– Γέροντα, συνήθως κινοῦμαι ἀπὸ φόβο νὰ μὴ στενοχωρήσω τοὺς ἄλλους ἢ νὰ μὴν ξεπέσω στὰ μάτια τους· δὲν σκέφτομαι νὰ μὴ στενοχωρήσω τὸν Θεό. Πῶς θὰ αὐξηθῆ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ;
– Ἐγρήγορση χρειάζεται. Ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος, νὰ τὸ κάνη γιὰ τὸν Θεό. Ξεχνᾶμε τὸν Θεὸ καὶ μπαίνει μετὰ ὁ λογισμὸς ὅτι κάνουμε κάτι σπουδαῖο, μπαίνει καὶ ἡ ἀνθρωπαρέσκεια καὶ κοιτᾶμε νὰ μὴν ξεπέσουμε στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
– Ἐγρήγορση χρειάζεται. Ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος, νὰ τὸ κάνη γιὰ τὸν Θεό. Ξεχνᾶμε τὸν Θεὸ καὶ μπαίνει μετὰ ὁ λογισμὸς ὅτι κάνουμε κάτι σπουδαῖο, μπαίνει καὶ ἡ ἀνθρωπαρέσκεια καὶ κοιτᾶμε νὰ μὴν ξεπέσουμε στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Ἐνῶ, ἂν ἐνεργῆ κανεὶς μὲ τὴν σκέψη ὅτι ὁ Θεὸς τὸν βλέπει, τὸν παρακολουθεῖ, τότε ὅ,τι κάνει εἶναι σίγουρο· ἀλλιῶς, ἂν κάνη κάτι, γιὰ νὰ φανῆ καλὸς στοὺς ἀνθρώπους, ὅλα τὰ χάνει, ὅλα χαραμίζονται. Γιὰ κάθε ἐνέργειά του ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ρωτάη τὸν ἑαυτό του: «Καλά, ἐμένα αὐτὸ ποὺ κάνω μὲ ἀναπαύει· τὸν Θεὸ Τὸν ἀναπαύει;» καὶ νὰ ἐξετάζη ἂν εἶναι εὐάρεστο στὸν Θεό. Ἂν ξεχνάη νὰ τὸ κάνη αὐτό, ξεχνάει καὶ τὸν Θεὸ μετά.
Γι' αὐτὸ παλιὰ ἔλεγαν «πρὸς Θεοῦ» ἢ «τὸν ἀθεόφοβο, δὲν φοβᾶται τὸν Θεό;». Ἢ ἔλεγαν: «Ἂν θέλη ὁ Θεός, ἂν ἐπιτρέψη ὁ Θεός». Ἔνιωθαν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ παντοῦ, εἶχαν συνέχεια μπροστά τους τὸν Θεὸ καὶ πρόσεχαν. Ζοῦσαν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ψαλμός, «Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός, ἵνα μὴ σαλευθῶ»[1] καὶ δὲν σαλεύονταν.
Τώρα, βλέπεις, μπαίνει σιγὰ-σιγὰ τὸ εὐρωπαϊκὸ τυπικὸ καὶ πολλοὶ δὲν κάνουν τὸ στραβὸ ἀπὸ εὐγένεια κοσμική. Ὅ,τι κάνει κανείς, νὰ τὸ κάνη καθαρὸ γιὰ τὸν Χριστό, νὰ ἔχη τὸν νοῦ του ὅτι ὁ Χριστὸς τὸν βλέπει, τὸν παρακολουθεῖ· σὲ κάθε του κίνηση κέντρο νὰ εἶναι ὁ Χριστός. Νὰ μὴν ἔχη τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο μέσα του.
Ἂν κινούμαστε μὲ σκοπὸ νὰ ἀρέσουμε στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸ δὲν μᾶς ὠφελεῖ σὲ τίποτε. Χρειάζεται πολλὴ προσοχή. Πάντοτε νὰ ἐξετάζω τὰ ἐλατήρια ἀπὸ τὰ ὁποῖα κινοῦμαι καί, μόλις ἀντιληφθῶ ὅτι κινοῦμαι ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια, νὰ τὴν χτυπῶ ἀμέσως. Γιατί, ὅταν πάω νὰ κάνω ἕνα καλὸ καὶ μπαίνη στὴν μέση ἡ ἀνθρωπαρέσκεια, ἔ, τότε βγάζω νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι μὲ τρύπιο κουβᾶ.
Τοὺς περισσότερους πειρασμοὺς συχνὰ τοὺς δημιουργεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας, ὅταν ἔχουμε τὸν ἑαυτό μας μέσα στὴν συνεργασία μας μὲ τοὺς ἄλλους. Ὅταν δηλαδὴ κινούμαστε ἀπὸ ἰδιοτέλεια, θέλουμε νὰ ἐξυψώνουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἐπιδιώκουμε τὴν προσωπική μας ἱκανοποίηση. Στὸν Οὐρανὸ δὲν ἀνεβαίνει κανεὶς μὲ τὸ κοσμικὸ ἀνέβασμα ἀλλὰ μὲ τὸ πνευματικὸ κατέβασμα.
Τοὺς περισσότερους πειρασμοὺς συχνὰ τοὺς δημιουργεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας, ὅταν ἔχουμε τὸν ἑαυτό μας μέσα στὴν συνεργασία μας μὲ τοὺς ἄλλους. Ὅταν δηλαδὴ κινούμαστε ἀπὸ ἰδιοτέλεια, θέλουμε νὰ ἐξυψώνουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἐπιδιώκουμε τὴν προσωπική μας ἱκανοποίηση. Στὸν Οὐρανὸ δὲν ἀνεβαίνει κανεὶς μὲ τὸ κοσμικὸ ἀνέβασμα ἀλλὰ μὲ τὸ πνευματικὸ κατέβασμα.
Ὅποιος βαδίζει χαμηλά, βαδίζει πάντα μὲ σιγουριὰ καὶ ποτὲ δὲν πέφτει. Γι᾿ αὐτό, ὅσο μποροῦμε, νὰ ξερριζώνουμε τὴν κοσμικὴ προβολὴ καὶ τὴν κοσμικὴ ἐπιτυχία, ἡ ὁποία εἶναι πνευματικὴ ἀποτυχία. Νὰ σιχαινώμαστε τὸν κρυφὸ καὶ φανερὸ ἐγωισμὸ καὶ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια, γιὰ νὰ ἀγαπήσουμε εἰλικρινὰ τὸν Χριστό.
Τὴν ἐποχή μας δὲν τὴν χαρακτηρίζει τὸ ἀθόρυβο ἀλλὰ τὸ ἐντυπωσιακό, τὸ κούφιο. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ ὅμως εἶναι ἀθόρυβη. Καλὰ εἶναι νὰ κάνουμε αὐτὰ ποὺ εἶναι γιὰ τὰ μέτρα μας σωστά, ἀθόρυβα, χωρὶς ἐπιδιώξεις πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας, γιατὶ ἀλλιῶς θὰ εἶναι εἰς βάρος τῆς ψυχῆς μας καὶ τοῦ σώματος, καὶ συχνὰ εἰς βάρος καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα στὴν γνήσια εὐαρέστηση τοῦ πλησίον μας ὑπάρχει καὶ ἡ εὐαρέστηση στὸν Χριστό. Ἐκεῖ χρειάζεται νὰ προσέξη κανείς, πῶς νὰ ἐξαγνίση τὴν εὐαρέστηση πρὸς τὸν πλησίον, νὰ βγάλη δηλαδὴ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια, γιὰ νὰ πάη καὶ αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη προσφορὰ στὸν Χριστό. Ὅταν προσπαθῆ κάποιος νὰ τοποθετήση τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα δῆθεν μὲ ὀρθόδοξο τρόπο, καὶ ὁ σκοπός του εἶναι νὰ τοποθετήση καλύτερα τὸν ἑαυτό του, ἀποβλέπη δηλαδὴ στὸ συμφέρον του, πῶς θὰ εὐλογηθῆ ἀπὸ τὸν Θεό;
Μέσα στὴν γνήσια εὐαρέστηση τοῦ πλησίον μας ὑπάρχει καὶ ἡ εὐαρέστηση στὸν Χριστό. Ἐκεῖ χρειάζεται νὰ προσέξη κανείς, πῶς νὰ ἐξαγνίση τὴν εὐαρέστηση πρὸς τὸν πλησίον, νὰ βγάλη δηλαδὴ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια, γιὰ νὰ πάη καὶ αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη προσφορὰ στὸν Χριστό. Ὅταν προσπαθῆ κάποιος νὰ τοποθετήση τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα δῆθεν μὲ ὀρθόδοξο τρόπο, καὶ ὁ σκοπός του εἶναι νὰ τοποθετήση καλύτερα τὸν ἑαυτό του, ἀποβλέπη δηλαδὴ στὸ συμφέρον του, πῶς θὰ εὐλογηθῆ ἀπὸ τὸν Θεό;
Ὅσο μπορεῖ κανεὶς νὰ κάνη τὴν ζωή του τέτοια ποὺ νὰ συγγενεύη μὲ τὸν Θεό. Πάντα νὰ ἐλέγχη τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ κοιτάζη πῶς νὰ κάνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κάνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε συγγενεύει μὲ τὸν Θεό, καὶ τότε, χωρὶς νὰ ζητάη ἀπὸ τὸν Θεό, λαμβάνει· δέχεται συνέχεια νερὸ ἀπὸ τὴν πηγή.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»
____________________
[1] Βλ. Ψαλμ. 15, 8.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου