Πρόσταξε λοιπόν να του δώσουν ελεημοσύνη, για την ξαφνική εκείνη πτώχευση, δεκαπέντε λίτρες χρυσάφι.
Ο άνθρωπος όμως που πήρε τη σχετική εντολή – θες από δική του παρακοή, θες από υποκίνηση των υπαλλήλων της Εκκλησίας, επειδή δεν είχαν απομείνει πολλά χρήματα και ο μέγας Ιωάννης δεν φρόντιζε να μαζεύει θησαυρούς -, έδωσε πέντε μόνο λίτρες στο φτωχό.
Καθώς αργότερα ο μακάριος έβγαινε από το πατριαρχείο, μια χήρα γυναίκα, πολύ πλούσια, του έβαλε στο χέρι ένα έγγραφο δωρεάς με το οποίο πρόσφερε στην Εκκλησία πεντακόσιες λίτρες χρυσάφι. Μόλις το πήρε στα χέρια του ο άγιος, πληροφορήθηκε από τη θεία χάρη, που κατοικούσε μέσα του, αυτό που είχε γίνει αντίθετα στην προσταγή του.
Κάλεσε λοιπόν εκείνους που το έκαναν και τους ρώτησε αν έδωσαν στον άνθρωπο τις δεκαπέντε λίτρες χρυσάφι. Επειδή όμως αυτοί ισχυρίζονταν ψέματα ότι τόσες είχαν δώσει, έστειλε ο μακάριος να φωνάξουν το φτωχό. Και μαθαίνοντας από τον ίδιο πως είχε πάρει πέντε μόνο λίτρες χρυσάφι, τους έδειξε το χαρτί της γυναίκας και τους είπε:
– Από σας θα ζητήσει ο Κύριος τις υπόλοιπες χίλιες! Γιατί αν είχατε δώσει στο φτωχό, όπως σας είχα υποδείξει, τις δεκαπέντε λίτρες, η γυναικά θα πρόσφερε στο Θεό χίλιες πεντακόσιες! Και για ν’ αποδειχθεί στην πράξη η απιστία σας, φωνάξτε μου τη φιλόθεη αυτή γυναίκα.
Όταν εκείνη ήρθε, φέρνοντας μάλιστα και το χρυσάφι που είχε υποσχεθεί, τη ρώτησε ο πατριάρχης:
– Πες μου, τόσα χρήματα σκέφτηκες αρχικά να προσφέρεις στο Θεό;
Η γυναίκα κυριεύθηκε από μεγάλο φόβο, γιατί κατάλαβε πως ο άγιος γνώριζε αυτό που έκανε ολομόναχη, και ομολόγησε το μυστικό της.
– Η αλήθεια είναι, δέσποτα, πως είχα γράψει χίλιες πεντακόσιες λίτρες πάνω στο χαρτί που σου έδωσα. Πριν από λίγες μέρες όμως το ξετύλιξα, και διαπίστωσα πως οι χίλιες είχαν σβηστεί μόνες τους, δεν ξέρω πως. Μετά απ’ αυτό, έκρινα πως δεν θα είναι οπωσδήποτε θέλημα Θεού να προσφέρω περισσότερες από πεντακόσιες.
Αυτά τα λόγια που άκουσαν, γέμισαν με πολύ φόβο τις ψυχές των υπαλλήλων της Εκκλησίας, που πρόσπεσαν στα πόδια του πατριάρχη και ζητούσαν να τους συγχωρέσει το αμάρτημα της παρακοής. Όσο για τη φιλόχριστη γυναίκα, αφού ο μακάριος της ευχήθηκε να έχει πολλή την ευλογία του Θεού, την άφησε να φύγει.
Από το βίο του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος
Ακριβώς αυτό που είπε τι συνέβη στην ελεημοσύνη της χήρας ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜας το λέει πιο αναλυτικά ένας σύγχρονος Άγιος.
Όταν κανείς αφήνεται στον Θεό, ο Θεός δεν τον αφήνει.
Και πράγματι, αν χρειαστείς αύριο στις δέκα η ώρα κάτι, όταν δεν είναι παράλογο και είναι ανάγκη πραγματική, εννιά και σαράντα πέντε λεπτά ή εννιά και μισή θα το έχει έτοιμο ο Θεός, για να σου το δώσει. Π.χ. σου χρειάζεται ένα κύπελλο στις εννιά η ώρα. Στις εννιά παρά πέντε σου έρχεται το κύπελλο.
Σου χρειάζονται πεντακόσιες δραχμές.
Την ώρα που τις θέλεις έρχονται ακριβώς πεντακόσιες δραχμές• ούτε πεντακόσιες δέκα, ούτε τετρακόσιες ενενήντα.
Έχω παρατηρήσει ότι, αν μου χρειαστεί λ.χ. κάτι αύριο, ο Θεός το έχει προνοήσει από σήμερα• πριν δηλαδή το σκεφτώ εγώ, το έχει σκεφτεί ο Θεός πιο νωρίς και το παρουσιάζει την ώρα που το χρειάζομαι.
Γιατί από εκεί που έρχεται, για να φτάσει σ' έμενα ακριβώς την ώρα που το χρειάζομαι, βλέπω πόσος χρόνος απαιτείται. Άρα ο Θεός το φρόντισε νωρίτερα.
(Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης)
Όταν δει ο άνθρωπος την Πρόνοια του Θεού, θα μαλακώσει η γρανιτένια καρδιά του, θα γίνει ευαίσθητη και θα ξεσπάσει σε Δοξολογία και κλάματα ευχαριστίας.