Το 1957 (*)
ήδη είχε βρεθή το φάρμακο από τον Χάνσεν. Η Δαψώνη. Ήρθε στην
Σπιναλόγκα. Αρχικά την δοκίμασαν οι πιο βαρειά ασθενείς και
καλυτέρευσαν. Μετά όλοι βέβαια οι ασθενείς έπαιρναν το φάρμακο.
Δεν
γίνονταν τελείως καλά, αλλά όπου σε εύρισκε η θεραπεία εκεί σε άφηνε.
Οι πληγές έκλειναν, αλλά οι ουλές και οι παραμορφώσεις και οι
αναισθησίες των νεύρων έμεναν. Έτσι οι μύτες έλειπαν, τα χέρια ήταν
παράλυτα, η παραμόρφωση του προσώπου παρέμεινε και η δυσκινησία ήταν
φοβερή.
Η
Σπιναλόγκα έκλεισε, καθώς και το λεπροκομείο της Χίου, που ήταν
προστάτης ο άγιος Άνθιμος. Όλοι ήρθαν στον αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας
Βαρβάρας στο Αιγάλεω. Η ζωή τους τώρα άλλαξε. Έγκλειστοι ήταν βέβαια,
αλλά γνώριζαν οι ίδιοι ότι ήταν υγιείς από την νόσο και κυρίως ότι δεν
μετέδιδαν την νόσο.
Οι
πιο δυσκολεμένοι σωματικά έμεναν σε ένα μεγάλο κτίριο, που το έλεγαν
αναρρωτήριο. Οι άλλοι οι πιο υγιείς, όπως ήταν η Αργυρώ, ο Αριστείδης, ο
κ. Χαράλαμπος, έμεναν σε μικρά σπιτάκια. Κανονικά ασκητήρια, που
θύμιζαν Σκήτη. Δωμάτια 4Χ3 μέτρων, κεραμιδοσκέπαστα, παράθυρα ταπεινά,
τουαλέτα εξωτερική, τσιμέντο για δάπεδο, δύο κρεβάτια, ένα τραπέζι και
σχεδόν πάντα μία βιβλιοθήκη.
Ναι,
βιβλιοθήκη. Ήμουν 12 χρόνων, όταν πρωτοεπισκέφτηκα την Αργυρώ. Κοίταζα
τα βιβλία. Διάβαζα τους τίτλους των βιβλίων. Ευεργετινός, Αμαρτωλών
σωτηρία, Συναξαριστής των 12 μηνών, το Πεντηκοστάριον, Φιλοκαλία των
ιερών νηπτικών, Αόρατος πόλεμος, Ερωτόκριτος, Ιλιάδα, Οδύσσεια!!!
Εκεί
συνέχιζαν πια τον πνευματικό αγώνα τους, ελεημένοι από τον Θεό για την
νόσο τους. Γύρω δένδρα, κήποι, λουλούδια και γύρω απ’ αυτά ένας μεγάλος
μανδρότοιχος, που προστάτευε τους έξω, από τους αγίους μέσα.

Το
1958 είχε έρθει στο Νοσοκομείο της Αγίας Βαρβάρας ο μοναχός Σωφρόνιος. Ο
π. Σωφρόνιος, ήταν μοναχός από την Νότιο Κρήτη. Ενώ ήταν μοναχός, τον
πήραν στρατιώτη με διάταγμα της τότε κυβερνήσεως, γιατί λόγω του
αδελφοκτόνου πολέμου είχαν χαθή πολλοί άνθρωποι και το άνομο κράτος
στράφηκε στα Μοναστήρια και άρπαξε νέους μοναχούς και δοκίμους, τους
ξύρισε και τους έστειλε να υπηρετήσουν.
Ο
π. Σωφρόνιος, ενώ υπηρετούσε στην Θεσσαλονίκη ασθένησε, διαγνώστηκε το
νόσημα της λέπρας και ήλθε στον αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας.
Τώρα πια ήταν μία αδελφότητα, ο π. Νικηφόρος, ο π. Σωφρόνιος, η μοναχή
Φιλοθέη από τα Χανιά, η Μαριάμ, η Χαριτίνη η Μυτιληναία.

Ρουφούσαν
την διδασκαλία του αγίου Νικηφόρου από μακρυά ιστάμενες σαν μυροφόρες
και συγχρόνως έκαναν τον κανόνα τους. Και όλες εκεί νήστευαν χωρίς να
παραθεωρήσουν τίποτα.
Ιερεύς
πλέον ήταν ο π. Διονύσιος, νομίζω έγγαμος εκ Ζακύνθου, όχι ασθενής αλλά
συγγενής ασθενούς. Είχαν μία μεγάλη μουριά έξω από την Εκκλησία κι εκεί
από κάτω έβαζαν το καλοκαίρι τον άγιο Νικηφόρο και τους μιλούσε.
Έρχονταν
κόσμος πολύς, χριστιανοί, που δεν φοβούνταν, ο π. Νικόδημος ο Μπιλάλης
και άλλοι από την “ΖΩΗ”, που έψαχναν κάτι άλλο βαθύτερο και που τους
συγκινούσε ο αγώνας των ασθενών. Εδώ έρχονταν να παρηγορηθούν από τους
ασθενείς, από τα συντρίμματα, από τα σπασμένα καλάμια, που γινόντουσαν
φόρμιγκες του Θεού.

Άλλο
έργο είχαν την ευποιΐα (βοήθεια) εκατοντάδων. Πτωχοί κατέφευγαν σ’
αυτούς και αυτοί προσέφερον ο,τι είχαν: τρόφιμα, χρήματα κλπ. Ό,τι τους
πήγαιναν, τα μοίραζαν.
Είχαν
μία σύνταξη από το Ελληνικό Δημόσιο σαν βοήθημα, μερικοί εργάζοντο
κιόλας. Οι τρεις, η Αργυρώ, η Ντίνα και ο Αριστείδης είχαν κάνει μία
συμφωνία. Θα ζούσαν με την μία σύνταξη και τις δύο άλλες θα τις
μοίραζαν, όπου υπήρχε ανάγκη.
Το
γνωρίζω καλά, γιατί εγώ από ηλικία 13 ετών τους έγραφα τις επιταγές
κάθε μήνα, ως και τα γράμματα που τους έστελναν για να τους παρηγορήσουν
και τα ταχυδρομούσα.
Και
το κυριώτερο έρχονταν φτωχοί απ’ έξω από την μάνδρα του νοσοκομείου.
Αυτοί έφτειαχναν τσάντες με τρόφιμα. Και βάζαμε μία σκάλα στον τοίχο κι
από εκεί ανεβαίναμε κι οι φτωχοί του Χριστού από κάτω έπαιρναν τις
τσάντες. Ό,τι περίσσευε κάθε μέρα το δίνανε μ’ αυτόν τον τρόπο για να
μην πεταχτή τίποτα.
Όλες
τις μεγάλες γιορτές ετοίμαζαν δέματα και μέσα στα δέματα έβαζαν
φακελλάκια με χρήματα και με το αυτοκίνητό μου πηγαίναμε στα σπίτια των
θλιμμένων και πτωχών.
Κι
όλα αυτά απλά, φυσικά, χωρίς να θεωρούν ότι κάνουν κάτι σπουδαίο. Όλοι
είχαν μία χαρά. Η Αργυρώ με τα παραμορφωμένα χεράκια της, με το μαντήλι
πάντα στο κεφάλι, προχωρούσε πρώτη!
(*) Το α’ και το β’ μέρος της βιογραφίας της μακαρίας Αργυρώς Στεφανάκη βλέπε εδώ:
Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Γ’, Άγιον Όρος 2020.
«Πᾶνος»
AYTEΣ ΕΙΝΑΙ ΨΥΧΕΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΑΞΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ...ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ΘΕΟΣ ΑΣ ΜΑΣ ΕΛΕΗΣΕΙ ΚΑΙ ΑΣ ΜΑΣ ΔΕΙΞΕΙ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΝ ΣΩΣΤΟ. ΑΜΗΝ!