Εἶναι πρωτόγνωρη ἡ κατάσταση ποὺ βιώνει σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ σήμερα καὶ πάντοτε ἦταν ὁ πρῶτος στόχος τῶν δυνάμεων τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὶς κάθε εἴδους διώξεις ποὺ ὑπέστη, ἀνέδειξε τὸν μεγάλο θησαυρὸ τῶν ἁγίων της.
Ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς μεταφέρουμε παρακάτω, ἀπὸ τὸ βιβλίο «π. Ἀρσένιος, ὁ κατάδικος ΖΕΚ-18376», τῶν ἐκδόσεων τῆς Ι.Μ. Παρακλήτου Ὠρωπού Ἀττικῆς.
Μιά - ἀπὸ τὶς πολλές - θαυμαστὴ μαρτυρία ἀπὸ κάποιο πνευματικὸ παιδὶ τοῦ π. Ἀρσενίου, τοῦ εὐλογημένου κατάδικου. Τὸ γεγονὸς ἔλαβε χώρα στὰ χρόνια τῶν φοβερῶν διώξεων τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸ σταλινικὸ καθεστώς της πάλαι ποτὲ Σοβιετικῆς Ἑνώσεως. Μιὰ στάλα οὐράνιας δροσιᾶς καὶ χάριτος καὶ ἕνα μήνυμα παρηγοριᾶς καὶ αἰσιοδοξίας γιὰ κάθε καλοπροαίρετη ψυχὴ στὶς δύσκολες αὐτὲς μέρες.
_____________________
Ἡ Νατάσα εἶχε μείνει πάνω ἀπὸ δύο ἑβδομάδες κοντὰ στὸν π. Ἀρσένιο. Ἐπιστρέφοντας στὴν Μόσχα, ἔφερε ἕνα πάκο γράμματα, ποὺ ἔπρεπε νὰ μοιραστοῦν τὸ συντομότερο σὲ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφές.
Οἱ καιροὶ ἦταν δύσκολοι καὶ ἡ διανομὴ τῶν ἐπιστολῶν ἐγχείρημα ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνο. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς δικούς μας εἶχαν συλληφθεῖ. Ὁ π. Ἀρσένιος δὲν εἶχε ὁδηγηθεῖ ἀκόμα στὸ Στρατόπεδο Εἰδικοῦ Καθεστῶτος, ἦταν ὅμως - ὅπως καὶ ἄλλοι ἀδελφοί - κάτω ἀπὸ στενὴ παρακολούθηση.
Τὸ σπίτι μου, τοῦ ἔλεγε ἡ Νατάσα, τὸ γυρόφερναν ἀπροκάλυπτα ἄνθρωποι τῆς Ἀσφάλειας. Κάθε τόσο καλοῦσαν στὸ τμῆμα τὴ σπιτονοικοκυρὰ καὶ τοὺς γείτονες γιὰ ἀνάκριση...
Ἐπιστρέφοντας μὲ τὸ τρένο εἶχα τὴν αἴσθηση ὅτι δυὸ μάτια μὲ κοιτοῦσαν συνεχῶς. Τὴν προσοχή μου τράβηξε μιὰ μυστηριώδης γυναῖκα, ποὺ στριφογύριζε κοντά μου σ᾿ ὅλο τὸ ταξίδι. Τί θὰ ἔκανα μὲ τὰ γράμματα, ἂν μ᾿ ἔπιαναν; Αὐτὸ μόνο μὲ ἀπασχολοῦσε, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ σκεφτῶ τίποτα.
Ἔτσι βασίστηκα στὴ διαβεβαίωση τοῦ π. Ἀρσενίου, ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ τὴ στιγμὴ τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ: «Ὁ Κύριος θὰ εἶναι μαζί σας καὶ θὰ σᾶς φυλάξει. Μὴ φοβᾶστε, ὅλα θὰ πᾶνε καλά!». Μόλις βγῆκα ἀπὸ τὸ τρένο, στὸ σταθμὸ τῆς Μόσχας, ἔπαψα νὰ νιώθω ὅτι μὲ παρακολουθοῦν. Ἡσύχασα. Μήπως ἦταν μιὰ ἁπλή ψευδαίσθηση, ποὺ μοῦ προκάλεσε ὁ φόβος;...
Ἐκείνη τὴν νύχτα ἔμεινα στὸ σπίτι τῆς Νατάσας. Ὡς τὰ μεσάνυχτα συζητούσαμε γιὰ τὸν π. Αρσένιο, τὶς ὑποθῆκες του, τὴ ζωή του. Μοῦ ἔδωσε τὰ μισὰ γράμματά του, γιὰ νὰ τὰ μοιράσω.
Στὶς 7 τὸ πρωὶ βγῆκα ἔξω. Ἦταν Κυριακή. Οἱ δρόμοι σχεδὸν ἔρημοι.
Περπατοῦσα χαρούμενη. Ἕνα σοφὸ καὶ διακριτικὸ γράμμα τοῦ παππούλη εἶχε ἀπαντήσει σὲ πολλὰ ἐρωτήματά μου, εἶχε διαλύσει τοὺς φόβους μου καὶ εἶχε ἑδραιώσει στὴν ψυχή μου τὴν αὐτοπεποίθηση.
Μόλις πενῆντα μέτρα πιὸ κάτω ἀπ᾿ τὸ σπίτι τῆς Νατάσας, κατάλαβα ὅτι κάποιος βάδιζε πίσω μου. Στράφηκα μὲ τρόπο καὶ εἶδα μιὰν ἄγνωστη γυναῖκα. «Μὲ παρακολουθεῖ;», ἀναρωτήθηκα ἀστραπιαῖα. Ἀποφάσισα νὰ τὸ ἐξακριβώσω.
Ἄνοιξα βῆμα κι ἔστριψα στὸ πρῶτο στενό. Μὲ ἀκολούθησε. Ἔστριψα πάλι στὸ ἑπόμενο στενό. Μὲ ἀκολούθησε καὶ σ᾿ αὐτό.
Κρύος ἱδρῶτας μ᾿ ἔλουσε. Ναί, μὲ παρακολουθοῦσε! Καὶ εἶχα πάνω μου τόσα γράμματα! Ἄν μ` ἔπιαναν, θὰ ἔπαιρνα στὸ λαιμὸ μου πολλὲς ψυχές. Ἀλίμονο!
Στὸ τέλος τοῦ τετραγώνου ἔστριψα δεξιὰ καὶ πέρασα στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ δρόμου. Ἡ γυναῖκα ἦταν πάντα πίσω μου, σὲ ἀπόσταση ἑξῆντα-ἑβδομῆντα μέτρων.
Ἡ καρδιά μου πήγαινε νὰ σπάσει. Γιὰ μιὰ στιγμὴ σκέφτηκα νὰ πετάξω κάπου τὰ γράμματα καὶ νὰ τὸ βάλω στὰ πόδια. Ἄν ὅμως τὰ ἔβρισκαν; Ἄλλωστε μὲ εἶχαν δεῖ νὰ βγαίνω ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Νατάσας.
Προσπάθησα νὰ κρατήσω τὴν ψυχραιμία μου. Σταθεροποίησα τὸ βῆμα μου. Ἄρχισα νὰ προχωράω χωρὶς βιασύνη καὶ νὰ ἱκετεύω τὴν Κυρία Θεοτόκο: «Παναγία μου! Σ᾿ ἐσένα μόνο ἐλπίζω. Στὴ δική σου βοήθεια στηρίζομαι. Βάλε μὲ κάτω ἀπ᾿ τὴ σκέπη σου! Σῶσε με!...».
Ἡ ἀνησυχία καὶ ὁ φόβος ὑποχώρησαν. Ἡ ψυχή μου γαλήνεψε μὲ τὴ σκέψη ὅτι δὲν ἤμουνα μόνη. Ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου βρισκόταν δίπλα μου. Ὅ,τι κι ἂν γινόταν, θὰ ἦταν θέλημα Θεοῦ.
Τὰ βήματα τῆς γυναίκας ἀκούγονταν ὅλο καὶ πιὸ κοντά. Βάδιζα ἀργὰ καὶ προσευχόμουνα, χωρὶς νὰ παρατηρῶ ποῦ πήγαινα. Τί σημασία εἶχε; ...
Ἔφτασα σὲ μιὰ διασταύρωση. Ἔκανα τὸ σταυρό μου κι ἔστριψα δεξιά. Καὶ τότε...
Τότε βλέπω μιὰ γυναῖκα, στὰ χρόνια μου πάνω κάτω, νὰ βαδίζει δίπλα μου, συντονίζοντας τὸ βῆμα της μὲ τὸ δικό μου.
Δὲν πίστευα στὰ μάτια μου! Μοῦ ἔμοιαζε καταπληκτικά, λὲς καὶ ἦταν δίδυμη ἀδελφή μου. Φοροῦσε μάλιστα ἀκριβῶς τὰ ἴδια ροῦχα - τὸ ἴδιο παλτό, τὸ ἴδιο μαντήλι στὸ κεφάλι. Ἀκόμα καὶ τὴν ἴδια τσάντα κρατοῦσε στὸ χέρι. Κύριε ἐλέησον!
Μιὰ ματιὰ μόνο της ἔριξα. Δὲν μπόρεσα νὰ κρατήσω τὸ βλέμμα μου ἐπάνω της, γιατί ἡ μορφή της ἦταν λουσμένη στὸ φῶς, ἕνα φῶς ὑπέρλαμπρο καὶ ἀσυνήθιστο.
Προχωρούσαμε δίπλα δίπλα. Χίλια ἐρωτηματικὰ βομβάρδιζαν τὸν νοῦ μου. Τὴν καρδιά μου, ὡστόσο, τὴν πλημμύριζε μιὰ μεγάλη καὶ παράξενη χαρά.
Οἱ χτύποι τῶν βημάτων τῆς ἄλλης γυναίκας, ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ πίσω, εἶχαν γίνει τώρα ἄρρυθμοι καὶ νευρικοί.
Στὸ ἑπόμενο σταυροδρόμι ἡ συνοδίτισσά μου στράφηκε καὶ μὲ κοίταξε. Τὸ φῶς τοῦ προσώπου της σχεδὸν μὲ τύφλωσε.
Ἐσὺ στάσου ἐδῶ! εἶπε ἐπιτακτικὰ ἀλλὰ ἤρεμα. Ἐγὼ θὰ προχωρήσω.
Στάθηκα στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Ἐκείνη προχώρησε γοργά. «Μήπως ὀνειρεύομαι;», ἀναρωτήθηκα. Ἔβλεπα ἕναν δεύτερο ἑαυτό μου, ἀπαράλλαχτο στὴ μορφή, στὴ σιλουέτα, στὰ ροῦχα, στὸ καθετί, νὰ ξεμακραίνει. Ἀπίστευτο!
Ἡ γυναῖκα ποὺ μὲ παρακολουθοῦσε εἶχε ἔρθει πιὰ δίπλα μου. Κοντοστάθηκε καὶ μὲ κοίταξε ἀπ᾿ τὴν κορφὴ ὡς τὰ νύχια. Τὸ βλέμμα της - ἕνα βλέμμα σκοτεινό, μοχθηρό, ἀπαίσιο - ἦταν ὅλο ἀπορία καὶ σύγχυση. Ὕστερ᾿ ἀπὸ ἕναν στιγμιαῖο δισταγμό, ἔτρεξε πίσω ἀπ᾿ τὴ συνοδίτισσά μου, ποὺ εἶχε ἀνοίξει τὸ βῆμα της.
Καρφωμένη στὸ ἔδαφος, τὶς εἶδα νὰ χάνονται, στρίβοντας στὸ πρῶτο τετράγωνο. Ἔμεινα γιὰ κάμποση ὥρα ἀκίνητη σὰν ἄγαλμα, σαστισμένη, χαμένη.
Μ᾿ ἔσωσε ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου! Αὐτὴ ἡ συγκλονιστικὴ σκέψη μὲ συνέφερε. Μὲ τὴν καρδιὰ ξέχειλη ἀπὸ χαρὰ κι εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ μεγάλο θαῦμα, στράφηκα πίσω καὶ πῆρα τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση. Μέχρι τὶς 2 μ.μ. εἶχα μοιράσει ὅλες τὶς ἐπιστολές.
Ἕνα χρόνο ἀργότερα μὲ συνέλαβαν. Στὶς ἀλλεπάλληλες ἀνακρίσεις μὲ ρωτοῦσαν ἐπίμονα ποιὰ ἦταν ἡ γυναῖκα ποὺ περπατοῦσε δίπλα μου κεῖνο τὸ πρωινό. Ὁ ἀνακριτὴς ἀνθυπολοχαγὸς κάλεσε κι ἐκείνη ποὺ μὲ παρακολουθοῦσε.
Τί νὰ πῶ, σύντροφε, ἀνθυπολοχαγέ; Μυστήριο πρᾶγμα! Βάδιζα πίσω της. Αὐτὴ ἔστριβε σὲ κάθε γωνία, προφανῶς γιὰ νὰ μοῦ ξεφύγει. Καὶ ξαφνικά, στὴν ὁδὸ Καζάκωφ, ἔγιναν δύο! Πῆγα νὰ τρελαθῶ! Ἦταν καὶ οἱ δυὸ ὅμοιες σὲ ὅλα - μαντήλια, παπούτσια, παλτά, τσάντες.... ἴδιο σουλούπι, ἴδιο περπάτημα, τὰ κεφάλια σκυμμένα...
Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω ποιὰν εἶχα ἀκολουθήσει ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ποιὰ εἶχε ἐμφανιστεῖ στὸ δρόμο. Κάποια στιγμὴ ἡ μία σταμάτησε, ἐνῶ ἡ ἄλλη προχώρησε μὲ πιὸ γρήγορο βῆμα. Τί νὰ ἔκανα; Ἀκολούθησα ἐκείνη ποὺ ἔφευγε. Καὶ τὴν ἔπαθα! Δέκα λεπτὰ ἔτρεχα ξοπίσω της.
Καὶ ξάφνου, καταμεσῆς τοῦ δρόμου, ἔγινε ἄφαντη! Δὲν ἀστειεύομαι, σύντροφε ἀνθυπολοχαγέ. Ναί, σὰν ν᾿ ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ νὰ τὴν κατάπιε! Ρωτῆστε την, πρέπει νὰ τὸ παραδεχτεῖ. Ἄς ἐξηγήσει πῶς τὸ ἔκανε. Μόνο στὸ τσίρκο γίνονται κάτι τέτοια...
Τί μποροῦσα ν` ἀποκριθῶ;
Ὁ ἀνακριτὴς ἀγρίεψε. Οὔρλιαζε, φοβέριζε, ἀπειλοῦσε. Σὲ κάθε του ἐρώτηση ἡ ἀπάντησή μου ἦταν στερεότυπη: «Δὲν ξέρω... Δὲν ξέρω...».
Μοῦ κατάφερε ἕνα δυνατὸ χτύπημα στὸ κεφάλι. Τότε δὲν ἄντεξα.
Πουθενὰ δὲν κρύφτηκα! φώναξα. Οὔτε ξέρω ἀπὸ τεχνάσματα καὶ ἀπάτες! Ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μ᾿ ἔσωσε! Σ᾿ ὅλο τὸ δρόμο προσευχόμουνα, ζητῶντας τὴν βοήθειά της...
Ὁ ἀνθυπολοχαγὸς γέλασε κοροϊδευτικά. Ἡμέρεψε ὅμως καὶ δὲν μὲ ξαναχτύπησε.
Μὲ καταδίκασαν σὲ ἐλαφριὰ ποινή: Τρία χρόνια ἐξορία καὶ ἀπαγόρευση εἰσόδου σὲ μιὰ περιοχὴ ἀκτίνας 100 χιλιομέτρων γύρω ἀπό τή Μόσχα.
Μὲ τὸν π. Ἀρσένιο συναντήθηκα μόλις τὸ 1958. Τοῦ διηγήθηκα τὸ περιστατικό.
Τί ἔγινε ἄραγε; τὸν ρώτησα. Ἦρθε ἡ ἴδια ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος; Ἔστειλε κάποιαν ἁγία; Ἢ μήπως πρόσταξε τὸν φύλακα ἄγγελό μου νὰ μὲ βγάλει ἀπὸ τὴν δύσκολη ἐκείνη θέση;
Τί νὰ πῶ; Τὸ βέβαιο εἶναι πὼς ἡ Παναγία ἀνταποκρίθηκε στὴν προσευχή σας καὶ γλίτωσε μ᾿ αὐτὸ τὸ ἐξαίσιο θαῦμα πολλὲς ψυχὲς ἀπὸ τὴ σύλληψη, τὶς φυλακὲς καὶ τὶς ἐξορίες. Φανταστεῖτε τί θὰ γινόταν, ἂν σᾶς ἔπιαναν μ᾿ ὅλα ἐκεῖνα τὰ γράμματα!...
Ἄπειρο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ! Μεγάλη ἡ χάρη τῆς Πανάχραντης Δέσποινας!
Σάββας Ηλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 1-4-2020
«Πᾶνος»
Πραγματικά εξαίσιο και ελπιδοφόρο εν καιρώ διωγμών που βρισκόμαστε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΙΑ ΝΑ ΠΆΡΟΥΜΕ ΘΆΡΡΟΣ.
Είναι πραγματικότητα όταν η ψυχή βρεθεί σε κίνδυνο ένα Όνομα κραυγάζει
ΠΑΝΑΓΊΑ ΜΟΥ!! ΠΑΝΑΓΊΑ ΜΟΥ!!
Σε ευχαριστούμε πολύ Δάσκαλε η Παναγία μας να σκεπάζει εσένα και την οικογένειά σου.