Τετάρτη 11 Μαΐου 2022

Ἀσκητές μέσα στόν κόσμο Α΄: Πατήρ Ἠλίας Διαμαντίδης ὁ μυροβλήτης - Μέρος 1ο

 

Τά στοιχεῖα πού συνθέτουν τόν σύντομο βίο τοῦ π. Ἠλία προέρχονται ἀπό διηγήσεις τῆς κόρης του Καλλιόπης (Κάλλης) καί τῶν ἐγγονῶν του Μαρίας καί Ὄλγας (κόρες τῆς Καλλιόπης). Εὐχαριστίες ὀφείλονται στούς κ. Κλημεντίδη Παναγιώτη καί κ. Πιλιτσίδη Μιχαήλ, δισέγγονο τοῦ π. Ἠλία, πού κατέγραψαν ἀντιστοίχως τίς διηγήσεις. Ὁ Γέροντας Παίσιος εἶχε διαβάσει τόν βίο, ἔκανε τίς παρατηρήσεις του καί τόνισε ὅτι ὁ π. Ἠλίας ἀπό μικρός πῆρε τήν θεία Χάρι γιατί ὑπέμεινε μέ ἀνεξικακία τά βασανιστήρια τῆς μητρυιᾶς του.
 ____________________________
 
Ὁ πατήρ Ἠλίας Διαμαντίδης γεννήθηκε τό 1880 στό χωριό Χουρμικιάντο τῶν Σουρμένων τοῦ Πόντου, τό ὁποῖο ἀπέχει ὀκτώ ὧρες μέ τό καΐκι ἀπό τήν Τραπεζοῦντα.

Οἱ γονεῖς του, Παναγιώτης καί Ἀθηνᾶ, ἦταν φτωχοί ἀλλά μέ φόβο Θεοῦ. Ἀπέκτησαν τρία παιδιά, τόν Κωνσταντῖνο, τόν Γεώργιο καί τόν Ἠλία. Τό 1888 ἀφοῦ στερέωσε τά παιδιά της στήν εὐλάβεια ἐκοιμήθη ἡ Ἀθηνᾶ. Ὁ Παναγιώτης ξαναπαντρεύτηκε καί πῆρε μιά γυναῖκα βάρβαρη καί κακιά, τήν Καντίνα. Ἡ μητρυιά κακομεταχειριζόταν καί βασάνιζε τόν μικρό Ἠλία. Μέ δάκρυα διηγεῖτο ἀργότερα πολύ ἐμπιστευτικά σέ μιά ὀρφανή τά βάσανα τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, μέ σκοπό νά τήν στηρίξη.

Ἡ μητρυιά του τόν κρεμοῦσε ἀνάποδα σέ δένδρο ἐπί μιά ὥρα καί παρακολουθοῦσε ἀνάλγητη τό μαρτύριο του, ἐνῶ ἐκεῖνος τήν παρακαλοῦσε μέ δάκρυα νά τόν λύση. Τόν ξεγύμνωνε καί μέ ἕνα μάτσο τσουκνίδες τόν χτυποῦσε στά ἀπόκρυφα μέρη.

Τύλιγε τά γεννητικά του ὄργανα μέ κλωστή προξενῶντας ἀφόρητους πόνους, ὄχι μόνο ἀπό τό δέσιμο ἀλλά καί ἀπό τήν ἀδυναμία διούρησης. Ἔβαζε φωτιά στά ροῦχα του καί τό παιδί ἔτρεχε τρομαγμένο νά τήν σβήση. Ὅλη τήν ἡμέρα τόν ἄφηνε νηστικό, δίνοντάς του μόνο λίγο ξερό ψωμί. (Αὐτή ἦταν ἡ ἀπαρχή τῆς μεγάλης του ἐγκράτειας πού ἐτήρησε σ᾿ ὅλη του τήν ζωή. Τόν ἔστελνε σ᾿ αὐτήν τήν ἡλικία νά βόσκη μοσχάρια καί τόν ἀπειλοῦσε μέ βασανιστήρια, ἄν τά ζῶα ἔκαναν ζημιά. Ὅταν ἐπέστρεφε τό βράδυ τόν ρωτοῦσε ὁ πατέρας του, ἄν ἔφαγε τίποτε καί ἀπαντοῦσε γι᾿ αὐτόν ἡ μοχθηρή μητρυιά του: «Τόν τάϊσα, τόν τάϊσα».

Στά πολλά βασανιστήρια ποτέ δέν παραπονέθηκε. Ἐφάρμοσε τό «ἀσχημοσύνην μητρός σοῦ οὐκ ἀποκαλύψεις»1. Ἀπό ὅλα αὐτά πού ὑπέμεινε μέ ἀμνησικακία ἔλαβε ἀπό μικρός ὁ Ἠλίας ἄφθονη τήν θεία Χάρι.

Ἀργότερα πού ἐκοιμήθη ὁ πατέρας του, ἡ μητρυιά του, γηρασμένη πιά, εἶχε τόν φόβο μήπως ὁ Ἠλίας τήν ἐκδικηθῆ γιά ὅσα τοῦ ἔκανε. Ἐκεῖνος τήν καθησύχαζε: «Μή φοβᾶσαι μητέρα, θά σέ κοιτάξω καλά». Ἔμεινε κατάκοιτη στό κρεββάτι καί ὁ Ἠλίας δέν ἄφηνε κανέναν ἄλλο νά τήν περιποιεῖται. Ὁ ἴδιος μέ πολλή ἀγάπη τήν τάϊζε, τήν ἔπλενε, προσέφερε τά πάντα. Ἀντί τῆς χολῆς καί τοῦ ὄξους της ἀνταπέδωσε μάννα καί ὕδωρ. Ἐκείνη συντετριμμένη ἔλεγε καί ξανάλεγε: «Ἠλία, πολύ σέ τυράννησα, πολλά κακά σου ἔκανα, συγχώρεσε μέ, παιδί μου», καί ἐκεῖνος ἀνεξίκακα τῆς ἔλεγε: «Μή στενοχωριέσαι, μητέρα, εἶσαι συγχωρημένη».

Ὁ Ἠλίας, λόγῳ οἰκονομικῆς δυσχέρειας, δέν πῆγε στό σχολεῖο καί δέν ἔμαθε γράμματα. Μέχρι τά δεκαεπτά του ἐργαζόταν ὡς ντενεκετζής στά Πλάτανα Τραπεζοῦντος, στόν ξάδερφο τοῦ Πέτρο Διαμαντίδη.

Τό 1897 ὁ μεγάλος του ἀδελφός Κωνσταντῖνος καί ἡ μητρυιά του ἐπέμεναν νά τόν παντρέψουν μέ μιά κοπέλλα τριάντα χρόνων πού ὅμως δέν ἦταν ἀπό καλή γενεά γιά τήν περιουσία της. Ὁ Ἠλίας δέν ἤθελε, γι᾿ αὐτό τή νύχτα τοῦ γάμου ἔφυγε καί μέσα ἀπό τά βουνά Χοτσεράντο ἔφτασε στό χωριό Καρακατζή. Πῆγε στούς γονεῖς μιᾶς φτωχῆς νέας, τῆς Σωτῆρας, τήν ὁποία συμπαθοῦσε καί ἤθελε γιά γυναῖκα του. Μέ τήν εὐχή τῶν γονέων της, Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, νυμφεύφθηκε τήν δεκαεπτάχρονη Σωτῆρα Γεροντίδου.

Ἔζησε μέ τήν γυναῖκα του στήν ἀρχή πολύ φτωχικά. Δούλευε ὡς ὑπάλληλος στόν φοῦρνο τοῦ Παναγιώτη Χατζηλιά. Ὁ Παναγιώτης εἶδε τόν Ἠλία πού δούλευε τίμια καί φιλότιμα καί τοῦ ἔδωσε τόν φοῦρνο του. Ἀλλά καί ὁ Θεός τόν εὐλογοῦσε καί κέρδιζε πολλά. Τότε ἀγόρασε ἕνα μεγάλο σπίτι στό Καρακατζή στό Χάνι. Τό σπίτι του ἔγινε πανδοχεῖο γιά ξένους καί φτωχούς. Βοηθοῦσε κρυφά τούς πεινασμένους. Χρησιμοποιοῦσε τουρκάλες γιά νά κρύβεται ὁ ἴδιος, νά νομίζουν ὅτι Τοῦρκοι κάνουν τίς ἐλεημοσύνες. Τίς πλήρωνε καί μετέφεραν τή νύχτα τρόφιμα σέ σπίτια πού εἶχαν ἀνάγκη. Ἔδινε αὐστηρή ἐντολή νά μήν τόν μαρτυρήσουν. Σέ μιά χήρα μέ τέσσερα μωρά ἔστελνε μέ μιά τουρκάλα ἀλεύρι καί καθόταν ἡ τουρκάλα καί βοηθοῦσε τήν χήρα στό ζύμωμα.

Ὁ Ἠλίας μέ την Σωτῆρα ἀπέκτησαν ἕξι κορίτσια. Τήν Ἀγάπη, ἡ ὁποία παντρεύτηκε καί μετά τήν χηρεία της ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Μαρία στήν Κούμα τοῦ Σοχούμ, τήν Βασιλική, τήν Ἑλένη, τήν Καλλιόπη (Κάλη), τήν Ἀθηνᾶ καί τήν Ὄλγα.

Ὁ Ἠλίας ἦταν προκομμένος καί ἀγαποῦσε πολύ τόν Θεό. Στενοχωριόταν ὅμως πού δέν ἤξερε γράμματα. Φάνηκε λοιπόν κάποτε στόν ὕπνο του Ἄγγελος καί ἄρχισε νά τοῦ μαθαίνη γράμματα, ψαλτική καί ἁγιογραφία. Κάθε βράδυ τόν ἔβλεπε στόν ὕπνο του καί συνέχιζε τό μάθημα του, μέχρι πού ἔμαθε ὁ Ἠλίας νά διαβάζη, νά γράφη καλά, νά ψέλνη καί νά ἁγιογραφῆ. Τίς Κυριακές ἔψελνε στήν Ἐκκλησία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στό χωριό Τσίτα τῶν Σουρμένων. Ἦταν ἐξαιρετικά καλλίφωνος καί ἔψελνε μέ εὐλάβεια, ὅπως εἶχε διδαχθῆ ἀπό τόν Ἄγγελο. Ἔχοντας ἀγάπη καί ἔφεση γιά τήν προσευχή, ξυπνοῦσε πάντα νωρίς γιά νά προσεύχεται.

Τό 1918 ἡ ζωή τους, ὅπως καί ὅλων τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, ἔγινε ἀφόρητη ἀπό τίς βιαιότητες τῶν Τούρκων. Ἀνήμερα τῶν Φώτων, τήν ὥρα τοῦ Ἁγιασμοῦ, οἱ Τοῦρκοι περικύκλωσαν τήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ. Ὁ στρατός τῶν Ἀρμενίων ὅμως τούς διεσκόρπισε. Ἔτσι ξεκίνησαν τήν ἴδια μέρα πολλές οἰκογένειες νά φύγουν γιά τήν Ρωσσία. Μεταξύ αὐτῶν καί ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἠλία. Ὁ ἴδιος ἔφυγε ἀργότερα, ὁδοιπορῶντας ἐπί δεκαπέντε ἡμέρες μέσα στά χιόνια.

Στό Βατούμ, στό χωριό Μαχμουτία, ἦταν ἐγκατεστημένη ἡ κόρη του Ἀγάπη μέ τόν σύζυγό της Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν πολύ πλούσιος. Ἀγόρασε γιά τόν πεθερό τοῦ Ἠλία μιά μεγάλη ἔκταση στό βουνό καί ἐκεῖ ὁ Ἠλίας ἔχτισε μόνος του τό σπίτι του. Ἐξακολουθοῦσε νά ἀσκῆ τό ἐπάγγελμα τοῦ φούρναρη ἀλλά καί νά βοηθᾶ τούς φτωχούς. Ἀνάγκαζε τούς ξένους νά ἔρθουν νά φιλοξενηθοῦν στό σπίτι του. Ἔστελνε τήν κόρη του Κάλλη στά σταυροδρόμια μέ τήν διεύθυνσή του γραμμένη στό χαρτί νά τήν δίνη στούς ξένους καί νά τούς προσκαλῆ γιά φιλοξενία. Ἔκλαιγε ἀπό χαρά ὅταν τόν ἐπισκέπτονταν ζητιάνοι, πρόσφυγες καί φτωχοί. Κάθε βράδυ εἶχε πέντε-δέκα ἄτομα. Ἔβαζε τά παιδιά του νά τούς ξεψειρίσουν, νά τούς πλύνουν τά πόδια, τά ροῦχα τους καί μετά τούς ὁδηγοῦσαν στό μεγάλο δωμάτιο, τό «μουσαφίρ-ὀντά», πού τό εἶχε εἰδικά γιά τήν φιλοξενία τῶν πτωχῶν. Ὁ ἴδιος τους ὑπηρετοῦσε καί τούς τάϊζε μέχρι νά χορτάσουν. «Φᾶτε, πιέτε, μήν ντρέπεστε», ἔλεγε. Ὁ ἴδιος ἔτρωγε τελευταῖος. Εἶχε ξεχωριστό δωμάτιο γιά τούς ἀρρώστους.

Κάποτε φιλοξένησε γιά χρόνια δυό ἀδέλφια μοναχούς, τόν Παχώμιο καί τόν Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι ἦταν ντυμένοι μέ κοσμικά ροῦχα γιά τόν φόβο τῶν ἀθέων κομμουνιστῶν καί ἀσκήτευαν σέ βράχο τοῦ Σοχούμ. Ἀπό αὐτούς ὁ Ἰωάννης κοιμήθηκε ἀργότερα στόν Πόντο καί ὁ Παχώμιος στό Ἅγιον Ὄρος.

Ἡ καλή του σύζυγος τόν βοηθοῦσε στήν φιλοξενία καί τόν συναγωνιζόταν στήν ἐλεημοσύνη. Ρωτοῦσαν νά μάθουν ποιός ἔχει ἀνάγκη καί τή νύχτα ἔστελναν τσουβάλια ἀλεύρι, τυριά, φροῦτα σέ χῆρες καί ὀρφανά, σέ φυλακές καί ἱδρύματα.

Μιά νύχτα, ἡ ὀρφανή Αὐγούλα πού τήν μεγάλωναν στό σπίτι τους, εἶδε τήν Σωτῆρα νά βγαίνη κρυφά ἀπό τό σπίτι καί τήν ρώτησε πού πάει τέτοια ὥρα. «Ἡσύχασε», τῆς εἶπε, «πάω ν᾿ ἀρμέξω τίς ἀγελάδες». «Τέτοια ὥρα;», ρώτησε πάλι ἡ Αὐγούλα. «Θά πάω τό γάλα στίς φυλακές».

Ἕκτος ἀπό τήν Αὐγή μεγάλωσε καί πάντρεψε καί ἄλλο ὀρφανό κοριτσάκι, τήν Ἐλπινίκη.

Μιά νύχτα ὁ Ἠλίας εἶδε στόν ὕπνο του τόν ἅγιο Γεώργιο ὁ ὁποῖος τοῦ παρήγγειλε νά κτίση κοντά στό σπίτι του Ἐκκλησία στό ὄνομά του. Τοῦ ὑπέδειξε μάλιστα καί τό σημεῖο πού θά κρεμοῦσε τήν εἰκόνα του καθώς καί τίς ἄλλες εἰκόνες, ἐνῶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν βοηθοῦσε καί θά ἐνεργοῦσε θαύματα.


Κάποια ἡμέρα πού ὁ Ἠλίας ἔσκαβε στό κτῆμα του σφηνώθηκε ὁ κασμᾶς καί δέν ἔβγαινε. Ἔσκαψε γύρω του μέ κοπίδι καί σφυρί καί τότε βρῆκε τοῖχο Ἐκκλησίας. Ἔσκαψε μέ προσοχή. Ἀμέσως φάνηκαν οἱ τρεῖς πλευρές τοῦ ναοῦ καί στόν τοῖχο μιά τοιχογραφία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, πού διετηρεῖτο καλά.

Ἔφτιαξε τήν Ἐκκλησία μέ σανίδια καί τήν σκέπασε μέ χορτάρια. Ἀπό ἔξω ἔμοιαζε μέ ἀχυρῶνα, ὥστε νά μήν δίνη ὑποψία στούς κομμουνιστές. Ζωγράφισε μόνος του τίς εἰκόνες καί τίς τοποθέτησε ὅπως ἤθελε ὁ ἅγιος Γεώργιος. Ἡ κόρη του Ἀγάπη, πού ἦταν κρυφή μοναχή, περιποιεῖτο τήν Ἐκκλησία. Ὁ Ἠλίας τῆς παρήγγειλε νά κρατᾶ ἀκοίμητο τό καντήλι τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ὅταν πήγαινε νά σβήση, αὐτή ἄκουγε ἕναν ἦχο χαρακτηριστικό καί τότε πήγαινε νά προσθέση λάδι καί νά καθαρίση τό φυτίλι του. Αἰσθάνονταν μέ διάφορους τρόπους τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὅταν ἐρχόταν ὁ Ἅγιος ἄκουγαν ποδοβολητό καί ἔβλεπαν τά πατήματα τοῦ ἀλόγου του στόν χωμάτινο δρόμο.

Ὁ Ἠλίας ἀγωνιζόταν πολύ καί τό παράδειγμά του παρακινοῦσε καί τούς ἄλλους. Ξυπνοῦσε στίς 3 τή νύχτα καί μέχρι τό πρωί προσευχόταν. Βίαζε τόν ἑαυτό του πολύ στήν προσευχή. Ἔκανε κομποσκοίνι καί ἔτρεχαν τά δάκρυά του συνέχεια. Ἄν κάποτε δέν ξυπνοῦσε, τόν σκουντοῦσε ὁ ἅγιος Γεώργιος λέγοντας: «Σήκω, ἡ ὥρα πέρασε». Ὁ ἴδιος ξυπνοῦσε καί τήν οἰκογένειά του γιά νά προσευχηθοῦν, ἐνῶ τήν ὀρφανή Αὐγούλα τήν ξυπνοῦσε στίς 3.30′ μέ πραεία φωνή.


Πῆγε στόν ἱερέα τῆς περιοχῆς ὁ Ἠλίας καί τοῦ ἀνέφερε γιά τήν Ἐκκλησία πού ἀνακάλυψε. Ἐκεῖνος ἦταν γέρος καί γιά τόν φόβο τῶν ἀθέων κομμουνιστῶν, δέν φοροῦσε ράσα. Παρακίνησε τόν Ἠλία νά χειροτονηθῆ ἱερέας γιά νά μπορῆ νά βαπτίζη καί νά κοινωνά τους χριστιανούς. Δέχθηκε καί χειροτονήθηκε ἱερέας ἀπό τόν ἐπίσκοπο τοῦ Βατούμ. Φοροῦσε μιά ἱερατική στολή πού εἶχε κληρονομήσει ἀπό ἕνα θεῖο τοῦ ἱερέα, τόν παπα-Γιώργη, καί λειτουργοῦσε κρυφά στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί σ' ἄλλα ἐρημοκκλήσια.

Ὅταν οἱ πιστοί τῆς περιοχῆς ἔμαθαν ὅτι ὑπάρχει Ἱερέας στό χωριό, πήγαιναν γιά νά λειτουργηθοῦν τή νύχτα στό Ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Οἱ Τοῦρκοι τῆς περιοχῆς τό πληροφορήθηκαν καί τό κατέδωσαν στήν Ἀστυνομία, ἡ ὁποία ἔκανε ἐφόδους. Ὅμως ὁ πατήρ πάντα εἰδοποιεῖτο ἔγκαιρα ἀπό καλούς ἀνθρώπους καί πρίν ἔρθη ἡ Ἀστυνομία, σκορπίζονταν καί ἔκαναν ὅτι μαζεύουν ξύλα ἤ ὅτι ἀπασχολοῦνται μέ κάποια ἄλλη ἐργασία. Ὁ π. Ἠλίας δήλωνε εὐθαρσῶς ὅτι ἦταν χριστιανός, καί οἱ ἄνθρωποι ἔλεγαν στήν Ἀστυνομία ὅτι ἦταν ἐργάτες του. Σέ κάθε ἔφοδο τῶν ἀστυνομικῶν τόν συνελάμβαναν, τόν ἀνέκριναν, τόν ἔκλειναν στήν φυλακή, τόν χτυποῦσαν καί τόν ἄφηναν νηστικό. Ὑπέστη πολλά βασανιστήρια χωρίς νά λυγίση, ὅμως παρέμεινε σταθερός ὁμολογητής. Ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν φυλακή, ἐνῶ ἀκόμη πονοῦσε ἀπό τά βασανιστήρια, πήγαινε κρυφά κάθε νύχτα στό Ἐκκλησάκι του καί μέ τούς πιστούς τελοῦσαν τήν θεία Λειτουργία.
 
Συνεχίζεται
 
Ἀπὸ το βιβλίο «Ἀσκητές μέσα στὸν κόσμο A'»
__________________________ 
1. Λευϊτ. ιη’, 7. 
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου