στις ιερές εικόνες. Σε αυτή επίσης διευκρινίστηκαν και άλλα δυσνόητα σημεία της χριστιανικής πίστεως, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος και να ομιλούμε για θρίαμβο της Ορθοδοξίας μας.
Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος. Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια.
Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356). Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.
Βεβαίως η ηρεμία δεν αποκαταστάθηκε, διότι εξακολουθούσαν να βασιλεύουν εικονομάχοι αυτοκράτορες. Στα 843 η ευσεβής αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ του Γ΄, έθεσε τέρμα στην εικονομαχική έριδα και συνετέλεσε στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Οι Πατέρες όρισαν να εορτάζεται ο θρίαμβος του ορθοδόξου δόγματος την πρώτη Κυριακή των Νηστειών για να δείξει στους πιστούς πως ο πνευματικός μας αγώνας θα πρέπει να συνδυάζεται με την ορθή πίστη για να είναι πραγματικά αποτελεσματικός. Νηστεία και ασκητική ζωή έχουν και άλλες αιρέσεις ή θρησκείες, και μάλιστα με πολύ αυστηρότερους κανόνες άσκησης. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να σωθούν και να ενωθούν με το Θεό. Η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια, αντίθετα η πλάνη και το ψεύδος οδηγούν σε αδιέξοδα και εν τέλει στην απώλεια.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ήχος β'.
Την άχραντον εικόνα σου προσκυνούμεν αγαθέ, Αιτούμενοι συγχώρεσιν των πταισμάτων ημών βουλήσει γαρ ηυδόκησας ανελθείν εν τω Σταυρώ ίνα ρύση ους έπλασες εκ της δουλείας του εχθρού όθεν ευχαρίστως βοώμεν χαράς επλήρωσας τα πάντα ο σωτήρ ημών ο παραγενόμενος εις το σώσαι τον κόσμον.
Ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Νικομήδειας
Καὶ σαρκὸς ἐξόριστος, ὡς καὶ πατρίδος,
Θεῖος Θεοφύλακτος, οὗ Θεὸς φύλαξ.
Ἤλυθεν ὀγδοάτῃ Θεοφύλακτος Θεοῦ ἄγχι
Ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Δ’ (775 – 780 μ.Χ.). Λόγω τῆς μεγάλης του παιδείας καὶ πρὸς συνέχιση τῶν σπουδῶν του ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου γρήγορα ἀπέκτησε φήμη σοφοῦ καὶ δημιούργησε φιλικὲς σχέσεις μὲ ἀνώτερους κρατικοὺς λειτουργοὺς καὶ ἀξιωματούχους, καθὼς καὶ μὲ τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Ταράσιο, ποὺ ἦταν τότε πρωτοσηκρίτης.
‘Όταν τὸ ἔτος 784 μ.Χ. ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ταράσιος, εἰς διαδοχὴ τοῦ Πατριάρχου Παύλου, ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος μαζὶ μέ τὸν Μιχαήλ, ποὺ ἀργότερα ἔγινε Ἐπίσκοπος Συνάδων, ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸν Ταράσιο σὲ κάποια μονὴ τοῦ Εὔξεινου Πόντου. Λίγο ἀργότερα, πιθανὸν περὶ τὸ ἔτος 800 μ.Χ., ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Νοκομήδειας. Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος διέπρεψε σὲ ἔργα ἐκκλησιαστικῆς φιλανθρωπίας καὶ κοινωνικῆς πρόνοιας. Ἀνήγειρε ναούς, τὸ μέγα νοσοκομεῖο τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, γηροκομεῖα, πτωχοκομεῖα καὶ δημιούργησε λογία γιὰ τὶς ἄπορες χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Μάλιστα δὲ ὁ ἴδιος διακονοῦσε καὶ περιποιόταν τοὺς πάσχοντες ἀδελφούς του.
Ὅταν πέθανε ὁ Πατριάρχης Ταράσιος, ἐξελέγη στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Ἅγιος Νικηφόρος Α’ (806 – 815 μ.Χ.). Στὴ βασιλεία ὑπερίσχυσε ὁ Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος κινήθηκε κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Τότε παρέλαβε ὁ Ἅγιος Νικηφόρος τὸν Ὅσιο Θεοφύλακτο, τὸν Ἅγιο Αἰμιλιανὸ Κυζίκου, τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο Σάρδεων, τὸν Εὐδόξιο Ἀμορίου, τὸν Ἅγιο Μιχαὴλ Συνάδων καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωσὴφ Θεσσαλονίκης, ἀνέβηκε στὸ παλάτι καὶ ἔλεγξε μὲ εἰκονογραφικὰ χωρία τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὰ δυσσεβὴ διδάγματα καὶ τὴν εἰκονομαχική του διάθεση. Ἐπειδὴ ὁ αὐτοκράτορας ἔμενε ἀμετάπειστος, ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος ἔλαβε τὸν λόγο καὶ τοῦ εἶπε μὲ παρρησία: «Γνωρίζω ὅτι καταφρονεῖς τὴν ἀνοχὴ καὶ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ θὰ ἔλθει σὲ σένα ξαφνικὰ ὄλεθρος καὶ ἡ καταστροφὴ θὰ εἶναι ὅμοια μὲ καταιγίδα».
Ὁ αὐτοκράτορας ἐξαγριώθηκε καὶ τοὺς καταδίκασε ὅλους σὲ ἐξορία. Τὸν μὲν Πατριάρχη Νικηφόρο στὴ Χρυσούπολη, τοὺς ἄλλους Ἀρχιερεῖς σὲ διαφορετικὰ μέρη καὶ τὸν Ὅσιο Θεοφύλακτο στὸ Στρόβιλο, ὅπου ἐπὶ τριάντα ἔτη παρέμεινε μὲ καρτερία καὶ ἐκεῖ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 845 μ.Χ.
Μετὰ τὴν κατάπαυση τοῦ διωγμοῦ, ἐπὶ τῆς εὐσεβεστάτης βασιλίσσης Θεοδώρας (842 – 857 μ.Χ.) καὶ τοῦ Πατριάρχου Μεθοδίου (842 – 846 μ.Χ.), τὸ ἱερὸ σκήνωμα αὐτοῦ ἀνακομίσθηκε στὴ Νικομήδεια, τὸ ἔτος 846 μ.Χ. καὶ ἐναποτέθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε οἰκοδομήσει.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀποκαλεῖ τὸν Ὅσιο Θεοφύλακτο στῦλο ἀληθείας, Ὀρθοδοξίας ἑδραίωμα, φύλακα τῆς εὐσεβείας, στήριγμα τῆς Ἐκκλησίας.
Μικρὸς ναὸς τοῦ Ὁσίου Θεοφύλακτου ἀνεγέρθη στὸ παλάτι κατὰ τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. ἴσως ἐπὶ αὐτοκράτορα Ρωμανοὺ Α’ τοῦ Λεκαπηνοῦ (920 – 944 μ.Χ.), πατέρα τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Θεοφυλάκτου (931 – 956 μ.Χ.)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Φύλαξ ἄγρυπνος, τῆς Ἐκκλησίας, καὶ καθαίρεσις, τῆς δυσσεβείας, Ἱεράρχα Θεοφύλακτε πέφηνας· τοῦ γὰρ Χριστοῦ τὴν Εἰκόνα σεβόμενος, ὑπερορίας καὶ θλίψεις ὑπέμεινας· Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἀρραγῆ, Ὀρθοδοξίας πρόμαχον, καὶ ἰσχυρόν, κακοδοξίας ἔλεγχον, εὐφημοῦμεν καὶ βοῶμέν σοι, Ἱερομύστα Θεοφύλακτε· Ἐκ πάσης ἐπηρείας διαφύλαττε, τοὺς πίστει ἑορτάζοντας τὴν μνήμην σου, πρεσβεύων σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ὡς θησαυροφύλακι ἱερῷ, τῶν θεοτυπώτων, παραδόσεων καὶ θεσμῶν, χαῖρέ σοι βοῶμεν, ψυχῆς ἐν εὐφροσύνῃ, Πατέρων χαῖρε δόξα, ὦ Θεοφύλακτε.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ὁμολογητής
Σάλπιγξ σιωπᾷ Παῦλος ὁ Πλουσιάδος,
Σάλπιγγος ἠχὴν τὴν τελευταίαν μένων.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 8ου αἰώνα καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Πλουσιάδος ἢ Προυσιάδος τῆς Βιθυνίας, τῆς καλουμένης πρὶν Κίερος.
Ὅταν ὁ Ὅσιος εἶδε τοὺς αἱρετικοὺς εἰκονομάχους νὰ μαίνονται κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀνατρέπουν τὴν ὀρθὴ ἐκτέλεση τῶν θεσμῶν καὶ τὶς μορφὲς τῶν Ἁγίων, νὰ καταστρέφουν τὰ ἀνάγλυφα τῶν σεπτῶν εἰκόνων καὶ νὰ τὶς ἀπαλείφουν ἀπὸ τοὺς ἅγιους ναούς, νὰ ζωγραφίζουν ἀντὶ αὐτῶν μορφὲς θηρίων καὶ ὀρνέων καὶ ἑρπετῶν καὶ νὰ ἀνατρέπουν τὶς παραδόσεις τῶν θείων Πατέρων, ἀγωνίσθηκε μὲ ἱερὸ ζῆλο κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐπιλέγοντας καταπονήσεις ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ ὑπὲρ τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας καὶ τῆς Παναγίας μας, τῶν θείων στὴ μορφὴ Ἀγγέλων καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων. Γι’ αὐτὸ ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλοὺς πειρασμοὺς γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ ἀφοῦ μέχρι τέλους ἀγωνίσθηκε καλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἑρμῆς ὁ Ἀπόστολος
Ἑρμῇ θανόντι τῷ μαθητῇ Κυρίου,
Ἑρμῷον ἔμπνουν ἐκ λόγων διαγλύφῳ.
Ὁ Ἀπόστολος Ἑρμῆς μνημονεύεται στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Κατὰ τὴν παράδοση ἔγινε Ἐπίσκοπος Δαλματίας. Στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως καλεῖται Ἔρμυλος. Στὸν Παρισινὸ Κώδικα ἡ μνήμη αὐτοῦ ἀναφέρεται στὶς 8 Ἀπριλίου μετὰ τῶν Ἀποστόλων Ἀγάβου, Ἀσυγκρίτου, Ἐπαφρᾶ, Ἡρωδίωνος, Ρούφου καὶ Φλέγοντος.
Άγιος Δίων ο Μάρτυρας
Κἄν δεξιὰ σφάττει σε δεινὴ τοῦ πλάνου,
Ἡ δεξιὰ στέφει σε Δεσπότου Δίων.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Δίων τελειώθηκε διὰ μάχαιρας. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα.
Ὁ Ὅσιος Δομέτιος
Ὁ Δομέτιος τῆς τελευτῆς τὸ χρέος,
Δι' ἐκβιβαστῶν ἐξέτισεν Ἀγγέλων.
Ὁ Ὅσιος Δομέτιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 363 μ.Χ. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Κύριλλος, σύμφωνα μὲ τὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο, ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ μαρτύρησε στὴν Ἀφρικὴ κατ’ ἄγνωστο χρόνο.
Οἱ Ἅγιοι Φηλικίτη, Ἑρένια, Ρογάτος, Φίλιξ, Ρογάτος, Βεάτος, Οὐρβανός, Σιλβάνος καὶ Μάμμιλος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μάρτυρες, ποὺ ἀναφέρονται στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο, μαρτύρησαν κατ’ ἄγνωστο χρόνο στὴν Ἀφρική
Οἱ Ὅσιοι Λάζαρος καὶ Ἀθανάσιος ἐκ Ρωσίας
Οἱ Ὅσιοι Λάζαρος καὶ Ἀθανάσιος ἔζησαν μεταξὺ 14ου καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψαν στὴν περιοχὴ Μούρμανκ. Κοιμήθηκαν ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Σημείου ἐν Κοὺρσκ τῆς Ρωσίας
Πρόκειται γιὰ ἀντίγραφο τῆς εἰκόνας τῆς Θεοτόκου τοῦ Σημείου στὸ Κοὺρκ τῆς Ρωσίας. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Η Παναγία η Παντάνασσα είναι η προστάτις της Σικίνου. Για την εύρεση της εικόνας της Θεοτόκου γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Σπυρίδων Βουρλάκος, Αρχιερατικός Επίτροπος Σικίνου.
«Τα παλιά τα χρόνια, στο μικρό νησί της Σίκινου, που βρίσκεται μεταξύ των νησιών Ίου και Φολεγάνδρου και βόρεια της Σαντορίνης, υπήρχαν πολλές ιδιόκτητες εκκλησίες, οι οποίες είχαν και τον εφημέριό τους. Στον εφημέριο λοιπόν μίας εξ αυτών των εκκλησιών, που ήταν αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο, συνέβη το παρακάτω θαυμαστό γεγονός.
Ένα βράδυ είδε στον ύπνο του μία θαυμάσια και μεγαλοπρεπή γυναίκα, η οποία τον προέτρεπε να πάει στο βόρειο μέρος του νησιού, στη θέση του Καρρά, στο αυλάκι να την παραλάβει. Το πρωί ο Ιερέας διηγήθηκε το όνειρό του στην πρεσβυτέρα και η οποία όμως τον συμβούλευσε να μην δίνει προσοχή στα όνειρα. Αυτό το όνειρο επαναλήφθηκε και την επομένη βραδιά και ο Ιερέας πάλι επηρεασμένος από την αποτροπή της πρεσβυτέρας του, αδιαφόρησε. Την τρίτη βραδιά παρουσιάστηκε και πάλι η οπτασία αυτής της θαυμαστής γυναίκας, η οποία τον έλεγξε για την απιστία του και του είπε ότι αν δεν πάει, θα πάθει μεγάλο κακό.
Έντρομος ο Ιερέας ξύπνησε, φόρεσε το ράσο του και χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, έφυγε αμέσως για το μέρος που του είχε υποδείξει η γυναίκα στον ύπνο του. Μόλις έφτασε στο μέρος εκείνο, που ήταν βραχώδες και παραθαλάσσιο, είδε φως (σαν καντήλι) πάνω στη θάλασσα και κοντά στην ακτή. Όταν πλησίασε, αντί του φωτός είδε μία εικόνα που στεκόταν όρθια πάνω στη θάλασσα. Αμέσως έβγαλε τα υποδήματά του, ανασκούμπωσε το ράσο του και μπήκε στη θάλασσα για να πιάσει την εικόνα. Όσο όμως ο ιερέας πλησίαζε, τόσο απομακρύνονταν η Αγία Εικόνα στη θάλασσα. Ενώ συνέχισε κολυμπώντας, όλες οι προσπάθειες απέβαιναν μάταιες.
Απελπισμένος ο Ιερέας βγήκε από τη θάλασσα και αναχώρησε για την κωμόπολη. Εκεί ανακοίνωσε το γεγονός και με κωδωνοκρουσίες όλοι οι ιερείς ενδεδυμένοι με τα άμφιά τους καθώς και ο λαός με λαμπάδες και εξαπτέρυγα αναχώρησαν για το προαναφερθέν σημείο και είδαν την αγία εικόνα να στέκεται όρθια επί της θαλάσσης. Τότε ο ιερέας που είχε δει το όραμα, γονάτισε και προσευχήθηκε. Έτσι μπόρεσε και παρέλαβε από τη θάλασσα την Αγία Εικόνα της Θεοτόκου. Στην συνέχεια εν πομπή και με ψαλμούς μετέφεραν την αγία εικόνα της Θεοτόκου στην εκκλησία του Αγίου Προδρόμου, όπου ήταν εφημέριος ο Ιερέας.
Την επομένη όμως το πρωί η εικόνα δεν ήταν στο ναό που την είχαν εναποθέσει και όλοι οι κάτοικοι ανησύχησαν ότι κάποιοι έκλεψαν το Ιερό Εικόνισμα. Κατόπιν ερευνών βρέθηκε η εικόνα στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο κέντρο της κωμόπολης στη θέση Κάστρο, όρθια πάνω σε στασίδι, παραπλεύρως της αριστεράς θύρας του Ταξιάρχη. Τότε άρχισε φιλονικία μεταξύ των ιδιοκτητών των δύο εκκλησιών. Η δε εικόνα μετεφέρθη και πάλι στην προηγουμένη εκκλησία. Αυτό το γεγονός όμως επαναλήφθηκε και την επομένη νύχτα και αποφάσισαν να μείνουν το βράδυ στο γυναικωνίτη κρυμμένοι δύο άντρες για να δουν ποιός παίρνει την εικόνα. Τα μεσάνυχτα άκουσαν να ανοίγει η κλειδωμένη πόρτα της εκκλησίας και η εικόνα να φεύγει μόνη της και να εισέρχεται στην άλλη εκκλησία. Τότε κατανόησαν την θέληση της Θεοτόκου να παραμείνει στην άλλη εκκλησία και ανακοίνωσωσαν στον λαό την θαυματουργό μετάβασή της. Έτσι αποφάσισαν οι κάτοικοι να παραμείνει στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ενθρονισμένη. Ο ιδιοκτήτης του ναού σε ένδειξη σεβασμού προς την Θεοτόκο κατασκεύασε ξύλινο θρόνο και την τοποθέτησαν στο αριστερό μέρος του ναού, τον οποίο η ίδια η Παναγία είχε επιλέξει.
Η Σύναξη της ιεράς εικόνος της Παναγίας Παντανάσσης τελείται με ιδιαίτερο τυπικό την ημέρα της ευρέσεώς της, Α´ Κυριακή των Νηστειών, της Ορθοδοξίας».
Πηγὲς:http://www.saint.gr/03/08/index.aspx
Σύναξη της Παναγιάς της Παντάνασσας στην Σίκινο
Η Παναγία η Παντάνασσα είναι η προστάτις της Σικίνου. Για την εύρεση της εικόνας της Θεοτόκου γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Σπυρίδων Βουρλάκος, Αρχιερατικός Επίτροπος Σικίνου.
«Τα παλιά τα χρόνια, στο μικρό νησί της Σίκινου, που βρίσκεται μεταξύ των νησιών Ίου και Φολεγάνδρου και βόρεια της Σαντορίνης, υπήρχαν πολλές ιδιόκτητες εκκλησίες, οι οποίες είχαν και τον εφημέριό τους. Στον εφημέριο λοιπόν μίας εξ αυτών των εκκλησιών, που ήταν αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο, συνέβη το παρακάτω θαυμαστό γεγονός.
Ένα βράδυ είδε στον ύπνο του μία θαυμάσια και μεγαλοπρεπή γυναίκα, η οποία τον προέτρεπε να πάει στο βόρειο μέρος του νησιού, στη θέση του Καρρά, στο αυλάκι να την παραλάβει. Το πρωί ο Ιερέας διηγήθηκε το όνειρό του στην πρεσβυτέρα και η οποία όμως τον συμβούλευσε να μην δίνει προσοχή στα όνειρα. Αυτό το όνειρο επαναλήφθηκε και την επομένη βραδιά και ο Ιερέας πάλι επηρεασμένος από την αποτροπή της πρεσβυτέρας του, αδιαφόρησε. Την τρίτη βραδιά παρουσιάστηκε και πάλι η οπτασία αυτής της θαυμαστής γυναίκας, η οποία τον έλεγξε για την απιστία του και του είπε ότι αν δεν πάει, θα πάθει μεγάλο κακό.
Έντρομος ο Ιερέας ξύπνησε, φόρεσε το ράσο του και χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, έφυγε αμέσως για το μέρος που του είχε υποδείξει η γυναίκα στον ύπνο του. Μόλις έφτασε στο μέρος εκείνο, που ήταν βραχώδες και παραθαλάσσιο, είδε φως (σαν καντήλι) πάνω στη θάλασσα και κοντά στην ακτή. Όταν πλησίασε, αντί του φωτός είδε μία εικόνα που στεκόταν όρθια πάνω στη θάλασσα. Αμέσως έβγαλε τα υποδήματά του, ανασκούμπωσε το ράσο του και μπήκε στη θάλασσα για να πιάσει την εικόνα. Όσο όμως ο ιερέας πλησίαζε, τόσο απομακρύνονταν η Αγία Εικόνα στη θάλασσα. Ενώ συνέχισε κολυμπώντας, όλες οι προσπάθειες απέβαιναν μάταιες.
Απελπισμένος ο Ιερέας βγήκε από τη θάλασσα και αναχώρησε για την κωμόπολη. Εκεί ανακοίνωσε το γεγονός και με κωδωνοκρουσίες όλοι οι ιερείς ενδεδυμένοι με τα άμφιά τους καθώς και ο λαός με λαμπάδες και εξαπτέρυγα αναχώρησαν για το προαναφερθέν σημείο και είδαν την αγία εικόνα να στέκεται όρθια επί της θαλάσσης. Τότε ο ιερέας που είχε δει το όραμα, γονάτισε και προσευχήθηκε. Έτσι μπόρεσε και παρέλαβε από τη θάλασσα την Αγία Εικόνα της Θεοτόκου. Στην συνέχεια εν πομπή και με ψαλμούς μετέφεραν την αγία εικόνα της Θεοτόκου στην εκκλησία του Αγίου Προδρόμου, όπου ήταν εφημέριος ο Ιερέας.
Την επομένη όμως το πρωί η εικόνα δεν ήταν στο ναό που την είχαν εναποθέσει και όλοι οι κάτοικοι ανησύχησαν ότι κάποιοι έκλεψαν το Ιερό Εικόνισμα. Κατόπιν ερευνών βρέθηκε η εικόνα στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο κέντρο της κωμόπολης στη θέση Κάστρο, όρθια πάνω σε στασίδι, παραπλεύρως της αριστεράς θύρας του Ταξιάρχη. Τότε άρχισε φιλονικία μεταξύ των ιδιοκτητών των δύο εκκλησιών. Η δε εικόνα μετεφέρθη και πάλι στην προηγουμένη εκκλησία. Αυτό το γεγονός όμως επαναλήφθηκε και την επομένη νύχτα και αποφάσισαν να μείνουν το βράδυ στο γυναικωνίτη κρυμμένοι δύο άντρες για να δουν ποιός παίρνει την εικόνα. Τα μεσάνυχτα άκουσαν να ανοίγει η κλειδωμένη πόρτα της εκκλησίας και η εικόνα να φεύγει μόνη της και να εισέρχεται στην άλλη εκκλησία. Τότε κατανόησαν την θέληση της Θεοτόκου να παραμείνει στην άλλη εκκλησία και ανακοίνωσωσαν στον λαό την θαυματουργό μετάβασή της. Έτσι αποφάσισαν οι κάτοικοι να παραμείνει στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ενθρονισμένη. Ο ιδιοκτήτης του ναού σε ένδειξη σεβασμού προς την Θεοτόκο κατασκεύασε ξύλινο θρόνο και την τοποθέτησαν στο αριστερό μέρος του ναού, τον οποίο η ίδια η Παναγία είχε επιλέξει.
Η Σύναξη της ιεράς εικόνος της Παναγίας Παντανάσσης τελείται με ιδιαίτερο τυπικό την ημέρα της ευρέσεώς της, Α´ Κυριακή των Νηστειών, της Ορθοδοξίας».
http://www.synaxarion.gr/gr/m/3/d/8/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου