Κυριακή 1 Μαΐου 2022

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ 1 ΜΑΪΟΥ 2022

Κυριακή του Θωμά
 
 
Εἰ νηδύος κλείς, ἢ τάφου μὴ κωλύει,
Σὴν Σῶτερ ὁρμήν, κλεὶς θυρῶν πῶς κωλύσει;
 
Ο Απόστολος Θωμάς απουσίαζε όταν ο Χριστός, μετά την Ανάστασή Του, επισκέφθηκε τους Μαθητές Του στο υπερώον όπου ήταν συνηγμένοι. Όταν πληροφορήθηκε τα σχετικά με την επίσκεψη του Χριστού, ζήτησε να Τον δη και να ψηλαφίση τις πληγές του Σταυρού στα χέρια και την πλευρά Του. Ο Χριστός όταν επισκέφθηκε και πάλι τους Μαθητές Του μετά από οκτώ ημέρες, κάλεσε τον Απόστολο Θωμά να ψηλαφήση τα σημάδια των πληγών στο Σώμα Του. Τότε ο Απόστολος Θωμάς Τον ανεγνώρισε και Τον ομολόγησε Κύριο και Θεό του. Τον ανεγνώρισε από τις πληγές του Σταυρού, οι οποίες αποτελούν σημάδι της αγάπης Του, αλλά και της δυνάμεώς Του. Την ομολογία του Θωμά οι άγιοι Πατέρες την ονομάζουν σωτήριο. Και πραγματικά οδηγεί στην σωτηρία όλους εκείνους που την απευθύνουν στον Χριστό εκζητώντας ταπεινά το έλεός Του.

Το γεγονός ότι ο Απόστολος Θωμάς αρχικά απουσίαζε κατά την εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητές Του, φαίνεται ότι ήταν οικονομία Θεού, για να γίνη πιστευτό το θαύμα της Αναστάσεως και να διαλυθή κάθε είδους αμφιβολία.

Ο Απόστολος Θωμάς, μετά την Πεντηκοστή, κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πάρθους, τους Πέρσες, τους Μήδους και τους Ινδούς και είχε μαρτυρικό τέλος.


Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος βαρὺς.
Ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος ἡ ζωὴ ἐκ τάφου ἀνέτειλας Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, τοῖς Μαθηταῖς ἐπέστης ἡ πάντων ἀνάστασις, πνεῦμα εὐθὲς δι' αὐτῶν ἐγκαινίζων ἡμῖν, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Τῇ φιλοπράγμονι δεξιᾷ, τὴν ζωοπάροχόν σου πλευράν, ὁ Θωμᾶς ἐξηρεύνησε Χριστὲ ὁ Θεός· συγκεκλεισμένων γὰρ τῶν θυρῶν ὡς εἰσῆλθες, σὺν τοῖς λοιποῖς Ἀποστόλοις ἐβόα σοι· Κύριος ὑπάρχεις καὶ Θεός μου.

Μεγαλυνάριον
Θυρῶν κεκλεισμένων τοῖς Μαθηταῖς, ἐπέστης Σωτήρ μου τὴν εἰρήνην σου δοὺς αὐτοῖς· ὅθεν ὁ Θωμᾶς σε, δακτύλῳ ψηλαφήσας, ἐβόα· Σὺ Θεός μου, πέλεις καὶ Κύριος.
 
 
Άγιος Νικήτας ο Νέος Ιερομάρτυρας 


 
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Νικήτας γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1760 - 1770 μ.Χ. και καταγόταν από την Ήπειρο. Άλλοι συγγραφείς θεωρούν ότι ο Άγιος καταγόταν από την Τραπεζούντα του Πόντου και μάλιστα από την περιοχή των Λαζών. Την εκδοχή αυτή στηρίζουν κυρίως στην Ακολουθία των Αγιαννανιτών, που εγράφη το 1840 - 1850 μ.Χ. από τον μοναχό Ιάκωβο της Νέας Σκήτης και στην οποία αναφέρεται ότι ο Άγιος καταγόταν από την περιοχή των Λαζών του Πόντου, καθώς και στη λειψανοθήκη του Αγίου επί της οποίας αναγράφεται «Τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Νικήτα τοῦ Λαζοῦ». Για τους γονείς και συγγενείς του Αγίου δεν γνωρίζουμε τίποτα το σπουδαίο. Ξέρουμε μόνο πως ήταν κρυπτοχριστιανοί.

Από το κείμενο του μαρτυρίου του δεν μας είναι γνωστό αν αρνήθηκε στην αρχή του βίου του τον Χριστό και έγινε Μωαμεθανός στις Σέρρες. Πάντως, γίνεται λόγος για την περιτομή την οποία υπέστη ο Άγιος.

Ο Άγιος έγινε μοναχός στη Σκήτη της Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος. Εκεί άρχισε τους πνευματικούς αγώνες ζώντας με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος, την καλούμενη Ρωσική. Καταληφθείς από τον πόθο του μαρτυρίου περιερχόταν τα περίχωρα των Σερρών και της Δράμας και κήρυττε ενώπιον των Τούρκων τον Χριστό ως αληθινό Θεό. Η απόφασή του ήταν να χύσει το αίμα του για την αγάπη του γλυκύτατου Ιησού.

Ο Άγιος Νικήτας εξομολογήθηκε στον προηγούμενο ιερομόναχο Κωνσταντίνο του μετοχίου της Παναγίας της Ηλιόκαλλης και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Αφού πέρασε από το ναό του Αγίου Γεωργίου, πήγε ύστερα στο τζαμί του Αχμέτ Πασά. Στο τζαμί αυτό έμενε ένας ιεροδιδάσκαλος των Τούρκων μαζί με τους ιεροσπουδαστές του. Ένας από τους μαθητές αυτούς ήταν χωλός και στα δύο πόδια. Ο Άγιος Νικήτας του είπε ότι θα θεραπευθεί, εάν πιστέψει στον Χριστό.

Ο νεαρός Τούρκος ανέφερε αμέσως στον διδάσκαλό του τον λόγο που του είπε ο Άγιος. Έτσι ο Άγιος συνελήφθη και οδηγήθηκε στο βοεβόδα των Σερρών, ο οποίος έδωσε εντολή να τον φλακίσουν. Κατά τον χρόνο της φυλακίσεώς του υπέστη πολλά και φρικώδη βασανιστήρια. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 1808 μ.Χ. ο Ισούχ μπέης διέταξε να εκτελεσθεί η απόφαση του θανάτου του Αγίου Νικήτα, τον οποίο κρέμασαν στην τοποθεσία Τζεριάχ - Παζάρ. Κοντά στον τόπο του μαρτυρίου του ήταν ο ναός του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ. Την ίδια νύχτα του μαρτυρίου ο διάκονος του ναού βγήκε από το κελλί του και είδε ένα μεγάλο φως να λάμπει σε όλη την γύρω περιοχή. Το λείψανο του Μάρτυρος έμεινε κρεμασμένο στην αγχόνη τρεις ημέρες. Την Τρίτη της Διακαινησίμου, το βράδυ, δόθηκε στους Χριστιανούς η άδεια να κατεβάσουν το ιερό λείψανο και να το ενταφιάσουν στο ναό του Αγίου Νικολάου των Σερρών.

Ο Άγιος στον τόπο του μαρτυρίου του, στις Σέρρες, τιμάται σαν Πολιούχος. Γιορτάζεται δε πανηγυρικά την Κυριακή του Θωμά.
 
Άγιοι Γεώργιος, Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος και Μιχαήλ από τη Σαμοθράκη 


Χορὸν τὸν πεντάριθμον νέων Μαρτύρων,
Σαμοθράκη γεραίρε νῦν ἐπαξίως.

Οι Άγιοι Νεομάρτυρες Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος και ο νεότερος Γεώργιος κατάγονταν από την Σαμοθράκη, ο δε Μιχαήλ από την Κύπρο.

Κατά την επανάσταση του 1821 μ.Χ. η νήσος Σαμοθράκη κατελήφθη από Αγαρηνούς, που ήλθαν από την Άβυδο και την Τένεδο και εφόνευσαν τους Χριστιανούς κατοίκους, τις δε γυναίκες και τα παιδιά διεμοίρασαν στην Ανατολή και στην Αίγυπτο. Τότε συνέλαβαν και τους τέσσερις μάρτυρες μαζί με τον Μιχαήλ, ο οποίος όμως φοβήθηκε και αλλαξοπίστησε, και τους επούλησαν σε Τούρκους σε διάφορα μέρη. Απ' αυτούς ο Μανουήλ, πουλήθηκε στην Αίγυπτο, έμαθε την αραβική γλώσσα και επιδόθηκε στη μελέτη του Κορανίου.

Όταν η Ελλάδα ελευθερώθηκε, οι πέντε Νεομάρτυρες επέστρεψαν στη Σαμοθράκη και ακολούθησαν το χριστιανικό βίο. Εκείνη την περίοδο διορίσθηκε στο υπούργημα του Καδή της Μάκρης κάποιος σκληρός Απτουρραχμάν αφέντης λεγόμενος, απάνθρωπος και ζηλωτής της θρησκείας του Μωάμεθ. Αυτός, συνέλαβε τους Μάρτυρες, τους οποίους εφυλάκισε και βασάνισε. Παρά τις κολακείες και τα φρικώδη βασανιστήρια οι Μάρτυρες ομολογούσαν την πίστη τους στον Χριστό. Τότε ο καδής έγραψε στην Κωνσταντινούπολη προς τον αφέντη της Βασάφ, ο οποίος ήταν μυστικός γραμματεύς του σουλτάνου Μαχμούτ, τα σχετικά με τους Μάρτυρες και ότι αρνήθηκαν τη θρησκεία του Μωάμεθ. Η απόφαση που ήλθε ήταν καταδικαστική.

Πρώτος εμαρτύρησε ο γέροντας Μιχαήλ που τον κατέκοψαν σε κομμάτια με τα ξίφη τους.

Οι Άγιοι Θεόδωρος και Γεώργιος εκρεμάσθησαν και έτσι έλαβαν τον στέφανο της αθλήσεως.

Τον δε πολυπαθή Μανουήλ τον έριξαν επάνω σε σιδερένια τσιγκέλια και εκαρφώθηκε σταυροειδώς. Έτσι έριξαν και τον μακάριο μικρό Γεώργιο, αλλά, ω του θαύματος! Τα καρφιά ελύγισαν και δεν καρφώθηκε κανένα στο σώμα του Αγίου. Μετά από αυτό τον έριξαν πάνω σε σιδερένια σουβλιά και τον επατούσαν για να καρφωθεί το σώμα του. Με αυτόν τον τρόπο ο Μάρτυς Μανουήλ σύντομα παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού, ο δε Μάρτυς Γεώργιος έμεινε καρφωμένος είκοσι τέσσερις ώρες με οδύνη αφόρητη. Οι Αγαρηνοί, όταν είδαν ότι ακόμη μετά από τόσο διάστημα ζει, τον επυροβόλησαν στην κεφαλή κι έτσι ετελείωσε το βίο του κι αυτός ο αοίδιμος.

Οι Χριστιανοί, αφού έλαβαν την άδεια, ενταφίασαν τα λείψανα των Μαρτύρων στο τόπο του μαρτυρίου αυτών.

Όλων τα μαρτύρια έγιναν στη Μάκρη της Αλεξανδρούπολης στις 6 Απριλίου 1835 μ.Χ.

Η Σύναξή τους εορτάζεται και στις 6 Απριλίου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σαμοθράκης λαμπτῆρες καὶ τῆς Μάκρης ἀγλάισμα, Νεομάρτυρες θεῖοι ἀληθῶς ἀνεδείχθητε, ἀθλήσαντες στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ λύσαντες τὴν πλάνην τοῦ ἐχθροῦ, Μανουὴλ σὺν Θεοδώρω καὶ Μιχαήλ, καὶ οἱ διττοὶ Γεώργιοι, δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι δι' ὑμῶν, ἠμὶν χάριν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.
Τοὺς Ἀθλοφόρους τοῦ Χριστοῦ χαρμοσύνως, ἀνευφημήσωμεν πιστῶν αἱ χορεῖαι, ὅτι αὐτοὶ ἐκήρυξαν λαμπρᾷ τῇ φωνῇ, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, ὠμοτάτοις βαρβάροις, Μανουὴλ Θεόδωρος, Μιχαῆλος σὺν δύο, τοῖς Γεωργίοις οὓς χρεωστικῶς, ἀνευφημοῦντες τιμῶμεν ἐν ᾄσμασιν.

Μεγαλυνάριον
Σαμοθράκης νήσου γόνους λαμπρούς, καὶ τῆς χώρας Μάκρης, μέγα κλέος τε καὶ φρουρούς, καὶ τῶν ἀσθενούντων, ἰατρούς τε καὶ σώστας, τοὺς πέντε μεγάθλους ἀνευφημήσωμεν.
 
Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας


Ψυχαὶ λιθώδεις καὶ ξέναι θείου φόβου,
Λίθοις ἀνεῖλον θεῖον Ἱερεμίαν.
Πρώτῃ ἐν Μαΐοιο λίθοις κτάνον Ἱερεμίαν.

Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας γεννήθηκε πιθανῶς κατὰ τὸ 650 π.Χ., στὴν μικρὴ πόλη τῆς φυλῆς Βενιαμὶν Ἀναθώθ, βορειοανατολικὰ τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν Χελκίας. Ἀνατράφηκε στὴν ἱερατικὴ αὐτὴ οἰκογένεια μὲ αὐστηρότητα. Μελετοῦσε τοὺς πρὸ αὐτοῦ Προφῆτες Ἡσαΐα καὶ Ὠσηέ. Νεότατος στὴν ἡλικία, περίπου 23 – 25 ἐτῶν, περὶ τὸ 627 – 625 π.Χ., καλεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸ προφητικὸ ἀξίωμα. Ἀνταποκρίνεται στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ ἔτσι τὸ ὄνομά του (Ἱερεμίας), ποὺ σημαίνει ὁ Θεὸς ἀνυψώνει ἢ καθιστᾶ, ἐκφράζει καὶ τὴν ἀποστολή του.

Κατάπληκτος ἀπὸ τὴν τιμὴ αὐτὴ ὁ Ἱερεμίας, ἀρνεῖται τὴν ὑψηλὴ τιμητικὴ κλήση, προβάλλοντας τὶς ἀσθενεῖς νεανικές του δυνάμεις. Ὁ Θεὸς ὅμως ἐνισχύει αὐτὸν ὑποσχόμενος, ὄχι ὑλικὲς ἀμοιβὲς καὶ τιμές, ἀλλὰ τὸ πολυτιμότερο ὅλων: τὴ βοήθειά Του. Ὁ Ἱερεμίας ὑπακούει.

Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας καθαγιάσθηκε πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή του, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος. Πράγματι, στὴν ἀρχὴ τοῦ προφητικοῦ του βιβλίου ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς τοῦ λέγει: «Πρὸ τοῦ με πλάσαι σε ἐν κοιλίᾳ ἐπίσταμαί σε καὶ πρὸ τοῦ σε ἐξελθεῖν ἐκ μήτρας ἡγίακά σε, προφήτην εἰς ἔθνη τέθεικά σε».

Σὲ τέσσερις περιόδους δυνάμεθα νὰ διαιρέσουμε τὴν δημόσια δράση του. Πρώτον, ἐπὶ τοῦ βασιλέως Ἰωσίου πρὸ τῆς μετερρυθμίσεως (627 – 621 π.Χ.), δεύτερον, ἐπὶ τοῦ βασιλέως Ἰωακεὶμ μέχρι τοῦ Σεδεκίου (609 – 598 π.Χ.), τρίτον, ἐπὶ Σεδεκίου (598 – 586 π.Χ.) καὶ τέταρτον, μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Σεδεκίου.

Μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ, τὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα, ὅπου βρισκόταν ὁ Προφήτης Ἱερεμίας, τελοῦσε ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν Ἀσσυρίων, ὄχι μόνο πολιτικὰ ἀλλὰ καὶ θρησκευτικά. Ἡ πολυθεΐα τῶν Ἀσσυρίων εἶχε εἰσχωρήσει στοὺς Ἰουδαίους, διότι ὁ βασιλέας Μανασσῆς (693 – 639 π.Χ.) ἦταν ὑποτελὴς τῶν Ἀσσυρίων καὶ εἶχε παραδοθεῖ σὲ θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ καὶ σὲ εἰδωλολατρία. Ὅσες πόλεις ὑπῆρχαν στὴν Ἰουδαία, τόσοι ἦταν καὶ οἱ θεοί, ὅσοι οἱ δρόμοι τῆς Ἱερουσαλήμ, τόσα θυσιαστήρια τοῦ Βαάλ. 

Ὑπῆρχε ἡ εἰδωλολατρία τοῦ Μολὼχ μὲ τὰ ἀνθρώπινα θύματα. Στὶς αὐλὲς τοῦ ναοῦ ἦταν θυσιαστήρια τῶν Ἀσσυρίων θεῶν καὶ τὸ εἴδωλο τῆς Ἀστάρτης. Ὁ Ἱερεμίας, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωσίου, ἀπὸ τὸ 627 π.Χ., ἐπέρχεται κατὰ τῆς πολυθεΐας κηρύσσοντας τὸν Ἕνα καὶ Μόνο Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ στηλιτεύοντας τὴ διαφθορά. Ἐκτὸς τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἀνηθικότητας, ὁ Ἱερεμίας πολεμάει κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ καὶ τοὺς ψευδοπροφῆτες, οἱ ὁποῖοι παραπλανοῦσαν τὸν λαὸ μὲ ψευδεῖς προφητεῖες. Ὁ Προφήτης διαισθάνεται κάποια μεταβολὴ τοῦ λαοῦ, κάποιαμετάνοια, διότι στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ, ὁ λαὸς ἀπαντᾶ: «Ἰδού, πρὸς Σὲ ἔρχομαι». Ἡ μετάνοια ὅμως αὐτὴ ἦταν πρόσκαιρη λόγω τῆς ἀνομβρίας. Ὁ Προφήτης πονάει, ὑποφέρει.

Περιέρχεται σὲ ἀπόγνωση. Ὅμως ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξαντλεῖται. Ὁ Θεὸς συμβουλεύει τὸν Προφήτη νὰ ἐρευνήσει τὴν ὑπὸ τοῦ κακοῦ τρυγηθεῖσα ἄμπελο, τὸ λαό Του, μήπως εὕρει ρώγα σταφυλιοῦ, κάποιον ἄνθρωπο εὐσεβή, ἀτρύγητο ἀπὸ τὸ κακό. Ἔτσι τονίζεται ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Προφήτης δὲν βρίσκει δυστυχῶς καμία ρώγα σταφυλιοῦ ἀτρύγητη ἀπὸ τὸ κακό. Στὴν ἄκαρπη αὐτὴ προσπάθεια τοῦ Προφήτη, ὁ Θεὸς συνιστᾶ σὲ αὐτὸν καὶ πάλι νὰ συνεχίσει τὴν ἐργασία του, γιὰ νὰ πεισθεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Προφήτης γιὰ τὸ ἀδιόρθωτο τοῦ λαοῦ καὶ τὴ δίκαιη τιμωρία του. Ὁ Θεὸς παρομοιάζει τὸν Προφήτη μὲ μεταλλουργὸ ποὺ δοκιμάζει τὰ μέταλλα καὶ φροντίζει ἀπὸ τὸ μεῖγμα νὰ ἐξαγάγει αὐτὰ ποὺ εἶναι εὐγενή, δηλαδὴ τὸ χρυσὸ καὶ τὸν ἄργυρο. Μάταια ὅμως.

Ἐδῶ τερματίζεται ἡ πρώτη περίοδος τῆς δράσεως τοῦ Προφήτη Ἱερεμίου. Κατόπιν ἔρχεται ἡ κατάλυση τοῦ Ἀσσυριακοῦ βασιλείου διὰ τῆς πίστεως τῆς Νινευΐ τὸ 621 π.Χ. Ὁ εὐσεβὴς βασιλέας Ἰωσίας, ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὴν κατάρρευση αὐτή, ἀνέλαβε πολιτικὴ ἐξωτερικῆς ἀνεξαρτησίας καὶ προέβη σὲ ἐσωτερικὲς μεταρρυθμίσεις, γιὰ νὰ ὀρθώσει τὴν πίστη στὸν Θεό.

Ὁ Ἱερεμίας, κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα 621 – 608 π.Χ., ἀποσύρθηκε πιθανότατα σὲ μόνωση. Χαρακτηριστικὸ τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦταν ὅτι αὐτὸς «λινοῦν περίζωμα εἶχε μόνον. Ὡς δὲ τὰ εὐτραφῆ τῶν σωμάτων γυμνούμενα φανερωτέραν δείκνυσι τὴν ἀκμήν, οὕτω καὶ τῶν ἠθῶν τὸ κάλλος, μὴ ἀνειλούμενον ἀπειροκάλοις φλυαρίαις, τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐνδείκνυται».

Κατὰ τὴν δεύτερη περίοδο τῆς δράσης του, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ βασιλέως Ἰωακεὶμ (609 – 598 π.Χ.), ὁ Προφήτης Ἱερεμίας στρέφεται κατὰ τῶν ἀτόπων τῆς Ἰσραηλιτικῆς θρησκείας. Ὁ μαγικὸς χαρακτήρας, τὸν ὁποῖο ἀπέδιδαν οἱ Ἰουδαῖοι στὸ ναὸ καὶ στὶς τελετές, τὸν ἐνοχλοῦσε. Ἔλεγε δέ, ὅτι «ὁ ναός, ὁ ὁποῖος χρησιμεύει νὰ καλύπτει τὰ κακουργήματα, εἶναι ὄχι ναὸς Θεοῦ, ἀλλὰ σπήλαιο λῃστῶν».

Κατὰ τὸ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωακείμ, σὲ κάποια μεγάλη ἑορτή, ἐμφανίζεται ὁ Προφήτης Ἱερεμίας στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ καὶ μέσα στὸ ἐνθουσιῶδες ἀπὸ τὴ θέα τοῦ ναοῦ πλῆθος, προσβάλλει τὴν ἐσφαλμένη αὐτὴ πίστη, τὴν ὁποία εἶχε ὁ λαὸς περὶ τοῦ ναοῦ καὶ κηρύσσει τὴν ἐπερχόμενη καταστροφὴ τοῦ ναοῦ. Ὅλος ὁ λαὸς ἐξεγείρεται καὶ ζητεῖ τὸν θάνατό του.

Σώζεται μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Ἀχικάμ. Μεταβαίνει στὸ ἐργαστήριο τοῦ κεραμέως καὶ παρατηρεῖ ὅτι ὁ κεραμέας μεταπλάσσει ὅσα ἀπὸ τὰ πήλινα δοχεῖα δὲν ἀρέσουν σὲ αὐτόν. Ἔτσι, λέγει ὁ Προφήτης, θὰ κάνει ὁ Θεὸς σὲ ἔθνη καὶ ἀνθρώπους, τὰ ὁποία δὲν ἀρέσουν σὲ Αὐτόν. Γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς καταστροφῆς συνιστᾶ τὴν ἐσωτερικὴ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου. Ἄρχοντες καὶ λαὸς ἀντιδροῦν. Κουρασμένος ὁ Προφήτης ἀπὸ τοὺς ἄκαρπους ἀγῶνες του ζητεῖ τὴ μόνωση καὶ προβλέποντας τὴν ἀμετανοησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, προλέγει τὴν καταστροφή του.

Κάποιοι ἄνθρωποι ἀποφασίζουν νὰ τὸν δηλητηριάσουν στὴν Ἀναθώθ. Συνωμοτοῦν ἐναντίον του καὶ συγγενεῖς του. Ὁ Ἱερεμίας ἀποδίδει τὴν σωτηρία του στὸν Θεό. Στρέφεται κατὰ τῶν ἀρχόντων, τοῦ βασιλέως Ἰωακεὶμ καὶ τῶν ἀνακτόρων, τῶν ὁποίων κηρύσσει τὴν καταστροφή. Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἐναντίον του. Πρὸς στιγμὴν κάμπτεται, διότι νομίζει ὅτι ἔχει ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ παραπονεῖται. Συνέρχεται ὅμως καὶ συνεχίζει τὸ ἔργο του. Στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ κηρύσσει καὶ πάλι τὴν καταστροφὴ τοῦ ναοῦ. Τὸ κήρυγμα αὐτὸ προκαλεῖ ἀναταραχή. Γι’ αὐτὸ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ χώρου τοῦ ναοῦ Πασχὼρ τὸν ραβδίζει καὶ τὸν ρίχνει στὴ φυλακή. 

Τὰ κηρύγματά του γίνονται δεκτὰ μὲ εἰρωνεῖες. Τοῦ ἀπαγορεύουν νὰ ἐπισκέπτεται τὸ ναό. Ὁ Προφήτης σκέπτεται νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἀγῶνα. Ἡ φωτιὰ ὅμως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι μέσα του, δὲν τὸν ἀφήνει. Κατὰ τὸ τέλος τοῦ 605 π.Χ., μετὰ τὴν ἥττα τῶν Αἰγυπτίων στὸ Χαρκαμύς, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ εἰσέλθει στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ, δίδει στὸν μαθητή του Βαροὺχ νὰ ἀναγνώσει στὸ μέσο τῆς αὐλῆς τοῦ ναοῦ, προφητεία, διὰ τῆς ὁποίας κηρυσσόταν ἡ καταστροφὴ τοῦ ναοῦ. Ὅλοι τότε ἐπαναστατοῦν ἐναντίον του. Ὁ Ἱερεμίας καὶ ὁ Βαροὺχ κρύβονται, γιὰ νὰ μὴ συλληφθοῦν. Ἡ προλεχθεῖσα ὅμως καταστροφὴ ἐπῆλθε.

Οἱ Βαβυλώνιοι κατέστησαν φόρου ὑποτελὴ τὸ βασιλέα Ἰωακείμ. Αὐτός, ἐπιθυμώντας τὴν ἀνεξαρτησία καὶ ἀφοῦ παρακινήθηκε ἀπὸ ἄκριτους ἀνθρώπους, προκαλεῖ τὴ Βαβυλώνιο ἐκστρατεία κατὰ τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὁ Ναβουχοδονόσωρ ἐπέρχεται ἐναντίον του καὶ πολιορκεῖ τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Ἱερεμίας μάταια συνιστᾶ στὸν βασιλέα Ἰωακείμ, ὑποταγὴ στοὺς Βαβυλώνιους. Ὁ Ἰωακεὶμ πεθαίνει καὶ ἡ πόλη καταλαμβάνεται καὶ πολιορκεῖται. Ὁ ναὸς καταστρέφεται. Ὁ ἄμεσος διάδοχος τοῦ Ἰωακείμ, ὁ Ἰωαχεὶμ (Ἰεχονίας) πορεύεται σὲ αἰχμαλωσία μὲ τοὺς ἀξιωματούχους τῆς χώρας καὶ δέκα χιλιάδες ἀπὸ τὸ λαό. Ὁ βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ ὁρίζει ὡς διάδοχο τοῦ Ἰεχονίου, τὸν Σεδεκία.

Κατὰ τὴν Τρίτη περίοδο τῆς δράσεως τοῦ Προφήτη Ἱερεμίου, τὸ 594 π.Χ., ἀπεσταλμένοι τῶν Ἰδουμαίων, Ἀμμωνιτῶν, Τύρου καὶ Σιδῶνος, παρακάλεσαν τὸν Σεδεκία νὰ συμμαχήσουν κατὰ τῶν Βαβυλωνίων. Οἱ ψευδοπροφῆτες κηρύσσουν ὅτι τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ ναοῦ ποὺ εἶχαν κλαπεῖ θὰ ἐπιστραφοῦν. Ὁ Ἱερεμίας ἀντιτίθεται καὶ συμβολικὰ θέτει ζυγὸ στὸν τράχηλό του, γιὰ νὰ δηλώσει ὅτι θὰ εἶναι δοῦλοι τοῦ Ναβουχοδονόσορ. Ὁ ψευδοπροφήτης Ἀνανίας σπάζει τὸ ζυγὸ πάνω στὸν τράχηλο τοῦ Ἱερεμία, γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἀποτίναξη τοῦ ζυγοῦ τῶν Βαβυλωνίων. Ὁ Ἱερεμίας ἀπαντᾶ: «Ἔσπασες ξύλινους ζυγούς; Σιδερένιους θὰ θέσει ὁ Θεὸς στὸν τράχηλό σας».

Ὁ Σεδεκίας τήρησε συνετὴ πολιτικὴ πρὸς τοὺς ἀπεσταλμένους τῶν ἄλλων περιοχῶν καὶ ἐνέκρινε τὴν γνώμη τοῦ Προφήτη Ἱερεμία. Ὅμως, κατὰ τὸ 588 π.Χ., ὁ φαραὼ τῆς Αἰγύπτου Οὐαφρῆς ἐπαναστατεῖ κατὰ τῶν Βαβυλωνίων. Τὸ φρόνημα τῶν Ἰουδαίων ἀναπτερώνεται καὶ λαμβάνουν καὶ αὐτοὶ μέρος στὴν ἐπανάσταση αὐτή. Ὁ Ἱερεμίας τοὺς ἀποτρέπει ἀπὸ τὸ νὰ συμμαχήσουν μὲ τοὺς Αἰγυπτίους κατὰ τῶν Βαβυλωνίων. Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ὑπακοῦν καὶ ἐπαναστατοῦν. Ὁ Ἱερεμίας ἐπιμένει ὅτι ἡ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων θὰ καταστραφεῖ. Οἱ ἄρχοντες τὸν ρίχνουν σὲ λάκκο βορβορώδη, διότι μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Προφήτης ὁμιλοῦσε παρέλυε τὰ χέρια τῶν πολεμιστῶν. Μὲ τὴν ἐπέμβαση ὅμως τοῦ Ἀβδεμέλεχ ἀποσύρεται ἀπὸ τὸν λάκκο.

Ἡ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων καταλαμβάνεται καὶ ὁ βασιλέας Σεδεκίας συλλαμβάνεται, τυφλώνεται καὶ ὁδηγεῖται στὴ Βαβυλώνα. Ἡ πόλις παραδίδεται στὶς φλόγες.

Κατὰ τὴν τέταρτη περίοδο τῆς δράσεώς του, ὁ Ἱερεμίας, μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀποφασίζει νὰ διαμείνει πλησίον τοῦ Γοδολίου. Τὸν Γοδολία, ὁ βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ ἐγκαθιστᾶ κυβερνήτη τῆς Ἰουδαίας. Μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅμως, ὁ Γοδολίας δολοφονεῖται καὶ ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός, φοβούμενος τὴν τιμωρία ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους, ἀποφασίζει νὰ ἀπέλθει στὴν Αἴγυπτο παρὰ τὴν γνώμη τοῦ Ἱερεμίου καὶ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς τὴν θέλησή του, παίρνουν μαζί τους καὶ τὸν Ἱερεμία, ὁ ὁποῖος κηρύττει καὶ στὴν Αἴγυπτο. Προλέγει τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ναβουχοδονόσωρ, ἡ ὁποία καὶ ἔγινε. Ἐκεῖ οἱ Ἰουδαῖοι περιπίπτουν σὲ εἰδωλολατρία. Ὁ Προφήτης ἐπέρχεται καὶ πάλι ἐναντίον αὐτῶν. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ὑπακούουν καὶ ὁ Προφήτης προλέγει τὴν καταστροφή τους.

Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας λιθοβολήθηκε ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του στὴν πόλη Τάφνα τῆς Αἰγύπτου ἢ ἀπήχθη μαζὶ μὲ τὸν Βαροὺχ αἰχμάλωτος ἀπὸ τὸν βασιλέα Ναβουχοδονόσωρ σὲ κάποια εἰσβολή του στὴν Αἴγυπτο τὸ 568 π.Χ., ὡς λέγει κάποια Ραββινικὴ παράδοση.

Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.
Τὸ βιβλίο τοῦ Προφήτου Ἱερεμίου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν παρουσιάζει μόνο ὑψηλὲς θρησκευτικὲς ἰδέες, ἀλλὰ κυρίως μία ζωηρὴ θρησκευτικὴ προσωπικότητα, διότι ὁ Ἱερεμίας δὲν κήρυττε μόνο, ἀλλὰ ζοῦσε τὴν διδασκαλία αὐτὴ μὲ τόση ἐπιμονή, ὥστε ὄχι μόνο ὁ θάνατός του ὑπῆρξε μαρτυρικός, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἦταν ἕνα διαρκὲς μαρτύριο. Ἡ διδασκαλία τοῦ Προφήτου Ἱερεμίου ἀφοροῦσε, α) τὸν ἄνθρωπο, β) τὸν Θεὸ καὶ γ) τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Κέντρο καὶ τῶν τριῶν αὐτῶν εἶναι ἡ καρδιά, ἡ βάση τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐκ γαστρὸς ἡγιάσθης τῇ προγνώσει τοῦ Κτίσαντος, καὶ προφητικῆς ἐπληρώθης ἐκ σπαργάνων συνέσεως· ἐθρήνησας τὴν πτῶσιν Ἰσραήλ, σοφὲ Ἱερεμία ἐν στοργῇ· διὰ τοῦτο ὡς Προφήτην καὶ Ἀθλητήν, τιμῶμέν σε κραυγάζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν τὰ κρείττονα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἐκ γαστρὸς θεόληπτος, καὶ συμπαθείας ἔμπλεως, τὴν τοῦ λαοῦ σου ἐθρήνησας ἔκπτωσιν, Ἱερεμία ἔνδοξε· διὰ τοῦτό σε λίθοις, ἐν Αἰγύπτῳ Προφῆτα φόνῳ παρέδωκαν, οἱ μὴ εἰδότες ψάλλειν, σὺν σοὶ Θεῷ· Ἀλληλούϊα.

Μεγαλυνάριον.
Τὸν ἡγιασμένον ἀπὸ γαστρός, ὡς ἐκλελεγμένον, ἐπαξίως τῷ Σαβαώθ, σὲ Προφητομάρτυς, σοφὲ Ἱερεμία, ὑμνοῦμεν καὶ βοῶμεν· Σκέπε τοὺς δούλους σου.

Άγιοι Ακάκιος ο Οσιομάρτυρας από το Νεοχώρι Θεσσαλονίκης, Ευθύμιος ο Πελοποννήσιος και Ιγνάτιος ο νέος Οσιομάρτυρας


Eις τον Άγιον Eυθύμιον.
Eυθύμιέ μοι, χαίρε, χαίρε πολλάκις,
Σφαγείς γαρ εύρες, την άνω χαράν πρόφρων.

Eις τον Άγιον Iγνάτιον.
Tον Iγνάτιον, άλλον ως άστρον βλέπω,
Eκ γης φαεινόν, εις πόλον δι’ αγχόνης.

Eις τον Άγιον Aκάκιον.
Aρνός δίκην σφάττουσι, φευ! διά ξίφους,
Tον κλεινόν Aκάκιον, άνδρες αιμάτων.

Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Ακάκιος, κατά κόσμον Αθανάσιος, καταγόταν από το Νεοχώρι, σημερινό Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης και γεννήθηκε το 1792 μ.Χ. Οι γονείς του είχαν αναγκασθεί για βιοποριστικούς λόγους να μετακομίσουν το 1805 μ.Χ. στις Σέρρες, όπου παρέδωσαν τον εννιάχρονο Αθανάσιο σε κάποιον υποδηματοποιό, για να του διδάξει την τέχνη του. Όμως η σκληρή συμπεριφορά του και η κακομεταχείριση, εξώθησαν τον Αθανάσιο σε άρνηση της πίστης του, για να απαλλαγεί από τα βάσανα. 

Στην πράξη του αυτή τον προέτρεψαν και δύο Οθωμανές, οι οποίες παρακολουθούσαν την απάνθρωπη συμπεριφορά του αφεντικού του και υποσχόμενες μια καλύτερη ζωή στον μικρό Αθανάσιο, τον έπεισαν την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής να αλλαξοπιστήσει. Μωαμεθανός, πλέον, ο Αθανάσιος δέχθηκε την πονηρή επίθεση της μητριάς του, η οποία, καθώς έβλεπε τον Αθανάσιο να μεγαλώνει και να ανδρώνεται, τον ερωτεύθηκε, όπως στην Παλαιά Διαθήκη ερωτεύθηκε τον Ιωσήφ η γυναίκα του Πετεφρή. 

Επειδή όμως αυτός δεν υποχώρησε και δεν υπέκυψε στο πάθος της μητριάς του, συκοφαντήθηκε από αυτήν στον θετό πατέρα του, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από αυτόν. Εκμεταλλευόμενος αυτήν την ευκαιρία κατέφυγε στην Θεσσαλονίκη κοντά στους γονείς του, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τις Σέρρες, μόλις πληροφορήθηκαν την αρνησιθρησκεία του.

Στην συνέχεια, ακολουθώντας τις συμβουλές των γονέων του, μετέβη στο Άγιον Όρος, όπου, αφού περιπλανήθηκε σε αρκετές μονές, κατέληξε τελικά στην Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, στην συνοδεία του Γέροντα Νικηφόρου, ο οποίος τον παρέδωσε ως υποτακτικό στον Γέροντα Ακάκιο, για να τον προετοιμάσει για το μαρτύριο, όπως είχε κάνει και προηγουμένως με τους Οσιομάρτυρες Ευθύμιο και Ιγνάτιο.

Μετά από ένα διάστημα συνεχούς ασκήσεως και αδιάλειπτης προσευχής, ο Αθανάσιος, ο οποίος εκάρη μοναχός και μετονομάσθηκε Ακάκιος, έχοντας τις ευλογίες των λοιπών γερόντων ξεκίνησε, συνοδευόμενος από τον μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος είχε συνοδεύσει νωρίτερα και τους δύο παραπάνω Οσιομάρτυρες, για την Κωνσταντινούπολη στις 10 Απριλίου. Ο Άγιος βάδιζε με χαρά προς το μαρτύριο.

Λίγο πριν την αναχώρησή του, πλήρης Πνεύματος Αγίου, έγραψε την ακόλουθη επιστολή προς τον γέροντα και τους αδελφούς μοναχούς:

«Πανοσιώτατε μοι καὶ πνευματικέ μου πάτερ δουλικῶς σοῦ προσκυνῶ καὶ τὴν ἁγίαν δεξιάν σου ἀσπάζομαι.

Τὸ παρόν μου ταπεινὸ γράμμα δὲν εἰν’ εἰς ἄλλο τί εἰ μὴ εἰς τὸ νὰ ζητήσω τὴν εὐχήν σας καὶ διὰ νὰ μάθετε καὶ τὸ καλό μας κατεβώδιο μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καὶ μὲ τὶς ἐδικές σας ἁγίες εὐχές. Κατευωδωθήκαμεν εἰς τὴν βασιλεύουσαν τὴ 24η τοῦ Ἀπριλίου μηνὸς [καὶ ἐμπήκαμεν μαζὶ μὲ τὸν γέροντά μου εἰς τὰ ἐργαστήρια τὰ χαβιαρτζίδικα, ὅπου καὶ ἄλλην φορὰ ἐμπῆκεν ὁ γέροντάς μου], καὶ ἐλπίζω μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καὶ τῆς Κυρίας μου Βασίλισσας καὶ μὲ τὶς ἐδικές σου θερμὲς δεήσεις πρὸς τὸν Κύριον καὶ τῶν συναδέλφων μου νὰ λάβη τέλος κι ἡ ὑπόθεσίς μας.

Τοὺς συναδέλφους μου πολὺ τοὺς παρακαλῶ καὶ τοὺς χαιρετῶ, νὰ μὴν μὲ λησμονήσουν καὶ ἀκούγοντας τὸ μακάριόν μου τέλος νὰ εὐχαριστήσετε τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν Κυρίαν μου Βασίλισσα καὶ νὰ δοξολογήσετε καὶ νὰ καταλύσετε ὅλη τὴν ἑβδομάδα ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει ψυχῆς. Διὰ τοὺς κόπους ποὺ ἐδοκιμάσατε δι’ ἐμὲ μέχρι σήμερα ἐγὼ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ σᾶς εὐχαριστήσω, μόνον ὁ ἐπουράνιος βασιλεύς μου νὰ σᾶς ἀντιβραβεύση ἐν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση ὁ Κύριος νὰ συγκατοικήσουμε ὁμού. Καὶ ὅσοι ἀκόμη συνέδραμαν καὶ βοήθησαν εἰς αὐτὸ τὸ ἔργο ἂς λάβουν τὸν μισθό τους ἀπὸ τὸν ἐπουράνιον βασιλέα μου.

Ἀκόμη ὅλους τοὺς ἁγίους πατέρας τῆς ἱερᾶς σκήτεώς μας εὐλαβῶς τοὺς προσκυνῶ, τὸν διδάσκαλό μου, τὸν γέροντα Ὀνούφριον τὸν ἀσπάζομαι, καὶ τοὺς συναδέλφους μου γέροντες, Ἀκάκιον, Ἰάκωβον καὶ Καλλίνικον. Χαιρετίσματα καὶ εἰς τὸν διδάσκαλον Γαβριήλ. Προσκυνήματα καὶ εἰς τὸν παπὰ Ἀγαθάγγελον, ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν του. Τὸν παπὰ Δοσίθεον μετὰ τοῦ γέροντός του καὶ τῆς συνοδίας του προσκυνῶ, ὡς καὶ τὸν γείτονά μας τὸν Νεόφυτον μὲ τὴν συνοδία του. Ἀσπάζομαι ὁμοίως καὶ τὸν γέροντα Μιχαὴλ καὶ τὴν συνοδίαν του. Ταῦτα γράφω ἐν συντομίᾳ γέροντά μου καὶ πνευματικέ μου. Αὔριο λοιπὸν Παρασκευὴ 28 Ἀπριλίου μέλλω νὰ κινήσω εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως καὶ εἴθε οἱ ἅγιες εὐχές σας νὰ μὲ βοηθήσουν. Ἀμήν».

Ο πλοίαρχος, άνθρωπος ευλαβής, όταν έμαθε τον σκοπό του ταξιδιού του Ακακίου, υποσχέθηκε στον Γρηγόριο να μεριμνήσει για την εξαγορά του λειψάνου του μετά το μαρτυρικό του τέλος και να το επανακομίσει ο ίδιος στο Άγιον Όρος. Ύστερα από δεκατρείς ημέρες έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου φιλοξενήθηκαν από κάποιον παντοπώλη, γνώριμο του Γρηγορίου. Το Σάββατο 29 Απριλίου, ο Άγιος Ακάκιος, αφού προετοιμάσθηκε κατάλληλα λαμβάνοντας τα Άχραντα Μυστήρια, ενδύθηκε με ρούχα τουρκικά και με την καθοδήγηση του αδελφού του καπετάνιου έφθασε στο κριτήριο, όπου ομολόγησε ενώπιον όλων των παρισταμένων την επάνοδό του στην πατρώα πίστη. 

Εξαιτίας αυτής του της ομολογίας κλείσθηκε φυλακή. Καθ' όλη την διάρκεια της φυλακίσεώς του προσπάθησαν επανειλημμένα είτε με κολακείες και υποσχέσεις, είτε με βασανιστήρια και εκφοβισμούς να τον μεταπείσουν. Όλα αυτά όμως δεν κατάφεραν να τον κλονίσουν. Ιδιαίτερα μάλιστα ενισχύθηκε και προετοιμάσθηκε για να αντιμετωπίσει το μαρτύριο, όταν έλαβε τη Θεία Κοινωνία που του μετέφερε κρυφά στην φυλακή ο αδελφός του καπετάνιου με την ευλογία του μοναχού Γρηγορίου από το ναό της Παναγίας της Καταφιανής. Οι Τούρκοι προύχοντες, βλέποντας το σταθερό φρόνημα του Ακακίου, κατάλαβαν πως μάταια κοπιάζουν, γι' αυτό και αποφάσισαν την θανάτωσή του.

Έτσι,«εἰς τόπον καλούμενον Δακτυλόπορταν», ο Άγιος Νεομάρτυρας Ακάκιος παρέδωσε το πνεύμα του διά του ξίφους το 1816 μ.Χ. Την τρίτη ημέρα, σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια, ο μοναχός Γρηγόριος εξαγόρασε το λείψανο του Μάρτυρος με χρήματα που συγκέντρωσε από τους παντοπώλες του Γαλατά και το μετέφερε στη νήσο Πρίγκηπο, όπου επιβιβάστηκαν στο πλοίο με το οποίο είχαν έλθει στην Κωνσταντινούπολη, με προορισμό το Άγιον Όρος. Στις 9 Μαΐου αποβιβάσθηκαν στο λιμενίσκο της μονής Ιβήρων και από εκεί μετέφεραν το τίμιο λείψανο στην Καλύβη του Αγίου Νικολάου, όπου το ενταφίασαν στο παρεκκλήσι των οσιομαρτύρων Ευθυμίου και Ιγνατίου μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, σύμφωνα με την επιθυμία του Οσιομάρτυρα.

Μαρτύριο του Αγίου συνέγραψε ο Καισαρείας Μελέτιος. Ακολουθία κοινή με τους συνασκητές του Αγίου, δηλαδή τον Ευθύμιο από τη Δημητσάνα και τον Ιγνάτιο από την παλαιά Ζαγορά, που μαρτύρησαν στην Κωνσταντινούπολη το 1814 μ.Χ., συνέγραψε ο Ιβηρίτης Ονούφριος, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1862 μ.Χ. Η μνήμη των τριών αυτών Νεομαρτύρων τελείται στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου την 1η Μαΐου.

Λεπτομέρειες για τον βίο του Οσιομάρτυρα Ευθυμίου βλέπε στις 22 Μαρτίου ενώ για τον Οσιομάρτυρα Ιγνάτιο τον Νέο βλέπε στις 8 Οκτωβρίου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Λυχνία τρίφωτος, κόσμω ἐδείχθητε, Ὁσιομάρτυρες, Χριστοῦ τρισάριθμοι, τὴν Ἐκκλησίαν τοὶς αὐγαὶς πυρσεύοντες τῶν ἀγώνων, ἔνδοξε Εὐθύμιε, ἀφθαρσίας τὸ στέλεχος, ἱερὲ Ἰγνάτιε, ἐγκράτειας τὸ ἔσοπτρον, καὶ ρόδον ἀκακίας Ἀκάκιε, ὅθεν ὑμᾶς ὑμνολογοῦμεν.

Ὁ Ἅγιος Βατᾶς ὁ Ἱερομάρτυρας

Καὶ τῷ Βατᾷ, τμηθέντι τὴν κάραν ξίφει,
Βατὰ πρεπόντως οὐρανοῦ τὰ χωρία.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Βατᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς Χριστιανοὺς κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν, ἀφοῦ ἄφησε τοὺς γονεῖς, τὰ τέκνα καὶ τὴν γυναῖκα του, ἀπῆλθε σὲ μοναστήρι καὶ ἔγινε μοναχὸς ποθώντας τὴ ζωὴ τῶν Μαρτύρων. Ἔτσι, ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν στὴν Περσία, οἱ μὲν ἄλλοι συμμοναστές του ἔφυγαν ἐγκαταλείποντας τὸ μοναστήρι, αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἔμεινε, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ παραδόθηκε στὸν ἄρχοντα Νισίβεως Ἰασδήχ, ἀδελφὸ τοῦ Βαρζαβανᾶ, ὁ ὁποῖος τὸν διέταξε νὰ προσκυνήσει τὸν ἥλιο. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε καὶ ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Τότε ὑπέστη φοβερὸ μαρτύριο. Τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ τέντωσαν τόσο πολύ, ὥστε ἐξαρθρώθηκαν οἱ ὦμοι του. Στὴν συνέχεια τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔσυραν, τὸν κατέκοψαν μὲ μάχαιρα καὶ τέλος ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλή του.

Ὁ Ἅγιος Φιλόσοφος ὁ Μάρτυρας

Φιλόσοφος κλήσει τε και έργω μάκαρ,
Ώφθης αληθώς ω σοφίας συ φίλε.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φιλόσοφος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Βίο του ἀφηγήθηκε ὁ Μέγας Ἀντώνιος.

Ὁ Ἅγιος ἦταν κήρυκας τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία διέδιδε μὲ πολλὴ εὐγλωττία καὶ θερμότητα, ὑποστηρίζοντας καὶ ἀναπτύσσοντας αὐτὴν πειστικὰ καὶ ἀκαταμάχητα ἐνώπιον εἰδωλολατρῶν καὶ Ἰουδαίων. Καὶ ἀκολουθώντας τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου, ζοῦσε μὲ τρόπο σεμνὸ καὶ ἄμεμπτο, ἐντελῶς ξένο πρὸς τὰ πάθη, μὲ νεκρὴ τὴ σάρκα του.

Οἱ ἐχθροὶ τοῦ Σταυροῦ, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν νικήσουν διὰ λόγου, πολλὲς φορὲς ἀποπειράθηκαν νὰ τὸν παγιδεύσουν μὲ δολερὰ δίχτυα. Τοῦ πρόσφεραν πολλὰ χρήματα, ἀλλὰ αὐτὸς τὰ περιφρόνησε. Τοῦ ὑποσχέθηκαν ἀξιώματα, ἀλλὰ αὐτὸς ἐπέδειξε τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸν κάλεσαν σὲ πολυτελὴ συμπόσια, ἀλλὰ ὁ Φιλόσοφος ἢ δὲν προσῆλθε ἢ περιορίστηκε στὸ μέτρο τῆς ἐγκράτειας. Τότε ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ οἱ ἐχθροί του, θέλοντας νὰ καταισχύνουν καὶ νὰ σπιλώσουν τὸν σώφρονα βίο τοῦ Μάρτυρα, μηχανεύθηκαν τὸ ἑξῆς: τὸν συνέλαβαν καὶ ἀντὶ ἄλλης τιμωρίας τὸν ἔδεσαν πάνω σὲ ἕνα κρεβάτι. Στὴ συνέχεια ἔστειλαν πρὸς αὐτὸν γυναῖκα ἐλαφρῶν ἠθῶν, ἡ ὁποία μὲ κάθε τρόπο τὸν δελέαζε καὶ τὸν παρακινοῦσε πρὸς μείξη ἀκόλαστη. Ὁ Μάρτυρας, μὴ δυνάμενος νὰ κινηθεῖ, ἔκλεισε τὰ μάτια του καὶ ἀψηφώντας τὴ δριμύτητα τοῦ πόνου δάγκωσε τὴν γλῶσσα του μέχρις αἵματος καὶ ἀποκοπῆς της.

Τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεξε κατέβρεξε τὴ μορφὴ καὶ τὰ ἐνδύματα τῆς πόρνης, ἡ ὁποία παρέλυσε καὶ ταράχθηκε ἀπὸ τὸν φόβο. Οἱ ἐχθροὶ τοῦ Μάρτυρα Φιλοσόφου ἐξεπλάγησαν, ἀλλὰ δὲν μετανόησαν. Ἀφοῦ ἀπέτυχαν νὰ τὸν παρασύρουν στὴν ἀκολασία, ἀποφάσισαν νὰ τὸν φονεύσουν. Ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ὁ Μάρτυρας ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.

Ἡ Ὁσία Ἰσιδώρα ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή

 
Eκ γης απέπτη προς μελισσώνας πόλου,
Mέλισσα χρηστών πράξεων Iσιδώρα.

Σὸς βίος λαμπρὸν μονασταῖς, Ἰσιδώρα,
δῶρον ἐκ Θεοῦ ταπεινοὺς προτιμῶντος.
Σίμβλον ἄμβροτον κρύφα Ἰσιδώρα ἐπλάκη.

Αναφέρεται στα Γεροντικά ότι ο Όσιος Πιτυρούν (τιμάται 29 Νοεμβρίου) πληροφορήθηκε από τον Κύριο για την αρετή της Οσίας Ισιδώρας και αφού επισκέφθηκε τη μονή αυτής ζήτησε να συγκεντρωθούν όλες οι μοναχές. Όταν ήλθαν αυτές, ο Όσιος Πιτυρούν δεν διέκρινε σε καμία φωτοστέφανο, όπως είχε από τον Θεό επιβεβαιωθεί ότι θα έχει η Οσία Ισιδώρα. Τότε ζήτησε να πληροφορηθεί εάν υπήρχε άλλη μοναχή στη μονή. Αναφέρθηκε λοιπόν στον Άγιο ότι υπήρχε μία σαλή. Ο Όσιος Πιτυρούν παρακάλεσε να κληθεί και η σαλή. Κατά την είσοδο της Οσίας Ισιδώρας, ο Όσιος Πιτυρούν διέκρινε το φωτοστέφανο επί της κεφαλής αυτής και έτσι αποκαλύφθηκε ότι η Οσία Ισιδώρα υποκρινόταν την σαλή και τούτο για την αγάπη του Χριστού.

Η Οσία Ισιδώρα, αφού ασκήτεψε θεοφιλώς σε μονή της Αιγύπτου, κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 365 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ὡραιότητα Χριστοῦ ποθήσασα, Μῆτερ τρισόλβιε, ὁδὸν τὴν σύντομον, τὴν ὁδηγούσαν πρὸς Αὐτόν, προείλου τὴν ταπείνωσιν, ὅθεν σε ἀνέδειξε, μοναζόντων διδάσκαλον, ἄκρον τε ὑπόδειγμα, τῆς Αὐτοῦ ἐκμιμήσεως, διὸ χαρμονικῶς σοι βοῶμεν, χαῖρε, ὢ Ἰσιδώρα παμμακάριστε.

Κοντάκιον
Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ποθούσα τυχεῖν, τῆς ἄνω Μῆτερ στάσεως, ταχεῖαν ὁδόν, προείλου τὴν ταπείνωσιν, δι’ ἧς ἤχθης Χριστῷ ὡς καρπὸς εὐκλεὴς καὶ τερπνὸς Ἰσιδώρα παναοίδιμε, βραβεία λαμβάνουσα τὰ ἄφθαρτα.

Ὁ Οἶκος
Φρονίμους πολλοὺς εἰς ἑαυτοὺς κατώκτειρα καὶ πλάνην τὴν αὐτῶν ὁλοψύχως ἐμίσησα, ὅτι εἰ καὶ πόνοις καθυποβάλλονται καὶ σκάμμασι Βασιλείαν Θεοῦ οἴμοι οὐ λαμβάνουσι διὰ τὸ αὐθαίρετον. Σε ὅμως, Ἰσιδώρα ταπεινόνους, προβάλλομαι κάμου καὶ πάντων σωτηρίας ταχείας λαμπρὸν ὑπόδειγμα, ὅτι μωραίνουσα ψευδῶς τὸν πονηρὸν κατεμώρανας, καὶ συμμοναστριῶν τὰ σκώμματα ἐν εὐχαριστία ὑπομενοῦσα, ἐν καιρῷ δεκτῷ εἱσηκούσθης παρὰ τοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι ἀγαπῶντος καὶ ἤχθης ἐνώπιον Αὐτοῦ, βραβεία λαμβάνουσα τὰ ἄφθαρτα.

Μεγαλυνάριον
Ταπεινοφροσύνης οἶκος λαμπρός, παρθενίας δόξα, ἄνθος θεῖον ὑπομονῆς, ἀκενοδοξίας τῆς ἄκρας Ἰσιδώρα, ἐργάτις ἀνεδείχθης, διὰ τὸν Κύριον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σύνεσιν παράσχου μοι ἐκ Θεοῦ, ὡς σοι συνωνύμω, ἡ σαλὴ διὰ τὸν Χριστόν, ἵνα ἐπιτύχω, τῆς δόξης Ἰσιδώρα, ἧς νῦν ἐπαπολαύεις· δὸς μοι τὴν αἴτησιν.

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Μάρτυρας

Ήνεγκε καρπόν πρώιμον συκής κλάδος,
Tον χειροδέσμοις εκκρεμάμενον Σάββαν.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας τελειώθηκε ἀφοῦ τὸν κρέμασαν ἐπάνω σὲ ἕνα δένδρο.

Αγία Μαρία η Μεθυμοπούλα



Θήρατρα ἔρωτος ἔφυγες ἀπίστου
Ἔρωτι μαρία τετρωμένη θείῳ.

Κάλλος ποθούσα κατιδεῖν τοῦ Νυμφίου
Σώματος κάλλους ἠλόγησας Μαρία.

Μαρία πρώτῃ πτηνὸν καθάπερ Χριστοῦ ἐβλήθη.

Η καλλιπάρθενος Νεομάρτυς της πίστεως Μαρία, η επονομαζόμενη Μεθυμοπούλα, γεννήθηκε στην Κάτω Φουρνή Μεραμβέλλου Κρήτης από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Την Αγία αγάπησε ένας Τουρκαλβανός χωροφύλακας, ο οποίος κατέβαλε κάθε προσπάθεια να την προσελκύσει στο μιαρό έρωτά του. Όσο όμως αυτός προσπαθούσε, τόσο η μακαρία Μαρία τον αποστρεφόταν. Έτσι ο ασεβής αυτός άνδρας αποφάσισε να φονεύσει την Αγία. Αφού την βρήκε μία ημέρα να συλλέγει φύλλα για την διατροφή των μεταξοσκωλήκων, επιτέθηκε εναντίον της και την έπληξε θανάσιμα στην καρδιά. Έτσι έλαβε η πάγκαλος νύμφη του Κυρίου το στέφανο της αθλήσεως.

Η Αγία Νεομάρτυς Μαρία φέρεται ότι μαρτύρησε κατά το 1826 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν καθικέτευε, ὑπὲρ ἡμῶν ἐκτενῶς, Φουρνῆς ἐγκαλλώπισμα, καὶ Νεοάθλων τερπνόν, Μαρία λευκάνθεμον· ἔρωτα γὰρ ἀπίστου, ἀρνηθεῖσα ἐδέχθης, βλῆμα θανατηφόρον, ἐξ αὐτοῦ ὡς στρουθίον, καὶ πτέρυγας πρὸς τὸν Κτίστην, ψυχῆς σου ἐπέτασας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐσεβούντων οἱ δῆμοι, ἐγκωμιάσωμεν, Μεθυμοπούλαν Μαρίαν, τὴν ἐκ Φουρνῆς ἐκτενῶς, ὡς ἀμνάδα τοῦ Παντάνακτος πανάσπιλον, κράζοντες· πρέσβευε Χριστῷ, Νεομάρτυς θαυμαστή, ὡς ὄρνις ἐπὶ μωρέας, ὑπὸ στυγνῆς ἡ τρωθεῖσα, χειρὸς σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Τριάδος τὴν πίστιν, καλῶς ἐτήρησας, καὶ δι’ αἱμάτων σου ταύτην, καλλιγραφοῦσα πιστῶς, τάς ἐνέδρας τοῦ ἐχθροῦ, πάσας διέφυγες· ὅθεν ἠγώνισαι στεῤῥῶς, ὡς παρθένος εὐκλεής, ὦ νεομάρτυς Μαρία • διό σε πάντες τιμῶμεν, τὰς σὰς πρεσβείας ἐξαιτούμενοι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Στεῤῥῶν ἀμνάδων τοῦ Χριστοῦ τὴν καλλιπάρθενον, τὴν ἐκ Κρήτης ὥσπερ ἄνθος εὐωδέστατον, ἑξανθήσασαν Μαρίαν τὴν ἀθληφόρον, μελῳδίαις καταστέψωμεν καὶ ᾂσμασιν, ὡς παρθένων νεανίδων κῆπον ἥδιστον, ἀνακράζοντες· χαίροις Μάρτυς νεόαθλε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὴν ὀφρὺν ἐπάτησας, τοῦ ἀρχεκάκου, νεομάρτυς δράκοντος, ῥωσθεῖσα χάριτι Θεοῦ, καὶ ἠνδραγάθησας ἄριστα, Μαρία νέον, τῆς πίστεως σέμνωμα.

Ὁ Οἶκος
Ἄνθος τερπνὸν ἁγνείας, ἀνεδείχθης Μαρία, καὶ πίστεως νεόδρεπτον κρίνον, ἐν Φουρνῇ τὸ βλαστῆσαν καλῶς, καὶ ὀδμαῖς ἡδῦναν εὐσεβεῖς ἅπαντας, ἀνδρείας καὶ συνέσεως, βοῶντάς σοι σεμνῶς τοιαῦτα·

Χαῖρε δοχεῖον τῆς παρθενίας·
χαῖρε πυξίον στεῤῥοψυχίας.
Χαῖρε γυναικῶν ἀλκιφρόνων ὑπόδειγμα·
χαῖρε εὐκλεῶν νεανίδων θησαύρσιμα.
Χαῖρε καύχημα τῆς πίστεως καὶ σεμνότητος κανῶν·
χαῖρε ἔρεισμα ἁγνότητος καὶ σοφίας λαμπηδών.
Χαῖρε ὅτι κατεπάτησας τοῦ ἀλάστορος ὀφρύν·
χαῖρε ὅτι πᾶσιν ἔδειξας εὐψυχίαν ἀνδρικήν.
Χαῖρε χαρὰ Φουρνῇς καὶ ὠράϊσμα·
χαῖρε φθορὰ ἀπίστων καὶ σύντριμμα.
Χαῖρε ἀμνὰς ἐκλεκτὴ τοῦ Κυρίου·
χαῖρε ψεκὰς μυστικοῦ θείου μύρου.
Χαίροις Μάρτυς νεοᾶθλε.

Μεγαλυνάριον
Φεύγουσα τὸν ἔρωτα μιαροῦ, ἀλλοπίστου θῦμα, τῷ Νυμφίῳ σου καὶ Θεῷ ἄμωμον προσήχθης Μαρία Νεομάρτυς, αὐτῷ τὴν σὴν ἁγνείαν, προῖκα προσφέρουσα.

Μνήμη ἐγκαινίων τῆς Νέας Ἐκκλησίας

Τὸ ναὸ αὐτό, ἀφιερωμένο στὸν Σωτήρα Χριστό, τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαὴλ καὶ τὸν Προφήτη Ἠλία, ἔκτισε στὰ ἀνάκτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Β’ κατὰ τὸ ἔνατο ἔτος τῆς βασιλείας αὐτοῦ (876 μ.Χ.), ἀφοῦ περισυνέλεξε μάρμαρα, κίονες καὶ ψηφίδες ἀπὸ ἐρειπωμένους ναούς. Τὰ ἐγκαίνια τῆς Νέας Ἐκκλησίας ἔγιναν τὴν 1η Μαΐου τοῦ 881 μ.Χ. ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Φώτιο.
Στὴν ἑορτὴ τοῦ ναοῦ κατὰ τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. συνηθιζόταν ἡ προσέλευση τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ δὲ Πατριάρχης ἀνέβαινε στὸ παλάτι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ κατέβαινε στὴ Νέα Ἐκκλησία, γιὰ νὰ λειτουργήσει.

Μνήμη φοβεροῦ σεισμοῦ στὴ μονὴ Σινᾶ

Σήμερα εἶναι ἡ ἀνάμνηση τοῦ φοβεροῦ καὶ μετὰ φιλανθρωπίας γενομένου σεισμοῦ ἐν τῇ ἱερᾷ μονῇ Σινᾶ. Τὸ γεγονὸς τοῦ σεισμοῦ αὐτοῦ, ἀπαντᾶ σὲ Σιναϊτικοὺς Κώδικες καὶ συνέβη τὸ 1201 στὴ μονὴ Σινᾶ.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.

Άγιος Αφρικανός Επίσκοπος Λουγδούνου

Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.

Άγιος Μαύρος ο Ιερομάρτυρας και «οι συν αυτώ»

Ο Άγιος Μαύρος είναι άγνωστος στους Συναξαριστές και τα Μηναία. Στον Συναξαριστή του Delehaye (σελ. 647) καλείται Ιερομάρτυρας και στον Κώδικα Δ δ, II Κρυπτοφέρης (φ. 59), όπου και η Ακολουθία του, απλώς μάρτυρας.

Ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ ὁ Θαυματουργός

Ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ στὰ Μηναῖα. Ἀκολουθία ἀφιερωμένη σὲ αὐτὸν ὑπάρχει, κατὰ τὴν 1η Μαΐου, στὸν Παρισινὸ Κώδικα, ὅπου ἐξυμνοῦνται οἱ ἀσκητικές του ἀρετὲς καὶ ἡ θαυματουργικὴ χάρη ποὺ ἀνέβλυζε ἀπὸ τὸν τάφο του.

Ὁ Ἅγιος Πανάρετος Ἐπίσκοπος Πάφου


Πάσαν αρετήν προς εαυτόν ελκύσας,
Πράξει την κλήσιν Πανάρετος καλύπτει

Ὁ Ἅγιος Πανάρετος γεννήθηκε στὴν Κύπρο καὶ συγκεκριμένα στὴν Περιστερωνοπηγὴ Ἀμμοχώστου, περὶ τὸ 1710. Ἡ ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν δύσκολη. Τὸ πολύσκλαβο μαρτυρικὸ νησὶ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ τῶν Τούρκων. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἄνθρωποι εὐλαβεῖς καὶ εὔποροι. Ὁ Ἅγιος ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ μετὰ συνέχισε τὶς σπουδές του στὸ Ἑλληνικὸ σχολεῖο στὴ Λευκωσία. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του ἐπέστρεψε καὶ ἐγκαταβίωσε στὸ ἐρειπωμένο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου, ποὺ βρισκόταν στὸ χωριό του.

Ἀργότερα χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ διετέλεσε ἡγούμενος γιὰ πολλὰ χρόνια στὸ μοναστήρι τῆς Θεοτόκου στὴν Παλλουριώτισσα Λευκωσίας. Ἡ περίοδος τῆς ἡγουμενίας του στὸ μοναστήρι ὑπῆρξε μία περίοδος ἐθνικῶν δοκιμασιῶν καὶ διωγμῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ στοιχείου. Ἕνας Τοῦρκος ἐπαναστάτης, ὀνόματι Χαλήλης, μὲ δύο χιλιάδες περίπου ὁμοεθνεῖς του, θέλησε νὰ καταλάβει τὴν Λευκωσία. Ἡ κατάσταση ἦταν μαρτυρική. Μὲ κίνδυνο τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος Πανάρετος, στὶς δύσκολες ἐκεῖνες στιγμές, ἔγινε ὁ παρήγορος ἄγγελος τῶν πονεμένων καὶ ὁ ὑπερασπιστὴς καὶ προστάτης τῶν καταδιωγμένων. Ἡ ζωντανὴ καὶ οὐσιαστικὴ συμπαράστασή του στὸν πόνο τοῦ λαοῦ ἐκτιμήθηκε τόσο, ὥστε κλῆρος καὶ λαὸς συνῆλθε καὶ τὸν ἐξέλεξε Μητροπολίτη Πάφου τὸ 1767.

Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἀναπτύξει ὅλα τὰ κρυμμένα χαρίσματά του καὶ ἔγινε τὰ σκοτεινὰ ἐκεῖνα χρόνια γιὰ τοὺς σκλαβωμένους βακτηρία καὶ στήριγμα καὶ φάρος φωτεινός. Ποίμανε τὸ ποίμνιό του μὲ αὐταπάρνηση. Μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι παραδέχονταν μὲ εἰλικρίνεια τὰ λάθη τους καὶ ἀγωνίζονταν νὰ διορθωθοῦν, ἦταν ἐπιεικής. Τοὺς πονηροὺς καὶ ἀδιόρθωτους τοὺς ἀντιμετώπιζε μὲ τὴν ἁρμόζουσα σὲ κάθε περίπτωση αὐστηρότητα, προκειμένου νὰ ἀφυπνίσει συνειδήσεις καὶ νὰ προκαλέσει τὴ μετάνοια καὶ τὴ διόρθωση.

Κάποιος ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἁγίου καταλήφθηκε ἀπὸ τὸ πάθος τῆς αἰσχροκέρδειας, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἐνορίτες του νὰ ὑποφέρουν καὶ νὰ ἀναγκασθοῦν νὰ τὸν καταγγείλουν στὸν Ἐπίσκοπο. Αὐτὸς κάλεσε τὸν ἱερέα, τοῦ ἔκανε τὶς σχετικὲς παρατηρήσεις, τὸν συμβούλευσε κατάλληλα καὶ ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ προσπαθήσει νὰ διορθωθεῖ. Στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν ἔκανε καμία προσπάθεια, ἀντίθετα μάλιστα τὰ πράγματα χειροτέρεψαν καὶ οἱ ἐνορίτες ζήτησαν τὴν ἀπομάκρυνσή του. 

Ὁ Ἐπίσκοπος τὸν συμβούλεψε καὶ γιὰ δεύτερη καὶ γιὰ τρίτη φορά. Ὅταν ὅμως βεβαιώθηκε γιὰ τὴν ἀμετανοησία του καὶ γιὰ τὴν προσπάθειά του νὰ παραπλανήσει τὸν Ἐπίσκοπο μὲ ψεύτικους ὅρκους, τὸν τιμώρησε μὲ ἕναν πρωτότυπο καὶ ἀσυνήθιστο τρόπο. Τὴν ὥρα ποὺ μιλοῦσε μὲ θράσος καὶ ἔλεγε ψέματα, τοῦ εἶπε μὲ αὐστηρότητα: «νὰ κλείσεις τὸ στόμα σου καὶ νὰ μὴν ὁμιλεῖς, ἀφοῦ καταδέχεσαι νὰ ψεύδεσαι καὶ νὰ ὁρκίζεσαι χωρὶς φόβο». Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔμεινε ἄλαλος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα καὶ ἀφοῦ ὁ ἱερέας ἀρρώστησε βαριά, ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Ἅγιο καὶ μὲ νεύματα νὰ ἐξομολογηθεῖ. 

Ἐκεῖνος ἔτρεξε κοντά του καί, ὅταν διέγνωσε τὴν ἀληθινή του μετάνοια, τὸν συγχώρεσε, τὸν εὐλόγησε καὶ τότε λύθηκε ἡ γλῶσσα του. Ἐξομολογήθηκε, κοινώνησε καὶ ἀπῆλθε τοῦ κόσμου τούτου μὲ μετάνοια.

Τὸν Ἅγιο Πανάρετο ἀπασχολοῦσε ἔντονα τὸ θέμα τῆς σωτηρίας του. Σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ προετοιμαζόταν γιὰ τὴν ὥρα τῆς ἐξόδου του. Εἶχε τὸ χάρισμα τῆς μνήμης τοῦ θανάτου καὶ ἐπιθυμοῦσε τὰ τέλη τῆς ζωῆς του νὰ εἶναι χριστιανά, ἀνεπαίσχυντα καὶ εἰρηνικά. Ἀξιώθηκε δὲ νὰ προγνώσει τὴν ὥρα τῆς κοιμήσεώς του καὶ φρόντισε νὰ εἶναι πανέτοιμος. Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του εἶπε στὸν πρωτοσύγκελό του ὅτι θὰ ἔλθει ὁ φίλος του Ἐπίσκοπος πρώην Καρπάθου Παρθένιος, γιὰ νὰ τὸν ἐξομολογήσει. Ὁ πρωτοσύγκελος νόμισε ὅτι ὁ Ἅγιος παραμιλοῦσε λόγω τῆς ἀρρώστιας του καὶ παράκουσε. Στὴν συνέχεια ὅμως, μετὰ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Ἁγίου, ὑπάκουσε καὶ πραγματικὰ βρῆκε στὴν προκυμαία ἕνα πλοῖο, τὸ ὁποῖο λόγω τῶν ἰσχυρῶν ἀνέμων ποὺ ἔπνεαν, προσάραξε στὴν Πάφο. Μέσα σὲ αὐτὸ βρισκόταν ὁ Ἐπίσκοπος Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε, γεμάτος συγκίνηση καὶ θαυμασμό, νὰ συναντήσει τὸν Ἅγιο.

Ἀφοῦ τὸν ἐξομολόγησε, τὴν ἑπόμενη ἡμέρα λειτούργησε καὶ τὸν κοινώνησε. Ὁ Ἅγιος Πανάρετος τὸν παρακάλεσε νὰ παραμείνει ἄλλη μία ἡμέρα, γιὰ νὰ τελέσει καὶ τὴν ἐξόδιο Ἀκολουθία του. Ἐκεῖνος παρέμεινε καὶ κήδευσε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο εὐωδίαζε καὶ μάλιστα θεράπευσε καὶ πολλοὺς ἀσθενεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐπικαλέσθηκαν τὶς πρεσβεῖες του.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν τῆς Πάφου Ποιμένα θεῖον Πανάρετον, ὡς Ἱεράρχην Κυρίου ἀνευφημήσωμεν, ὅτι ἐργάτης συνετὸς ὄντως καὶ ἄριστος, ποσῶν τῶν θείων ἀρετῶν, καὶ Ἁγίοις θαυμαστὸς ἐγένετο ἐπ’ ἐσχάτων, καὶ πάντων προστάτης καὶ φύλαξ, τῶν ἀνυμνοῦν τῶν αὐτοῦ τὴν κοίμησιν.

Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἐκ Χίου

 
Ο Όσιος Νικηφόρος, γεννήθηκε στο Καρδάμυλα της Χίου περί το 1750 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς και το αρχικό του όνομα ήταν Γεώργιος.

Σε νεαρή ηλικία αφού σώθηκε από την αρρώστια του λοιμού αφιερώθηκε από τους γονείς του στην Παναγία τη Νεαμονήτισσα, για να Την υπηρετήσει.

Εν συνεχεία εισήλθε στη Νέα Μονή και εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Νικηφόρος. Η Αδελφότητα της Νέας Μονής τον έστειλε στα Σχολεία της Χίου. Δασκάλους του είχε τους Γαβριήλ Αστρακάρη, Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη και τον λόγιο και ιεροκήρυκα Ιάκωβο Μαύρο. Στη Νέα Μονή μένει διαρκώς κοντά στον σεβάσμιο Γέροντα Άνθιμο τον Αγιοπατερίτη.

Μετά το τέλος των σπουδών του επανέρχεται στη Μονή, χειροτονείται διάκονος και στη συνέχεια πρεσβύτερος. Διορίζεται Διδάσκαλος στη Σχολή της Χίου επί σχολαρχίας Αθανασίου του Πάριου (βλέπε 24 Ιουνίου) ως το 1802 μ.Χ., οπότε ανέλαβε την Ηγουμενία της Νέας Μονής.

Λόγω της ακαταστασίας στην Ιερά Μονή και των ποικίλλων αντιδράσεων των πατέρων, αποχώρησε από αυτή και κατέφυγε στο Ρεστά, στο μονύδριο του Αγίου Γεωργίου, όπου μόναζε και ο ιεροδιδάσκαλος Ιωσήφ από τα Άγραφα.

Υπό την επίδραση του Αγίου Μακαρίου (βλέπε 17 Απριλίου), που βρισκόταν στα τελευταία έτη της ζωής του, και με τον οποίο ήταν πάντοτε σε συχνότατη επικοινωνία, και του μεγάλου διδασκάλου Αθανασίου Παρίου, που από το 1812 μ.Χ. αποσύρθηκε στα Ρεστά, και μαζί με τους μοναχούς Ιωσήφ και Νείλο τον Καλόγνωμο, ο ιερομόναχος Νικηφόρος, εγκαταβιώνει στην Μονή των Ρεστών.

Από τα Ρεστά διήλθαν και έλαβαν ενίσχυση στην πίστη τους οι νεομάρτυρες, Δημήτριος ο Πελοποννήσιος (βλέπε 14 Απριλίου), Μάρκος ο νέος (βλέπε 5 Ιουνίου) και Αγγελής ο Αργείος (βλέπε 3 Δεκεμβρίου).

Είκοσι χρόνια σκληρών ασκητικών αγώνων στη Μονή των Ρεστών, που συνδυάζεται με ακαταπόνητη εργασία, καθώς ο όσιος φυτεύει πλήθος δέντρων, που και σήμερα ακόμη χαρίζουν τη σκιά και την ομορφιά τους στους προσκυνητές. Διανέμει αφθόνως δενδρύλια ως ευλογία και παρακινεί τους χωρικούς να φυτεύουν δέντρα.

Συνέγραψε πολλά ψυχωφελή βιβλία, όπως την Ακολουθία των Αγίων Πατέρων Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ και την Ιστορία της Νέας Μονής. Το 1819 μ.Χ. εξέδωσε στην Βενετία το Νέον Λειμωνάριον με βίους Νεομαρτύρων, έργο συλλογικό αφού την αρχική ύλη συνέλεξαν ο Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Μακάριος και ο Μέγας Διδάσκαλος Αθανάσιος ο Πάριος.

Ο ιερός Νικηφόρος συνέθεσε Χαιρετισμούς και Ύμνους και Ιδιόμελα και Ασματικές Ακολουθίες.

Κάποτε όμως αρρώστησε στη Χώρα στο σπίτι της αδελφής του και πέθανε αφού έζησε όσια ζωή, το Καλοκαίρι του 1821 μ.Χ. Το λείψανό του μεταφέρθηκε και ετάφη στα Ρεστά. Τα λείψανά του ανευρέθησαν το 1845 μ.Χ.

Ο βίος και η ακολουθία του γράφτηκαν το 1907 μ.Χ., όταν για πρώτη φορά εορτάστηκε επίσημα ο Άγιος.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'.
Αστήρ φαεινότατος της Εκκλησίας Χριστού, λιμών δαψιλέστατος της αληθείας αυτού και σάλπιγξ μελίρρυτος, δέδειξαι Νικηφόρε, ουρανόθεν τοις θείοις, νάμασι καθηδύνων των πιστών τας καρδίας. Δι' ο πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'.
Καρδαμύλων το κλέος και Ρεστών τον Διδάσκαλον της Νέας Μονής τε Ιερόν Καθηγούμενον Νικηφόρον υμνήσομεν πιστοί ως νίκην εργασαμένην λαμπρώς κατά δαιμόνων τοις θαύμασι και Αγγέλους κατεφραίνοντες και Οσίων τα Τάγματα. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστόν Δόξα τω σε αναδείξαντι Μακαρίου του Κορίνθου μιμητήν μεθ' ου εν Χίω συμψύχως εβίωσας.

Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος ὁ Θαυματουργός


Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος τοῦ Μπορόβκ, κατὰ κόσμον Παρθένιος, ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἰωάννης. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ὁ Παρθένιος ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ κατέφυγε σὲ μοναστήρι. Τὸ 1414 κείρεται μοναχὸς στὴ μονὴ Ποκρόβσκι Βισότσκι τῆς πόλεως Μπορὸβκ καὶ ὀνομάζεται Παφνούτιος. Ὅταν πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, ὁ Ὅσιος ἐξελέγη στὴ θέση του. Τὸ 1426 χειροτονεῖται πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου Φώτιο. Σὲ ἡλικία πενήντα ἑνὸς ἐτῶν ὁ Ὅσιος Παφνούτιος ἀσθένησε βαριὰ καὶ ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ μέγα ἀγγελικὸ σχῆμα.

Μετὰ τὴν ἀνάρρωσή του, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, στὶς 23 Ἀπριλίου τοῦ 1444, ἐγκαταλείπει τὸ μοναστήρι καὶ καταφεύγει γιὰ ἄσκηση καὶ ἡσυχία στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πρότβα. Σὲ λίγο τὸν ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλοι μοναχοὶ καὶ ἔτσι δημιουργεῖται μία νέα μονή. Πρώτιστο μέλημα τοῦ Ὁσίου ἦταν ἡ ἀνοικοδόμηση ἑνὸς νέου πέτρινου ναοῦ ἀφιερωμένου στὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου.

Ὁ Ὅσιος ἀποτελοῦσε παράδειγμα ἁπλότητας καὶ ἐγκράτειας. Εἶχε τὸ πιὸ φτωχὸ κελλὶ καὶ ἡ τροφή του ἦταν πολὺ ἁπλὴ καὶ ἐλάχιστη. Ἀπὸ τὰ διακονήματα τῆς μονῆς ὁ Ὅσιος διάλεγε τὰ πιὸ βαριά: ἔκοβε καὶ μετέφερε ξύλα, ἔσκαβε καὶ πότιζε τὸν κῆπο. Αὐτὸ ὅμως ποὺ τὸν διέκρινε ἦταν ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸ λειτουργικὸ βίο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὶς Ἀκολουθίες.
Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος προέβλεψε τὸ θάνατό του. Προσευχήθηκε γιὰ τελευταία φορά, εὐλόγησε τοὺς ἀδελφούς του καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1477.

Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἐκ Ρωσίας

 

Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος τοῦ Μπολτίνκ, κατὰ κόσμο Γρηγόριος, γεννήθηκε τὸ 1490 στὸ Πέρεσλαβ – Ζάλεσκ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία διακρινόταν γιὰ τὸ φιλακόλουθο τοῦ χαρακτήρα του καὶ τὴν εὐσέβειά του. Εἶχε ὡς πρότυπό του τὸν Ὅσιο Δανιὴλ τοῦ Περεγιασλάβλ († 7 Ἀπριλίου) καὶ γι’ αὐτὸ ἀκολούθησε νωρὶς τὸν μοναχικὸ βίο. Μετὰ ἀπὸ ἕνα σύντομο χρονικὸ διάστημα δοκιμασίας, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Γεράσιμος.

Ὁ νέος μοναχὸς μὲ μεγάλο ζῆλο ἐκπλήρωσε τὶς ἀρετὲς τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ σύντομα ἔγινε γνωστὸς στὴ Μόσχα γιὰ τὴν πνευματικότητα καὶ τὸ αὐστηρὸ τοῦ βίου του.

Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο κλήθηκε στὴ Μόσχα, ὅπου γνώρισε τὸν τσάρο.

Ἡ μεγάλη φήμη του στὴ χώρα, ἦταν ἕνα βάρος γιὰ τὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἄσκηση. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ἕξι χρόνια κάτω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Δανιήλ, ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἔλαβε τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντός του γιὰ τὸν ἡσυχαστικὸ βίο. Ἐγκαταστάθηκε κοντὰ στὴν πόλη Ντορογκομπούζα, στὴ χώρα τῶν Σμόλενκ, σὲ ἕνα ἄγριο δάσος, στὸ ὁποῖο κατοικοῦσαν μόνο φίδια καὶ ἄγρια ζῶα. Συχνὰ ὁ Ὅσιος δεχόταν ἐπιθέσεις ληστῶν, ἀλλὰ τὶς ὑπέμενε μὲ ἠρεμία καὶ ἡσυχία προσευχόμενος γιὰ ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν μακριὰ ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἐξαιτίας ἑνὸς συγκεκριμένου ὁράματος, πῆγε στὸ βουνὸ Μπολντίνα, ὅπου σὲ μία πηγὴ βρισκόταν μία τεράστια βελανιδιά. Οἱ γηγενεῖς τὸν κτύπησαν μὲ ρόπαλα καὶ ἤθελαν νὰ τὸν πνίξουν, ἀλλὰ ἐπειδὴ φοβήθηκαν, τὸν παρέδωσαν στὸν κυβερνήτη τῆς Ντορογκοπούζα, ὁ ὁποῖος τὸν ἔριξε στὴ φυλακή, ἐπειδὴ ἦταν ἄστεγος. Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος μὲ ὑπομονὴ ἄντεξε τὸν ἐξευτελισμό, ἔμεινε σιωπηλὸς καὶ προσευχόταν.

Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου, ἕνας αὐτοκρατορικὸς ἀντιπρόσωπος ἦλθε στὴ Μόσχα στὸν κυβερνήτη. Βλέποντας τὸν Ὅσιο Γεράσιμο, ὑποκλίθηκε σὲ αὐτὸν καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία του. Παλαιότερα εἶχε δεῖ τὸν Ὅσιο Γεράσιμο μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Δανιὴλ ἐνώπιον τοῦ τσάρου. Ὁ κυβερνήτης τρομοκρατήθηκε καὶ ἀμέσως ἱκέτευσε γιὰ τὴ συγχώρηση τοῦ Ὁσίου καὶ ὑποσχέθηκε νὰ κτίσει ἕνα οἴκημα, γιὰ νά τὸν προστατεύει ἀπὸ τοὺς ληστές. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν περίοδο, ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἄρχισε νὰ δέχεται αὐτοὺς ποὺ διακατέχονταν ἀπὸ τὸν πόθο γιὰ τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ζήτησε ἄδεια ἀπὸ τὴ Μόσχα, γιὰ νὰ κτίσει ἕνα μοναστήρι. Τὸ 1530 ἔκτισε μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ οἰκοδόμησε κελλιὰ γιὰ τοὺς μοναχούς.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μοναστήρι στὴ Μπολντίνα, ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἵδρυσε ἀκόμη ἕνα μοναστήρι πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν πόλη τῆς Βιάζμα καὶ ἀργότερα στὸ δάσος Βράϊανκ, στὸν ποταμὸ Ζίζντρα, ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Ὁ Πέτρος Κοροστέλεβ, ἕνας μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Γερασίμου, ἔγινε ἡγούμενος σὲ αὐτὸ τὸ μοναστήρι.

Ἀρκετοὶ ἀσκητὲς ἦταν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Γερασίμου: ὁ ἡγούμενος Ἀντώνιος, ὁ ὁποῖο ἀργότερα ἔγινε Ἐπίσκοπος Βολόγκντα († 26 Ὀκτωβρίου) καὶ ὁ Ἀρκάδιος, ὁ ὁποῖος ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ μοναστήρι τῆς Μπολντίνα.

Πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του, ὁ Ὅσιος Γεράσιμος κάλεσε ὅλους τοὺς ἡγουμένους καὶ τοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ εἶχε ἱδρύσει, τοὺς εἶπε γιὰ τὸν βίο του καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες πνευματικὲς ὑποθῆκες, ποὺ καταγράφηκαν στὸ βιβλίο «Ζωή», τὸ ὁποῖο ἔγραψε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος κατ’ ἀπαίτηση τῶν γερόντων.
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1554.
 
Ὁ Ἅγιος Ἀσάφιος Ἐπίσκοπος Οὐαλίας


Ὁ Ἅγιος Ἀσάφιος ἔζησε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Οὐαλίας. Ἀσκήτεψε σὲ μονὴ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ἔλγουϊ τῆς βόρειας Οὐαλίας, ἡ ὁποία καὶ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κεντιγκέρνο, Ἐπίσκοπο Γλασκώβης († 13 Ἰανουαρίου). Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ὁ Ἅγιος συνέγραψε μοναχικοὺς κανόνες, τυπικὲς διατάξεις γιὰ τὴν Ἐκκλησία του καὶ ἄλλα ἔργα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Πεντάγλωσσος ὁ Σιναΐτης

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ πεντάγλωσσος ἦταν Ἕλληνας ἀπὸ τὴ Σικελία. Σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Παλαιστίνη, ὅπου μόνασε σὲ διάφορα μοναστήρια. Κατόπιν ἦλθε στὴ μονὴ Σινᾶ καὶ ἀσκήτεψε ἐκεῖ. Ἦταν ἐκεῖνος ποὺ μετέφερε περὶ τὸ 1026 λείψανα τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Αἰκατερίνης στὶς πόλεις Τρὲβς καὶ Ρουένη τῆς Γαλλίας, στὴν ὁποία ἵδρυσε καὶ μονὴ ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Αἰκατερίνη. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1035.

Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς Ἐπίσκοπος Ὡξέρρης

Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλλία καὶ ἔζησε μεταξὺ τοῦ 4ου καὶ 5ου αἰῶνος μ.Χ. Μετὰ ἀπὸ ἐπιμονὴ τῶν γονέων του νυμφεύθηκε τὴ Μάρθα, ἀλλὰ μετὰ τὸν γάμο τους συμφώνησαν νὰ ζήσουν μὲ ἁγνότητα καὶ παρθενία. Ἡ Μάρθα ἔγινε μοναχὴ καὶ ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς μοναχός. Τὸ 388 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ὡξέρρης καὶ ποίμανε τὴν ἐπισκοπή του θεοφιλῶς. Γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του ὁ Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 418 μ.Χ.

Ἡ Ἁγία Ταμάρα ἡ βασίλισσα


Ἡ Ἁγία Ταμάρα ἡ Μεγάλη, βασίλισσα τῆς Γεωργίας, γεννήθηκε περὶ τὸ 1165 καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν ἀρχαία γεωργιανὴ δυναστεία τῶν Μπαγκραντίντ. Τὸ 1178 συνεβασίλευσε μὲ τὸν πατέρα της Γεώργιο τὸν Γ’. Ἡ βασιλεία τῆς Ταμάρας ἔμεινε γνωστὴ στὴ Γεωργιανὴ Ἱστορία ὡς Χρυσὴ Ἐποχή. Ἡ Ἁγία διακρινόταν γιὰ τὴν μεγάλη εὐλάβειά της καὶ τὸ ἱεραποστολικό της ἔργο. Συνεχίζοντας τὸ ἔργο τοῦ παπποῦ της, Ἁγίου Δαβὶδ († 26 Ἰανουαρίου), διέδωσε τὸν Χριστιανισμὸ σὲ ὅλη τὴν Γεωργία καὶ ἀνήγειρε ναοὺς καὶ μονές. Τὸ 1204, ὁ κυβερνήτης τοῦ σουλτανάτου Ρούμα, ὁ Ρούκν-ἐν-Ντίν, ἔστειλε μία διαταγὴ στὴ βασίλισσα Ταμάρα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Γεωργία ἔπρεπε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη στὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν Μουσουλμανισμό.

Ἡ Ἁγία Ταμάρα ἀρνήθηκε καὶ σὲ μία ἱστορικὴ μάχη, κοντὰ στὴ Βασιανή, ὁ γεωργιανὸς στρατὸς νίκησε τοὺς Μουσουλμάνους. Ἡ σοφὴ καὶ δίκαιη βασιλεία τῆς Ἁγίας Ταμάρας τῆς χάρισε τὴν ἀγάπη τοῦ λαοῦ της. Ἡ Ἁγία διῆλθε τὰ τελευταία χρόνια τοῦ βίου της στὸ μοναστήρι τῶν Σπηλαίων τῆς Μπάρζια. Τὸ κελί της συνδεόταν μὲ τὴν ἐκκλησία μὲ ἕνα παράθυρο, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου μποροῦσε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1213 καὶ συγκαταριθμήθηκε στὴ χορεία τῶν Ἁγίων.
Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Ταμάρας τιμᾶται, ἐπίσης, καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων.

Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀκάκιος ἢ Ἄσιος ἦταν διάκονος καὶ μαρτύρησε στὴ Γαλλία τὸ 303 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.).

Ὁ Ἅγιος Ἄκελος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Ἄκελος ἦταν ὑποδιάκονος καὶ μαρτύρησε στὴ Γαλλία τὸ 303 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.), μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Ἀκάκιο ἢ Ἄσιο.

Όσιος Νικήτας εκ Ρωσίας

Ο Όσιος Νικήτας του Μπορόβσκ έζησε κατά τον 14ο και 15ο αιώνα μ.Χ. στη Ρωσία, όπου ασκήτεψε θεοφιλώς και συνδέθηκε πνευματικά με τον Άγιο Σέργιο του Ραντονέζ. Οι μελετητές της αγιογραφίας και της ιστορίας των ρωσικών μοναστηριών υπέθεσαν διάφορα για τον βίο του Οσίου Νικήτα, τα οποία μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες.

1. Ο Όσιος Νικήτας ήταν διάδοχος του Αθανασίου Β' του Νέου, στην πνευματική καθοδήγηση της μονής του Βυσόσκιϋ στο Σεπρούχωβ, που είχε ιδρυθεί από τον μαθητή του Αγίου Σεργίου, τον Αθανάσιο τον Πρεσβύτερο, κατά τα έτη 1373 - 1374 μ.Χ. Ο Όσιος θα πρέπει να διετέλεσε ηγούμενος από το 1395 μ.Χ. μέχρι το 1444 μ.Χ.

2. Μερικοί ιστορικοί ταυτίζουν τον Όσιο Νικήτα με το Νικηφόρο, ηγούμενο και ιδρυτή, σύμφωνα με την παράδοση, της μονής της Προστασίας της Θεοτόκου στο Μπορόβσκ. Ο Όσιος Νικήτας πρέπει να εγκαταβίωσε σε αυτόν τον τόπο ήδη ηλικιωμένος, αφού είχε πριν διατελέσει Ηγούμενος στο Σεπρούχωβ.

3. Μία τελευταία υπόθεση, ταυτίζει τον Όσιο Νικήτα του Μπορόβσκ με τον Όσιο Νικήτα της Κοστρόμα.

Ο Όσιος Νικήτας κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη. Η μνήμη του αναφέρεται, επίσης, κατά την ημέρα της εορτής των μαθητών του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ (τιμάται 6 Ιουλίου).

Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Κιέβου


Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Μακάριος, Μητροπολίτης Κιέβου, ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος Βιλένκ. Τὸ 1495, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου, Ἰωνᾶ (1488 – 1494), ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐξελέγη Μητροπολίτης Κιέβου. Μαρτύρησε τὸ 1497, στὸ χωριὸ Στριγκόλοβο, στὸν ποταμὸ Βζχιζά, ὅταν οἱ Τάταροι μπῆκαν στὴ Ρωσία.
Τὰ ἄφθαρτα ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Μακαρίου φυλάσσονται στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Βλαδίμηρου τοῦ Κιέβου.

Ὁ Ἅγιος Ζωσιμᾶς ἐκ Γεωργίας


Ὁ Ἅγιος Ζωσιμᾶς ἔζησε κατὰ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Γεωργία καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Κουμοῦρντο. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Τσαρεβοκοκσάισκ Ρωσίας

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Τσαρεβοκοκσάισκ, ἡ Μυροβλύζουσα, ἐμφανίσθηκε στὸν χωρικὸ Ἀνδρέα Ἰβάνοφ, τὴν 1η Μαΐου τοῦ 1647 κοντὰ στὴν Μπολσάγια Κουζνέτσα, δεκαπέντε χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη Τσαρεβοκοκσάισκ στὴν περιοχὴ τοῦ Καζάν. Δουλεύοντας στὸ χωράφι, ὁ Ἀνδρέας βρῆκε μία εἰκόνα πεσμένη στὸ ἔδαφος καὶ προσπάθησε νὰ τὴν σηκώσει. Ἡ εἰκόνα ἐξαφανίσθηκε. Ὁ ἔκπληκτος χωρικός, κοιτάζοντας γύρω του παρατήρησε ὅτι ἡ εἰκόνα μὲ μία ἀόρατη δύναμη εἶχε τοποθετηθεῖ πάνω σὲ ἕνα δένδρο. Προσευχήθηκε καὶ πῆρε τὴν εἰκόνα στὸ σπίτι του, ὅπου δοξάσθηκε μὲ θαύματα.

Προσκυνητὲς μαζεύτηκαν στὸ σπίτι ἀπὸ τὰ γύρω χωριά. Μετέφεραν ἀντίγραφο τῆς εἰκόνας στὴν πόλη Τσαρεβοκοκσάισκ καὶ ἀργότερα στὴ Μόσχα. Ἕνα μοναστήρι κτίσθηκε σὲ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ὅπου εἶχε βρεθεῖ. Τὸ ὄνομα «Μυροβλύζουσα» δόθηκε, ἐπειδὴ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀπεικονίζεται στὴν ἁγιογραφία μὲ τὶς Μυροφόρες Γυναῖκες.

Άγιες Έξι Παρθενομάρτυρες του Γεροπλατάνου Χαλκιδικής


Τον Απρίλιο του 1854 μ.Χ. εκδηλώθηκε στη Χαλκιδική Επανάσταση με επικεφαλής τον καπετάν-Τσάμη Καρατάσο. Η Επανάσταση απέτυχε και στις 22 Απριλίου σφαγιάσθηκαν οι 30 πρόκριτοι του Πολυγύρου. Οι καταστροφές και οι σφαγές επεκτάθηκαν και στην υπόλοιπη Χαλκιδική.

Στο Γεροπλάτανο 7 κοπέλες κλείσθηκαν στο μύλο του Τσάμη. Οι Τούρκοι τις περικύκλωσαν και ζήτησαν απ’ αυτές να αλλαξοπιστήσουν. Οι 6 παρέμειναν ακλόνητες και ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό. Οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά και τις έκαψαν ζωντανές. Σήμφωνα με τις πηγές η 7η κοπέλα, αν και παντρεύτηκε Τούρκο, έζησε και πέθανε χριστιανή.

Το «διά πυρός» μαρτύριό τους τις κατατάσσει στο νέφος των Νεομαρτύρων και αποτελεί παράδειγμα πίστεως και ομολογίας. Όπως το κερί φωτίζει λιώνοντας, έτσι έλιωσαν μέσα στο καμίνι της φωτιάς και μας φωτίζουν. Εξάφωτη λυχνία, η εξάδα των μαρτύρων. Φωτιά, φως και χρυσάφι. Που κάηκαν, που φωτίζουν, που μας πλουτίζουν.

Τιμώνται ιδιαίτερα από την Ενορία του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Γεροπλατάνου Χαλκιδικής την πρώτη Κυριακή του Μαΐου.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
(Υπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Νεομάρτυρες Κόραι Χριστού της πίστεως, Γεροπλατάνου Παρθένοι υπέρ Χριστού του Θεού αι καυθείσαι εν τω μύλω και αγνότητος άρτι οφθείσαι καλλοναί, δυσωπείτε εκτενώς, Νεανίδες εξ, Νυμφίον υμών ουράνιον πέμψαι υμάς τιμώσι μέγα έλεος.

Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ΄. Τη Υπερμάχω.
(Υπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Γεροπλατάνου ευκλεείς Παρθενομάρτυρας, τας εξαρίθμους του Χριστού αμνάδας μέλψωμεν την ατίμωσιν φυγούσας και εν τω μύλω τας κλεισθείσας και καυθείσας ώσπερ φρύγανα και καλάμη ευσχημόνως μελωδήσωμεν πόθω κράζοντες· Χαίροις, σέλας αγνότητος.

Μεγαλυνάριον
(Υπὸ Χαραλάμπους Μπούσια)
Χαίροις, Νεανίδων εξάς κλεινή του Γεροπλατάνου, η καυθείσα ανηλεώς εν τω μύλω κώμης διά Χριστού την πίστην και σου της παρθενίας πάλλευκον ένδυμα.

Σύναξη των Χιλίων Διακοσίων Σαράντα Ένα Νεομαρτύρων της Νάουσας 


Μετά την κατάλυση την επανάστασης των Ναουσαίων από τους Τούρκους (1822 μ.Χ.), ακολούθησαν πολλά φρικιαστικά μαρτύρια. Μεταξύ των άλλων, 1241 νεομάρτυρες αρνήθηκαν να εξομώσουν και δέχθηκαν τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο. Οι Τούρκοι θα είχαν σφάξει και άλλους Ναουσαίους, αν ένα ακέφαλο σώμα κάποιου νεομάρτυρα δεν είχε σηκωθεί όρθιο και δεν κατευθυνόταν απειλητικά προς τη σκηνή του Διοικητή του τούρκικου στρατού, σκορπώντας τον τρόμο στο στράτευμα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄.
Του αγίου Νεομάρτυρος Νίκου του ράφτη του Κοκοβίτη.
Ἀπετμήθης τήν κάραν ἐν πλατάνῳ, τρισόλβιε, Νίκο, ἐν Ναούσῃ φοβίσας τῶν σφαγέων θρασύτητα. Καί γέγονας μαρτύρων ἡ σφραγίς τῶν νέων άθλητῶν τοῦ Ἰησοῦ΄ Ὅθεν πάντες, ἀθλοφόρε, ἐπί τῆ μνήμῃ σου χαίροντες ψάλλομεν: Δόξα τῆ καρτερίᾳ σου, σοφέ΄ δόξα τῶ θείῳ σθένει σου. Δόξα καί γάρ ὑπάρχεις τῆς κώμης Κοκόβης, ἥτις σέ ἤνεγκεν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὡς στύλος ἀκλόνητος.
Ἐστόμωσας φάσγανον δεινῶν σφαγέων ποτε, τήν κάραν τεμνόμενος μετά μαρτύρων πολλῶν, ἐν τέλει, μακάριε, Νίκο, καί προχωρήσας ἄνευ ταύτης φοβίσας βάρβαρον γένος, μάκαρ, ἀνεδείχθης μαρτύρων νεόστεπτον κλέος, δόξα τούτων καί καύχημα. 
 
Σύναξη της Παναγίας της Παντάνασσας στον Μυστρά
 

Σεπτὴ Παντάνασσα Μυστρᾶ δόξα,
Ναὸς Παντανάσσης Ἀνάσσης δόξα.
 
O ναός της Παντάνασσας είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του α΄ μισού του 15ου μ.Χ. αιώνα. Iδρυτής του καθολικού και της μονής ήταν ο πρωτοστράτωρ Iωάννης Φραγκόπουλος, ο οποίος άφησε μονογράμματα κι επιγραφή με το όνομα και τους τίτλους του στα πάνω δυτικά παράθυρα, στο νοτιοδυτικό παρεκκλήσι και στην κυκλική βάση του τρούλου του νάρθηκα. Tα εγκαίνια της μονής έγιναν το Σεπτέμβριο του 1428 μ.Χ.

H Παντάνασσα ανήκει στο μικτό τύπο του Mυστρά, είναι δηλαδή τρίκλιτη βασιλική στο ισόγειο και ναός σύνθετος σταυροειδής με τρούλο στον όροφο. Έντονες είναι οι φραγκικές επιδράσεις στην αψίδα, με γοτθικά τόξα να περιβάλλουν μονόλοβα παράθυρα, στο ψηλό καμπαναριό, όπου τα τρίλοβα ανοίγματα του πλαισιώνονται από ένα μεγάλο «σπασμένο» γοτθικό τόξο, και στον ψηλό τρούλο της οροφής, που συνοδεύεται από τέσσερις μικρούς πύργους.

Στο νότιο τοίχο του νάρθηκα βρίσκεται ο τάφος του Mανουήλ Λάσκαρη Xατζίκη, που πέθανε στα 1445 μ.Χ. Στον τοίχο υπάρχει επιτάφια επιγραφή, μονογράμματα και παράσταση του νεκρού. H μορφή του παριστάνεται ψηλή, επιβλητική, αρχοντικά ντυμένη, με καπέλο που μιμείται το αυτοκρατορικό σκιάδιο του Iωάννη H΄ Παλαιολόγου. H οικογένεια του προερχόταν από την Kωνσταντινούπολη, τόπο προέλευσης πολλών αριστοκρατών της Πελοποννήσου, κατά τον 15ο μ.Χ. αιώνα.

H αρχική ζωγραφική διακόσμηση έχει σωθεί αρκετά καλά στον όροφο, ενώ το ισόγειο φέρει τοιχογραφίες του 17ου - 18ου μ.Χ. αιώνα. Tο εικονογραφικό πρόγραμμα του 1430 μ.Χ. ακολουθεί πιστά το πρόγραμμα της Oδηγήτριας. O κτήτορας ίσως ήταν αυτός, που υπέδειξε ως πρότυπο το Aφεντικό.

Το συνεργείο που ζωγράφισε την Παντάνασσα, διακρίνεται για τον τεχνοτροπικό εκλεκτικισμό του. Eπιστρέφει στα πρότυπα της Oδηγήτριας και σχεδιάζει φωτεινές μορφές, με κυλινδρικά σώματα και επιβλητικές φυσιογνωμίες. Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στα βραχώδη τοπία για το φόντο των παραστάσεων. Πολλές συνθέσεις είναι πολυπρόσωπες, με ζωηρή κίνηση κι αρκετές γραφικές λεπτομέρειες, χαρακτηριστικά που θυμίζουν τη ζωγραφική της Περιβλέπτου. Tα χρώματα είναι ανοικτά και χαρούμενα, όπως και στην Περίβλεπτο, εδώ όμως η ζωγραφική αποκτά πιο έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα.

Oι τοιχογραφίες της Παντάνασσας χαρακτηρίζονται γενικά από έντονη εκζήτηση. Oι ζωγράφοι καταφεύγουν σε τρόπους και μέσα του παρελθόντος, ενώ τονίζουν δευτερεύοντα στοιχεία, διασπώντας έτσι την ενότητα των συνθέσεων και των χώρων. Tα χαρακτηριστικά αυτά είναι τυπικά της τελευταίας φάσης της αριστοκρατικής παλαιολόγειας ζωγραφικής και οι τοιχογραφίες της Παντάνασσας, με την υψηλή ποιότητα τους, είναι το μόνο μνημείο αυτής της περιόδου που σώζεται άρτιο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐν Μυστρᾷ συνελθόντες πιστῶς εἰσέλθωμεν, ἐν τῷ ναῷ Παντανάσσης καὶ Θεοτόκου Μητρός, προσκυνοῦντες εὐλαβῶς θεῖον εἰκόνισμα· ὅτι ὡς Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, κατασκέπει τοὺς πιστούς, ἐκ πάσης δοκιμασίας, καὶ στηρίζει ἐν τοῖς ἀγῶσι, τοὺς εὐσεβῶς ἐπευφημοῦντας αὐτήν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῆς Παντανάσσης τὴν Εἰκόνα προσκυνήσωμεν, ἐν ἱερῷ ναῷ Μυστρᾶ καὶ ἐκβοήσωμεν· χαῖρε Μῆτερ ἡ γεννήσασα Θεὸν Λόγον. Τὸν λαὸν ταῖς Σαῖς πρεσβείαις διαφύλαξον, καὶ τὴν πίστιν ὀρθόδοξον περιτράνωσον, ἵνα κράζωμεν· Χαῖρε πάντων ἡ Ἄνασσα.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
(Μετὰ τὴν α΄ στιχολογίαν)
Παντάνασσα πιστῶν, Παναγία Παρθένε, ἱκέτευε Χριστόν, ὑπὲρ γένους ἀνθρώπων, τοῦ κόσμου ἡ σώτειρα, καὶ Ἀγγέλων τὸ μέλισμα, τῶν τιμώντων σε, ἡ κραταιὰ προστασία, τοῦ ναοῦ Μυστρᾶ, κόσμος ἀγλάϊσμα εὖχος, καὶ ἄνασσα ἔνδοξος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
(Μετὰ τὴν β΄ στιχολογίαν)
Παντάνασσα Δέσποινα τοὺς Σὲ τιμῶντας πιστῶς, περίσωζε φύλαττε ἐξ ἀοράτων ἐχθρῶν, καὶ πάσης κακώσεως· Σὺ γὰρ Θεὸν Σωτῆρα, ἐν ἀγκάλαις βαστάζεις, ἔχουσα παῤῥησίαν, τοῦ πρεσβεύειν ἀπαύστως, ὡς Μήτηρ τοῦ πάντων Κτίστου, Θεοχαρίτωτε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
(Μετὰ τὸν Πολυέλεον)
Τὴν Παντάνασσαν πιστοί, καὶ Θεοτόκον ἀληθῆ, ἀνυμνήσωμεν φαιδρῶς, ὡς τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καὶ προστασίαν τοῦ κόσμου καὶ θείαν σκέπην· κλέϊσμα Μυστρᾶ καὶ ἀγλάϊσμα, τεῖχος τῶν πιστῶν καὶ προπύργιον, καὶ τῶν παρθένων πρότυπον καὶ κλέος, καὶ Ἐκκλησίας τὸ καύχημα· μητέρων δόξα, χαῖρε Μαρία, μείζων πάντων Ἀγγέλων.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ τοῦ Μυστρᾶ Ἐκκλησία, καὶ τιμᾷ φαιδρότατα, τῆς Παντανάσσης Μαρίας, ἄῤῥητον, κυοφορίαν καὶ παρθενίαν, ἄφραστον, οἰκονομίαν τοῦ μυστηρίου· δι’ ἡμᾶς γὰρ ἀνεδείχθη, Παρθένος Μήτηρ τοῦ πρὸ αἰώνων Θεοῦ.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι οὐρανόθεν, ἀοράτως κυκλοῦσι, ναὸν τῆς Παντανάσσης ἐν φόβῳ (γ΄)· καὶ σὺν αὐτοῖς πλήθη πιστῶν πρὸ τῆς σεπτῆς αὐτῆς Εἰκόνος ἱστάμενα, ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει βοῶσι πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, Μυστρᾶ ἡ χαρὰ καὶ δόξα·
χαῖρε, πιστῶν ἡ ἐλπὶς καὶ σκέπη.
Χαῖρε, τοῦ σεπτοῦ Σου ναοῦ ἡ ἐπίσκεψις·
χαῖρε, εὐσεβείας πιστῶν ἡ ἀνάδειξις.
Χαῖρε, Κόρη θεοδώρητε, Ἐκκλησίας τοῦ Μυστρᾶ·
χαῖρε, Μῆτερ θεοτίμητε, τῶν Ἀγγέλων ἡ χαρά.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις τῶν πιστῶν προστασία·
χαῖρε, ὅτι στηρίζεις τὴν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν.
Χαῖρε, κρατὴρ τῆς χἄριτος ἔμπλεως·
χαῖρε, κρουνὸς τῆς πίστεως ἔνθεος.
Χαῖρε, δι’ ἧς εὐλογεῖται ἡ κτίσις·
χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ φύσις.
Χαῖρε πάντων ἡ Ἄνασσα.

Μεγαλυνάριον
Παντάνασσα χαῖρε ἡ τοῦ Μυστρᾶ, Εἰκόνα Σου θείαν, οἱ τιμῶντες πανευλαβῶς, βοῶμεν ἐκ πόθου, προστρέχοντες ναῷ Σου, αἰτούμενοι Σὴν σκέπην, καὶ Σὴν βοήθειαν. 
 
Σύναξις Πάντων των εν Γορτύνη και Αρκαδία της Κρήτης διαλαμψάντων Αγίων 



Σύμφωνα με το περιοδικό «Ἐν Ἐσόπτρῳ», της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας:

«Η Α΄ Κυριακή κάθε Μαΐου, καθορίστηκε ως ημέρα εορτῆς Πάντων τῶν ἐν Γορτύνῃ καί Ἀρκαδίᾳ διαλαμψάντων Ἁγίων. Το μικρό παρεκκλήσιο, προς τιμήν όλων των Αγίων της Μητροπόλεώς μας, ανεγέρθηκε στην αυλή του Ι. Μ. Ναού Αγ. Γεωργίου Μοιρών. Το θεμέλιο λίθο έθεσε ο Σεβ. Ποιμενάρχης μας κ. Μακάριος, το 2009 και στίς 3/5/2015, ημέρα της μνήμης τους, τέλεσε τα Ι. Εγκαίνια του. Το χαριτωμένο αυτό παρεκκλησάκι ανεγέρθηκε και εγκαινιάσθηκε με δωρεές και συνδρομή χριστιανών, με τη φροντίδα του π. Ιωάννου Φραγκάκη, των συνεφημερίων του, του Εκκλησ. Συμβουλίου, συνεργατών του Ι. Μητροπολιτικού Ναού και του κ. Μιχαήλ Χατζηγιάννη, Πολιτικού Μηχανικού, Δρ. Βυζ. Αρχιτεκτονικής και υπευθύνου της τεχνικής υπηρεσίας της Ι. Μητροπόλεως. Ο χώρος του εν λόγω παρεκκλησίου είναι πολύ χρήσιμος για την τέλεση των καθημερινώς τελούμενων ιερών ακολουθιών του Ι. Μ. Ν. Αγ. Γεωργίου Μοιρών».

Το μικρό αυτό παρεκκλήσιο εκτός από την ιερή εικόνα της Σύναξης των Αγίων της Ι. Μητρόπολης Γορτύνης και Αρκαδίας, κοσμείται και με άλλες τρείς ωραίες εικόνες, ανά ομάδες, Αγίων, δηλαδή τη Σύναξη των Αγίων Επισκόπων Γορτύνης και Αρκαδίας, τη Σύναξη των Αγίων Μαρτύρων Γορτύνης και Αρκαδίας και τη Σύναξη των Οσίων Γορτύνης και Αρκαδίας. Οι τρείς αυτές ιερές εικόνες είναι δωρεά του Σεβ. κ. Μακαρίου ο οποίος τις δώρησε με το εξής γράμμα:

«Παραχωρητήριον, Σήμερον, τῇ 3ῃ Μαΐου 2015, ἡμέρα ἑορτῆς Πάντων τῶν ἐν Γορτύνῃ καί Ἀρκαδίᾳ διαλαμψάντων Ἁγίων καί ἡμέρα τελέσεως τῶν Ἱερῶν Ἐγκαινίων τοῦ Ἱεροῦ Παρεκκλησίου αὐτῶν, τό ἀνῆκον εἰς τόν καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερόν Μητροπολιτικόν Ναόν Ἁγίου Γεωργίου Μοιρῶν, παραχωροῦμεν εἰς αὐτόν τάς ἑξῆς Ἱερᾶς Εἰκόνας: 1. Τῆς Συνάξεως τῶν Ἁγίων Ἐπισκόπων Γορτύνης καί Ἀρκαδίας, 2. Τῆς Συνάξεως τῶν ἐν Γορτύνῃ καί Ἀρκαδίᾳ διαλαψάντων Ἁγίων Μαρτύρων καί 3. Τῆς Συνάξεως πάντων τῶν ἐν Γορτύνῃ καί Ἀρκαδίᾳ διαλαψάντων Ὁσίων. Ἃπασαι αἱ ἀνωτέρω Ἱ. Εἰκόνες εἶναι δέησις καί δωρεά τῆς ταπεινότητος ἡμῶν ὑπέρ τοῦ Ἱεροῦ Παρεκκλησίου Πάντων τῶν ἐν Γορτύνῃ καί Ἀρκαδίᾳ διαλαμψάντων Ἁγίων, Μοιρῶν, ἡ δέ ἱστόρησις αὐτῶν ἐγένετο ὑπό τοῦ ἁγιογράφου κ. Στεφάνου Ἀλμπαντάκη. † Ὁ Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Μακάριος».

Μεταξύ των Αγίων που εορτάζουν είναι:

Ἅγιοι Ἀπόστολοι
Κάρπος (βλέπε 26 Μαΐου)
Παύλος (βλέπε 29 Ιουνίου)
Τίτος (βλέπε 25 Αυγούστου)
Αρίσταρχος (βλέπε 27 Σεπτεμβρίου)
Ζηνάς (βλέπε 27 Σεπτεμβρίου)
Λουκάς Ευαγγελιστής (βλέπε 18 Οκτωβρίου)
Αρτεμάς (βλέπε 30 Οκτωβρίου)
Απολλώς (βλέπε 8 Δεκεμβρίου)

Άγιοι Επίσκοποι
Ανδρέας Γορτύνης Αρχιεπ. Κρήτης υμνογράφος (βλέπε 4 Ιουλίου)
Πέτρος Γορτύνης νέος Ιερομάρτυς (βλέπε 14 Ιουλίου)
Θεόδωρος Γορτύνης μετά των Αγ. Πατέρων της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου, (βλέπε 25 Ἰουλίου)
Μύρων Γορτύνης (βλέπε 8 Αυγούστου)
Ευμένιος Γορτύνης (βλέπε 18 Σεπτεμβρίου)
Παῦλος Γορτύνης α΄ Κυριακή Ὀκτωβρίου
Φίλιππος Γορτύνης (βλέπε 8 Οκτωβρίου)
Ευτύχιος Γορτύνης (βλέπε 17 Αυγούστου)
Βασίλειος Γορτύνης (βλέπε 16 Σεπτεμβρίου)
Μαρτύριος Γορτύνης μετά τῶν Ἁγ. Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικής Συνόδου, τήν Κυριακή μετά τήν 13η Ἰουλίου
Ικόνιος Γορτύνης μετά των Αγ. Πατέρων της Γ΄ Οἰκουμενικής Συνόδου (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου)
Ηλίας Γορτύνης μετά των Αγ. Πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, κατά μήνα Οκτώβριο
Ιωάννης Αρκαδίας μετά των Αγ. Πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, κατά μήνα Ὀκτώβριο
Μελέτιος Πηγάς Πατριάρχης Αλεξανδρείας (βλέπε 13 Σεπτεμβρίου)
Κύριλλος Γορτύνης Ιερομάρτυς (βλέπε 14 Ιουνίου)

Άγιοι Μάρτυρες και Νεομάρτυρες
Άγιοι Δέκα (βλέπε 23 Δεκεμβρίου)
Ἰωάννης «Ἀρναουτογιάννης» 19 Μαΐου)
Ισίδωρος Ιερομάρτυς και τέκνα αυτού Γεώργιος και Ειρήνη Βαλή Μεσαράς 18 Οκτωβρίου)
Γεώργιος Πρεσβύτερος και οι συν αυτώ Δώδεκα Νεομάρτυρες Γέργερης
Τρεῖς Νεομάρτυρες Ἀπόστολος, Ζαχαρίας καί Δημήτριος ἐξ Ἄ. Μουλίων Κυριακή μετά τήν 15ην Αὐγούστου

Όσιοι και Οσιομάρτυρες
Μάξιμος ομολογητής 21 Ιανουαρίου)
Μεθόδιος Νυβρίτου 25 Ιουνίου)
Παρθένιος και Ευμένιος Κουδουμά 10 Ιουλίου)
Ὁσιομ. και Ὁσίων Καλυβιανῆς (βλέπε 28 Σεπτεμβρίου)
Νίκων «Μετανοείτε» (βλέπε 26 Νοεμβρίου)
Εὐτυχιανός (βλέπε 17 Αυγούστου)
Κασσιανή (βλέπε 17 Αυγούστου)
Ιωάννης Ξένος εκ Σίβα Πυργιωτίσσης (βλέπε 20 Σεπτεμβρίου)
Αρσένιος Αγιοφαραγγίτης (βλέπε 14 Ιουλίου)
Χαράλαμπος Καλυβιανής (βλέπε 23 Αὐγούστου)
Γρηγόριος Σιναΐτης (βλέπε 6 Απριλίου) και ο μαθητής αυτού Γεράσιμος Ευβοεύς (βλέπε 7 Δεκεμβρίου)
Άγιος Κοσμάς ερημίτης και ομολογητής (βλέπε 2 Σεπτεμβρίου)
 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου