Ένας χωριανός – θυμάται μία
γυναίκα από τη Σίψα – ο κυρ-Ανέστης, που έμενε απέναντι από το
μοναστηράκι του οσίου, ερχόταν συχνά στον πατέρα μου. Μία μέρα μας είπε:
«Εγώ πρώτη φορά το έζησα αυτό το θαυμαστό. Ήρθε μία γυναίκα από τον
Ξηροπόταμο. Πήγε στον Γέροντα και την έδιωξε. Αυτή κλαίγοντας ήρθε σε
μένα. «Καλά, γιατί με τέτοιο τρόπο με έδιωξε, ας με πει τον λόγο, γιατί
δεν με δέχεται».
Την είπα: «Έλα, εγώ θα σε πάω». Την πήγα και τον
ρώτησα: «Γιατί, Γέροντα, τη διώχνεις; Πες την κάτι, ήρθε τόσο δρόμο».«Α,
θέλεις να σε πω; Άκουσέ τα λοιπόν. Έχεις εσύ ανάπηρο παιδί;» «Ναι,
έχω», είπε. «Γι’ αυτό ήρθες; Τι να σου κάνω όμως εγώ γι’ αυτό το ανάπηρο
παιδί που έχεις; Τον άνδρα σου τον ρώτησες ποτέ τι έκανε στον κόσμο; Να
σου πω εγώ. Έκλεψε, σκότωσε, κακοποίησε, γι’ αυτό και ο Θεός τον έδωσε
αυτό το παιδί, να μη ξεχνάει το τι έκανε».
Φεύγοντας απορούσαμε και οι δύο που τα ήξερε όλα αυτά ο Γέροντας με τόση ακρίβεια. «Μα για πρώτη φορά με έβλεπε», μονολογούσε η γυναίκα.
Μία φορά – διηγήθηκε μία κυρία από τη Θαλασσιά Ξάνθης – στο σπίτι της αδελφής μου, της Ελπίδας (που μένει στη Σίψα) ήταν ο Γέροντας. Κάποια στιγμή την είπε: «Βάλε τη σούπα στη φωτιά να ζεσταθεί, γιατί έρχονται δύο άτομα και είναι και πεινασμένα».
Όταν θα έφτανε το λεωφορείο της γραμμής, εκείνη κατέβηκε για να μας περιμένει. Τότε ο Γέροντας από ψηλά τη φώναξε γελώντας: «Όχι από εκείνον τον δρόμο, από επάνω θα ‘ρθουν».
Όταν μας είδε, εμένα με την κόρη μου, απόρησε, πως εκείνος προτού να μας δει μας περίμενε. Πήγαμε στο σπίτι, έβγαλε κι εκείνος από την τσέπη του το δικό του, το ξύλινο το κουτάλι, που το είχε πάντα μαζί του και καθίσαμε όλοι μαζί να φάμε…
Τα
ξαδέλφια μας – διηγείται η σύζυγος του κ. Μίμη Τσολακίδη – έλεγαν:
«Παιδιά κατηφορίζαμε κάτω από την καλύβα του Γέροντα και από τους
διπλανούς μπαχτσέδες γεμίζαμε τις τσέπες μας μήλα και μετά σκαρφαλώναμε
στις μουριές για μούρα. Κυνηγούσαμε με τις σφενδόνες τα πουλάκια, που
έρχονταν να πάρουν το μερίδιό τους από τις μουριές και ύστερα ανέμελα
ανηφορίζαμε για το σπίτι. Μα όταν φτάναμε κοντά στην καλύβα του, εκείνος
μας περίμενε. Δεν είχε ορατότητα, λογικά, για να μας βλέπει, όμως το
θαυμαστό ήταν ότι τα ήξερε όλα. “Για βγάλτε από τις τσέπες τα μήλα που
κλέψατε να τα δω. Ή πετάξτε τα ή γυρίστε τα πίσω”, συνήθως μας έλεγε.
Άλλοτε πάλι μας μάλωνε για τα πουλάκια τα καημένα που κυνηγούσαμε και τα
σκοτώναμε. Μικρά εμείς, θαυμάζαμε και απορούσαμε, μα τι άνθρωπος τέλος
πάντων είναι αυτός ο καλόγερος και όλα τα γνωρίζει!»
Φεύγοντας απορούσαμε και οι δύο που τα ήξερε όλα αυτά ο Γέροντας με τόση ακρίβεια. «Μα για πρώτη φορά με έβλεπε», μονολογούσε η γυναίκα.
Μία φορά – διηγήθηκε μία κυρία από τη Θαλασσιά Ξάνθης – στο σπίτι της αδελφής μου, της Ελπίδας (που μένει στη Σίψα) ήταν ο Γέροντας. Κάποια στιγμή την είπε: «Βάλε τη σούπα στη φωτιά να ζεσταθεί, γιατί έρχονται δύο άτομα και είναι και πεινασμένα».
Όταν θα έφτανε το λεωφορείο της γραμμής, εκείνη κατέβηκε για να μας περιμένει. Τότε ο Γέροντας από ψηλά τη φώναξε γελώντας: «Όχι από εκείνον τον δρόμο, από επάνω θα ‘ρθουν».
Όταν μας είδε, εμένα με την κόρη μου, απόρησε, πως εκείνος προτού να μας δει μας περίμενε. Πήγαμε στο σπίτι, έβγαλε κι εκείνος από την τσέπη του το δικό του, το ξύλινο το κουτάλι, που το είχε πάντα μαζί του και καθίσαμε όλοι μαζί να φάμε…
Από
το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας.
Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ.
240, 243, 259 (αποσπάσματα).
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου