Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἁγίους καὶ Πατέρες τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος. Φυσικὰ ὁμιλοῦμε γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση ἦταν ἑνωμένη καὶ ἡ δυτικὴ Χριστιανοσύνη ἦταν ὀρθόδοξη. Οἱ Πατέρες τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων ὑπῆρξαν σὲ ἁγιότητα καὶ θεολογικὴ κατάρτιση ἐφάμιλλοι τῶν Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι συνέβαλαν τὰ μέγιστα στὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας, τὴν διασάφηση τῶν δογμάτων καὶ τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν λαῶν ποὺ βρίσκονταν στὴν πλάνη καὶ τὴν παχυλὴ εἰδωλολατρία.
Ἕνας λοιπὸν ἀπὸ αὐτούς τούς Πατέρες ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος. Γεννήθηκε τὸ 347 στὴν πόλη Στριδώνα τῆς Δαλματίας καὶ ἦταν Ἰλλυρικῆς καταγωγῆς. Οἱ γονεῖς του, εὔποροι καὶ συνειδητοὶ χριστιανοί, τοῦ ἔδωσαν μόρφωση καὶ τοῦ ἐνέπνευσαν τὴν εὐσέβεια. Σὲ ἡλικία ἑπτὰ μόλις ἐτῶν τὸν ἔστειλαν στὴ Ρώμη γιὰ νὰ σπουδάσει φιλολογία καὶ ρητορική, κοντὰ στὸν ὀνομαστὸ δάσκαλο καὶ φιλόσοφο Ρουφίνο, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκε μὲ φιλία. Στὴ Ρώμη ἔμεινε δεκαπέντε χρόνια. Περὶ τὸ τέλος αὐτῆς τῆς περιόδου ἀποκήρυξε τὴ φιλία τοῦ Ρουφίνου καὶ μαζί τίς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένη, τίς ὁποῖες εἶχε ἐνστερνιστεῖ καὶ δίδασκε ὁ δάσκαλός του. Στὴ συνέχεια ὁ Ἱερώνυμος, σὲ ἡλικία δεκαεννέα ἐτῶν βαπτίσθηκε χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ρώμης Λιβέριο. Τὸ 367 μετέβη στοὺς Τρεβήρους, γιὰ νὰ συνεχίσει τίς σπουδὲς του καὶ ἀργότερα τὸ 372 στὴν πόλη Ἀκυλεία τῆς Τεργέστης γιὰ τὸν ἴδιο λόγο. Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του στράφηκε πρὸς τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἀλλὰ οἱ ἀπολαύσεις καὶ οἱ πειρασμοὶ τῆς ζωῆς δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ μυηθῇ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸ μοναχικὸ βίο. Ἀναφέρεται πὼς γιὰ λίγο καιρὸ ἔζησε βίο ἔκλυτο, ὅπου γιὰ τὸ σύντομο παραστράτημά του ἔκλεγε καὶ θρηνοῦσε σὲ ὅλη του τὴ ζωή.
Τὸ 373 ἀποφάσισε νὰ ἐπισκεφτεῖ τοὺς Ἁγίου Τόπους, ὅπου ἔζησε ὁ Κύριος, ἀλλὰ ὅταν ἔφτασε στὴν Ἀντιόχεια ἀρρώστησε βαριὰ καὶ παραλίγο νὰ πεθάνει. Ἐκεῖ συναισθάνθηκε τὴν ἀμαρτωλότητά του καὶ μετανόησε πικρὰ γιὰ τὸν ἔκλυτο βίο του. Ὕστερα ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ στὸ Θεὸ θεραπεύτηκε θαυματουργικά. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ στάθηκε ἀφορμὴ νὰ ἀφιερώσει τὸν ὑπόλοιπο βίο του στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ τὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν πῆρε τὸ δρόμο πρὸς τὰ ἅγια προσκυνήματα, ἀλλὰ τὸ δρόμο τῆς ἐρήμου τῆς Συρίας, ὅπου μὲ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καθάρθηκε καὶ ἁγιάστηκε. Τὸ 378 γύρισε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ὁ ἐπίσκοπος Παυλίνος τὸν χειροτόνησε, χωρὶς τὴ θέλησή του πρεσβύτερο τὸ 379. Ὅμως ὁ Ἱερώνυμος οὐδέποτε πλησίασε στὸ ἅγιο Θυσιαστήριο, προφανῶς διότι θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἁμαρτωλὸ καὶ ἀνάξιο γιὰ τὸ μεγάλο ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης.
Ἕνα χρόνο ἀργότερα τὸ 380 πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου συνάντησε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, καθὼς καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καὶ τὸν ἅγιο Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου. Ἔμεινε κοντὰ στοὺς μεγάλους αὐτοὺς Πατέρες περίπου δύο χρόνια, ὅπου διδάχτηκε τὴν Θεολογία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων καὶ μυήθηκε στὴ γνήσια πνευματικότητα τῆς Ἐκκλησία μας. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὴν Βασιλεύουσα ἔμαθε καλὰ τὴν ἑλληνικὴ καθὼς καὶ τὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα, προκειμένου νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν καὶ τὴ συγγραφὴ θεολογικῶν πραγματειῶν.
Τὸ 382 πῆγε στὴ Ρώμη ὅπου ἔγινε γραμματέας τοῦ πάπα Δάμασου ὡς τὸ 384. Πίστεψε πὼς θὰ ἦταν ὁ ἑπόμενος πάπας, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Δάμασου, ἀλλὰ οἱ διαβολὲς τοῦ ρωμαϊκοῦ κλήρου εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ἐκλεγεῖ στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης. Συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τρεῖς κυρίες τῆς ρωμαϊκῆς ἀριστοκρατίας, στὶς ὁποῖες δίδαξε τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, τὴν Παῦλα, τὴν Εὐστοχία καὶ τὴν Μαρκέλλα, ὅπου ἔγιναν ὁ πυρῆνας ὅπου συνάζονταν πληθώρα ἄλλων γυναικῶν, στὶς ὁποῖες ὁ Ἱερώνυμος δίδασκε τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή.
Πικραμένος ὅμως ἀπὸ τίς ἴντριγκες ὁρισμένων χριστιανῶν τῆς ρωμαϊκῆς μεγαλούπολης, ἀποφάσισε νὰ γυρίσει στὴν Ἀνατολή, διότι τὸν ἔθελγε ἡ πνευματικότητα τῆς χριστιανικῆς ἀνατολῆς. Τὸ ἀκολούθησαν καὶ οἱ τρεῖς μαθήτριές του. Ἔτσι τὸ 385 ἔφτασε στὴν Βηθλεέμ, τὴν ἁγία πόλη ὅπου γεννήθηκε ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου Χριστός. Μὲ χρήματα τῆς μαθήτριάς του Παύλας ἔχτισε δύο μοναστήρια κοντὰ στὸ ἅγιο σπήλαιο τῆς γεννήσεως, τὸ ἕνα ἀνδρικό, ὅπου ἔγινε ὁ ἴδιος ἡγούμενος καὶ τὸ ἄλλο γυναικεῖο, ὅπου ἔγινε ἡγουμένη ἡ Παῦλα. Ἐκεῖ ἔζησε τὸν ὑπόλοιπο βίο του, ὅπως καὶ οἱ μαθήτριές του, προσευχόμενος, ἀσκούμενος στὴν ἀρετή, μελετῶντας καὶ συγγράφοντας σπουδαῖα θεολογικὰ ἔργα.
Κοιμήθηκε στὶς 30 Σεπτεμβρίου τοῦ 420 καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν κατάταξε στὴ χορεία τῶν ἁγίων καὶ τῶν μεγάλων Πατέρων της. Ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπὸ μὲν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὶς 15 Ἰουνίου, ἀπὸ δὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς στὶς 30 Σεπτεμβρίου.
Τὸ συγγραφικὸ ἔργο του ὑπῆρξε μεγάλο καὶ σὲ ἔκταση καὶ σὲ ποιότητα. Ἡ ἄριστη γνώση τῆς λατινικῆς γλώσσας τὸν ἀνάδειξε ὡς ἕνα ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους Λατίνους συγγραφεῖς. Ἀσχολήθηκε κυρίως ὡς μεταφραστὴς ἔργων τῶν Ἑλλήνων Πατέρων στὴ λατινικὴ γλῶσσα, συμβάλλοντας ἔτσι στὴν γνωριμία τῶν δυτικῶν μὲ τὴν ἀνατολικὴ Θεολογία. Ἔγραψε ἀκόμη ἑρμηνευτικά, δογματικὰ καὶ ἀντιαιρετικὰ ἔργα. Διασώθηκε ἐπίσης μεγάλος ἀριθμὸς ἐπιστολῶν του. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ἔργο του εἶναι ἡ μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς στὰ Λατινικά, ἡ ὁποία μᾶς εἶναι γνωστὴ ὡς Βουλγάτα, δηλαδὴ κοινή, δημώδης. Ὅσον ἀφορᾶ τὴ διδασκαλία του, αὐτὴ συνεχίζει τὴν παράδοση τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, Ἰγνατίου, Εἰρηναίου, Κυπριανοῦ καὶ τῶν Καππαδόκων Πατέρων. Ὁλόκληρο τὸ θεολογικό του σύστημα συνοψίζεται στὴν ἀρχή, ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου συντελεῖται μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἔξω ἀπὸ Αὐτὴ ὑπάρχει ἡ ἀπώλεια, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ὁ θάνατος.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου