Ὅταν, Γέροντα, προσεύχομαι γιὰ κάποιον καὶ νιώσω κατάνυξη, τότε σταματῶ νὰ εὔχωμαι γιὰ ἐκεῖνον καὶ κάνω εὐχὴ γιὰ τὸν ἑαυτό μου.
– Γιατί; Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἐκεῖνος ἀπὸ προσευχή;
– Ἔχει, Γέροντα, ἀλλὰ σκέφτομαι νὰ κάνω ἐκείνη τὴν ὥρα εὐχὴ γιὰ μένα, γιατὶ δὲν ξέρω πότε θὰ νιώσω πάλι κατάνυξη.
Πολὺ βοηθάει νὰ χωρίζουμε τὴν προσευχή μας σὲ τρία μέρη: ἕνα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἕνα γιὰ τοὺς ζῶντες καὶ ἕνα γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Ἂν καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο πάλι γιὰ τὸν ἑαυτό μας κάνουμε περισσότερη προσευχή, γιατὶ ὁ ἑαυτός μας εἶναι ἕνας, ἐνῶ οἱ ζῶντες καὶ οἱ κεκοιμημένοι εἶναι ἀμέτρητοι.
– Γέροντα, νιώθω ὅτι δὲν θὰ μοῦ φθάση ὅλη μου ἡ ζωὴ γιὰ νὰ ζητῶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
– Θὰ σὲ ἐλεήση ὁ Θεός. Μόνο νὰ προσεύχεσαι ἁπλὰ καὶ συνέχεια, ζητῶντας ταπεινὰ τὸ ἔλεός Του γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν ζητᾶμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγωνιζόμαστε χωρὶς ἄγχος, ταπεινά, μὲ φιλότιμο, ὁ Θεὸς θὰ δώση καὶ σ’ ἐμᾶς καὶ στοὺς ἄλλους ὅ,τι χρειάζεται.
– Μήπως, Γέροντα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ χρειάζεται νὰ ζητῶ καὶ κάτι ἄλλο;
– Μέσα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν ὅλα. Ἀλλά, ἂν χρειάζεσαι καὶ κάτι συγκεκριμένο, μπορεῖς νὰ τὸ ζητήσης ἀπὸ τὸν Θεό.
– Γέροντα, ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: «Στὴν προσευχή σου, μετὰ τὴν δοξολογία ποὺ θὰ κάνης, νὰ ζητᾶς μόνον τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»[1]. Τί ἐννοεῖ;
– Ἐννοεῖ νὰ ζητᾶμε πρῶτα τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ ὕστερα ὅλα τὰ ἄλλα «προστεθήσεται ἡμῖν»[2], ὅπως εἶπε ὁ Χριστός· ὄχι νὰ ζητᾶμε καὶ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο, καὶ νὰ ξεχνᾶμε τὸν προορισμό μας.
– Ἡ Ἁγία Γραφή, Γέροντα, λέει νὰ προσευχόμαστε γιὰ τὸ καθετί[3]. Οἱ Πατέρες ὅμως ἀπέφευγαν νὰ προσεύχωνται γιὰ προσωπικά τους θέματα. Ἐγὼ πῶς νὰ προσεύχωμαι;
– Νὰ προσεύχεσαι γιὰ κάθε ἀνάγκη ποὺ ἔχει ἡ ψυχή σου καὶ νὰ δίνης λιγώτερη σημασία στὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος. Καὶ στὸ «Πάτερ ἡμῶν», ὅταν λέμε: «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον»[4], δὲν ζητᾶμε μόνον τὴν ὑλικὴ τροφή, ἀλλὰ καὶ ὅ,τι μᾶς χρειάζεται, γιὰ νὰ ζήσουμε πνευματικά, ὅπως θέλει ὁ Θεός.
Μιὰ φορά, στὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀντὶ γιὰ λίγο κρασὶ ποὺ περίμενα σὰν φάρμακο γιὰ τὸ πρόβλημα ποὺ εἶχα στὰ ἔντερα, μοῦ ἔφεραν ἀπὸ τὸ μοναστήρι κατὰ λάθος ἕνα μπουκάλι ξύδι. Δὲν εἶπα τίποτε, γιατὶ σκέφθηκα ὅτι ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός. Πέρασαν περίπου σαράντα ἡμέρες, καὶ μὲ τὸ βρόχινο νερὸ ποὺ ἔπινα ἐπιδεινώθηκε ἡ κατάσταση. Μιὰ μέρα ὑπέφερα πολύ. Καιγόμουν γιὰ νερό, ἀλλὰ φοβόμουν νὰ πιῶ, ἐπειδὴ τὴν προηγούμενη μέρα ποὺ ξεθάρρεψα λίγο, εἶχα ὅλη τὴν νύχτα πρόβλημα.
Κάποια στιγμὴ ποὺ μπῆκα στὸν ναό, γιὰ νὰ ἀνάψω τὰ καντήλια, εἶδα ἕνα μπουκάλι κρασὶ μπροστὰ στὸ τέμπλο, κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Τὸ μὲν μπουκάλι ἦταν δικό μου, τὸ γνώρισα· ἀλλὰ ἀπὸ ποῦ γέμισε; Οὔτε εἶχε ἔρθει κανεὶς ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, καὶ ἐγὼ πολλὲς φορὲς εἶχα μπῆ στὸν ναὸ καὶ δὲν ὑπῆρχε τίποτε μπροστὰ στὸ τέμπλο. Ἦταν στυφὸ κρασί, φάρμακο, ὅπως μὲ ὠφελεῖ. Τὴν ἴδια ἡμέρα μοῦ ἔφεραν κι ἕνα μεγάλο μπουκάλι κρασὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
– Γέροντα, ἂν ζητήσω κάτι ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, θὰ μοῦ τὸ δώση;
– Ἂν σὲ συμφέρη, θὰ σοῦ τὸ δώση· ἂν δὲν σὲ συμφέρη, πῶς νὰ σοῦ τὸ δώση; Εἶδες τί ἔπαθαν οἱ Ἑβραῖοι ποὺ ἐπέμεναν νὰ τοὺς δώση ὁ Θεὸς βασιλιά, ἐνῶ τοὺς προειδοποίησε ὅτι δὲν ἦταν ἀκόμη ἕτοιμοι γι’ αὐτό[5]; Ἔγινε βασιλιὰς ὁ ὑπερήφανος Σαούλ, ποὺ τοὺς ἔβαζε βαρεῖς φόρους καὶ τοὺς βασάνιζε[6].
Πολλὲς φορὲς νομίζουμε ὅτι αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι καλό, ἐνῶ δὲν εἶναι. Ὁ Θεὸς ὅμως, ὁ Ὁποῖος εἶναι φύσει ἀγαθός, γνωρίζει τί χρειάζεται γιὰ τὸν καθέναν. Γι’ αὐτὸ νὰ λέμε: «Θεέ μου, ὁ λογισμὸς μοῦ λέει ὅτι αὐτὸ θὰ μὲ βοηθήση. Ἀλλὰ Ἐσὺ γνωρίζεις καλύτερα τί συμφέρει στὴν ψυχή μου. “Γενηθήτω τὸ θέλημά σου”[7]». Ὁπότε, ὅταν μὲ τὴν καρδιά μας ποῦμε: «γενηθήτω τὸ θέλημά σου», θὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τελικὰ θὰ εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ ΣΤ' «Περὶ προσευχῆς»
____________________________________
[1] Τὸ χωρίο δὲν ἐντοπίσθηκε.
[2] Βλ. Ματθ. 6, 33.
[3] Πρβλ. Ματθ. 21, 22.
[4] Ματθ. 6, 11.
[5] Βλ. Α΄ Βασ. 8, 4-22.
[6] Βλ. Α΄ Βασ. 14, 24-31 καὶ 22, 16-21.
[7] Ματθ. 6, 10.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου