Ὁ Προφήτης Ὠσηέ
Θεὸν τυποῖς μνηστῆρα γῆς πορνευτρίας,
Πόρνῃ συναφθείς, ὃν Προφήτα νῦν βλέπεις.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Ὡσηὲ νέκυν κτερέϊξαν.
Ἦταν γιὸς τοῦ Βεηρεῖ ἀπὸ τὴν Βελεμῶθ τῆς φυλῆς Ἰσάχαρ καὶ ἔζησε τὸν ὄγδοο αἰώνα π.Χ., ἐπὶ βασιλέων τοῦ Ἰούδα, Ὀζίου, Ἰωάθαμ, Ἄχαζ, Ἐζεκία καὶ τοῦ Ἰσραὴλ Ἱεροβοὰμ Β’. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς δώδεκα μικροὺς λεγόμενους προφῆτες.
Ὁ Ὠσηὲ ἦταν ψυχὴ γεμάτη ἀπὸ ζῆλο γιὰ τὸ θεῖο Νόμο, γι’ αὐτὸ καὶ στὸ προφητικό του βιβλίο καταγγέλλει εὐθέως τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ εἶχε μολυνθεῖ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Οἱ συμβολισμοὶ του θεωροῦνται δυσεξήγητοι, ἀλλὰ σαφέστατα ἐκδηλώνει τὴν πίστη του στὸν Σωτήρα Χριστό.
Μάλιστα, ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας χρησιμοποίησε μία σπουδαία φράση τοῦ Ὠσηέ, πρὸς τοὺς Φαρισαίους (Ματθ. θ’ 3), ἡ ὁποία λέει: «Ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἢ ὁλοκαυτώματα». Δηλαδή, λέει ὁ Θεὸς μέσω τοῦ Ὠσηέ: «Προτιμῶ τὴν εἰρηνικὴ ἀγάπη σας πρὸς ἐμένα καὶ ὄχι τὶς τυπικὲς θυσίες, καὶ θέλω νὰ ἔχετε ἐπίγνωση τοῦ θείου θελήματος περισσότερο, παρὰ τὰ χωρὶς νόημα καὶ οὐσία ὁλοκαυτώματα ποὺ προσφέρετε».
Ἐπίσης, φράσεις τοῦ Ὠσηὲ χρησιμοποίησαν καὶ οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος στὶς ἐπιστολές τους. Ὁ Ὠσηὲ λέγεται ὅτι ἔζησε 75 χρόνια, καὶ μετὰ παρέδωσε στὸ Θεὸ τὴν δίκαια ψυχή του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ἔσοπτρον, τοῦ Παρακλήτου, ἐχρημάτισας, σοφὲ Προφῆτα, τὰς σεπτὰς ἐκφαντορίας δεχόμενος· ὅθεν ἐν κόσμῳ μελλόντων τὴν πρόγνωσιν, ὥσπερ φωτὸς λαμπηδόνας ἐξήστραψας. Ὠσηὲ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ θεαυγεῖ μαρμαρυγῇ μυσταγωγούμενος
Προφητικῆς θεηγορίας κατηξίωσαι
Τὰς τῆς χάριτος προλέγων ἐπαγγελίας.
Ἀλλ’ ὡς θείας Ὠσηὲ εὐκλείας σύσκηνος
Πολυτρόπων συμφορῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τοὺς βοῶντάς σοθ, χαίροις σκεῦος τοῦ Πνεύματος.
Μεγαλυνάριον.
Στόμα θεηγόρον πεπλουτηκώς, τὴν οἰκονομίαν, προκατήγγεολας τοῦ Χριστοῦ, Ὠσηὲ Προφῆτα, καὶ τούτῳ ὥσπερ ἔφης, χορὸς τῶν Ἀποστόλων, κατηκολούθησε.
Μνήμη της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου
Ὑπέρμαχοι σοὶ τοῖς λόγων ὅπλοις, Λόγε,
Ἐχθροὺς τροποῦνται τῶν σεβαστῶν εἰκόνων.
Ταῖς τῶν Ἁγίων Πατέρων πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
Την Kυριακή μετά την ενδεκάτη Οκτωβρίου, μνήμη επιτελούμε των Aγίων Πατέρων της αγίας και Oικουμενικής Eβδόμης Συνόδου.
Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ., με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης, η όποια ασκούσε χρέη αντιβασιλέως. Υπό την προεδρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ταρασίου (βλέπε 25 Φεβρουαρίου) συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι, και σε αυτούς προστέθηκαν άλλοι δεκαεπτά ιεράρχες, οι όποιοι αποκήρυξαν την αίρεση των εικονομάχων.
Πλάι στους αντιπροσώπους του Πάπα Ρώμης και των Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι μοναχοί οι όποιοι υπέφεραν δεινούς διωγμούς επί βασιλείας των εικονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ’ Ίσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρωνύμου (741 – 775 μ.Χ.) αποτελούσαν έντονη παρουσία· ήταν περίπου εκατόν τριάντα έξι.
Μετά από επιμελή προετοιμασία, οι Πατέρες της Συνόδου αναθεμάτισαν τους αιρετικούς, οι όποιοι για περισσότερα από πενήντα έτη απαγόρευαν στους ορθόδοξους χριστιανούς να τιμούν τις σεπτές εικόνες του Χρίστου και των αγίων Του διότι αυτό αποτελούσε δήθεν ειδωλολατρία. Έθεσαν έτσι τέρμα στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία όμως ξέσπασε εκ νέου λίγα χρόνια αργότερα επί Λέοντος Ε’ Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.) και δεν σταμάτησε οριστικά παρά το 843 μ.Χ., χάρις στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα και στον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο (βλέπε 14 Ιουνίου). οι άγιοι Πατέρες αναθεμάτισαν τους αιρετικούς πατριάρχες Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικήτα, αποκήρυξαν τη δήθεν οικουμενική σύνοδο που συνεκλήθη στο ανάκτορο της Ιερείας με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ε’ το 754 μ.Χ., και κήρυξαν αιωνία τη μνήμη των άγιων υπερμάχων της Ορθοδοξίας: του πατριάρχου αγίου Γερμανού (715 – 730 μ.Χ.) [βλέπε 12 Μαΐου], του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), του Γεωργίου Κύπρου, και όλων όσοι είχαν υποστεί βασάνους και εξορίες ως υπέρμαχοι των αγίων εικόνων. Στον Όρο της πίστεως που ανέγνωσαν στην έβδομη και τελευταία συνεδρία της Συνόδου, οι Πατέρες διεκήρυξαν:
«Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και εμμελεία, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς· της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, και πάντων άγιων και οσίων ανδρών. Όσω γάρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησαν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει - αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις εύαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιεισθαι, καθώς και τοις αρχαίοις εύσεβώς είθισται. η “γαρ της εικόνος τιμή έπι το πρωτότυπον διαβαίνει”, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των άγιων Πατέρων ημών διδασκαλία, είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα δεξαμένης το ευαγγέλιον».
Οι άγιοι Πατέρες ως εκ τούτου απεδείχθησαν υπέρμαχοι όχι μόνον των αγίων εικόνων αλλά, στην ουσία, αυτού του ιδίου του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού: «Πάλαι μεν ο Θεός ο ασώματος τε και ασχημάτιστος ουδαμώς εικονίζετο, νυν δε σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος εικονίζω Θεού το ορώμενον. Ού προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον και εν ύλη κατοικήσαι καταδεξάμενον και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, και σέβων ου παύσομαι την ύλην, δι’ ης η σωτηρία μου είργασται». Προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, ο Λόγος του Θεού την θέωσε χωρίς εκείνη να χάσει τα ιδιώματά της. Γι’ αυτό τον λόγο, ενώ εν τη δόξα Του είναι ακατάληπτη στις αισθήσεις μας, η ανθρώπινη φύση του Σωτήρος δύναται ωστόσο να αποτυπωθεί. η εικόνα του Χριστού - την πιστότητα της οποίας φυλάσσει η παράδοση της Εκκλησίας - καθίσταται κατά συνέπεια αληθής παρουσία του θεανθρώπινου προτύπου της, αγωγός χάριτος και αγιασμού σε όσους με πίστη της απονέμουν τιμητική προσκύνηση.
Η δεύτερη Σύνοδος της Νικαίας είναι η έβδομη και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος που αναγνωρίζει η Ορθόδοξος Εκκλησία. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να συγκληθούν στο μέλλον άλλες οικουμενικές Σύνοδοι, άλλα ότι ως έβδομη η Σύνοδος της Νικαίας συμπληρώνει τον αριθμό που μέσα στην Αγία Γραφή αντιπροσωπεύει την τελειότητα και ολοκλήρωση (π.χ., Γεν. 2, 1-3). Σφραγίζει το πέρας της περιόδου των δογματικών συγκρούσεων, που επέτρεψαν στην Εκκλησία να διευκρινίσει με σαφείς και ακριβείς ορισμούς τα όρια της ορθοδόξου πίστεως. Εφεξής, κάθε αίρεση δύναται και θα δύναται να αναχθεί σε μία από τις πλάνες που αναθεμάτισε η Εκκλησία στις οικουμενικές συνόδους, από την πρώτη (325 μ.Χ.) έως την έβδομη (787 μ.Χ.) εν Νικαία Σύνοδο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι' αὐτῶν πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταῖς θείαις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἑπταρίθμοις αὐγαῖς, Πατέρες οἱ ἔνθεοι, καταυγασθέντες τὸν νοῦν, Ἑβδόμην συνέλευσιν, ἤθροισαν ἐκ περάτων, ἐν Νικαίᾳ τῇ πόλει, ἱδρύσαντες θεοφρόνως, τὰς πανσέπτους Εἰκόνας. Αὐτῶν μετ’ εὐφροσύνης, τῇ μνήμῃ ᾄσωμεν.
Κοντάκιον
Ἦχος β'. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Ὁ ἐκ Πατρὸς ἐκλάμψας Υἱὸς ἀρρήτως, ἐκ γυναικὸς ἐτέχθη διπλοῦς τῇ φύσει, ὃν εἰδότες, οὐκ ἀρνούμεθα τῆς μορφῆς τὸ ἐκτύπωμα, αὐτὸ δὲ εὐσεβῶς ἀνιστοροῦντες, σέβομεν πιστῶς. Καὶ διὰ τοῦτο, τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Φωστῆρες ὑπέρλαμπροι, τῆς ἀληθείας σαφῶς, τῷ κόσμῳ ἐδείχθητε, μακαριώτατοι, Πατέρες θεόφθογγοι, τήξαντες τὰς αἱρέσεις, τῶν βλασφήμων γλωσσάλγων, σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν δυσφήμων συγχύσεις· διὸ ὡς Ἱεράρχαι Χριστοῦ, πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς.
Ὁ Οἶκος
Θέλων ὁ πανοικτίρμων Θεὸς ἡμᾶς διεγείρειν ἀεὶ πρὸς μνήμην τελείαν τῆς αὐτοῦ ἐνανθρωπήσεως, τὴν ὑπόθεσιν ταύτην παρέδωκε τοῖς ἀνθρώποις, διὰ τῆς χρωματουργίας τῶν εἰκόνων, τὴν σεβάσμιον ἀνατυποῦσθαι μορφήν, ὅπως ταύτην ἐπ' ὄψεσιν ὁρῶντες, πιστεύωμεν, ἅπερ λόγῳ ἀκηκόαμεν, γνωρίζοντες σαφῶς τὴν πρᾶξιν καὶ τὸ ὄνομα, τὸ σχῆμα καὶ τοὺς ἄθλους τῶν Ἁγίων ἀνδρῶν, καὶ Χριστὸν τὸν στεφοδότην στεφάνους παρεχόμενον τοῖς Ἁγίοις Ἀθληταῖς τε καὶ Μάρτυσι, δι' ὧν ἄρτι τρανότερον τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.
Μεγαλυνάριον
Τοὺς θείους Πατέρας τοὺς τὴν σεπτήν, Σύνοδον Ἑβδόμην, συγκροτήσαντας ἱερῶς, καὶ τετιμηκότας, Εἰκόνας τὰς ἁγίας, ᾀσμάτων συμφωνίᾳ, ἀνευφημήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἐπὶ τὸ πρωτότυπον ἡ τιμή, τῶν σεπτῶν Εἰκόνων διαβαίνει ὡς ἀληθῶς, ὥσπερ οἱ Πατέρες, Συνόδου τῆς Ἑβδόμης, ἐτράνωσαν πανσόφως· οὓς μεγαλύνωμεν.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ὁσιομάρτυρας «Ὁ ἐν τὴ Κρίσει»
Ἀμφοῖν ποδῶν σῶν Ἀνδρέα τμηθεὶς ἕνα,
Ἀθλήσεως σῆς ἐκπεραίνεις τὸν δρόμον.
Ὁ τολμηρὸς καὶ ἐλεύθερος στὸ φρόνημα καὶ τὸν λόγο Ὁσιομάρτυρας Ἀνδρέας, καταγόταν ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνου Ε’ τοῦ Κοπρώνυμου.
Ὅταν αὐτὸς ξεκίνησε διωγμὸ κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὁ Ἀνδρέας πληροφορήθηκε τὰ ἔκτροπα ποὺ γίνονταν ἐναντίον ἐκείνων ποὺ τὶς προσκυνοῦσαν, γι’ αὐτὸ ἄφησε τὴν Κρήτη καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ ὅταν εἶδε ἀπὸ κοντὰ τὴ βία κατὰ τῶν ὀρθοδόξων, αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση νὰ ἐλέγξει τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα. Καὶ ἡ εὐκαιρία τοῦ δόθηκε ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Ε’ βγῆκε ἀπὸ τὸ παλάτι. Στὴν ἐπιστροφὴ ὁ Ἀνδρέας παραφύλαξε καὶ μὲ θάρρος τὸν πλησίασε καὶ τὸν ρώτησε: «ἄρα χριστιανὸς εἰ, βασιλεῦ;». Ὁ Κωνσταντῖνος ἔμεινε ἐμβρόντητος στὴν ἀρχή. Ἀλλὰ ἔπειτα ἐξοργισμένος διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν.
Ἡ διαταγὴ ἐκτελέστηκε καὶ μάλιστα ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπασπιστὲς κτύπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ συγχρόνως τὸν ρώτησε: «οὕτως ἐδιδάχθης ἀτιμάζειν τὸν βασιλέα;». Καὶ ὁ Ἀνδρέας τοῦ ἀπάντησε μὲ τὸν ἑξῆς ἀθάνατο λόγο: «οὐδεὶς ἁμαρτάνει βασιλέα ἐλέγχων παρανομοῦντα». Θυμωμένος τότε ἀκόμα περισσότερο ὁ βασιλιάς, διέταξε καὶ μαστίγωσαν ἄγρια τὸν Ἀνδρέα. Ἔπειτα τὸν παρέδωσαν σὲ ὄχλο εἰκονομάχων, ποὺ τὸν ἔσυραν ἐπάνω σὲ κοφτερὲς πέτρες.
Κατόπιν κάποιος ἀγροῖκος ψαρὰς μὲ κοφτερὸ τσεκούρι, ἔκοψε τὸ πόδι τοῦ Ἁγίου καὶ ἔτσι μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε. Τὸ λείψανό του τὸ ἔριξαν σὲ ἀκάθαρτο τόπο, ἀλλὰ ὀρθόδοξα χέρια τὸ πῆραν νύχτα καὶ τὸ ἔθαψαν εὐλαβικὰ σὲ τόπο ὀνομαζόμενο "τῆς Κρίσεως".
(Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 21η Ὀκτωβρίου, μετὰ τῶν Ἁγίων Στεφάνου, Παύλου καὶ Πέτρου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ Ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ· αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς πίστεως ξίφει· καὶ δι’ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς, Ἀνδρέα ἀοίδιμε.
Κοvτάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Βασιλεύουσα πόλις, ἑορτὴv ὑπέρλαμπρον, τῆς φωτοφόρου σου μνήμης, ἅπασαv προσκαλουμένη πόλιv καὶ χώραv· χαίρει γάρ, ὡς κτησαμένη θησαυρὸv μέγαν, τὸ πολύαθλόν σου σῶμα, Ἀνδρέα Μάρτυς, Ὀρθοδοξίας φωστήρ.
Μεγαλυνάριον.
Ἔμψυχος ἀνδρείας ὀφθεὶς εἰκών, τῶν Εἰκονομάχων, κατεπτόησας τὴν ἰσχύν, καὶ τῷ αἵματί σου, Ἀνδρέα ὑπογράφεις, τὴν τῶν σεπτῶν Εἰκόνων, τιμὴν ἐν Πνεύματι.
Ὅταν αὐτὸς ξεκίνησε διωγμὸ κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὁ Ἀνδρέας πληροφορήθηκε τὰ ἔκτροπα ποὺ γίνονταν ἐναντίον ἐκείνων ποὺ τὶς προσκυνοῦσαν, γι’ αὐτὸ ἄφησε τὴν Κρήτη καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ ὅταν εἶδε ἀπὸ κοντὰ τὴ βία κατὰ τῶν ὀρθοδόξων, αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση νὰ ἐλέγξει τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα. Καὶ ἡ εὐκαιρία τοῦ δόθηκε ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Ε’ βγῆκε ἀπὸ τὸ παλάτι. Στὴν ἐπιστροφὴ ὁ Ἀνδρέας παραφύλαξε καὶ μὲ θάρρος τὸν πλησίασε καὶ τὸν ρώτησε: «ἄρα χριστιανὸς εἰ, βασιλεῦ;». Ὁ Κωνσταντῖνος ἔμεινε ἐμβρόντητος στὴν ἀρχή. Ἀλλὰ ἔπειτα ἐξοργισμένος διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν.
Ἡ διαταγὴ ἐκτελέστηκε καὶ μάλιστα ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπασπιστὲς κτύπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ συγχρόνως τὸν ρώτησε: «οὕτως ἐδιδάχθης ἀτιμάζειν τὸν βασιλέα;». Καὶ ὁ Ἀνδρέας τοῦ ἀπάντησε μὲ τὸν ἑξῆς ἀθάνατο λόγο: «οὐδεὶς ἁμαρτάνει βασιλέα ἐλέγχων παρανομοῦντα». Θυμωμένος τότε ἀκόμα περισσότερο ὁ βασιλιάς, διέταξε καὶ μαστίγωσαν ἄγρια τὸν Ἀνδρέα. Ἔπειτα τὸν παρέδωσαν σὲ ὄχλο εἰκονομάχων, ποὺ τὸν ἔσυραν ἐπάνω σὲ κοφτερὲς πέτρες.
Κατόπιν κάποιος ἀγροῖκος ψαρὰς μὲ κοφτερὸ τσεκούρι, ἔκοψε τὸ πόδι τοῦ Ἁγίου καὶ ἔτσι μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε. Τὸ λείψανό του τὸ ἔριξαν σὲ ἀκάθαρτο τόπο, ἀλλὰ ὀρθόδοξα χέρια τὸ πῆραν νύχτα καὶ τὸ ἔθαψαν εὐλαβικὰ σὲ τόπο ὀνομαζόμενο "τῆς Κρίσεως".
(Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 21η Ὀκτωβρίου, μετὰ τῶν Ἁγίων Στεφάνου, Παύλου καὶ Πέτρου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς προγυμνασθεὶς ἐν τῷ Ὄρει, τὰς νοητὰς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ· αὖθις δὲ πρὸς ἄθλησιν, ἀνδρικῶς ἀπεδύσω, κτείνας τὸν Κοπρώνυμον, τῷ τῆς πίστεως ξίφει· καὶ δι’ ἀμφοῖν ἐστέφθης ἐκ Θεοῦ, Ὁσιομάρτυς, Ἀνδρέα ἀοίδιμε.
Κοvτάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ Βασιλεύουσα πόλις, ἑορτὴv ὑπέρλαμπρον, τῆς φωτοφόρου σου μνήμης, ἅπασαv προσκαλουμένη πόλιv καὶ χώραv· χαίρει γάρ, ὡς κτησαμένη θησαυρὸv μέγαν, τὸ πολύαθλόν σου σῶμα, Ἀνδρέα Μάρτυς, Ὀρθοδοξίας φωστήρ.
Μεγαλυνάριον.
Ἔμψυχος ἀνδρείας ὀφθεὶς εἰκών, τῶν Εἰκονομάχων, κατεπτόησας τὴν ἰσχύν, καὶ τῷ αἵματί σου, Ἀνδρέα ὑπογράφεις, τὴν τῶν σεπτῶν Εἰκόνων, τιμὴν ἐν Πνεύματι.
Οἱ Ἅγιοι Κοσμᾶς, Δαμιανός, Λεόντιος, Ἄνθιμος καὶ Εὐπρέπιος οἱ Ἀνάργυροι καὶ οἱ σὺν αυτῶν 15 Ἀνάργυροι
Eις τον Kοσμάν και Δαμιανόν.
Ἐκ τοῦ γένους Ἄραβας, ἐκ δὲ τοῦ ξίφους,
Θείους ἀριστεῖς οἶδα τούς, Ἀναργύρους.
Eις τον Λεόντιον.
Λεοντίου τμηθέντος, ὤλετο πλάνος,
Λεοντομήρμυξ, ὡς Ἰὼβ βίβλος λέγει.
Eις τον Άνθιμον και Eυπρέπιον.
Ἄνθιμος, Εὐτρόπιος ἐκτετμημένοι,
Ἀνθοῦσι λαμπρὸν καὶ πανευπρεπὲς μάλα.
Ἦταν μεταξύ τους κατὰ σάρκα, ἀλλὰ καὶ κατὰ πνεῦμα ἀδέλφια ἀπὸ τὴν Ἀραβία. Εὐσεβεῖς καὶ οἱ πέντε, ἀπὸ τὸν αὐτὸ ἐμπνεόμενοι θεῖο ζῆλο καὶ ἀπὸ τὰ αὐτὰ κινούμενοι φιλάνθρωπο αἰσθήματα, ὄχι μόνο πολλὲς ἀγαθοεργίες εἶχαν ἐπιτελέσει μὲ τὴν ἰατρική τους τέχνη, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς εἶχαν ἑλκύσει στὴ χριστιανικὴ πίστη.
Καταγγέλθηκαν γι’ αὐτὸ καὶ συνελήφθηκαν μαζὶ μὲ ἄλλους δεκαπέντε ακόμα Ἀναργύρους, κατὰ τὸν ἐπὶ Διοκλητιανοὺ διωγμὸ στὴ Λυκία ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα ἐν Αἰγαὶς Λυσία.
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ὅλοι ὑπέστησαν τὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν τῶν ἰάσεων, χάριν πλουτήσαντες, πάθη δυσίατα, ταχέως παύετε, καὶ χορηγεῖτε δωρεάν, Ἀνάργυροι τὰς ἰάσεις· φάρμακα γὰρ νέμοντες, ἀληθῶς τὰ σωτήρια, ῥῶσίν τε καὶ λύτρωσιν, τοῖς νοσοῦσι βρεβεύετε, κουφίζοντες τοὺς πίστει βοῶντας· χαῖρε εἰκὰς τῶν Ἀναργύρων.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἰατῆρες παθημάτων ἑτοιμότατοι
Καὶ τῶν ἐν νόσοις συμπαθέστατοι ἀκέστορες,
Εἰκοσάριθμε χορεία τῶν Ἀναργύρων,
Ἀπὸ πάσης ἀσθενείας καὶ κακώσεως
Ἀσινεῖς τε καὶ ἀτρώτους διασώζετε
Τοὺς κραυγάζοντας, χαίρετε θεῖοι Ἀνάργυροι.
Μεγαλυνάριον.
Χάριν δεδεγμένοι παρὰ Θεοῦ, δωρεὰν τὰς νόσους, θεραπεύετε τῶν πιστῶν, καὶ τῶν βαρυτάτων, παθῶν λυτροῦσθε θᾶττον, τοὺς ἐπικαλουμένους, ὑμᾶς Ἀνάργυροι.
Καταγγέλθηκαν γι’ αὐτὸ καὶ συνελήφθηκαν μαζὶ μὲ ἄλλους δεκαπέντε ακόμα Ἀναργύρους, κατὰ τὸν ἐπὶ Διοκλητιανοὺ διωγμὸ στὴ Λυκία ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα ἐν Αἰγαὶς Λυσία.
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ὅλοι ὑπέστησαν τὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν τῶν ἰάσεων, χάριν πλουτήσαντες, πάθη δυσίατα, ταχέως παύετε, καὶ χορηγεῖτε δωρεάν, Ἀνάργυροι τὰς ἰάσεις· φάρμακα γὰρ νέμοντες, ἀληθῶς τὰ σωτήρια, ῥῶσίν τε καὶ λύτρωσιν, τοῖς νοσοῦσι βρεβεύετε, κουφίζοντες τοὺς πίστει βοῶντας· χαῖρε εἰκὰς τῶν Ἀναργύρων.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἰατῆρες παθημάτων ἑτοιμότατοι
Καὶ τῶν ἐν νόσοις συμπαθέστατοι ἀκέστορες,
Εἰκοσάριθμε χορεία τῶν Ἀναργύρων,
Ἀπὸ πάσης ἀσθενείας καὶ κακώσεως
Ἀσινεῖς τε καὶ ἀτρώτους διασώζετε
Τοὺς κραυγάζοντας, χαίρετε θεῖοι Ἀνάργυροι.
Μεγαλυνάριον.
Χάριν δεδεγμένοι παρὰ Θεοῦ, δωρεὰν τὰς νόσους, θεραπεύετε τῶν πιστῶν, καὶ τῶν βαρυτάτων, παθῶν λυτροῦσθε θᾶττον, τοὺς ἐπικαλουμένους, ὑμᾶς Ἀνάργυροι.
Ἀνακομιδὴ καὶ Κατάθεσις τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου καὶ Δικαίου Λαζάρου
Αἴρουσα Χριστοῦ τῷ φίλῳ Πόλις πύλας,
«Λάζαρε δεῦρο» χριστομιμήτως λέγει.
Ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη ἦταν ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ὁποῖο ἀνάστησε (βλέπε Κυριακὴ τῶν Βαΐων).
Αὐτὸς λοιπὸν πῆγε στὴν Κύπρο, ὅπου χειροτονήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, ἐπίσκοπος Κιτίου καὶ δίδασκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ ἐπὶ πολλὰ χρόνια ποίμανε θεάρεστα τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, ἀπεβίωσε εἰρηνικά, κάνοντας πολλὰ θαύματα.
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, τὸ 890, ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Λέων ὁ ΣΤ’, ἀφοῦ ἔκτισε μεγαλόπρεπο Ναὸ καὶ Μοναστήρι στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου καὶ Δικαίου Λαζάρου, ἔδωσε διαταγὴ καὶ ἀνακομίστηκε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Κιτιαίων, στὸν προαναφερθέντα Ναὸ στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φίλον σε γνήσιον, καὶ Ἱεράρχην σοφόν, Χριστοῦ τοῦ Παντάνακτος, ἀνευφημοῦμεν πιστῶς, θεόληπτε Λάζαρε· σὲ γὰρ ἀπὸ τοῦ τάφου, ἤγειρε τεταρταῖον, ᾧπερ ἀμέμπτῳ βίῳ, ἱεράτευσας μάκαρ· καὶ νῦν ἀπαύστως πρέσβευε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ καὶ φίλος γνήσιος
Ἀπὸ τοῦ τάφου ἐξηγέρθεις τετραήμερος
Τῷ κελεύσματι Κυρίου τῷ ζωηφόρῳ.
Ἀλλ’ ὡς βήματι τῷ θείῳ παριστάμενος
Καθικέτευε λυτροῦσθαι πάσης θλίψεως
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Ἅγιε Λάζαρε.
Μεγαλυνάριον.
Νεκρὸν τεταρταῖόν σε ὁ Χριστός, ἤγειρεν ἐκ τάφου, οἷα φίλον εἰλικρινῆ· ἔνθεν Ἱεράρχης, ἐδείχθης θεοφόρος, καὶ πρόεδρος Κιτίου, Λάζαρε ἔνδοξε.
Αὐτὸς λοιπὸν πῆγε στὴν Κύπρο, ὅπου χειροτονήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, ἐπίσκοπος Κιτίου καὶ δίδασκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ ἐπὶ πολλὰ χρόνια ποίμανε θεάρεστα τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, ἀπεβίωσε εἰρηνικά, κάνοντας πολλὰ θαύματα.
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, τὸ 890, ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Λέων ὁ ΣΤ’, ἀφοῦ ἔκτισε μεγαλόπρεπο Ναὸ καὶ Μοναστήρι στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου καὶ Δικαίου Λαζάρου, ἔδωσε διαταγὴ καὶ ἀνακομίστηκε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Κιτιαίων, στὸν προαναφερθέντα Ναὸ στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φίλον σε γνήσιον, καὶ Ἱεράρχην σοφόν, Χριστοῦ τοῦ Παντάνακτος, ἀνευφημοῦμεν πιστῶς, θεόληπτε Λάζαρε· σὲ γὰρ ἀπὸ τοῦ τάφου, ἤγειρε τεταρταῖον, ᾧπερ ἀμέμπτῳ βίῳ, ἱεράτευσας μάκαρ· καὶ νῦν ἀπαύστως πρέσβευε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ καὶ φίλος γνήσιος
Ἀπὸ τοῦ τάφου ἐξηγέρθεις τετραήμερος
Τῷ κελεύσματι Κυρίου τῷ ζωηφόρῳ.
Ἀλλ’ ὡς βήματι τῷ θείῳ παριστάμενος
Καθικέτευε λυτροῦσθαι πάσης θλίψεως
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Ἅγιε Λάζαρε.
Μεγαλυνάριον.
Νεκρὸν τεταρταῖόν σε ὁ Χριστός, ἤγειρεν ἐκ τάφου, οἷα φίλον εἰλικρινῆ· ἔνθεν Ἱεράρχης, ἐδείχθης θεοφόρος, καὶ πρόεδρος Κιτίου, Λάζαρε ἔνδοξε.
Μνήμη πάντων τῶν Προστατῶν καὶ Πολιούχων Ἁγίων της Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ὕδρας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός
Οἱ Ἅγιοι Ἀντίγονος, Λουκιανός, Τερέντιος, Νικομήδης καὶ Θεοφάνης
Ἄγνωστοι στὰ Συναξάρια καὶ τὰ Μηναῖα, μνημονεύονται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 χωρὶς βιογραφικά τους στοιχεῖα.
Ἄγνωστοι στὰ Συναξάρια καὶ τὰ Μηναῖα, μνημονεύονται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 χωρὶς βιογραφικά τους στοιχεῖα.
Οἱ Ἁγίες Ἰσιδώρα καὶ Νεοφύτη
Ἄγνωστες στοὺς Συναξαριστές. Μνημονεύονται στὸν Μορσελλιανὸ Συναξαριστή.
Ἄγνωστες στοὺς Συναξαριστές. Μνημονεύονται στὸν Μορσελλιανὸ Συναξαριστή.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ ἐν Γεωργίᾳ
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Μνημονεύεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο ὡς ἑξῆς: «Μνήμη Κοσμᾶ μαρτυρήσαντος ἐν Γεωργίᾳ».
(Βλ. Καλλίστου Ἀρχιμανδρίτου, Ἱεροσολ. Κανονάριον σελ. 114).
(Βλ. Καλλίστου Ἀρχιμανδρίτου, Ἱεροσολ. Κανονάριον σελ. 114).
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου