Από
το 1958 η ζωή της Αργυρώς (*) και των υπολοίπων είχε συνδεθή με τον π.
Σωφρόνιο, τον μετέπειτα Ευμένιο ιερομόναχο, και τον άγιο Νικηφόρο, τον
οποίον ο π. Σωφρόνιος τον διακόνησε σαν πατέρα του. Συναντιλήπτορες ήταν
η Αργυρώ, η Ντίνα και άλλες πολλές ψυχές.
Η
Φωφώ είδε κάποτε τον άγιο Νικηφόρο πάνω από το κρεβάτι του όρθιο να
λάμπη υγιής τελείως. Το ίδιο θαυμαστό γεγονός είδε και ο μοναχός
Σωφρόνιος: Όταν κάποτε άνοιξε την πόρτα χωρίς ευλογία, είδε τον άγιο
Νικηφόρο σε στάση προσευχής ένα μέτρο πάνω απ’ το κρεβάτι και το
κυριώτερο έλαμπε και ήταν υγιής χωρίς πληγές, χωρίς παραμορφώσεις.
Όταν
ο π. Σωφρόνιος πέρασε μία μεγάλη δοκιμασία, η Αργυρώ και η Ντίνα τον
συνόδευαν, τον φρόντιζαν και τον διάβαζε ο π. Χρύσανθος, ο παπάς της
Σπιναλόγκα, ήδη πολιός, κάτασπρος, πνευματοφόρος· και έτσι βοήθησε ο
Θεός και η Κυρία Θεοτόκος η Κουδουμανή και ελευθερώθηκε ο π. Σωφρόνιος.
Και τότε ζήτησαν όλοι για παπά τους τον π. Σωφρόνιο από τον τότε Μητροπολίτη Νικαίας κ. Γεώργιο. Έδωσε την άδεια ο Μητροπολίτης και τότε πάλι όλοι μαζί, ο Αριστείδης, ο κ. Χαράλαμπος, η Αργυρώ, η Ντίνα και ο π. Σωφρόνιος πήγαν στην Κρήτη στην Καλυβιανή – Σαρακοστή ήταν – και εχειροτονήθη ιερεύς από τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ. Τιμόθεο στην Ιερά Μονή Καλυβιανής.
Από
τότε άλλαξε όνομα και ετέθη ο λύχνος στον λυχνοστάτη. Ο Ναός του
νοσοκομείου απέκτησε νυχθήμερη Ακολουθία, θεία Λειτουργία καθημερινή,
Εσπερινό, παννυχίδες.
Σε όλα οι πτωχές ψυχές, οι άτλαντες της υπομονής με προεξάρχουσα την Αργυρώ συμμετείχαν ολοκαρδίως.
✶✶✶
Σιγά-σιγά
πλήθη άρχισαν να επισκέπτωνται τους αδελφούς του Χριστού, πολλοί
χριστιανοί, που τους συμπονούσαν. Ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος και ο
Νικαίας κ. Γεώργιος, ο Ραούλ Φολερώ κ.α., πολλοί μελλοντικοί ιερείς και
μοναχοί ήρχοντο και ξαναήρχοντο.
Όλα
ήταν απλά, ταπεινά, ανεπιτήδευτα, αληθινά. Δεν άκουγες επαίνους, αλλά
ευθύτητα λόγων και συναντούσες φιλοξενία άπειρη και αισθανόσουν ευλογία.
Όσοι
περνούσαν από την Εκκλησία, κατέληγαν στα σπιτάκια και σίγουρα στην
Αργυρώ. Εκεί εδέχοντο νέα περιποίηση, φρούτα του κήπου, παξιμάδι, νερό,
καλιτσούνια, ό,τι είχαν, έδιναν. Κυρίως άκουγαν και όταν ήταν ανάγκη,
συμβούλευαν εμπόνως.
Μετά
από 28 χρόνια μαθαίνει η Αργυρώ ότι το μοναδικό παιδί του άνδρα της με
την νέα γυναίκα παντρεύεται. Παίρνει την αχώριστη πια φίλη της, την άλλη
αγιασμένη ψυχή, την Ντίνα. Βάζουν σ’ έναν φάκελλο 100.000 δραχμές.
Πηγαίνουν στον γάμο, κάθονται τελευταίες, χαιρετούν, ασπάζονται την
νύφη, τον γαμπρό και τότε ο άνδρας της την βλέπει μπροστά του μετά
τόσους χρόνους. Ασπάζονται, δίνουν την καλή χείρα και επιστρέφουν στον
αντιλεπρικό Σταθμό χαρούμενες, γαλήνιες, μελωμένες με χάρη Θεού. Η
Αργυρώ και η Ντίνα, οι πολύαθλες.
✶✶✶
Γύρω
στο 1979 εμφανίστηκε μία νέα αρρώστια, μία νέα μάστιγα, άγνωστη,
τρομερή, που γέμιζε με φόβο τον κόσμο. Ο κόσμος την έλεγε AIDS και η
Ιατρική σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας. Το νοσοκομείο
υποδέχτηκε αρρώστους (σε δωμάτια με σιδερένια κάγκελλα).
Στην
αρχή ήσαν στην απομόνωση, διότι κανείς δεν γνώριζε τον τρόπο της
μετάδοσης επακριβώς. Και τότε οι πρώην «κατηραμένοι» της Σπιναλόγκας
συμπόνεσαν τα «καϋμένα τα παιδιά», μαγείρευαν κάτι ωραίο και πήγαιναν
έξω από τα κάγκελλα. Η Αργυρώ έκανε τις συνεννοήσεις και η Ντίνα τα
ωραία νοστιμότατα φαγητά.
Ύστερα,
όταν οι πόρτες άνοιξαν και τα παιδιά αυτά σεργιάνιζαν μέσα στα κηπάκια
των Χανσενικών, η Αργυρώ τους υποδεχόταν, κουβέντιαζε μαζί τους, έδινε
χρήματα, τα συμπονούσε, τα έκανε παιδιά της.
Και
όταν μερικά απ’ αυτά τα καλόπαιδα επρόκειτο να φύγουν για την αγήρω
μακαριότητα, τα βοηθούσε να εξομολογηθούν, να μεταλάβουν. Κι έπαιρνε το
καράβι και συνόδευε τα ξόδια τους, στην Κρήτη κυρίως ή κι αλλού, κι
ύστερα μνημόνευε τα ονόματά τους στα κομποσχοίνια της και έκανε
σαρανταλείτουργα για τις ψυχές τους. Παρηγορούσε τους γονείς και μάλιστα
για χρόνια πολλά.
✶✶✶
Τα
χρόνια περνούσαν, ο κόσμος αύξανε, τόσο για τον π. Ευμένιο, και ιδίως
μετά την κοίμηση του π. Πορφυρίου ο οποίος τον χαρακτήρισε σαν τον
«κρυφό άγιο», όσο και για την Αργυρώ.
Όταν
κάποιοι γνωστοί της αδικούνταν από συναδέλφους τους χρησιμοποιώντας
πολιτικά μέσα, κατέφευγαν στην Αργυρώ και έλεγαν τον πόνο τους, τότε
αυτή θυμόταν τον παλιό εαυτό της μπροστά στους Γερμανούς. Έβαζε τα καλά
της, χτένιζε τις κοτσίδες της, φόραγε ένα ωραίο μαντήλι και ανέβαινε στα
σκαλιά της Διοίκησης. Άστραφτε και βρόνταγε υπέρ του αδικημένου και
πετύχαινε πάντα να αρθή η αδικία. Δεν ξαναθυμόταν το καλό που είχε κάνει
και δεν δεχόταν εκφράσεις ευγνωμοσύνης, ούτε δώρα.
Η
χαρά της ήταν τα Χριστούγεννα. Παρέλαυναν πολύτεκνοι να πουν τα
κάλαντα, ιδιαίτερα η οικογένεια Παλαιάκη με τα 13 παιδιά τους. Η Αργυρώ
ήταν νονά σε ένα απ’ αυτά. Άκουγε τα κάλαντα ή ψαλμωδίες και μοίραζε
χρήματα.
Η
Αργυρώ είναι και δική μου ευεργέτις, διότι με στήριξε στην απόφαση της
ιερωσύνης, μου έδωσε την ευχή της και ήρθε στην χειροτονία μου.
Και
εγώ της συμπαραστάθηκα στο τέλος της το οσιακό με την θεία Κοινωνία.
Για λίγα χρόνια λόγω απώλειας μνήμης ήταν έγκλειστη, αλλά με παιδική και
αγγελική συμπεριφορά.
✶✶✶
Εκοιμήθη
στις 12 Ιουλίου 2014 η δούλη του Θεού Αργυρώ, η άπατρις, η χωρίς
σύζυγο, η έχουσα θάψει το ένα και μοναδικό παιδί της, η ασθενής, η
πολύαθλος· ανεπαύθη από τα βάσανα και τις ασθένειές της και εκατοντάδες
άνθρωποι πρόστρεξαν στο λείψανό της και την οδήγησαν μέχρι τον ταπεινό
τάφο της στο Γ’ Κοιμητήριο.
Μετά
χρόνους τρεις κάναμε ανακομιδή των λειψάνων της. Πήγαμε πρωί με τον π.
Παλλάδιο της Σκήτης του Κουτλουμουσίου – αγαπημένος της μοναχός και λίγο
συγγενής – κάναμε τρισάγιο, σταυρώσαμε το μνήμα και με το φτυάρι
αρχίσαμε την εκταφή μαζί με τα παιδιά του κοιμητηρίου.
Και
ξαφνικά!, ευωδία άρχισε να εξέρχεται από το χώμα. Αναρωτηθήκαμε μήπως
εκεί πλησίον κάποιος θυμίαζε, αλλά δεν ήταν κανένας· το χωματάκι
ευωδίαζε! Ήταν η ευωδία από «τα τεταπεινωμένα οστέα» της πολύπονης, της
πολύπαθης, της πολύαθλης Αργυρώς.
Μετά
βρήκαμε τα λειψανάκια της με το ωραίο κεχριμπαρένιο χρώμα. Τα πλύναμε
και τα πήραμε μαζί μας για παρηγορία μας και τα τοποθετήσαμε κάτω από
την Αγία Τράπεζα σ’ ένα μοναστηράκι της Αττικής. Και λειτουργούμε εμείς
εδώ κάτω και αυτή χαίρεται και αγάλλεται τώρα στην άνω Ιερουσαλήμ.
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.
(*) Το α’, β’ και γ’ μέρος της βιογραφίας της μακαρίας Αργυρώς Στεφανάκη βλέπε εδώ:
Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Γ’, Άγιον Όρος 2020.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου