Γράφει ὁ Νώντας Σκοπετέας
Στοχασμοὶ τῆς συνείδησης ποὺ ἀγρυπνᾷ...
Ἡ ἀναγαγοῦσα μάνα-μνήμη της ρίχνει κι ἀπόψε σχοινί, σὰν μεσοπέλαγα ναυαγεῖ...
Μαύρη κι ἀφέγγαρη ἡ θάλασσα, ἀνταριασμένη ἀπὸ κύματα ποὺ γυρεύουν νὰ μὲ καταπιοῦν...
Σὰν πρῶτος ἥλιος καὶ κελάηδημα πρωινό, οἱ θύμησες μπάζουν ἀπὸ τὶς χαραμάδες τῆς πόρτας στὸ νέο σου ζωντάνεμα...
Ταξιδεύεις στὰ χρόνια τὰ ἀγνοκέρια σου, ποὺ φώτιζαν τὴ χαμοκέλα τὴν ταπεινή, σὰν ἑτοιμαζόσουν μπροστὰ στὸ ἀναμμένο μαγκάλι, μὲ μιὰ μπουκλιὰ ἁγιασμὸ καὶ μιὰ ψίχα ἀντίδωρο νὰ μυρώνῃ τὸ στόμα...
Στὸν πάνινο τορβά σου, μαζὶ μὲ τὸ ἀναγνωστικὸ καὶ τὸ χοντρὸ τετράδιο καὶ ἕνα κούτσουρο γιὰ τὴν ξυλόσομπα τῆς τάξης, τὸ δικό σου μερίδιο στὴν θαλπωρὴ καὶ στὸν πολλαπλασιασμὸ τῆς ἀγάπης...
Σιμὰ στὴν αἴθουσα, τὸ μικρὸ δωμάτιο τῆς δασκάλας. Στὸ διάλειμμα καὶ πάλι θὰ κλέψῃς εἰκόνες ἀπὸ τὸ καντήλι πάνω στὸ μικρὸ τραπέζι καὶ τὶς κόκκινες βελέντζες στὸ ντιβανάκι τῆς γωνιᾶς...
Πόσο μιλοῦσε ἐκείνη γιὰ τὸν Χριστὸ Σωτῆρα, γιὰ ἡρωικοὺς ἁγίους καὶ ἁγιασμένους ἥρωες...
Ἡ ἀναγαγοῦσα μάνα-μνήμη της ρίχνει κι ἀπόψε σχοινί, σὰν μεσοπέλαγα ναυαγεῖ...
Μαύρη κι ἀφέγγαρη ἡ θάλασσα, ἀνταριασμένη ἀπὸ κύματα ποὺ γυρεύουν νὰ μὲ καταπιοῦν...
Σὰν πρῶτος ἥλιος καὶ κελάηδημα πρωινό, οἱ θύμησες μπάζουν ἀπὸ τὶς χαραμάδες τῆς πόρτας στὸ νέο σου ζωντάνεμα...
Ταξιδεύεις στὰ χρόνια τὰ ἀγνοκέρια σου, ποὺ φώτιζαν τὴ χαμοκέλα τὴν ταπεινή, σὰν ἑτοιμαζόσουν μπροστὰ στὸ ἀναμμένο μαγκάλι, μὲ μιὰ μπουκλιὰ ἁγιασμὸ καὶ μιὰ ψίχα ἀντίδωρο νὰ μυρώνῃ τὸ στόμα...
Στὸν πάνινο τορβά σου, μαζὶ μὲ τὸ ἀναγνωστικὸ καὶ τὸ χοντρὸ τετράδιο καὶ ἕνα κούτσουρο γιὰ τὴν ξυλόσομπα τῆς τάξης, τὸ δικό σου μερίδιο στὴν θαλπωρὴ καὶ στὸν πολλαπλασιασμὸ τῆς ἀγάπης...
Σιμὰ στὴν αἴθουσα, τὸ μικρὸ δωμάτιο τῆς δασκάλας. Στὸ διάλειμμα καὶ πάλι θὰ κλέψῃς εἰκόνες ἀπὸ τὸ καντήλι πάνω στὸ μικρὸ τραπέζι καὶ τὶς κόκκινες βελέντζες στὸ ντιβανάκι τῆς γωνιᾶς...
Πόσο μιλοῦσε ἐκείνη γιὰ τὸν Χριστὸ Σωτῆρα, γιὰ ἡρωικοὺς ἁγίους καὶ ἁγιασμένους ἥρωες...
Μιὰ μέρα τὴν ὥρα τῆς Ἱστορίας τῶν γενναίων, σταμάτησε ἀπότομα καὶ στάθηκε δίπλα στὸ παράθυρο κοιτάζοντας πρὸς τῆς αὐλῆς τὶς λεῦκες...
-Ποιόν ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς θέλετε νὰ συναντήσετε στὴν ἄλλη ζωή; μᾶς ρώτησε.
-Tὸν Κολοκοτρώνη κυρία! -Τὸν Ἅγιο Μόδεστο!... Ἐσεῖς κυρία;
-Ἐγώ...ἐγὼ τὴν μάνα μου ποὺ δὲν τὴν γνώρισα...
Ὦ ἐκεῖνα τὰ δάκρυά της δίπλα στὸ παράθυρο...Νά ᾿ξερες τότε τὴν ἀξία τους! Θὰ ἔβγαζες ἀμέσως τὸ μαντήλι σου νὰ τὰ φυλάξῃς...
Μὰ τὰ σφούγγισε τότε στὰ μυστικὰ ἡ ἄνυδρη ψυχή σου...
Κι εἶναι ἐκεῖνα τὰ δάκρυα, σὰν ρανίδες ποθητῆς βροχῆς, ἀργοπέφτοντας ἀπὸ τὰ μεσοδόκια καὶ τὴν καλαμωτὴ τοῦ παλιοῦ σχολειοῦ, ποὺ ἀκόμα τὴν ὑγραίνουν...
Γιὰ αὐτὴν τὴν βροχή σοῦ μίλησα, μόλις ἀπόρησες ἀχάραγα σὰν σὲ ρώτησα: Ποῦ πῆγε τὸ μαγκάλι;;
-Ποιόν ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς θέλετε νὰ συναντήσετε στὴν ἄλλη ζωή; μᾶς ρώτησε.
-Tὸν Κολοκοτρώνη κυρία! -Τὸν Ἅγιο Μόδεστο!... Ἐσεῖς κυρία;
-Ἐγώ...ἐγὼ τὴν μάνα μου ποὺ δὲν τὴν γνώρισα...
Ὦ ἐκεῖνα τὰ δάκρυά της δίπλα στὸ παράθυρο...Νά ᾿ξερες τότε τὴν ἀξία τους! Θὰ ἔβγαζες ἀμέσως τὸ μαντήλι σου νὰ τὰ φυλάξῃς...
Μὰ τὰ σφούγγισε τότε στὰ μυστικὰ ἡ ἄνυδρη ψυχή σου...
Κι εἶναι ἐκεῖνα τὰ δάκρυα, σὰν ρανίδες ποθητῆς βροχῆς, ἀργοπέφτοντας ἀπὸ τὰ μεσοδόκια καὶ τὴν καλαμωτὴ τοῦ παλιοῦ σχολειοῦ, ποὺ ἀκόμα τὴν ὑγραίνουν...
Γιὰ αὐτὴν τὴν βροχή σοῦ μίλησα, μόλις ἀπόρησες ἀχάραγα σὰν σὲ ρώτησα: Ποῦ πῆγε τὸ μαγκάλι;;
Νώντας Σκοπετέας
Εἰς μνήμην τῆς κυρίας Δήμητρας τῆς δασκάλας...
Μ.Π πολὺ σὲ εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς σωστικές σου θύμησες...
Εἰς μνήμην τῆς κυρίας Δήμητρας τῆς δασκάλας...
Μ.Π πολὺ σὲ εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς σωστικές σου θύμησες...
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἐκπομπὴ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου