Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός ὁ Νεοκαισαρείας
Ὁ Γρηγόριος, θαυματουργῶν καὶ πάλαι,
Θεῷ παραστάς, θαυματουργεῖ τι πλέον.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ τε μέγας θάνε θαυματουργος.
Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε περίπου το 210 με 215 μ.Χ. Αρχικά ονομαζόταν Θεόδωρος και οι γονείς του ήταν Έλληνες ειδωλολάτρες και είχαν μεγάλη κοινωνική θέση στη Νεοκαισάρεια του Πόντου (γνωστή στην αρχαιότητα και ως Καβηρία, Διάσπολις και Σεβαστή, το σημερινό Νικσάρ).
Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση του, ο Άγιος Γρηγόριος μαζί με τον αδελφό του Γρηγόριο ή (σύμφωνα με μερικές αγιολογικές πηγές) Αθηνόδωρο, (βλέπε και για τους δύο στις 7 Νοεμβρίου) πήγαν στη Βηρυτό για να σπουδάσουν νομικά. Ο Θεός όμως είχε άλλα σχέδια για το Γρηγόριο. Όταν περνούσε από την Καισαρεία, άκουσε το δεινό ερμηνευτή των Γραφών, Ωριγένη. Ο Γρηγόριος τόσο πολύ ενθουσιάστηκε μαζί του, ώστε άφησε τα νομικά και διετέλεσε επί χρόνια μαθητής του. Ονομαστός είναι ο αποχαιρετιστήριος λόγος του μετά το πέρας των σπουδών του. Εκεί φαίνεται η μεγάλη αξία του Ωριγένη, σαν διδασκάλου και η βαθειά ευγνωμοσύνη του Γρηγορίου, σαν μαθητού.
«Άπασαν προσήγε την παρ' αυτού τέχνην και επιμέλειαν και κατειργάσατο ημάς», γράφει για το διδάσκαλό του.
Κατόπιν πήγε στην Αλεξάνδρεια, και από εκεί επέστρεψε στη Νεοκαισάρεια με πλήρη θεολογική μόρφωση και άγιο ζήλο. Τότε ο Μητροπολίτης Αμασείας Φαίδημος διέκρινε τα χαρίσματα του και τον έκανε επίσκοπο Νεοκαισαρείας η οποία είχε μόνο 17 χριστιανούς! Ο Γρηγόριος, όμως, δεν το θεώρησε υποτιμητικό. Βασιζόταν πολύ στη δύναμη της θείας χάριτος και πάντα είχε στο μυαλό του τα ενθαρρυντικά λόγια του θείου Παύλου: «Ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β' πρός Τιμόθεον, β' 1), δηλαδή να ενδυναμώνεσαι με τη χάρη που μας δίνεται από τη σχέση και την ένωση μας με τον Ιησού Χριστό. Πράγματι, με τη χάρη του Θεού, ο Γρηγόριος έκανε καταπληκτικό αγώνα και εκχριστιάνισε σχεδόν όλη την πόλη. Και ενώ είχε παραλάβει 17 χριστιανούς, όταν πέθανε ειρηνικά στα τέλη του 270 μ.Χ. είχαν απομείνει στην επισκοπική του περιφέρεια μόνο 17 ειδωλολάτρες! Υπήρξε δε τόσο εγκρατής στη γλώσσα του, ώστε δεν βγήκε απ' αυτή κανένας κακός, περιττός ή αργός λόγος. Γι' αυτό και ο Θεός τον κόσμησε και με το χάρισμα της θαυματουργίας.
Στον Γρηγόριο αποδίδεται η καθιέρωση εορτασμών προς τιμήν των μαρτύρων, των διδασκαλιών σχετικά με τους αγίους και η τήρηση εορτών για τους αγίους, που αποτέλεσε επίσης μέσο για να προσελκύσει ειδωλολάτρες στην εκκλησία.
Τον βίο του Αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού συνέγραψε ο Άγιος Γρηγόριος ο Επίσκοπος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος αποτελεί την πιο αξιόπιστη βιογραφική πηγή εν μέσω ασαφειών και θρύλων. Στον εγκωμιαστικό του λόγο προς τον Άγιο, τον ονομάζει Μέγα και θεωρείται ότι ήταν το πρώτο άτομο που είναι γνωστό ότι έλαβε όραμα της Παναγίας (μαζί με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή), βάσει του οποίου κατέγραψε μια ομολογία σχετικά με το δόγμα της Αγίας Τριάδας. Επίσης, ο Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης αναφέρει ότι ο ίδιος μεγάλωσε ακούοντας διηγήσεις και περιγραφές περιστατικών της ζωής του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, καθώς και τους θεοπνεύστους λόγους του, από την γιαγιά του Μακρίνα η οποία ήταν μαθήτρια και πνευματικό παιδί του Αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας.
Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος σ' ένα του λόγο λέει για τον Γρηγόριο τον θαυματουργό, ότι για τα πνευματικά του χαρίσματα και την χάρη των θαυμάτων «δεύτερος Μωϋσῆς παρ΄ αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀνηγορεύετο».
Τα έργα του Γρηγόριου έχουν διασωθεί σε ιδιαίτερα αποσπασματική κατάσταση. Ονομαστός παραμένει ο αποχαιρετιστήριος λόγος του Εις Ωριγένην Προσφωνητικός μετά το πέρας των σπουδών του, όπου εξυμνείται η διδακτική δεινότητα του Ωριγένη. Άλλα έργα του που σώζονται είναι η Επιστολή Κανονική Περί των εν τη Καταδρομή των Βαρβάρων Ειδωλόθυτα Φαγόντων ή και Έτερα τινά Πλημμελησάντων, Προς Τατιανόν Περί Ψυχής Λόγος Κεφαλαιώδης, Λόγοι Εις τον Ευαγγελισμόν της Παναγίας Θεοτόκου και Αεί Παρθένου της Μαρίας, Λόγος εις τους Αγίους Πάντας, Ομιλία Εις τον Εκκλησιαστήν, αποσπάσματα από σχολιολόγια στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, στον Ιερεμία και στον Ιώβ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν προσευχαῖς γρηγορῶν, ταῖς τῶν θαυμάτων ἐργασίαις ἐγκαρτερῶν, ἐπωνυμίαν ἐκτήσω τὰ κατορθώματα, ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, φωτίσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν, μὴ ποτὲ ὑπνώσωμεν, ἐν ἁμαρτίαις εἰς θάνατον.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Θαυμάτων πολλῶν, δεξάμενος ἐνέργειαν, σημείοις φρικτοῖς, τοὺς δαίμονας ἐπτόησας, καὶ τὰς νόσους ἤλασας τῶν ἀνθρώπων, πάνσοφε Γρηγόριε· διὸ καλῇ θαυματουργός, τὴν κλῆσιν ἐξ ἔργων κομισάμενος.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς εὐσεβείας ὑποφήτην καὶ διδάσκαλον καὶ τῶν θαυμάτων ποταμόν σε ἀνεξάντλητον μακαρίζομεν οἱ δοῦλοί σου Ἱεράρχα. Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον Ἐκ παντοίων ἀπολύτρωσαι κακώσεων τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γρηγόριε.
Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νέος γέγονας Μωσῆς τοῖς ἔργοις, πλάκας πίστεως ἐπὶ τοῦ ὄρους, τῆς μυστικῆς θεοφανείας δεξάμενος, νομοθετήσας λαοῖς τὴν εὐσέβειαν, τοῦ τῆς Τριάδος μυστηρίου Γρηγόριε· ὅθεν ἅπαντες, τιμῶμεν πιστοὶ τὴν μνήμην σου, αἰτοῦντες διὰ σοῦ τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Οἶκος
Πόθεν ἀπάρξομαι τοὺς ἐπαίνους ἐξυφαίνειν ὁ τάλας, καθορῶν τὰ πολλὰ καὶ ὑπερθαύμαστα πράγματα; Ἐὰν ἀπὸ τοῦ βίου τοῦ Ὁσίου ἐγχειρήσω, τὸ σύνολον οὐκ ἰσχύω· πάντα γὰρ νοῦν ὑπερβαίνει ὁ ἔνθεος βίος αὐτοῦ. Ἐὰν ἀπὸ τῶν θαυμάτων, καὶ ἐν τούτῳ λοιπὸν αἰσχυνθήσομαι, ὑπὲρ τὴν ψάμμον γὰρ ὑπάρχουσι· διὰ τοῦτο ἀκούει θαυματουργός, τὴν κλῆσιν ἐξ ἔργων κομισάμενος.
Μεγαλυνάριον
Τῇ φιλοσοφίᾳ πρὸς ἀληθῆ, γνῶσιν κεχρημένος, οἷα κλίμακι νοητῇ, πρὸς θεολογίας, ἀνέδραμες τὸ ὕψος, Γρηγόριε θαυμάτων, καινῶν διάκονε.
Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση του, ο Άγιος Γρηγόριος μαζί με τον αδελφό του Γρηγόριο ή (σύμφωνα με μερικές αγιολογικές πηγές) Αθηνόδωρο, (βλέπε και για τους δύο στις 7 Νοεμβρίου) πήγαν στη Βηρυτό για να σπουδάσουν νομικά. Ο Θεός όμως είχε άλλα σχέδια για το Γρηγόριο. Όταν περνούσε από την Καισαρεία, άκουσε το δεινό ερμηνευτή των Γραφών, Ωριγένη. Ο Γρηγόριος τόσο πολύ ενθουσιάστηκε μαζί του, ώστε άφησε τα νομικά και διετέλεσε επί χρόνια μαθητής του. Ονομαστός είναι ο αποχαιρετιστήριος λόγος του μετά το πέρας των σπουδών του. Εκεί φαίνεται η μεγάλη αξία του Ωριγένη, σαν διδασκάλου και η βαθειά ευγνωμοσύνη του Γρηγορίου, σαν μαθητού.
«Άπασαν προσήγε την παρ' αυτού τέχνην και επιμέλειαν και κατειργάσατο ημάς», γράφει για το διδάσκαλό του.
Κατόπιν πήγε στην Αλεξάνδρεια, και από εκεί επέστρεψε στη Νεοκαισάρεια με πλήρη θεολογική μόρφωση και άγιο ζήλο. Τότε ο Μητροπολίτης Αμασείας Φαίδημος διέκρινε τα χαρίσματα του και τον έκανε επίσκοπο Νεοκαισαρείας η οποία είχε μόνο 17 χριστιανούς! Ο Γρηγόριος, όμως, δεν το θεώρησε υποτιμητικό. Βασιζόταν πολύ στη δύναμη της θείας χάριτος και πάντα είχε στο μυαλό του τα ενθαρρυντικά λόγια του θείου Παύλου: «Ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β' πρός Τιμόθεον, β' 1), δηλαδή να ενδυναμώνεσαι με τη χάρη που μας δίνεται από τη σχέση και την ένωση μας με τον Ιησού Χριστό. Πράγματι, με τη χάρη του Θεού, ο Γρηγόριος έκανε καταπληκτικό αγώνα και εκχριστιάνισε σχεδόν όλη την πόλη. Και ενώ είχε παραλάβει 17 χριστιανούς, όταν πέθανε ειρηνικά στα τέλη του 270 μ.Χ. είχαν απομείνει στην επισκοπική του περιφέρεια μόνο 17 ειδωλολάτρες! Υπήρξε δε τόσο εγκρατής στη γλώσσα του, ώστε δεν βγήκε απ' αυτή κανένας κακός, περιττός ή αργός λόγος. Γι' αυτό και ο Θεός τον κόσμησε και με το χάρισμα της θαυματουργίας.
Στον Γρηγόριο αποδίδεται η καθιέρωση εορτασμών προς τιμήν των μαρτύρων, των διδασκαλιών σχετικά με τους αγίους και η τήρηση εορτών για τους αγίους, που αποτέλεσε επίσης μέσο για να προσελκύσει ειδωλολάτρες στην εκκλησία.
Τον βίο του Αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού συνέγραψε ο Άγιος Γρηγόριος ο Επίσκοπος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος αποτελεί την πιο αξιόπιστη βιογραφική πηγή εν μέσω ασαφειών και θρύλων. Στον εγκωμιαστικό του λόγο προς τον Άγιο, τον ονομάζει Μέγα και θεωρείται ότι ήταν το πρώτο άτομο που είναι γνωστό ότι έλαβε όραμα της Παναγίας (μαζί με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή), βάσει του οποίου κατέγραψε μια ομολογία σχετικά με το δόγμα της Αγίας Τριάδας. Επίσης, ο Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης αναφέρει ότι ο ίδιος μεγάλωσε ακούοντας διηγήσεις και περιγραφές περιστατικών της ζωής του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού, καθώς και τους θεοπνεύστους λόγους του, από την γιαγιά του Μακρίνα η οποία ήταν μαθήτρια και πνευματικό παιδί του Αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας.
Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος σ' ένα του λόγο λέει για τον Γρηγόριο τον θαυματουργό, ότι για τα πνευματικά του χαρίσματα και την χάρη των θαυμάτων «δεύτερος Μωϋσῆς παρ΄ αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀνηγορεύετο».
Τα έργα του Γρηγόριου έχουν διασωθεί σε ιδιαίτερα αποσπασματική κατάσταση. Ονομαστός παραμένει ο αποχαιρετιστήριος λόγος του Εις Ωριγένην Προσφωνητικός μετά το πέρας των σπουδών του, όπου εξυμνείται η διδακτική δεινότητα του Ωριγένη. Άλλα έργα του που σώζονται είναι η Επιστολή Κανονική Περί των εν τη Καταδρομή των Βαρβάρων Ειδωλόθυτα Φαγόντων ή και Έτερα τινά Πλημμελησάντων, Προς Τατιανόν Περί Ψυχής Λόγος Κεφαλαιώδης, Λόγοι Εις τον Ευαγγελισμόν της Παναγίας Θεοτόκου και Αεί Παρθένου της Μαρίας, Λόγος εις τους Αγίους Πάντας, Ομιλία Εις τον Εκκλησιαστήν, αποσπάσματα από σχολιολόγια στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, στον Ιερεμία και στον Ιώβ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν προσευχαῖς γρηγορῶν, ταῖς τῶν θαυμάτων ἐργασίαις ἐγκαρτερῶν, ἐπωνυμίαν ἐκτήσω τὰ κατορθώματα, ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, φωτίσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν, μὴ ποτὲ ὑπνώσωμεν, ἐν ἁμαρτίαις εἰς θάνατον.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Θαυμάτων πολλῶν, δεξάμενος ἐνέργειαν, σημείοις φρικτοῖς, τοὺς δαίμονας ἐπτόησας, καὶ τὰς νόσους ἤλασας τῶν ἀνθρώπων, πάνσοφε Γρηγόριε· διὸ καλῇ θαυματουργός, τὴν κλῆσιν ἐξ ἔργων κομισάμενος.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς εὐσεβείας ὑποφήτην καὶ διδάσκαλον καὶ τῶν θαυμάτων ποταμόν σε ἀνεξάντλητον μακαρίζομεν οἱ δοῦλοί σου Ἱεράρχα. Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον Ἐκ παντοίων ἀπολύτρωσαι κακώσεων τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γρηγόριε.
Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νέος γέγονας Μωσῆς τοῖς ἔργοις, πλάκας πίστεως ἐπὶ τοῦ ὄρους, τῆς μυστικῆς θεοφανείας δεξάμενος, νομοθετήσας λαοῖς τὴν εὐσέβειαν, τοῦ τῆς Τριάδος μυστηρίου Γρηγόριε· ὅθεν ἅπαντες, τιμῶμεν πιστοὶ τὴν μνήμην σου, αἰτοῦντες διὰ σοῦ τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Οἶκος
Πόθεν ἀπάρξομαι τοὺς ἐπαίνους ἐξυφαίνειν ὁ τάλας, καθορῶν τὰ πολλὰ καὶ ὑπερθαύμαστα πράγματα; Ἐὰν ἀπὸ τοῦ βίου τοῦ Ὁσίου ἐγχειρήσω, τὸ σύνολον οὐκ ἰσχύω· πάντα γὰρ νοῦν ὑπερβαίνει ὁ ἔνθεος βίος αὐτοῦ. Ἐὰν ἀπὸ τῶν θαυμάτων, καὶ ἐν τούτῳ λοιπὸν αἰσχυνθήσομαι, ὑπὲρ τὴν ψάμμον γὰρ ὑπάρχουσι· διὰ τοῦτο ἀκούει θαυματουργός, τὴν κλῆσιν ἐξ ἔργων κομισάμενος.
Μεγαλυνάριον
Τῇ φιλοσοφίᾳ πρὸς ἀληθῆ, γνῶσιν κεχρημένος, οἷα κλίμακι νοητῇ, πρὸς θεολογίας, ἀνέδραμες τὸ ὕψος, Γρηγόριε θαυμάτων, καινῶν διάκονε.
Οἱ Ἅγιοι Γεννάδιος καὶ Μάξιμος Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως
Eις τον Γεννάδιον.
Ὁ Γεννάδιος εὗρε τὴν Ἐδὲμ στέφος,
Φανεὶς νοητὴν πρὸς παλαίστραν γεννάδας.
Eις τον Mάξιμον.
Μάξιμος ὠδίνησε, καὶ τεκὼν τέκνα,
Πράξεις ἁγνάς, ἄπεισιν ἁγνὸς ἐκ βίου.
«Πολλοὶ τὸν πλοῦτον ἐμίσησαν, τὴν δὲ δόξαν οὐδείς» λένε κι ἐπαναλαμβάνουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι, σὰν θέλουν νὰ τονίσουν τὴν τεράστια δύναμη ποὺ τὰ κοσμικὰ μεγαλεῖα καὶ ἡ ἀγάπη τῆς δόξας ἔχουν πάνω στὴν ἀνθρώπινη καρδιά. Καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος Γεννάδιος, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀγάπησε μὲ τὴν ψυχή του, ξεπέρασε τὸ μεγάλο καὶ ἀχόρταστο τοῦτο πάθος καὶ νίκησε. Μιὰ γρήγορη ματιὰ στοὺς πιὸ σημαντικοὺς σταθμοὺς τῆς ζωῆς του θὰ μᾶς τὸ ἀποδείξει. Ἀλλὰ καὶ μία προσεκτικὴ μελέτη τούτων θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἐκτιμήσουμε περισσότερο τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο του.
Ποιὰ ἦταν ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ Ἁγίου δὲν γνωρίζουμε οὔτε καὶ ποιὰ ἡ καταγωγή του. Ἐκεῖνο, ποὺ γνωρίζουμε εἶναι, πὼς αὐτὸς ἤκμασε στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος Α’ τοῦ γνωστοῦ καὶ μὲ τὸ ἐπώνυμο τοῦ Μακέλλη (457 – 474 μ.Χ.). Ἐπίσης ὅτι ἦταν σύγχρονος τῶν μεγάλων ἀσκητῶν Δανιὴλ τοῦ Στυλίτη, ποὺ ἔζησε τριάντα τρία χρόνια πάνω σ’ ἕναν στυλό, καὶ τοῦ Ἀνδρέα τοῦ διὰ Χριστὸν Σαλοῦ. Ὁ σεμνὸς ἐγκωμιαστής του, ὁ γλυκύτατος τῆς Κύπρου Ἅγιος, ὁ μακάριος Νεόφυτος ἀναφέρει πὼς ὁ «γενναῖος Γεννάδιος ἣν πρεσβύτερος τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας». Καὶ ἀκόμη πὼς στὴν ἕδρα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τὴν ξακουστὴ Πόλη ὅπου ζοῦσε ἀπὸ νωρὶς διακρίθηκε γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴ σεμνότητα τοῦ βίου του, μὰ καὶ τὴ μεγάλη του ἐξυπνάδα καὶ ἀρετή. Τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων πατέρων καὶ ὁσίων της Ἐκκλησίας μας ποὺ παρακολουθοῦσε καὶ μὲ προσοχὴ μελετοῦσε, πολὺ τὸν συγκινοῦσε καὶ μὲ πόθο βαθὺ ἀγωνιζόταν νὰ τὸ μιμηθεῖ. Ἡ ψυχή του φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἱερὴ ἐπιθυμία νὰ ἀφιερωθεῖ καὶ αὐτὸς στὸν Θεὸ καὶ νὰ βαδίσει τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἠθικὴ τελειότητα.
Τὸ εὐαγγελικὸ «ἔσεσθε οὒν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν» (Ματθ. ε’ 48), δηλαδὴ ἀγωνισθεῖτε νὰ γίνετε τέλειοι, ὅπως τέλειος εἶναι κι ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος, κυκλοφοροῦσε διαρκῶς καὶ ἔντονα στὴν σκέψη του. Καὶ τὸν συγκινοῦσε. Καὶ τὸν γοήτευε. Καὶ τὸν παρορμοῦσε νὰ εἶναι προσεκτικὸς καὶ ν’ ἀγωνίζεται σκληρά, γιὰ νὰ προχωρεῖ κάθε μέρα καὶ πιὸ πετυχημένα στὴν καλλιέργεια τοῦ χαρακτήρα του. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῶν κόπων καὶ τῶν προσπαθειῶν του παρουσιαζόταν κάθε τόσο καὶ πιὸ πλούσιο σ’ εὐλογίες. Ἡ προκοπή του στὴν ἄσκηση μεγάλωνε σταθερὰ καὶ ἡ ἀρετή του σὰν πολύεδρο διαμάντι σκορποῦσε γύρω καὶ παντοῦ τὴν λάμψη καὶ τὴν μαρτυρία μίας λαμπρῆς καὶ ζηλευτῆς πολιτείας. Μίας πολιτείας τόσο ὑπέροχης, ὥστε ὁ χρονογράφος Εὐφραίμιος νὰ τὸν χαρακτηρίζει «τύπον εὐσέβειας καὶ παντὸς κάλου».
Αὐτὴ ἡ λάμψη τῆς ἀρετῆς του ποὺ ἀκτινοβολοῦσε τὸν ὑπέροχο χαρακτήρα του καὶ τὴν ἐξαίρετη ἀνθρωπιά του, ἔγινε αἰτία, (ὥστε Βασιλιὰς καὶ Σύγκλητος καὶ κλῆρος καὶ λαὸς σ’ αὐτὸν νὰ στραφοῦν μόλις πέθανε ὁ τότε Πατριάρχης Ἀνατολίας, καὶ αὐτὸν νὰ ὑποδείξουν καὶ νὰ καλέσουν ὡς τὸν μόνο κατάλληλο, γιὰ ν’ ἀναλάβει στὰ στιβαρὰ χέρια του τὸ πηδάλιο τῆς χειμαζόμενης Ἐκκλησίας. Καὶ δικαιώθηκαν.
Στὴν ἅγια μορφὴ τοῦ ἱεροῦ Γενναδίου ὁ πιστὸς λαὸς τῆς Βασιλεύουσας βρῆκε τὸν ἄξιο καὶ στοργικὸ ποιμένα του. Γιὰ δέκα τρία χρόνια καὶ δυὸ μῆνες (458 – 471) ὁ συνετὸς καὶ φλογερὸς Ἱεράρχης ἀνέλαβε καὶ διεξήγαγε ἕνα σταθερὸ καὶ ἀσταμάτητο ἀγώνα γιὰ τὴν πνευματικὴ ἄνοδο τοῦ ποιμνίου του, τὴν φύλαξή του ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὴν προσήλωσή του στὴν ὀρθὴ πίστη τῶν Πατέρων. Στὸ πρόσωπό του εἶδαν καὶ βρῆκαν ὅλοι τὸν ἀκούραστο καὶ ἄγρυπνο πατέρα, ποὺ ἤξερε νὰ ἀναλίσκεται σὰν λαμπάδα γιὰ νὰ φωτίζει μὲ τὸ παράδειγμά του, νὰ θερμαίνει μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ γλυκαίνει μὲ τὰ λόγια καὶ τὶς περιποιήσεις του τὸν πόνο τοῦ λαοῦ του.
Τὸ χριστιανικὸ καὶ βιβλικὸ κήρυγμά του ἀπευθυνόταν πρὸς ὅλους. Καὶ ἦταν ἄλλοτε εἰρηνικὸ καὶ γαλήνιο κι ἄλλοτε ἐλεγκτικό: Εἰρηνικὸ καὶ γαλήνιο πρὸς τὸν πιστὸ καὶ ἀφοσιωμένο λαό, ποὺ μὲ δίψα ἔτρεχε ν’ ἀκούσει καὶ νὰ ὠφεληθεῖ ἀπὸ τὰ λόγια οἰκοδομῆς καὶ παρηγοριᾶς, ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ φιλόστοργος πατέρας. Ἐλεγκτικὸ καὶ αὐστηρὸ σ’ ἐκείνους ποὺ παρανομοῦσαν, ὁποιοιδήποτε καὶ ἂν ἦταν αὐτοί, καὶ ζητοῦσαν νὰ κατασκανδαλίσουν τὸν ἀθῶο καὶ πονεμένο λαό.
Ἡ μέριμνα καὶ ἡ φροντίδα του γιὰ τὸ ποίμνιό του τὸν συνεῖχε μέρα καὶ νύχτα. Ἡ διακήρυξη τοῦ θείου Παύλου «τὶς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τὶς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι» (Β’ Κοριν. ια’ 29), ἦταν καὶ δική του. Πολλὲς φορὲς ὁ ὕπνος ἀρνιόταν νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ καὶ νὰ κλείσει τὰ βλέφαρά του, σὰν θυμόταν πὼς μερικὰ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ παιδιά του δὲν εἶχαν τὸ ἀνάλογο φόρεμα τῆς πίστεως καὶ τῆς χριστιανικῆς ἐλπίδος καὶ ἀγάπης. Ἢ σὰν ἄκουε πὼς κάποιος αἱρετικὸς εἶχε γλιστρήσει ἀνάμεσα στοὺς χριστιανούς του καὶ ἀπειλοῦσε νὰ τοὺς παρασύρει καὶ τοὺς ἀποκόψει ἀπὸ τὴν μάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ποιὰ ἦταν ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ Ἁγίου δὲν γνωρίζουμε οὔτε καὶ ποιὰ ἡ καταγωγή του. Ἐκεῖνο, ποὺ γνωρίζουμε εἶναι, πὼς αὐτὸς ἤκμασε στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος Α’ τοῦ γνωστοῦ καὶ μὲ τὸ ἐπώνυμο τοῦ Μακέλλη (457 – 474 μ.Χ.). Ἐπίσης ὅτι ἦταν σύγχρονος τῶν μεγάλων ἀσκητῶν Δανιὴλ τοῦ Στυλίτη, ποὺ ἔζησε τριάντα τρία χρόνια πάνω σ’ ἕναν στυλό, καὶ τοῦ Ἀνδρέα τοῦ διὰ Χριστὸν Σαλοῦ. Ὁ σεμνὸς ἐγκωμιαστής του, ὁ γλυκύτατος τῆς Κύπρου Ἅγιος, ὁ μακάριος Νεόφυτος ἀναφέρει πὼς ὁ «γενναῖος Γεννάδιος ἣν πρεσβύτερος τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας». Καὶ ἀκόμη πὼς στὴν ἕδρα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τὴν ξακουστὴ Πόλη ὅπου ζοῦσε ἀπὸ νωρὶς διακρίθηκε γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴ σεμνότητα τοῦ βίου του, μὰ καὶ τὴ μεγάλη του ἐξυπνάδα καὶ ἀρετή. Τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων πατέρων καὶ ὁσίων της Ἐκκλησίας μας ποὺ παρακολουθοῦσε καὶ μὲ προσοχὴ μελετοῦσε, πολὺ τὸν συγκινοῦσε καὶ μὲ πόθο βαθὺ ἀγωνιζόταν νὰ τὸ μιμηθεῖ. Ἡ ψυχή του φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἱερὴ ἐπιθυμία νὰ ἀφιερωθεῖ καὶ αὐτὸς στὸν Θεὸ καὶ νὰ βαδίσει τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἠθικὴ τελειότητα.
Τὸ εὐαγγελικὸ «ἔσεσθε οὒν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν» (Ματθ. ε’ 48), δηλαδὴ ἀγωνισθεῖτε νὰ γίνετε τέλειοι, ὅπως τέλειος εἶναι κι ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος, κυκλοφοροῦσε διαρκῶς καὶ ἔντονα στὴν σκέψη του. Καὶ τὸν συγκινοῦσε. Καὶ τὸν γοήτευε. Καὶ τὸν παρορμοῦσε νὰ εἶναι προσεκτικὸς καὶ ν’ ἀγωνίζεται σκληρά, γιὰ νὰ προχωρεῖ κάθε μέρα καὶ πιὸ πετυχημένα στὴν καλλιέργεια τοῦ χαρακτήρα του. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῶν κόπων καὶ τῶν προσπαθειῶν του παρουσιαζόταν κάθε τόσο καὶ πιὸ πλούσιο σ’ εὐλογίες. Ἡ προκοπή του στὴν ἄσκηση μεγάλωνε σταθερὰ καὶ ἡ ἀρετή του σὰν πολύεδρο διαμάντι σκορποῦσε γύρω καὶ παντοῦ τὴν λάμψη καὶ τὴν μαρτυρία μίας λαμπρῆς καὶ ζηλευτῆς πολιτείας. Μίας πολιτείας τόσο ὑπέροχης, ὥστε ὁ χρονογράφος Εὐφραίμιος νὰ τὸν χαρακτηρίζει «τύπον εὐσέβειας καὶ παντὸς κάλου».
Αὐτὴ ἡ λάμψη τῆς ἀρετῆς του ποὺ ἀκτινοβολοῦσε τὸν ὑπέροχο χαρακτήρα του καὶ τὴν ἐξαίρετη ἀνθρωπιά του, ἔγινε αἰτία, (ὥστε Βασιλιὰς καὶ Σύγκλητος καὶ κλῆρος καὶ λαὸς σ’ αὐτὸν νὰ στραφοῦν μόλις πέθανε ὁ τότε Πατριάρχης Ἀνατολίας, καὶ αὐτὸν νὰ ὑποδείξουν καὶ νὰ καλέσουν ὡς τὸν μόνο κατάλληλο, γιὰ ν’ ἀναλάβει στὰ στιβαρὰ χέρια του τὸ πηδάλιο τῆς χειμαζόμενης Ἐκκλησίας. Καὶ δικαιώθηκαν.
Στὴν ἅγια μορφὴ τοῦ ἱεροῦ Γενναδίου ὁ πιστὸς λαὸς τῆς Βασιλεύουσας βρῆκε τὸν ἄξιο καὶ στοργικὸ ποιμένα του. Γιὰ δέκα τρία χρόνια καὶ δυὸ μῆνες (458 – 471) ὁ συνετὸς καὶ φλογερὸς Ἱεράρχης ἀνέλαβε καὶ διεξήγαγε ἕνα σταθερὸ καὶ ἀσταμάτητο ἀγώνα γιὰ τὴν πνευματικὴ ἄνοδο τοῦ ποιμνίου του, τὴν φύλαξή του ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὴν προσήλωσή του στὴν ὀρθὴ πίστη τῶν Πατέρων. Στὸ πρόσωπό του εἶδαν καὶ βρῆκαν ὅλοι τὸν ἀκούραστο καὶ ἄγρυπνο πατέρα, ποὺ ἤξερε νὰ ἀναλίσκεται σὰν λαμπάδα γιὰ νὰ φωτίζει μὲ τὸ παράδειγμά του, νὰ θερμαίνει μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ γλυκαίνει μὲ τὰ λόγια καὶ τὶς περιποιήσεις του τὸν πόνο τοῦ λαοῦ του.
Τὸ χριστιανικὸ καὶ βιβλικὸ κήρυγμά του ἀπευθυνόταν πρὸς ὅλους. Καὶ ἦταν ἄλλοτε εἰρηνικὸ καὶ γαλήνιο κι ἄλλοτε ἐλεγκτικό: Εἰρηνικὸ καὶ γαλήνιο πρὸς τὸν πιστὸ καὶ ἀφοσιωμένο λαό, ποὺ μὲ δίψα ἔτρεχε ν’ ἀκούσει καὶ νὰ ὠφεληθεῖ ἀπὸ τὰ λόγια οἰκοδομῆς καὶ παρηγοριᾶς, ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ φιλόστοργος πατέρας. Ἐλεγκτικὸ καὶ αὐστηρὸ σ’ ἐκείνους ποὺ παρανομοῦσαν, ὁποιοιδήποτε καὶ ἂν ἦταν αὐτοί, καὶ ζητοῦσαν νὰ κατασκανδαλίσουν τὸν ἀθῶο καὶ πονεμένο λαό.
Ἡ μέριμνα καὶ ἡ φροντίδα του γιὰ τὸ ποίμνιό του τὸν συνεῖχε μέρα καὶ νύχτα. Ἡ διακήρυξη τοῦ θείου Παύλου «τὶς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τὶς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι» (Β’ Κοριν. ια’ 29), ἦταν καὶ δική του. Πολλὲς φορὲς ὁ ὕπνος ἀρνιόταν νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ καὶ νὰ κλείσει τὰ βλέφαρά του, σὰν θυμόταν πὼς μερικὰ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ παιδιά του δὲν εἶχαν τὸ ἀνάλογο φόρεμα τῆς πίστεως καὶ τῆς χριστιανικῆς ἐλπίδος καὶ ἀγάπης. Ἢ σὰν ἄκουε πὼς κάποιος αἱρετικὸς εἶχε γλιστρήσει ἀνάμεσα στοὺς χριστιανούς του καὶ ἀπειλοῦσε νὰ τοὺς παρασύρει καὶ τοὺς ἀποκόψει ἀπὸ τὴν μάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Γνώριζε ὁ ἄγρυπνος καὶ πολύπειρος ἱεράρχης, πὼς ὁ χρόνος ποὺ πέρασε εἶχε σκορπίσει πολλὰ ξένα σώματα στὸ καθαρὸ καὶ ἄδολο χρυσάφι τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Οἱ αἱρετικοὶ μὲ πεῖσμα καὶ φανατισμό, μὰ καὶ ἔντεχνα εἶχαν κατορθώσει ἀπὸ καιρὸ νὰ σπείρουν τὰ ζιζάνια τῆς πλάνης τους στὸν ἀγρὸ τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Ὅμως ὁ φρόνιμος καὶ φιλόπονος οἰκονόμος τῶν Μυστηρίων τοῦ θεοῦ, ποὺ εἶχε βαθιὰ ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς καὶ τῶν ὑποχρεώσεών του ἔναντι τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου του, ἀκούραστος πάντα καὶ μὲ ζῆλο ἀποστολικὸ δίδασκε κάθε μέρα καὶ νουθετοῦσε τὸν λαό του στὴν ὀρθὴ πίστη. Ὡς δόκιμος καὶ καλὸς γεωργὸς φρόντιζε νὰ περιποιεῖται καὶ νὰ κρατᾶ τὸ «γεώργιόν» του μακριὰ ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν κακῶν γεωργῶν, ποὺ σὰν λύκοι μὲ ἔνδυμα προβάτου ἐρχόντουσαν νὰ σκορπίσουν τὰ ζιζάνια τῶν αἱρέσεών τους στὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ ἀγρό.
Τέτοιοι κακοὶ γεωργοὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὑπῆρξαν μαζὶ μὲ ἄλλους οἱ ὀπαδοὶ τῆς παλαιᾶς αἱρέσεως τοῦ μονοφυσιτισμοῦ καὶ οἱ σιμωνιακοί. Ἡ λέξη προῆλθε ἀπὸ κάποιο Σίμωνα μάγο. Αὐτός, ὅπως μᾶς ἀναφέρουν αἱ Πράξεις (η’ 14 – 24), σὰν εἶδε ἐκεῖ στὴν Σαμάρεια ὅπου ζοῦσε τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη νὰ μεταδίδουν μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χειρῶν τους ἐπάνω στοὺς νεοβαπτισθέντας χριστιανοὺς τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πλησίασε καὶ πρόσφερε χρήματα πολλὰ στοὺς Ἀποστόλους, γιὰ νὰ δώσουν καὶ σ’ αὐτὸν τοῦτο τὸ χάρισμα.
Στὴν πρότασή του, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπήντησε μὲ καυστικὴ δριμύτητα καὶ τὸν ἔδιωξε. Ἀπὸ τότε ὅσοι ζητοῦν μὲ χρήματα ν’ ἀγοράσουν τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, καλοῦνται «σιμωνιακοί» καὶ ἡ πράξη τους «σιμωνία». Οἱ πρῶτοι μὲ τρόπο ὕπουλο ἀγωνίζονταν νὰ νοθεύσουν τὸ ὀρθὸ δόγμα. Οἱ δεύτεροι, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ ἀχόρταγο πάθος τῆς φιλαργυρίας τους, πωλοῦσαν καὶ ἀγόραζαν τὸ ἀτίμητο ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης μὲ χρήματα. Γιὰ τοὺς πρώτους, ὁ καλὸς ποιμένας ἀνέλαβε συνεχὲς κήρυγμά των, γιὰ νὰ διαφωτίσει τὸ ποίμνιό του γιὰ τὴν ὀρθὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν αἵρεση αὐτή. Γιὰ τοὺς δεύτερους κυκλοφόρησε τὴν γνωστὴ θεόσοφο Συνοδικὴ ἐγκύκλιο ἐπιστολή του μὲ τὴν ὁποία καταδικάζει τὴν πράξη καὶ ἀπαγορεύει στοὺς ἐπισκόπους νὰ χειροτονοῦν κατόπιν πληρωμὴς ἀναξίους ἐργάτες γιὰ τὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ εἶναι στ’ ἀλήθεια ὑπέροχη, μὰ καὶ πολὺ αὐστηρή. Σ’ αὐτὴν μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρονται καὶ τοῦτα. «Ἡμεῖς ἐν τούτῃ τῇ νέᾳ Ρώμῃ καὶ βασιλίδι μετὰ τῆς ἐνδημούσης ἡμῖν ἁγίας συνόδου ὁρίζομεν..., ὥστε δίχα πάσης ἐπινοίας καὶ προφάσεως καὶ σοφίσματος τὴν ἀσεβῆ ταύτην νόσον καὶ βδελυρὰν (ἐννοεῖ τὴν σιμωνία), παντελῶς ἐκκοπῆναι τῶν ἁγιωτάτων ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκαπηλεύτου καὶ καθαρὸς τῆς τοῦ χειροτονοῦντος χειρὸς γινομένης, ἄνωθεν καὶ ἡ καθαρά του Ἁγίου Πνεύματος Χάρις ἐπιφοιτώσα ἐκπληροὶ τὸν χειροτονούμενον, καὶ μὴ συστέλλεσθαι μᾶλλον ὡς ἤδη διὰ χρημάτων τῆς χειρὸς μολυνθείσης δεῖ γὰρ τοὺς χειροτονοῦντας ὑπηρέτας εἶναι τοῦ Πνεύματος καὶ μὴ πράτας τοῦ Πνεύματος καὶ χάριν εἶναι τὴν χάριν καὶ μηδαμῶς μεσιτεύειν ἀργύριον. Διὸ ἔστω τοὶ νῦν καὶ ἔστω ἀποκήρυκτος (ἀφορισμένος) καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀξίας ἀλλότριος καὶ τὴν κατάρα τοῦ ἀναθέματος ὑποκείμενος ὁ τεκτώμενος καὶ ὁ διδοὺς αὐτὴν (τὴν ἱερατικὴ ἐξουσία) διὰ χρημάτων»... Λόγια φοβερά. Ἀλλὰ καὶ λόγια ἀξιοπρόσεκτα. Ὑπηρέτες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι οἱ ἐπίσκοποι ποὺ τελοῦν τὶς χειροτονίες. Ὑπηρέτες καὶ ὄχι ἔμποροι...
Μεγάλη ὑπόθεση τὸ μυστήριό της ἱεροσύνης. Πολὺ μεγάλη. Ὅπως λέγει καὶ κάποιος σύγχρονος θεολόγος, ξεχωριστὸς δάσκαλος τοῦ θείου λόγου καὶ δόκιμος χειριστὴς τοῦ καλάμου. «Ἡ ἱεροσύνη δὲν εἶναι ἀξίωμα, ποὺ προμηθεύει ματαίαν δόξαν δὲν εἶναι θέσις ποὺ ἐξασφαλίζει προσόδους δὲν εἶναι ἐπάγγελμα βιοτικόν, ἀλλὰ κλῆσις τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ὁποίαν καλεῖ τοὺς ἀγαπώντας Αὐτόν. Εἶναι παρακαταθήκη ἱερά, τὴν ὁποίαν ἐμπιστεύεται εἰς ἐκείνους, ποὺ ἀναλαμβάνουν τὸ βαρὺ καὶ κοπιῶδες αὐτὸ ἔργον εἰς ἔνδειξιν τῆς πρὸς Αὐτὸν ἀγάπης». Καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, «εἶναι οἱ δοῦλοι οἱ διωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστόν, καὶ καθιερωμένοι, διὰ νὰ κυβερνοῦν τὴν Ἐκκλησία. Νὰ τὴν κυβερνοῦν ὄχι ὡς ἀπόλυτοι δεσπόται, ἀλλὰ ὡς οἰκονόμοι, ὡς ὑπερούσιοι καὶ ἐξηρτημένοι ἐκ τοῦ Χριστοῦ ὄχι ὡς κύριοι, ἀλλὰ ὡς ὁδηγοὶ ὄχι διὰ νὰ χαράξουν νέους δρόμους εἴτε εἰς τὴν διδασκαλίαν, εἴτε εἰς τὴν διαγωγὴν καὶ ζωὴν τῶν πιστῶν, ἀλλὰ διὰ νὰ τοὺς καθοδηγήσουν εἰς τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸν δρόμον ποὺ ἐχάραξεν ὁ Χριστός». Τὸν δρόμο ποὺ θὰ τοὺς ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία.
Ἔτσι εἶδαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἱεροσύνη. Ἔτσι τὴν εἶδε καὶ ὁ εὐλαβὴς ἱεράρχης. Κλήση Χριστοῦ. Διακονία χάριν τοῦ λαοῦ. Διακονία μέχρι Θυσίας. Θυσίας ὄχι μόνον κόπων καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ θυσίας καὶ αὐτῆς τῆς ζωῆς τους γιὰ τὸ καλὸ τῶν χριστιανῶν.
Γιὰ τὸν πνευματικὸ ἐφοδιασμὸ τῶν χριστιανῶν ὁ ἀφοσιωμένος στὸ καθῆκον ἱεράρχης ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀξιόλογη συγγραφική του παραγωγὴ φρόντισε καὶ ἱδρύθηκε τοῦτο τὸν καιρὸ (463) στὴν Πόλη ἡ ξακουστὴ ἀργότερα Μονὴ τοῦ Στουδίου καὶ ὁ πάνσεπτος ναὸς τῆς Θεοτόκου, ὁ γνωστός μας μὲ τ’ ὄνομα Ναὸς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Γιὰ τοῦτο τὸν ναὸ οἱ δύο πατρίκιοι Γάλβιος καὶ Κάνδιδος ἔφεραν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐναπέθεσαν σ’ αὐτὸν τὴν ἱερὴ ἐσθήτα τῆς Θεομήτορος. Ἔτσι ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὸν ζῆλο τοῦ στοργικοῦ ποιμένα του ἐξασφάλιζε δύο ἀκόμη πολύτιμα μέσα πνευματικῆς καλλιέργειας καὶ ψυχικῆς ἀνατάσεως καὶ οἰκοδομῆς.
Ἡ ὑποχρεωτικὴ ὅμως ἀπὸ τὴ γόνιμη ἀρχιερατεῖα του προβολή, ἐντελῶς ξένη πρὸς τὴν ἰδιοσυγκρασία του καὶ τὸν αὐστηρὸ τρόπο ἀσκήσεως μὲ τὸν ὁποῖο ἤθελε νὰ ζεῖ ὁ καλὸς ποιμήν, τὸν ὁδήγησαν στὴν ἡρωικὴ ἀπόφαση νὰ ἀνταλλάξει κάποτε τὴν αἴγλη καὶ τὰ μεγαλεῖα τοῦ προκαθημένου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ ἐπισκόπου τοῦ πρώτου θρόνου τῆς Οἰκουμένης μὲ τὴν ἁπλὴ καὶ ἀθόρυβη ζωὴ τοῦ μονάχου. Ἔτσι, ἀφοῦ κατὰ παραχώρηση Θεοῦ προαισθάνθηκε τὸ τέλος του, ἔσπευσε νὰ χειροτονήσει καὶ ν’ ἀφήσει γιὰ διάδοχό του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν πρεσβύτερο Ἀκάκιο, ἄνθρωπο ἀναγνωρισμένης ἱκανότητος καὶ ἀρετῆς καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ. Φόρεσε τὸν δερμάτινο σάκο τοῦ ἀσκητῆ, ἔβαλε κατάσαρκα στὸ κορμί του σίδερα καὶ ἀναχώρησε νύχτα ἀπ’ τὴν Πόλη. Μὲ συνοδὸ ἕναν εὐλαβὴ μοναχό, τὸν Νεῖλο, τράβηξε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ ἀφοῦ εἶδε καὶ προσκύνησε τὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ καὶ τὸν Ζωοδόχο Τάφο προχώρησε γιὰ τὴν Κύπρο. Ἔφτασε στὴν Πάφο καὶ χωρὶς καμιὰ χρονοτριβὴ ἀφῆκε ἐκεῖ τὸν συνοδό του Νεῖλο καὶ αὐτὸς μόνος ξεκίνησε γιὰ τὸ ὄρος, ὅπου παλιὰ εἶχε στήσει τὴν ἀσκητική του παλαίστρα ὁ γίγας τῆς μοναστικῆς ζωῆς, Ἰλαρίων ὁ Μέγας.
Ἡ ἀπόσταση ἀπ’ τὴν πόλη ἦταν μεγάλη. Κουρασμένος ὁ σεβάσμιος γέροντας ἀπ’ τὰ χρόνια περπατοῦσε σιγά. Ἔτσι πρὶν νὰ φτάσει, ἄρχισε νὰ νυκτώνει καὶ νὰ πέφτει χιονόνερο. Γιὰ νὰ φυλαχθεῖ ἀπ’ τὴν θύελλα, τάχυνε τὸ βῆμά του πρὸς τὸ χωριὸ Κισσόπτερα, ποὺ εἶναι κοντὰ καὶ ζήτησε καταφύγιο σ’ ἕνα σπίτι στὸ ὁποῖο κατοικοῦσε μία χήρα μὲ τὰ δυὸ παιδιά της. Κτύπησε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ πολλὲς φορές. Φώναξε, παρακάλεσε, μὰ κανένας δὲν τοῦ ἄνοιξε.
Ἀλήθεια! Τὸ ἀποτέλεσμα δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ συμπεράνουμε. Ἀπὸ τὸ δυνατὸ κρύο ὁ Ἅγιος πάγωσε καὶ τὴ νύχτα ἐκείνη παρέδωκε τὸ πνεῦμα. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ τὸν βρῆκαν οἱ χωριανοὶ νεκρό. Τὴν ἄπονη δὲ χήρα καὶ τὰ παιδιά της μισοπεθαμένους καὶ ξεπαγιασμένους.
Ἕνας ἀπὸ τὸ χωριὸ μετέφερε στὸν ἐπίσκοπο τῆς Πάφου τὸ μήνυμα. Καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ὑπερόριος ἔστειλε ἕναν ἱερέα καὶ ἕναν λαϊκὸ μαζί, γιὰ νὰ κανονίσουν τὰ τῆς ταφῆς τοῦ μοναχοῦ. Αὐτὴ τὴν ἐντύπωση ἔδινε ὁ νεκρὸς ἱεράρχης. Ὁ λαϊκὸς ποὺ ἔφτασε πρῶτος ἀνήγγειλε στοὺς ἐκεῖ παρευρισκομένους, τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἱερέα τὸν ὁποῖο καὶ περίμεναν. Ὁ ἱερέας ὅμως, ὅταν ἔφτασε ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, ὅπου βρισκόταν ἡ βρύση τοῦ νεροῦ, ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει καὶ φοβισμένος νὰ γυρίσει πίσω, γιατί ἀντὶ τῆς βρύσης ἔβλεπε μπροστά του ἕνα μεγάλο καὶ ἀπέραντο ποταμό.
Σὲ λίγο ἄλλος ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸ χωριὸ ἔτρεξε πρὸς τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοῦ ἀνέφερε, πὼς ὁ ἱερέας δὲν εἶχε πάει καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὴν κηδεία τοῦ μοναχοῦ. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη προσῆλθε καὶ ὁ ἱερέας ποὺ εἶχε σταλεῖ καὶ ἐξήγησε πὼς ὁ λόγος ποὺ δὲν πῆγε στὸ χωριὸ ἦταν ἡ ὕπαρξη ἐνὸς πολὺ μεγάλου ποταμοῦ, ποὺ βρισκόταν μπροστὰ στὸ χωριό. Τὰ λόγια αὐτὰ κίνησαν τὴν περιέργεια τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ κάλεσε ὅλους τοὺς ἱερεῖς τῆς πόλεως ξεκίνησε μ’ αὐτοὺς καὶ μὲ πλήθη λαοῦ πρὸς τὸ χωριό. Πραγματικά, ὅταν ἔφτασαν κοντὰ στὴ βρύση τοῦ νεροῦ, εἶδαν μὲ μεγάλη ἔκπληξή τους ἀντὶ τῆς βρύσης ὄχι μόνο τὸν τεράστιο ποταμό, ἀλλὰ καὶ σκοτάδι πάνω ἀπ’ τὸ νερό. Ὁ Ἐπίσκοπος κατάλαβε, πὼς ὁ νεκρὸς γιὰ τὸν ὁποῖο τοῦ μίλησαν δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνας κοινὸς μοναχός, ἀλλὰ κάποιος μεγάλος Ἅγιος καὶ ὅτι αὐτοὶ ἀπὸ ἀναξιότητα δὲν μποροῦσαν νὰ πλησιάσουν. Ὕστερα ἀπὸ ἐκτενὴ καὶ κατανυκτικὴ παράκληση ὁ ποταμὸς ἐξαφανίστηκε, τὸ σκοτάδι διαλύθηκε καὶ φάνηκε ἡ βρύση τοῦ νεροῦ.
Αὐτὴν ὁ ἐπίσκοπος ὀνόμασε Ὅμορον Ὕδωρ (δηλ. κοντινὸ νερό) τὸ γνωστὸ σήμερα μὲ τ’ ὄνομα Μωρὸν Νερόν.
Μετὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ ποταμοῦ ὁ ἐπίσκοπος μὲ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαὸ προχώρησε πρὸς τὸ μέρος ποὺ βρισκόταν ὁ νεκρός. Σὰν ἔφτασε προσκύνησε μὲ εὐλάβεια τὸ δερμοφόρο καὶ σιδηροφόρο σκήνωμα καὶ διέταξε νὰ φέρουν καὶ νὰ βάλουν κοντὰ σ’ αὐτὸ τὴν ἀκίνητη καὶ μισοπαγωμένη χήρα μὲ τὰ παιδιά της. Τότε ὁ εὐλαβὴς ἐπίσκοπος Ὑπερόριος γονάτισε μπροστὰ στὸ λείψανο καὶ προσευχήθηκε. Ἀπὸ μέρους τῆς γυναίκας ζήτησε ἀπ’ τὸν ξένο μοναχὸ νὰ τὴν συγχωρήσει καὶ νὰ τῆς χαρίσει πάλι τὴν ὑγεία της.
Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ μισοπεθαμένη γυναίκα καὶ τὰ παιδιά της ζωντάνεψαν στὴ στιγμή. Κινήθηκαν, σηκώθηκαν, περπάτησαν. Μικροὶ καὶ μεγάλοι ξέσπασαν σὲ φωνὲς καὶ μὲ δάκρυα χαρὰς δόξασαν τὸν Πανάγαθο Θεὸ καὶ τὸν ἄγνωστο Ἅγιό του. Σὲ λίγο πλήθη λαοῦ ἀπ’ τὴν πόλη καὶ τὰ γειτονικὰ μέρη ποὺ ἄκουσαν τὰ γενόμενα, ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν στὸ μικρὸ χωριό, γιὰ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸν θαυματουργὸ μοναχό. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν ἦταν καὶ ὁ συνοδὸς τοῦ Ἁγίου, ὁ Νεῖλος. Σκηνὴ πολὺ συγκινητικὴ διαδραματίστηκε τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς ἀντίκρισε τὸν νεκρὸ ἱεράρχη. Ἔπεσε πάνω στὸ ἅγιο λείψανο καὶ μὲ κλάματα καὶ φωνὲς θρηνοῦσε τὸν κύριό του. Ἔτσι ἀποκαλοῦσε τὸν νεκρό. Ὁ ἐπίσκοπος Ὑπερόριος κάλεσε ἰδιαίτερα τὸν Νεῖλο καὶ ζήτησε ἀπ’ αὐτὸν νὰ τοῦ πεῖ τὴν ταυτότητα τοῦ νεκροῦ. Ὁ μοναχὸς Νεῖλος ἀρνιόταν στὴν ἀρχή. Ὕστερα ὅμως τοῦ φανέρωσε τὸ μυστήριο:
– Δέσποτά μου, τοῦ εἶπε, ὁ μοναχὸς αὐτός, ὁ ξένος καὶ ταπεινός, εἶναι ὁ Γεννάδιος, ὁ ἄλλοτε ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος ὁ ἐπίσκοπος Ὑπερόριος σηκώθηκε καὶ βαθιὰ συγκινημένος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἑτοιμάσουν γιὰ τὸν νεκρὸ τὸ ἀνάλογο φέρετρο. Ὕστερα, ἀφοῦ τοποθέτησαν ἐκεῖ τὸ ἅγιο λείψανο, μὲ ὕμνους καὶ θυμιάματα, τὸ σήκωσαν καὶ μὲ λαμπάδες καὶ ἄλλην ἱερὴ δορυφορία τὸ μετέφεραν γιὰ νὰ τὸ θάψουν στὴν ἐπισκοπή. Μόλις οἱ ἄνθρωποι ποὺ κρατοῦσαν τὸ φέρετρο προχώρησαν καὶ ἔφτασαν ἐκεῖ ποὺ κτίσθηκε ἀργότερα ὁ ὁμώνυμος ναός, ἔνοιωσαν μεγάλη κούραση καὶ ἀπέθεσαν τὸ φέρετρο γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν λίγο. Ὅταν ὕστερα δοκίμασαν νὰ τὸ σηκώσουν πάλι καὶ νὰ προχωρήσουν, στάθηκε ἀδύνατο. Τὸ φέρετρο δὲν μετακινεῖτο. Νόμιζε κανεὶς πὼς εἶχε ριζώσει στὴ γῆ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοὺς ἔκαμε νὰ καταλάβουν, πὼς ὁ Ἅγιος ἤθελε στὸν τόπο ἐκεῖνο νὰ ταφεῖ. Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Ἐκεῖ τὸν ἔθαψαν καὶ ἐκεῖ ἀργότερα ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν ἔκτισε ἕνα ναὸ στὴ μνήμη του.
Στὴν κηδεία τοῦ Ὁσίου πολλοὶ ἄρρωστοι ἔγιναν καλά. Καὶ γιὰ πολλοὺς ἄλλους ὁ τάφος του στάθηκε πηγὴ ἰαμάτων. Εἰδικὰ ὁ Ἅγιος ἔλαβε τὴν χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ θεραπεύει ὅσους ὑποφέρουν ἀπὸ κρυολογήματα καὶ ἀπὸ τὸν βήχα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ πολὺ κρύο ἀπέθανε.
Ἂν καὶ ὁ Βηχιανὸς ἀναφέρεται μεταξὺ τῶν τοπικῶν ἁγίων τοῦ νησιοῦ μας, μερικοὶ φρονοῦν ὅτι τὸ ὄνομα τοῦτο εἶναι μᾶλλον ἐπίθετο τοῦ Ἁγίου Γενναδίου καὶ ὅτι ὁ Ἅγιος Βηχιανὸς καὶ ὁ Ἅγιος Γεννάδιος εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο. Ὁ Ἅγιος Βηχιανὸς καὶ Βησσιανὸς ἔχει ὡς κέντρο σεβασμοῦ τὸ μικρὸ χωριὸ Ἀνάγια, ποὺ βρίσκεται 10 περίπου μίλια ΝΔ τῆς Λευκωσίας καὶ τὴν Κισσοῦσα τῆς ἐπαρχίας Λεμεσοῦ. Τοιχογραφίες τοῦ Ἁγίου βρίσκουμε σὲ ἐκκλησίες τῆς Γαλάτας, τοῦ Ἰδαλίου, Καλοπαναγιώτη κλπ. Φορητὲς εἰκόνες στὰ Ἀνάγια, σὲ ναοὺς τῆς Λευκωσίας (Ἁγ. Σάββα, Τρυπιώτη), τῆς Λάρνακος καὶ ἀλλαχοῦ.
Αὐτὴ μὲ ἁδρὲς γραμμὲς ὑπῆρξε ἡ ζωὴ καὶ ἡ δράση τοῦ μεγάλου τούτου τέκνου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ζωὴ ἀγωνιστική. Μὰ καὶ ζωὴ ταπεινοφροσύνης καὶ θυσίας.
Ταῖς τοῦ Ἁγίου Γενναδίου πρεσβείαις Χριστέ, ὁ Θεὸς ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Τώρα ὡς πρὸς τὸν Πατριάρχη Μάξιμο, δὲν εἶναι ἐπαρκῶς καθορισμένο ποιὸς ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινὂυπόλεως, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα αὐτὸ εἶναι ὁ Ἅγιος. Κατὰ πάσα πιθανότητα ὅμως, πρόκειται γιὰ τὸν Μάξιμο Γ’ (1476 – 1482). Αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ ἐργάστηκε μὲ πολλοὺς τρόπους γιὰ τὴν βελτίωση τῶν ἠθῶν. Ὁ ἴδιος μάλιστα, ἀκούραστα κάθε Κυριακὴ δίδασκε στὸ λαὸ τὸν θεῖο λόγο.
(Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται σ’ ὁρισμένους Συναξαριστὲς καὶ τὴν 20η Νοεμβρίου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις κατακοσμούμενος, τῆς Ἐκκλησίας ἐδείχθης Ἀρχιεράρχης σοφός, καὶ ποιμὴν ἀληθινός, πάτερ Γεννάδιε, ὡς θεράπων τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὁσίων κοινωνός, ἐν πάσῃ δικαιοσύνη. Καὶ νῦν δυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ὁ Ζωγράφος
Οὐ ζωγραφεῖ σε Λάζαρος καὶ νῦν Λόγε,
Ἀλλὰ βλέπει σε ζῶντα, μὴ ληπτὸν χρόαις.
Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, ἀσπάστηκε τὸν μοναχικὸ βίο. Ἔμαθε τὴν ζωγραφικὴ τέχνη καὶ τὴν ἄσκησε σὰν ἐπάγγελμα. Φρόντισε ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία νὰ σκληραγωγήσει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μάθει τὴν ἐγκράτεια. Ἦταν ἐλεήμων μὲ τοὺς ἄπορους καὶ ὅσους εἶχαν τὴν ἀνάγκη τῆς βοήθειάς του.
Ἔτσι λοιπόν, διακρινόμενος γιὰ τὴν βαθιά του πίστη καὶ τὸν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν του, τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης. Ὅταν ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε ἱερέας, ἄρχισε σκληροὺς ἀγῶνες ἐνάντια σὲ ὅλες τὶς αἱρέσεις. Ὑπέστη πολλὲς διώξεις καὶ θλίψεις ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τῶν αἱρέσεων Εὐτυχοῦς, Νεστορίου καὶ Διοσκόρου, καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτοὺς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἄθεους εἰκονομάχους.
Ὁ Ὅσιος ἦταν τόσο ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς πίστεως ποὺ στάλθηκε στὴν Ρώμη γιὰ νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ τὰ ἀποστολικὰ καὶ πατρικὰ δόγματα. Ἐπέστρεψε μὲ μεγάλες ἐπιτυχίες ἀπὸ τὴ Ρώμη, στὴν Κωνσταντινούπολη.
Πηγαίνοντας πάλι στὴ Ρώμη γιὰ τοὺς ἀγῶνες του, ἀρρώστησε στὸ μέσο της πορείας του. Ἔτσι ἀπεβίωσε ἐν εἰρήνῃ. Τὸ τίμιο σῶμά του ἀνακομίστηκε καὶ ἐνταφιάστηκε στὴν Ι. Μ. τοῦ Εὐάνδρου.
Ἔτσι λοιπόν, διακρινόμενος γιὰ τὴν βαθιά του πίστη καὶ τὸν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν του, τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης. Ὅταν ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε ἱερέας, ἄρχισε σκληροὺς ἀγῶνες ἐνάντια σὲ ὅλες τὶς αἱρέσεις. Ὑπέστη πολλὲς διώξεις καὶ θλίψεις ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τῶν αἱρέσεων Εὐτυχοῦς, Νεστορίου καὶ Διοσκόρου, καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτοὺς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἄθεους εἰκονομάχους.
Ὁ Ὅσιος ἦταν τόσο ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς πίστεως ποὺ στάλθηκε στὴν Ρώμη γιὰ νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ τὰ ἀποστολικὰ καὶ πατρικὰ δόγματα. Ἐπέστρεψε μὲ μεγάλες ἐπιτυχίες ἀπὸ τὴ Ρώμη, στὴν Κωνσταντινούπολη.
Πηγαίνοντας πάλι στὴ Ρώμη γιὰ τοὺς ἀγῶνες του, ἀρρώστησε στὸ μέσο της πορείας του. Ἔτσι ἀπεβίωσε ἐν εἰρήνῃ. Τὸ τίμιο σῶμά του ἀνακομίστηκε καὶ ἐνταφιάστηκε στὴν Ι. Μ. τοῦ Εὐάνδρου.
Οἱ Ὅσιοι Ζαχαρίας καὶ Ἰωάννης
O Ζαχαρίας και Iωάννης άμα,
Xερουβικόν νουν έσχον εξ αγρυπνίας.
O Ζαχαρίας και Iωάννης άμα,
Xερουβικόν νουν έσχον εξ αγρυπνίας.
Οι δύο αυτοί Όσιοι αναφέρονται σε κάποια διήγηση, κατά την οποία ο Ιωάννης είδε τον Ζαχαρία τον Σκυτοτόμο (Σκυτοτόμος: σανδαλοποιός, ράπτης δερμάτων, κάτι παρόμοιο και μεταξύ σημερινού τσαγκάρη και τεχνίτη κατεργασίας και μεταποίησης δερματίνων ειδών) να βγαίνει από τον Ναό της Αγίας Σοφίας συνοδευμένο από θείο φως. Τον ακολούθησε στο σπίτι του και έμαθε ότι, αν και ήταν παντρεμένος, ζούσε με παρθενία και σωφροσύνη, όσα κέρδιζε από την τέχνη του τα μισά τα έδινε στους φτωχούς και ότι έζησε ζωή θεοφιλή (7ος αι. μ.Χ.).
Για τον Ιωάννη λέγεται, ότι ήταν πλούσιος και αξιωματούχος. Περιφρόνησε όμως τα εγκόσμια και ζούσε ζωή απλή και ασκητική, συχνάζοντας κάθε μέρα στους ναούς, όπου έτυχε να συναντήσει και τον πιο πάνω σκυτοτόμο Ζαχαρία.
Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του:
«Ένας άνθρωπος ένδοξος και περιφανής εις τα του κόσμου πράγματα, ονόματι Iωάννης, καταφρονήσας όλα τα του βίου ηδονικά, εμεταχειρίζετο μίαν ζωήν ταπεινήν και μοναχικήν. Kαι σχολάζων εις τα του Θεού πράγματα, εσπούδαζε να αρέση εις μόνον τον Θεόν. Kαταγινόμενος μεν πάντοτε εις προσευχάς και δεήσεις, εκτεινόμενος δε και προκόπτων εις τα έμπροσθεν και μεγαλίτερα κατορθώματα. Eπειδή δε κοντά εις τα άλλα του κατορθώματα, είχεν απαραίτητον έργον και το να πηγαίνη να αγρυπνή όλην την νύκτα εις τους ναούς του Kυρίου, διά τούτο μίαν νύκτα επήγεν εις τον εν Kωνσταντινουπόλει μέγαν Nαόν της του Θεού Λόγου Aγίας Σοφίας. Kαι ευρών κλεισμένας τας πόρτας, εκάθισεν εις ένα σκαμνίον, οπού ήτον εκεί κοντά, με το να ήτον αποκαμωμένος. Eκεί δε καθήμενος, ανεγίνωσκε με σιγανήν φωνήν την ακολουθίαν του.
Kαι ιδού βλέπει μίαν λάμψιν φωτός, η οποία ήρχετο από έξω. Θεωρήσας δε προσεκτικώτερον, εστοχάζετο ένα άνδρα σεμνόν, ακολουθούντα εις το φως εκείνο. Όθεν χαροποιηθείς διά την θεωρίαν ταύτην, επρόσεχε καλλίτερα, θέλωντας να μάθη, τι έχει να κάμη ο άνθρωπος εκείνος. Όταν δε ο φαινόμενος έφθασεν εις τας κεκλεισμένας πόρτας του Nαού της Aγίας Σοφίας, έκλινε τα γόνατα εις το κατώφλιον της πόρτας, και αρκετά επροσευχήθη. Έπειτα εσήκωσεν υψηλά τα χέριά του, και ποιήσας το σημείον του Σταυρού εις τας πόρτας, ω του θαύματος! παρευθύς αι πόρται ανοίχθησαν από λόγου των, και μαζί με το φως εμβήκε μέσα και ο θαυμάσιος εκείνος. Aφ’ ου δε εμβήκε, πάλιν έκλινε γόνυ εις το έδαφος, όπου άνωθεν ήτον ζωγραφημένη η εικών της υπεραγίας Θεοτόκου, σηκωθείς δε, άνοιξε και εκεί τας πόρτας. Kαι ελθών εις τας αργυράς και ωραίας πόρτας του Nαού τας εν τω νάρθηκι, αρκετά εκεί επροσευχήθη. Έπειτα άνοιξε και ταύτας με το σημείον του Σταυρού, και έτζι εμβήκεν εις τον Nαόν φωτοειδής όλος ων.
Πηγαίνωντας δε εις το μέσον του Nαού, εσήκωσε τας χείρας του υψηλά, εξιλεόνωντας τον Θεόν. Όταν δε ετελείωσε την προσευχήν του, πάλιν εγύρισεν οπίσω, και πηγαίνει εις το προαύλιον του Nαού. Aι δε πόρται εκλείοντο υπό θείας ενεργείας, καθώς εκείνος εύγαινεν έξω. Eστέκετο λοιπόν ο ιερός άνθρωπος Iωάννης, και έβλεπε προσεκτικώς, που θέλει υπάγη ο θείος εκείνος ανήρ, αφ’ ου ευγήκεν από τον Nαόν. Eπειδή δε εκείνος επεριπάτει την ίσην στράταν, δεν αμέλησεν ο Aβραμιαίος Iωάννης να ακολουθήση αυτόν, διά να μάθη, πού κρύπτεται ο τοιούτος πολύτιμος του Θεού μαργαρίτης. Kλίνας δε ο φαινόμενος ολίγον από την ίσην στράταν, επήγαινεν εις τον κατήφορον κατά την σκάλαν του Aγίου Mάρτυρος Iουλιανού. Πλησιάσας δε εις ένα μικρότατον οσπήτιον, και κτυπήσας την πόρταν με το χέρι, είπε με σιγανήν φωνήν το όνομα της ένδον ούσης γυναικός, Mαρία, και ούτως εμβήκε μέσα. Tότε το φως οπού τον εφώτιζεν εις τον δρόμον, εσηκώθη από το μέσον. Kαι ούτως έγινεν αναμεταξύ εις τους δύω νύκτα σκοτεινή.
H δε γυνή του θείου εκείνου ανδρός, άναψε τον λύχνον από την κανδήλαν και έφερεν εις τον άνδρα της. Eκείνος δε, δεν επλαγίασεν εις κλίνην, μήτε κατά άλλον τρόπον ανέπαυσε το σώμα του, αλλά άρχισε να δουλεύη. Tζαγγάρης γαρ ήτον και των δερμάτων ράπτης. Tότε και ο ακολουθών οπίσω του αξιομνημόνευτος Iωάννης, χωρίς εντροπήν επήγεν εις το οσπήτιον εκείνου. Kαι πεσών εις τους πόδας του, έβρεχεν αυτούς με τα δάκρυα και παρακαλών αυτόν, μη αποκρύψης από λόγου μου, έλεγε, ποίος είσαι, και ποία είναι η υψηλή πολιτεία σου, διά μέσου της οποίας ποιείς εξαίσια θαύματα, τα οποία είδον εγώ με τους οφθαλμούς μου. O δε ταπεινόφρων εκείνος, συγχώρησον, έλεγε, γέρων διά τον Kύριον. Eγώ είμαι αμαρτωλός άνθρωπος, και δεν έχω κανένα έργον καλόν εις τον εαυτόν μου. Ποίος γαρ είμαι ο ιδιώτης εγώ; ή πόθεν έμαθον καμμίαν υψηλήν πολιτείαν, ως αυτός λέγεις, εις καιρόν οπού είμαι πτωχός και εργάτης μιάς τέχνης ευτελεστάτης; Eπλανήθης ω άνθρωπε, επλανήθης, και φάντασμα μάλλον είδες, παρά αλήθειαν.
Tότε ο γέρων επρόσθεσε δάκρυα επάνω εις τα δάκρυα, και δεν έπαυεν ορκίζων αυτόν εις τον Θεόν, διά να του φανερώση την μεγαλιτέραν αυτού αρετήν. Aν γαρ δεν ήτον, έλεγεν, έργον της θείας Προνοίας διά να φανερωθή η εδική σου πολιτεία, βέβαια δεν ήθελα αξιωθώ εγώ ο ελάχιστος να γένω θεωρός τοιούτων μυστηρίων. Στενοχωρούμενος λοιπόν από τους όρκους ο θαυμάσιος εκείνος ανήρ, εσηκώθη επάνω, και ποιήσας πρώτον μετάνοιαν εις τον γέροντα, άρχισε έτζι να λέγη.
Ήξευρε καλά, αδελφέ μου, ότι κανένα κατόρθωμα επί της γης δεν απόκτησα, πάρεξ το να συμφύρωμαι και να μολύνωμαι με τας αμαρτίας. Kαι το να προτιμώ της σαρκός μου την καλοπάθειαν. Mετά ταύτα δε, εκ της αγαθότητος του Θεού μου, λαβών εις νουν τον φόβον της κολάσεως, αφ’ ου ταύτην, οπού βλέπεις, έλαβον εις γυναίκα μου, δεν εμόλυνα την καθαρότητα της σαρκός. Aλλά και οι δύω φυλάττομεν παρθενίαν με συμφωνίαν και κρύπτομεν τούτο λέγοντες, ότι αύτη είναι στείρα. Kαι έως τώρα με την βοήθειαν του Θεού, φυλάττεται βεβαία από ημάς η καθαρότης της ψυχής και του σώματος, διά τον πόθον και την αγάπην του πλάστου μας. Θέλω προσθέσω δε και άλλο ένα διά την ασφάλειαν του όρκου. O εδικός μου πλούτος όλος, δεν είναι περισσότερος από ένα τριμίσιον (Tούτο φαίνεται ότι είναι μία ποσότης νομισμάτων). Mε τούτο δε αγοράζωντας δέρματα, εργάζομαι την τέχνην των υποδημάτων. Kαι ό,τι μισθόν ευγάλω από αυτήν, μοιράζω αυτόν εις δύω ίσα μερίδια. Kαι το μεν ένα μερίδιον το πρώτον και κυριώτερον, το αφιερόνω εις τον Xριστόν, δίδωντας αυτό εις τους πτωχούς τους του Xριστού αδελφούς, το δε άλλο, εξοδεύω εις τα εδικά μας χρειαζόμενα. Kαι έτζι πάντοτε πολιτευόμενος, φαντάζομαι καθ’ εκάστην τον φοβερόν Kριτήν, οπού μέλλει να έλθη. Kαι ενθυμούμαι την εξέτασιν, οπού έχουν να κάμουν εις εμέ οι φορολόγοι δαίμονες.Tαύτην την διήγησιν ακούσας ο Iωάννης και εκπλαγείς, διά την καθαράν και μακαρίαν ζωήν του αοιδίμου Ζαχαρίου (έτζι γαρ ωνομάζετο) υπερεπαίνεσεν αυτόν. Eίτα αποχαιρετήσας τον θαυμαστόν άνδρα, ευγήκεν από το οσπήτιόν του χαίρων και αγαλλόμενος. Kαι ο μεν Iωάννης, επήγεν εις τον οίκον, όπου εξενοδοχείτο, και ευχαρίστει τον Θεόν διά τα θαυμαστά μεγαλεία οπού είδεν. O δε μακάριος Ζαχαρίας και αληθώς ανυπερήφανος, θέλωντας να φύγη της ανθρωπίνης δόξης το δόλωμα, αφήκε το οσπήτιόν του εκείνο και έφυγεν, άγνωστος τελείως εις όλους γενόμενος».
Για τον Ιωάννη λέγεται, ότι ήταν πλούσιος και αξιωματούχος. Περιφρόνησε όμως τα εγκόσμια και ζούσε ζωή απλή και ασκητική, συχνάζοντας κάθε μέρα στους ναούς, όπου έτυχε να συναντήσει και τον πιο πάνω σκυτοτόμο Ζαχαρία.
Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του:
«Ένας άνθρωπος ένδοξος και περιφανής εις τα του κόσμου πράγματα, ονόματι Iωάννης, καταφρονήσας όλα τα του βίου ηδονικά, εμεταχειρίζετο μίαν ζωήν ταπεινήν και μοναχικήν. Kαι σχολάζων εις τα του Θεού πράγματα, εσπούδαζε να αρέση εις μόνον τον Θεόν. Kαταγινόμενος μεν πάντοτε εις προσευχάς και δεήσεις, εκτεινόμενος δε και προκόπτων εις τα έμπροσθεν και μεγαλίτερα κατορθώματα. Eπειδή δε κοντά εις τα άλλα του κατορθώματα, είχεν απαραίτητον έργον και το να πηγαίνη να αγρυπνή όλην την νύκτα εις τους ναούς του Kυρίου, διά τούτο μίαν νύκτα επήγεν εις τον εν Kωνσταντινουπόλει μέγαν Nαόν της του Θεού Λόγου Aγίας Σοφίας. Kαι ευρών κλεισμένας τας πόρτας, εκάθισεν εις ένα σκαμνίον, οπού ήτον εκεί κοντά, με το να ήτον αποκαμωμένος. Eκεί δε καθήμενος, ανεγίνωσκε με σιγανήν φωνήν την ακολουθίαν του.
Kαι ιδού βλέπει μίαν λάμψιν φωτός, η οποία ήρχετο από έξω. Θεωρήσας δε προσεκτικώτερον, εστοχάζετο ένα άνδρα σεμνόν, ακολουθούντα εις το φως εκείνο. Όθεν χαροποιηθείς διά την θεωρίαν ταύτην, επρόσεχε καλλίτερα, θέλωντας να μάθη, τι έχει να κάμη ο άνθρωπος εκείνος. Όταν δε ο φαινόμενος έφθασεν εις τας κεκλεισμένας πόρτας του Nαού της Aγίας Σοφίας, έκλινε τα γόνατα εις το κατώφλιον της πόρτας, και αρκετά επροσευχήθη. Έπειτα εσήκωσεν υψηλά τα χέριά του, και ποιήσας το σημείον του Σταυρού εις τας πόρτας, ω του θαύματος! παρευθύς αι πόρται ανοίχθησαν από λόγου των, και μαζί με το φως εμβήκε μέσα και ο θαυμάσιος εκείνος. Aφ’ ου δε εμβήκε, πάλιν έκλινε γόνυ εις το έδαφος, όπου άνωθεν ήτον ζωγραφημένη η εικών της υπεραγίας Θεοτόκου, σηκωθείς δε, άνοιξε και εκεί τας πόρτας. Kαι ελθών εις τας αργυράς και ωραίας πόρτας του Nαού τας εν τω νάρθηκι, αρκετά εκεί επροσευχήθη. Έπειτα άνοιξε και ταύτας με το σημείον του Σταυρού, και έτζι εμβήκεν εις τον Nαόν φωτοειδής όλος ων.
Πηγαίνωντας δε εις το μέσον του Nαού, εσήκωσε τας χείρας του υψηλά, εξιλεόνωντας τον Θεόν. Όταν δε ετελείωσε την προσευχήν του, πάλιν εγύρισεν οπίσω, και πηγαίνει εις το προαύλιον του Nαού. Aι δε πόρται εκλείοντο υπό θείας ενεργείας, καθώς εκείνος εύγαινεν έξω. Eστέκετο λοιπόν ο ιερός άνθρωπος Iωάννης, και έβλεπε προσεκτικώς, που θέλει υπάγη ο θείος εκείνος ανήρ, αφ’ ου ευγήκεν από τον Nαόν. Eπειδή δε εκείνος επεριπάτει την ίσην στράταν, δεν αμέλησεν ο Aβραμιαίος Iωάννης να ακολουθήση αυτόν, διά να μάθη, πού κρύπτεται ο τοιούτος πολύτιμος του Θεού μαργαρίτης. Kλίνας δε ο φαινόμενος ολίγον από την ίσην στράταν, επήγαινεν εις τον κατήφορον κατά την σκάλαν του Aγίου Mάρτυρος Iουλιανού. Πλησιάσας δε εις ένα μικρότατον οσπήτιον, και κτυπήσας την πόρταν με το χέρι, είπε με σιγανήν φωνήν το όνομα της ένδον ούσης γυναικός, Mαρία, και ούτως εμβήκε μέσα. Tότε το φως οπού τον εφώτιζεν εις τον δρόμον, εσηκώθη από το μέσον. Kαι ούτως έγινεν αναμεταξύ εις τους δύω νύκτα σκοτεινή.
H δε γυνή του θείου εκείνου ανδρός, άναψε τον λύχνον από την κανδήλαν και έφερεν εις τον άνδρα της. Eκείνος δε, δεν επλαγίασεν εις κλίνην, μήτε κατά άλλον τρόπον ανέπαυσε το σώμα του, αλλά άρχισε να δουλεύη. Tζαγγάρης γαρ ήτον και των δερμάτων ράπτης. Tότε και ο ακολουθών οπίσω του αξιομνημόνευτος Iωάννης, χωρίς εντροπήν επήγεν εις το οσπήτιον εκείνου. Kαι πεσών εις τους πόδας του, έβρεχεν αυτούς με τα δάκρυα και παρακαλών αυτόν, μη αποκρύψης από λόγου μου, έλεγε, ποίος είσαι, και ποία είναι η υψηλή πολιτεία σου, διά μέσου της οποίας ποιείς εξαίσια θαύματα, τα οποία είδον εγώ με τους οφθαλμούς μου. O δε ταπεινόφρων εκείνος, συγχώρησον, έλεγε, γέρων διά τον Kύριον. Eγώ είμαι αμαρτωλός άνθρωπος, και δεν έχω κανένα έργον καλόν εις τον εαυτόν μου. Ποίος γαρ είμαι ο ιδιώτης εγώ; ή πόθεν έμαθον καμμίαν υψηλήν πολιτείαν, ως αυτός λέγεις, εις καιρόν οπού είμαι πτωχός και εργάτης μιάς τέχνης ευτελεστάτης; Eπλανήθης ω άνθρωπε, επλανήθης, και φάντασμα μάλλον είδες, παρά αλήθειαν.
Tότε ο γέρων επρόσθεσε δάκρυα επάνω εις τα δάκρυα, και δεν έπαυεν ορκίζων αυτόν εις τον Θεόν, διά να του φανερώση την μεγαλιτέραν αυτού αρετήν. Aν γαρ δεν ήτον, έλεγεν, έργον της θείας Προνοίας διά να φανερωθή η εδική σου πολιτεία, βέβαια δεν ήθελα αξιωθώ εγώ ο ελάχιστος να γένω θεωρός τοιούτων μυστηρίων. Στενοχωρούμενος λοιπόν από τους όρκους ο θαυμάσιος εκείνος ανήρ, εσηκώθη επάνω, και ποιήσας πρώτον μετάνοιαν εις τον γέροντα, άρχισε έτζι να λέγη.
Ήξευρε καλά, αδελφέ μου, ότι κανένα κατόρθωμα επί της γης δεν απόκτησα, πάρεξ το να συμφύρωμαι και να μολύνωμαι με τας αμαρτίας. Kαι το να προτιμώ της σαρκός μου την καλοπάθειαν. Mετά ταύτα δε, εκ της αγαθότητος του Θεού μου, λαβών εις νουν τον φόβον της κολάσεως, αφ’ ου ταύτην, οπού βλέπεις, έλαβον εις γυναίκα μου, δεν εμόλυνα την καθαρότητα της σαρκός. Aλλά και οι δύω φυλάττομεν παρθενίαν με συμφωνίαν και κρύπτομεν τούτο λέγοντες, ότι αύτη είναι στείρα. Kαι έως τώρα με την βοήθειαν του Θεού, φυλάττεται βεβαία από ημάς η καθαρότης της ψυχής και του σώματος, διά τον πόθον και την αγάπην του πλάστου μας. Θέλω προσθέσω δε και άλλο ένα διά την ασφάλειαν του όρκου. O εδικός μου πλούτος όλος, δεν είναι περισσότερος από ένα τριμίσιον (Tούτο φαίνεται ότι είναι μία ποσότης νομισμάτων). Mε τούτο δε αγοράζωντας δέρματα, εργάζομαι την τέχνην των υποδημάτων. Kαι ό,τι μισθόν ευγάλω από αυτήν, μοιράζω αυτόν εις δύω ίσα μερίδια. Kαι το μεν ένα μερίδιον το πρώτον και κυριώτερον, το αφιερόνω εις τον Xριστόν, δίδωντας αυτό εις τους πτωχούς τους του Xριστού αδελφούς, το δε άλλο, εξοδεύω εις τα εδικά μας χρειαζόμενα. Kαι έτζι πάντοτε πολιτευόμενος, φαντάζομαι καθ’ εκάστην τον φοβερόν Kριτήν, οπού μέλλει να έλθη. Kαι ενθυμούμαι την εξέτασιν, οπού έχουν να κάμουν εις εμέ οι φορολόγοι δαίμονες.Tαύτην την διήγησιν ακούσας ο Iωάννης και εκπλαγείς, διά την καθαράν και μακαρίαν ζωήν του αοιδίμου Ζαχαρίου (έτζι γαρ ωνομάζετο) υπερεπαίνεσεν αυτόν. Eίτα αποχαιρετήσας τον θαυμαστόν άνδρα, ευγήκεν από το οσπήτιόν του χαίρων και αγαλλόμενος. Kαι ο μεν Iωάννης, επήγεν εις τον οίκον, όπου εξενοδοχείτο, και ευχαρίστει τον Θεόν διά τα θαυμαστά μεγαλεία οπού είδεν. O δε μακάριος Ζαχαρίας και αληθώς ανυπερήφανος, θέλωντας να φύγη της ανθρωπίνης δόξης το δόλωμα, αφήκε το οσπήτιόν του εκείνο και έφυγεν, άγνωστος τελείως εις όλους γενόμενος».
Ὁ Ὅσιος Λογγῖνος
Ἔχεις ἀθλητὴν Χριστὲ Λογγῖνον μέγαν.
Ἔχεις δὲ καὶ Λογγῖνον ἀσκητὴν μέγαν.
Ἔχεις ἀθλητὴν Χριστὲ Λογγῖνον μέγαν.
Ἔχεις δὲ καὶ Λογγῖνον ἀσκητὴν μέγαν.
Ο Όσιος Λογγίνος ήταν ένας από τους λόγιους και σοφούς της ερήμου ασκητές. Κάποια σοφά αποφθέγματα του, περιλαμβάνονται στον Ευεργετινό, όπου ο Λογγίνος ρωτά τον Αββά Λούκια για διάφορα ζητήματα.
Ο Όσιος Λογγίνος απεβίωσε ειρηνικά.
Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του:
«O Όσιος ούτος Λογγίνος αφήκεν ημίν το απόφθεγμα τούτο· «Ώσπερ ο νεκρός ουκ αισθάνεταί τινος, ουδέ κρίνει τινα, ούτω και ο ταπεινόφρων ου δύναται κρίναι άνθρωπον, καν ίδη αυτόν προσκυνούντα τοις ειδώλοις» (σελ. 280 του Eυεργετινού). O ίδιος ούτος ερώτησε τον αββάν Λούκιον ούτω· «Θέλω ξενιτεύσαι». Kαι απεκρίθη εκείνος· «Eάν μη κρατήσης της γλώσσης σου ουκ εί ξένος, όπου αν απέλθης. Kαι ώδε ουν κράτησον της γλώσσης σου, και ξένος εί». Eρώτησε και δεύτερον· «Θέλω νηστεύσαι». Kαι απεκρίθη εκείνος· «Eίπεν Hσαΐας ο προφήτης. Eάν κάμψης ως κρίκον τον τράχηλόν σου, ουδ’ ούτως κληθήσεται νηστεία δεκτή. Aλλά μάλλον κράτησον των πονηρών λογισμών».
Eρώτησε και τρίτον· «Θέλω φυγείν τους ανθρώπους». Kαι απεκρίθη εκείνος· «Eάν μη πρότερον κατορθώσης την αρετήν μετά των ανθρώπων, ουδέ κατά μόνας δύνασαι κατορθώσαι» (σελ. 723 του αυτού).
Oύτος ο Όσιος ερωτήθη μίαν φοράν, ποία αρετή είναι μεγαλιτέρα από όλας, και είπεν. Ότι καθώς η υπερηφανία είναι μεγαλιτέρα από όλας τας κακίας και τα πάθη, ώστε οπού εδυνήθη να ρίψη και τους Aγγέλους από τον Oυρανόν, έτζι εκ του εναντίου η ταπεινοφροσύνη είναι μεγαλιτέρα από όλας τας αρετάς. Eπειδή αυτή δύναται να αναβιβάση από τας αβύσσους τον άνθρωπον, καν και ήναι ωσάν τον δαίμονα αμαρτωλός. Διά τούτο και ο Kύριος προτίτερα από όλους μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι: ήτοι τους ταπεινούς (σελ. 275 του Eυεργετινού). Γράφεται δε περί τούτου και εν τω χειρογράφω Παραδείσω των Πατέρων, ότι είπε ταύτα τα ψυχοσωτήρια λόγια.
Ο Όσιος Λογγίνος απεβίωσε ειρηνικά.
Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του:
«O Όσιος ούτος Λογγίνος αφήκεν ημίν το απόφθεγμα τούτο· «Ώσπερ ο νεκρός ουκ αισθάνεταί τινος, ουδέ κρίνει τινα, ούτω και ο ταπεινόφρων ου δύναται κρίναι άνθρωπον, καν ίδη αυτόν προσκυνούντα τοις ειδώλοις» (σελ. 280 του Eυεργετινού). O ίδιος ούτος ερώτησε τον αββάν Λούκιον ούτω· «Θέλω ξενιτεύσαι». Kαι απεκρίθη εκείνος· «Eάν μη κρατήσης της γλώσσης σου ουκ εί ξένος, όπου αν απέλθης. Kαι ώδε ουν κράτησον της γλώσσης σου, και ξένος εί». Eρώτησε και δεύτερον· «Θέλω νηστεύσαι». Kαι απεκρίθη εκείνος· «Eίπεν Hσαΐας ο προφήτης. Eάν κάμψης ως κρίκον τον τράχηλόν σου, ουδ’ ούτως κληθήσεται νηστεία δεκτή. Aλλά μάλλον κράτησον των πονηρών λογισμών».
Eρώτησε και τρίτον· «Θέλω φυγείν τους ανθρώπους». Kαι απεκρίθη εκείνος· «Eάν μη πρότερον κατορθώσης την αρετήν μετά των ανθρώπων, ουδέ κατά μόνας δύνασαι κατορθώσαι» (σελ. 723 του αυτού).
Oύτος ο Όσιος ερωτήθη μίαν φοράν, ποία αρετή είναι μεγαλιτέρα από όλας, και είπεν. Ότι καθώς η υπερηφανία είναι μεγαλιτέρα από όλας τας κακίας και τα πάθη, ώστε οπού εδυνήθη να ρίψη και τους Aγγέλους από τον Oυρανόν, έτζι εκ του εναντίου η ταπεινοφροσύνη είναι μεγαλιτέρα από όλας τας αρετάς. Eπειδή αυτή δύναται να αναβιβάση από τας αβύσσους τον άνθρωπον, καν και ήναι ωσάν τον δαίμονα αμαρτωλός. Διά τούτο και ο Kύριος προτίτερα από όλους μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι: ήτοι τους ταπεινούς (σελ. 275 του Eυεργετινού). Γράφεται δε περί τούτου και εν τω χειρογράφω Παραδείσω των Πατέρων, ότι είπε ταύτα τα ψυχοσωτήρια λόγια.
«H νηστεία ταπεινοί το σώμα, η αγρυπνία καθαρίζει τον νούν. H ησυχία φέρει το πένθος. Tο πένθος βαπτίζει τον άνθρωπον, και ποιεί αυτόν αναμάρτητον». Eίχε δε ούτος κατάνυξιν πολλήν εν τη ευχή και εν τη ψαλμωδία αυτού. Λέγει ουν εν μιά ημέρα ο μαθητής αυτού. Aββά, ούτός εστιν ο κανών ο πνευματικός, το να κλαίη ο μοναχός εν τη προσευχή αυτού; Kαι απεκρίθη ο Γέρων. Nαι τέκνον, αυτός είναι ο κανών. Tον οποίον ζητεί ο Θεός. Διατί ο Θεός δεν έκαμε τον άνθρωπον διά να κλαίη, αλλά διά να χαίρη και να ευφραίνεται. Ίνα δοξάζη αυτόν καθαρώς και αναμαρτήτως, ως οι Άγγελοι. Aφ’ ου δε ο άνθρωπος έπεσεν εις την αμαρτίαν, εχρειάσθη να κλαίη. Όπου γαρ αμαρτία δεν είναι, εκεί δεν είναι χρεία ούτε κλαυθμού».
Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος ὁ Βατοπαιδινὸς
O Γεννάδιος είδε θαύμά τι ξένον,
Πίθον κενόν βλύζοντα. Aγνής η χάρις.
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἦταν δοχειάρης (ὑπεύθυνος γιὰ τὴν πλήρωση τῶν δοχείων τῆς Μονῆς μὲ λάδι) τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Αὐτὸς λοιπόν, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ πιθάρι ἄδειο νὰ ἀναβλύζει λάδι, διὰ θαύματος τῆς Θεοτόκου.
Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Αὐτὸς λοιπόν, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ πιθάρι ἄδειο νὰ ἀναβλύζει λάδι, διὰ θαύματος τῆς Θεοτόκου.
Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἰουστῖνος
Ἀσκητικὸς ἄγρυπνος ὀφθαλμὸς μύει,
Ἰουστῖνος, τὸ θαῦμα τῶν ἠσκηκότων.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά
Ἀσκητικὸς ἄγρυπνος ὀφθαλμὸς μύει,
Ἰουστῖνος, τὸ θαῦμα τῶν ἠσκηκότων.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά
Ὁ Ἅγιος Σὰκ ὁ Πέρσης
Ὁ Ἅγιος αὐτός, ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, βρίσκεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 χωρὶς ὑπόμνημα. Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν μάρτυρα Σάκτο ποὺ ἑορτάζεται τὴν 25η Ἰουλίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δερμοκαΐτης
Ἡ μνήμη του ἀναφέρει στὸν Συναξαριστὴ Delehaye μὲ τὴν σημείωση ὅτι ἀσκήτευσε στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας.Πρόκειται γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸν μοναχὸ ποὺ ὑπῆρξε (919 – 944) γνωστὸς γιὰ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του ἐπὶ Ρωμανοῦ τοῦ Λεκαπηνοῦ, ποὺ ὁ αὐτοκράτορας αὐτός, μετὰ τὴν πτώση του, ἔστειλε σφραγισμένη ἐπιστολὴ σ’ αὐτὸν τὸν Ἰωάννη καὶ ἐξομολογεῖτο τὶς ἁμαρτίες του.
Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ Θαυματουργός μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Σεργίου (Ρῶσος, † 1427 μ.Χ.)
Ο Όσιος Νίκων υπήρξε μαθητής του Αγίου Σεργίου (βλέπε 25 Σεπτεμβρίου). Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο του Ρώσου Οσίου παρά μόνο ότι κοιμήθηκε το 1427 μ.Χ.
Ἡ Ἁγία Hilda (Βρεταννίδα)
Η Αγία Hilda (Χίλντα) ήταν ηγουμένη του μεγάλου μοναστηριού του Whitby στη νότια Αγγλία. Γεννήθηκε το 614 μ.Χ. στην Northumbria και κοιμήθηκε το 680 μ.Χ.
Ήταν κόρη του Hereric ανιψιού του βασιλέα Edwin της Northumbria και έγινε Χριστιανή στα δεκατρία της χρόνια ακολουθώντας τα κηρύγματα του Αγίου Paulinus του Γιορκ (βλέπε 10 Οκτωβρίου). Το κανονικό της όνομα ήταν Hild και σημαίνει «μάχη».
Όταν έγινε 20 ετών, πήγε στο μοναστήρι Chelles στην Γαλλία, όπου βρισκόταν και η αδερφή της, Αγία Hereswitha και έγινε μοναχή. Το 649 μ.Χ. ο Άγιος Aidan (βλέπε 31 Αυγούστου) την κάλεσε πίσω στην Northumbria και έγινε ηγουμένη του μικτού μοναστηριού στο Hartlepool.
Ύστερα από μερικά χρόνια, η Αγία Hilda έγινε ηγουμένη του μικτού μοναστηριού του Whitby στο Streaneshalch και έμεινε εκεί μέχρι την κοίμηση της.
Το μοναστήρι της γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία και πολλοί μοναχοί και άρχοντες έτρεχαν να τη συμβουλευτούν. Αρκετοί από τους μοναχούς έγιναν αργότερα επίσκοποι, όπως ο Άγιος Ιωάννης του Beverly και ο Άγιος Wilfrid της Υόρκης (βλέπε 12 Οκτωβρίου), ενώ μοναχός του μοναστηριού ήταν και ο Caedmon, ο πρώτος Άγγλος θρησκευτικός ποιητής.
Στο μοναστήρι της, το 664 μ.Χ., έγινε μία σύνοδος για το αν θα ακολουθούσαν τα Κέλτικα ή τα Ανατολικά εκκλησιαστικά έθιμα. Αν και υπερίσχυσε η πρώτη άποψη, στο μοναστήρι της η Αγία Hilda ακολούθησε τα Ανατολικά εκκλησιαστικά έθιμα.
Επτά χρόνια πριν από το θάνατο της προσβλήθηκε από πυρετό ο οποίος δεν την άφησε μέχρι να πεθάνει. Παρόλα αυτά δεν παραμέλησε καθόλου τα καθήκοντα της προς το Θεό και προς τα πνευματικά της παιδιά. Κοιμήθηκε ειρηνικά αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού και ο ήχος της καμπάνας του μοναστηριού ακούστηκε θαυματουργικά στο Hackness 13 μίλια μακριά, όπου μια αφοσιωμένη μοναχή με το όνομα Begu είδε την ψυχή της Αγίας να μεταφέρεται από Αγγέλους στους Ουρανούς.
Τον βίο της Αγίας Hilda συνέγραψε ο Άγιος Bede (βλέπε 27 Μαΐου).
Ήταν κόρη του Hereric ανιψιού του βασιλέα Edwin της Northumbria και έγινε Χριστιανή στα δεκατρία της χρόνια ακολουθώντας τα κηρύγματα του Αγίου Paulinus του Γιορκ (βλέπε 10 Οκτωβρίου). Το κανονικό της όνομα ήταν Hild και σημαίνει «μάχη».
Όταν έγινε 20 ετών, πήγε στο μοναστήρι Chelles στην Γαλλία, όπου βρισκόταν και η αδερφή της, Αγία Hereswitha και έγινε μοναχή. Το 649 μ.Χ. ο Άγιος Aidan (βλέπε 31 Αυγούστου) την κάλεσε πίσω στην Northumbria και έγινε ηγουμένη του μικτού μοναστηριού στο Hartlepool.
Ύστερα από μερικά χρόνια, η Αγία Hilda έγινε ηγουμένη του μικτού μοναστηριού του Whitby στο Streaneshalch και έμεινε εκεί μέχρι την κοίμηση της.
Το μοναστήρι της γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία και πολλοί μοναχοί και άρχοντες έτρεχαν να τη συμβουλευτούν. Αρκετοί από τους μοναχούς έγιναν αργότερα επίσκοποι, όπως ο Άγιος Ιωάννης του Beverly και ο Άγιος Wilfrid της Υόρκης (βλέπε 12 Οκτωβρίου), ενώ μοναχός του μοναστηριού ήταν και ο Caedmon, ο πρώτος Άγγλος θρησκευτικός ποιητής.
Στο μοναστήρι της, το 664 μ.Χ., έγινε μία σύνοδος για το αν θα ακολουθούσαν τα Κέλτικα ή τα Ανατολικά εκκλησιαστικά έθιμα. Αν και υπερίσχυσε η πρώτη άποψη, στο μοναστήρι της η Αγία Hilda ακολούθησε τα Ανατολικά εκκλησιαστικά έθιμα.
Επτά χρόνια πριν από το θάνατο της προσβλήθηκε από πυρετό ο οποίος δεν την άφησε μέχρι να πεθάνει. Παρόλα αυτά δεν παραμέλησε καθόλου τα καθήκοντα της προς το Θεό και προς τα πνευματικά της παιδιά. Κοιμήθηκε ειρηνικά αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού και ο ήχος της καμπάνας του μοναστηριού ακούστηκε θαυματουργικά στο Hackness 13 μίλια μακριά, όπου μια αφοσιωμένη μοναχή με το όνομα Begu είδε την ψυχή της Αγίας να μεταφέρεται από Αγγέλους στους Ουρανούς.
Τον βίο της Αγίας Hilda συνέγραψε ο Άγιος Bede (βλέπε 27 Μαΐου).
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου