ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκᾶ 18, 18-27]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ;»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 26-11-1989]
[Β 228]
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, μᾶς διηγεῖται ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸ περιστατικὸ ποὺ κάποιος νεαρός, ἄρχων καὶ πλούσιος, ἐρώτησε τὸν Κύριον λέγοντάς Του: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ὑπέδειξε τὴν ὁδὸν τῶν ἀρετῶν. «Τὰς ἐντολὰς οἶδας», τοῦ λέγει, «τίς ἐντολὲς τίς γνωρίζεις». Δηλαδὴ ἡ ὁδὸς κατακτήσεως τῆς αἰωνίου ζωῆς εἶναι πάρα πολὺ γνωστή. Εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν.
Στὸν νεανίσκο, ὅμως, αὐτὸν ἡ ἀπάντησις αὐτὴ ἦταν ἀπροσδόκητη· γιατί περίμενε κάτι ἄλλο. Ἐπερίμενε κάτι τὸ ὑπερέχον, κάτι τὸ ἐκπληκτικόν. Κι ὅμως ὁ Κύριος ἀνέφερε τὴν πεπατημένη ἐκείνη ὁδό, τὴν πολὺ γνωστή, τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν πετάγματα ὑψηλὰ καὶ νομίζουν ὅτι πρέπει νὰ ἀνακαλύψουν ἢ νὰ τοὺς προσφερθεῖ ὄχι πιὰ κάτι τὸ τετριμμένο, ἀλλὰ κάτι τὸ ἄλλο, κάτι τὸ διαφορετικό, γιὰ νὰ κατακτήσουν ἐκεῖνα ποὺ ποθεῖ ἡ ψυχή των.
Ἐμεῖς ὅμως, αὐτὴν τὴν βεβαιωτικὴν ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου, ποὺ τοῦ εἶπε: «Τὰς ἐντολὰς οἶδας», δηλαδὴ «Τίς ἐντολὲς τίς γνωρίζεις», θὰ τὴν μετατρέψουμε σὲ ἐρωτηματική: «Οἶδας τὰς ἐντολὰς;». «Γνωρίζεις τίς ἐντολές;». Γιατί πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἔχομε ἄγνοια τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς πεῖ ὁ Κύριος: «Τίς ἐντολὲς τίς γνωρίζεις». Ἀλλὰ τίθεται σὲ μᾶς κατὰ ἐρωτηματικὸν τρόπον. Γνωρίζομε τίς ἐντολές; Αὐτὸ τὸ θέμα ἀκριβῶς θὰ διερευνήσομε σήμερα, ἀγαπητοί μου, στὴν ἀγάπη σας, νὰ ἰδοῦμε, γνωρίζομε ὄντως τίς ἐντολές;
Τί εἶναι οἱ ἐντολές; Ἐκεῖνα ποὺ ἐντέλλεται ὁ Θεός, ἐκεῖνα ποὺ παραγγέλλει. Ἐκεῖνα ἐπὶ τῶν ὁποίων εὐχαριστεῖται ὁ Θεός, ὅταν ἐφαρμόζονται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἐκεῖνα ποὺ συνιστοῦν τίς καλὲς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ εἶναι οἱ ἐντολές. Γι᾿ αὐτὸ γράφει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ του: «Καὶ μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον». Ἄς προσέξομε τί γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, εἰς τοὺς Ρωμαίους. Καταρχάς, κατὰ ἕναν ἀρνητικὸν τρόπον, συνιστᾷ καὶ λέγει εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ρώμης νὰ μὴν συσχηματίζονται μὲ τὸν κόσμον. Μὴν παίρνουν τὸ ἴδιο σχῆμα ποὺ ἔχει ὁ κόσμος. Ὁ κόσμος εἶναι ἕνα σχῆμα. Ἕνα σχῆμα βέβαια τοῦ παρόντος αἰῶνος. Μέσα εἰς αὐτὸ τὸ σχῆμα ἔρχονται πολλοὶ Χριστιανοὶ νὰ τοποθετηθοῦν. «Σχῆμα» θὰ πεῖ «καλούπι», θὰ πεῖ «φόρμα». Μέσα στὸ ὁποῖο καλούπι ἔρχονται τώρα νὰ καλουπιαστοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν αὐτὴν μορφὴν οἱ Χριστιανοί. Τί λέγει λοιπὸν ὁ Ἀπόστολος; «Ὄχι. Μὴ συσχηματίζεσθε», λέγει, «μὲ τὸν κόσμον αὐτόν». Αὐτὸ ἀποτελεῖ μία βασικὴ προϋπόθεση γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ μιά, θὰ λέγαμε, μεταμόρφωση τοῦ νοῦ μας, μιὰ μεταμόρφωση τῆς νοοτροπίας μας. Τί εἶπε; «Ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν». «Ἀλλὰ εἰς τὸ νὰ μεταμορφώνεσθε, στὸ νὰ ἀλλάζετε, ἡ νοοτροπία σας, ὁ νοῦς σας, καὶ τοῦτο θὰ ἀποτελεῖ τὸ κριτήριον μὲ τὸ ὁποῖον θὰ μπορεῖτε νὰ δεῖτε ποιὲς εἶναι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ». Στὸ νὰ μπορέσομε δηλαδὴ νὰ δοκιμάσομε, «εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς». Εἰς τὸ νὰ μπορέσομε νὰ δοκιμάσομε, δηλαδὴ νὰ μάθομε, νὰ ἐξακριβώσομε μὲ ἐμπειρικὸν τρόπον τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ· οἱ ὁποῖες, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅπως εἴδαμε ἐδῶ, οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζονται μὲ τρία γνωρίσματα.
Πρῶτα πρῶτα εἶναι τὸ ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἢ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ - τὸ ἴδιο εἶναι- ὅτι εἶναι ἀγαθόν. Πρῶτον λοιπὸν ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγαθόν. Ὄχι κακόν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιθυμεῖ, οὔτε θέτει βεβαίως ἐντολὲς ποὺ ὁδηγοῦν στὸ κακὸ τὸν ἄνθρωπον. Δὲν ζηλεύει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως εἶπαν διάφοροι ἑρμηνευταὶ μέσα στοὺς αἰῶνες. Ὄχι. Ὁ Θεὸς δὲν θέτει παγίδα εἰς τὸν ἄνθρωπον. Δὲν θέτει ἐντολὴ ποὺ νὰ δημιουργήσει καὶ ἀποφέρει τὸ κακό, οὔτε τὴν βλάβη· γιατί ἁπλούστατα ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτίσμα τοῦ Θεοῦ, εἶναι Πατέρας μας καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ μᾶς ἀγαπᾷ. Κάποτε εἶπε ὅτι «Ἐσεῖς, πονηροὶ ὄντες, ξέρετε στὰ παιδιά σας νὰ δίνετε ἀγαθὰ πράγματα. Ὅταν σᾶς ζητήσουν», λέγει, «ψωμὶ δὲν δίνετε πέτρα. Ὅταν σᾶς ζητήσουν ἕνα αὐγό, δὲν τοὺς δίνετε ἕναν σκορπιό. Ἅμα σᾶς ζητήσουν ψάρι, δὲν τοὺς δίνετε ἕνα φίδι. Σεῖς λοιπόν, παρότι εἴσαστε πονηροὶ ἄνθρωποι, ξέρετε νὰ δίνετε στὰ παιδιά σας καλὰ πράγματα. Ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος, πόσο περισσότερο θὰ δώσει τὸ ἀγαθόν;». Ἡ ἐντολὴ λοιπὸν ποὺ θὰ δώσει εἶναι ἀγαθή. Καὶ σκοπὸν ἔχει νὰ περιφρουρήσει τὸν ἄνθρωπον. Μὲ τρόπον ποὺ νὰ τὸν ὁδηγήσει τελικὰ καὶ εἰς τὸ ἀγαθόν.
Σήμερα δυστυχῶς, ἀγαπητοί μου, καταστρατηγοῦμε τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶναι ἡ νηστεία, ὅπως εἶναι ἡ σωφροσύνη, δηλαδὴ ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἁγνότητα, μὲ τὴν στενὴ σημασία τῆς λέξεως «σωφροσύνη». Γιατί; Γιατί νομίζομε ὅτι ὅταν ὁ Θεὸς ἐντέλλεται τὴν νηστείαν ἢ τὴν σωφροσύνη, δηλαδὴ νὰ μείνεις ἁγνὸς μέχρι τὸν γάμο σου, καὶ τὸ ἀγόρι καὶ τὸ κορίτσι, ὅτι αὐτὸ θὰ ἔχει ἀντίκτυπο εἰς τὴν ὑγεία μας, ὅτι θὰ ἀρρωστήσουμε, θὰ πάθουμε κάτι κακό. Καὶ συνεπῶς οἱ ἐντολὲς ποὺ θέτει ὁ Θεὸς εἶναι βλαβερὲς καὶ ἐπικίνδυνες. Εἶναι δυνατὸν ποτέ; Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ κατασκευαστής μας. Καὶ δὲν γνωρίζει τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἐντελλόμενος σὲ μᾶς θὰ μᾶς βοηθήσει καὶ θὰ μᾶς εὐεργετήσει καὶ θὰ μᾶς περιφρουρήσει; Εἶναι δυνατὸν ποτέ; Τὸ θέλημα λοιπὸν τοῦ Θεοῦ φέρεται ὡς ἀγαθόν. Οἱ ἐντολὲς δηλαδή.
Δεύτερον. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ φέρεται ὡς εὐάρεστον. Δηλαδὴ ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἀρέσει εἰς τὸν Θεόν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὸ ἐφαρμόσει. Λέγει ἐπὶ παραδείγματι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφει στοὺς Κολοσσαείς: «Τὰ τέκνα ὑπακούετε τοῖς γονεῦσι κατὰ πάντα -Αὐτὸ τί ἀποτελεῖ; Μιὰ ἐντολή. Ποιά ἐντολή; «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου...».... Τὰ παιδιὰ λοιπὸν νὰ ὑπακούουν κατὰ πάντα εἰς τοὺς γονεῖς των-· τοῦτο γὰρ ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ». «Γιατί αὐτό», λέγει, «εἶναι εὐάρεστο εἰς τὸν Κύριον». Ἀκόμη λέγει ὅτι πρέπει τὰ παιδιὰ νὰ ἀποδίδουν τιμὰς εἰς τοὺς προγόνους· ὅπως εἶναι, ὄχι μόνο οἱ γονεῖς, ἀλλὰ ὅπως εἶναι ὁ παπποῦς καὶ ἡ γιαγιά. Νὰ ἀποδώσουν -κοιτᾶξτε- τιμὰς εἰς τοὺς προγόνους. Νὰ τοὺς τιμήσουν. Πάλι κι ἐκεῖ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γιατί αὐτὸ εἶναι εὐάρεστον εἰς τὸν Θεόν. Βλέπετε λοιπὸν ἀγαπητοί μου, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ὁ Θεὸς ἐντέλλεται, στὸ τέλος ἀπολήγει τὸ νὰ εἶναι εὐάρεστο εἰς Αὐτόν. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος τὸ ἐφαρμόσει.
Βλέπομε τὸν Ἄβελ· μὲ τὴν θυσία του ὁ Ἄβελ εὐηρέστησε εἰς τὸν Θεόν. Ὁ Ἐνώχ, ἐπειδή, λέγει, εὐηρέστησε εἰς τὸν Θεόν, μετετέθῃ. Δηλαδὴ δὲν δοκίμασε θάνατον. Ἀλλὰ μετετέθῃ. Ποῦ; Ὅπου καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας. Ἀκόμη ὁ Νῶε, ἐπειδὴ εὐηρέστησε εἰς τὸν Θεόν, καὶ εὐηρέστησε, ξέρετε, διὰ τῆς πίστεως, γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ δὲν ἐπνίγῃ εἰς τὸν κατακλυσμὸν ὁ Νῶε. Ὁ Ἀβραὰμ τὸ ἴδιο. Ὁ Ἰακώβ, ποὺ τοῦ λέει ὁ Θεὸς «Ἐγὼ θὰ σὲ προστατεύω». Γιατί; Διότι ὁ Ἰακὼβ εὐηρέστησε εἰς τὸν Θεόν. Ὁ Ἰωσήφ, τὸ ἑνδέκατο παιδὶ τοῦ Ἰακώβ, ὁ Μωυσῆς, οἱ προφῆται, ὁ Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ὀνομάστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ «ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν», δηλαδὴ «ἄνδρας ἀγαπητός, ἄνδρας ποὺ μπαίνει μὲς στὴν καρδιά». Καὶ ἄλλοι πολλοὶ καὶ πολλοὶ καὶ πολλοὶ εὐηρέστησαν εἰς τὸν Θεόν. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Διὸ φιλοτιμούμεθα, εἴτε ἐνδημοῦντες εἴτε ἐκδημοῦντες, εὐάρεστοι τῷ Κυρίῳ εἶναι». Εἴδατε; «Φιλοτιμούμεθα», λέγει. Βλέπετε ὅτι τὸ φιλότιμο εἰς τὸν ἄνθρωπον εἶναι μιὰ λειτουργία πάρα πολὺ σπουδαία. Φιλοτιμούμεθα, λοιπόν, εἴτε ζοῦμε στὴν ζωὴ αὐτή, εἴτε δὲν ζοῦμε εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν, ὅπου κι ἂν βρισκόμεθα, νὰ κάνομε τὸ εὐάρεστον εἰς τὸν Κύριον. Ἐκεῖνο ποὺ Τοῦ ἀρέσει. Θὰ λέγαμε, ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται σήμερα νὰ εἴμεθα εἰς τὸν ναό Του, νὰ Τὸν λατρεύομε; Ἀσφαλῶς ναί. Κ.ο.κ.
Ἀκόμη, τρίτον, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλειον. Τί θὰ πεῖ αὐτό; Σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ διορθώσεις τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ κάνεις κριτικὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Χριστιανός, ἀγαπητοί μου, συνειδητοποιήσει ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλειον καὶ δὲν χωράει τίποτε νὰ διορθώσει, τότε ἔχει ἐμπιστοσύνη εἰς τὸν Θεόν, τότε ὁ λογισμός του ἀναπαύεται. Μιλᾶμε πολλὲς φορὲς γιὰ εἰρήνη. Πῶς εἶναι ἡ εἰρήνη; Καὶ πῶς ἔρχεται ἡ εἰρήνη; Δεῖξε ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πὲς ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου εἶναι ἀληθεῖς, εἶναι τέλειες καὶ τότε ὁ λογισμός σου θὰ ἀναπαυθεῖ: «Ὁ Κύριος τὸ εἶπε, ὁ Κύριος ξέρει». Τί ὡραῖο πρᾶγμα εἶναι αὐτό!
Ἄν ἐρωτήσετε, πόσες εἶναι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, σίγουρα θὰ σπεύσουν κάποιοι νὰ μᾶς ποῦν ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι δέκα. Ἀγαπητοί μου, αὐτὲς οἱ δέκα ἐντολὲς δὲν εἶναι, παρά, θὰ λέγαμε, μία συνισταμένη ὅλων τῶν ἐντολῶν ποὺ προσφέρει ὁ Θεός. Καὶ ποῦ εἶναι αὐτὲς οἱ ἐντολές; Ὁλόκληρη ἡ Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ὁλόκληρη ἡ Καινὴ Διαθήκη εἶναι ἐντολές. Ἐκφράζει ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή, σὲ κάθε της θέση, σὲ κάθε της σημεῖο, τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Οἱ πρῶτες ἐντολὲς ποὺ δόθηκαν εἰς τὸν ἄνθρωπο, πιστεύω τὸ γνωρίζετε, ἦσαν τρεῖς. Ἦταν ἡ ἐργασία στὸν Παράδεισον, ἐντολή, «Νὰ ἐργάζεσθε», λέει, «στὸν Παράδεισο», τὸ δεύτερον ἡ φυλακὴ τοῦ Παραδείσου, δηλαδὴ τὸ φύλαγμα, «Νὰ φυλᾶτε τὸν Παράδεισον» καὶ ἡ τρίτη ἐντολὴ ἦταν ἡ νηστεία: «Δὲν θὰ φᾶτε ἀπὸ τὸν καρπὸν αὐτόν. Ἀπὸ τὰ ἄλλα φᾶτε, ἀπὸ τὸν καρπὸν αὐτὸν ὄχι». Ὅπως λέμε: Θὰ φᾷς ψάρι τώρα τὴν Σαρακοστὴ ποὺ ἔχομε τῶν Χριστουγέννων, δὲν θὰ φᾷς κρέας καὶ τὰ παράγωγα τοῦ κρέατος, γάλα καὶ τυρὶ κ.τ.λ. Αὐτὸ μπορεῖς, ἐκεῖνο δὲν μπορεῖς. Βλέπετε λοιπὸν ὅτι οἱ πρῶτες ἐντολὲς ποὺ δόθηκαν εἰς τὸν ἄνθρωπο ἦσαν αὐτές, στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα. Καὶ δόθηκαν μέσα εἰς τὸν Παράδεισον. Ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὸν Παράδεισον.
Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε ἀκόμη στὶς Μυροφόρες γυναῖκες ἐκεῖνο τὸ «Χαίρετε», τὸ μυαλό μας δὲν πάει παρὰ μόνον ὅτι εἶναι ἕνας χαιρετισμός. Δηλαδὴ πῶς λέμε: «Χαίρετε, καλημέρα σας, χαίρετε!». Κι ὅμως δὲν ἦταν παρὰ μία ἐντολή. Τὸ σκεφτήκατε; Ποιά ἐντολή; Νὰ ἔχουν χαρά. «Χαίρετε». «Νὰ ἔχετε χαρά». Γιατί; Γιατί ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς θὰ ἦταν νὰ μὴν ἀντιληφθοῦν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ λυπῶνται. Γιατί λοιπὸν νὰ λυπᾶσαι; Ἐγώ σοῦ δίνω τὴν ἐντολὴ νὰ ἔχεις χαρά. Θὰ μοῦ πεῖτε, γιατί ἡ ἐντολή, ἡ χαρὰ φθάνει στὸ σημεῖο νὰ ἐντέλλεται; Δηλαδὴ νὰ γίνεται ἐντολή; Ναί. Γιατί ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, μὲ τὸν λογισμό του διαστρέφει τὰ πράγματα. Ἢ ἔχει μία νωθρότητα. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει... ὅπως καὶ ἡ ἀγάπη, λέμε εἶναι ἐντολή, τί θὰ πεῖ ἡ ἀγάπη εἶναι ἐντολή; Δηλαδὴ μοῦ δίνεις τὴν ἐντολὴ νὰ σὲ ἀγαπῶ; Φερειπεὶν ποιός ἄνδρας θὰ ἔλεγε στὴ γυναῖκα του: «Σοῦ δίνω τὴν ἐντολὴ νὰ μὲ ἀγαπᾷς»; Κατανοεῖτε αὐτό; Αὐτὸ δείχνει ἕνα κατάντημα· ποὺ δείχνει μία νωθρότητα. Ὅταν πράγματα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἦσαν αὐθόρμητα, γίνονται ἐντολή. Πράγματι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν πτώση του παρουσιάζει αὐτὴν τὴν νωθρότητα, αὐτὴν τὴν ἀδράνεια. Καὶ πρέπει γιὰ νὰ δραστηριοποιηθεῖ, ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἦσαν αὐτονόητα, πηγαῖα, νὰ γίνουν ἐντολές. Βέβαια περιττὸν νὰ σᾶς πῶ ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὡριμάσει, τότε πιὰ δὲν τηρεῖ τίς ἐντολές· τίς ξεπερνᾷ. Ὅπως... ἡ τροχαία, σοῦ λέγει: «Θὰ περάσεις μέσα ἀπὸ τὰ καρφιά, θὰ περάσεις ἀπὸ δῶ ἐκεῖ», σοῦ λέει, γιὰ τοὺς πεζοὺς ἐννοεῖται. Αὐτό, θὲς δὲν θές, θὰ τὸ κάνεις. Ὅταν ὅμως συνειδητοποιήσεις μέσα σου μία εὔρυθμη κυκλοφορία στὴν πόλη, δὲν εἶναι ἀνάγκη νά σοῦ τὸ πεῖ αὐτὸ ἡ τροχαία. Οὔτε ἀκόμη εἶναι ἀνάγκη νὰ σὲ παρακολουθεῖ. Ἀκόμη καὶ κανεὶς νὰ μὴν ὑπάρχει στὸν δρόμο, νὰ εἶσαι μόνος σου στὸν δρόμο, θὰ κάνεις ἐκεῖνο ποὺ πρέπει. Γιατί; Γιατί συνειδητοποίησες, ξεπέρασες τὴν ἐντολή. Καὶ πιὰ αὐτὰ ἔρχονται αὐθορμήτως ἀπὸ μέσα.
Aκόμη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ σᾶς εἶπα, γράφει στοὺς Φιλιππησίους στὸ 4ο κεφάλαιο: «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε (:Νὰ ἔχετε πάντοτε τὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου)· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε (:Θά σᾶς τὸ ξαναπῶ: νὰ ἔχετε χαρά)». Λέμε πολλὲς φορὲς σὲ ἕναν ποὺ πενθεῖ: «Ἔ, ὄχι νὰ λυπᾶσαι ἔτσι». Γιὰ νὰ καταλάβετε ὅτι εἶναι ἐντολή. «Μά, δὲν μπορῶ». «Εἶναι ἁμαρτία νὰ λυπᾶσαι. Νὰ ἔχεις χαρά». «Μὰ πέθανε ὁ ἄνθρωπός μου, ἔπαθα δυστύχημα ἢ ὅ,τι ἄλλο». «Πρόσεξε, δὲν θέλομε νὰ σοῦ ποῦμε νὰ μὴν πενθήσεις· ἀλλὰ μὲ τὸ μέτρο. Ἄκου τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ». Νὰ πῶς μπαίνει ἡ ἐντολή. Γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὴν λύπη του. Νὰ ἔχεις χαρά. Τὸ φαντάζεστε αὐτό; Συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος καὶ λέει στοὺς Φιλιππησίους: «Τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. Ὁ Κύριος ἐγγύς». Θὰ λέγατε: «Τί ἐντολὲς ὑπάρχουν;». Ἀκοῦστε πόσες ἐντολὲς ὑπάρχουν σὲ αὐτὸ τὸ χωρίο. Πρῶτα πρῶτα εἶναι ἡ ἐντολὴ τῆς χαρᾶς. «Θὰ ἔχετε χαρά». Χριστιανὸς ποὺ δὲν ἔχει χαρὰ εἰς τὸν παρόντα κόσμο κάτι δὲν πάει καλὰ στὴ ζωή του γιὰ νὰ μὴν ἔχει χαρά. Δεύτερον: «Πρέπει νὰ γίνει γνωστὴ στοὺς ἀνθρώπους ἡ ἐπιείκειά σας». Νὰ εἴσαστε ἐπιεικεῖς. Ἐντολὴ εἶναι αὐτό. Ἀκόμη, τρίτον: «Πρέπει νὰ ἀναθέσετε τὰ πάντα, μηδὲν μεριμνᾶτε, στὴν πρόνοια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ». Ἐντολὴ εἶναι αὐτό. Ὁ Κύριος δὲν εἶπε; «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε» κ.τ.λ; Ἐντολὴ εἶναι αὐτό. Κι ἀκόμη, ἂν θέλετε, καὶ μία δογματικὴ γνῶσις· ποὺ κι αὐτὸ εἶναι ἐντολὴ νὰ τὸ μάθομε. Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ δογματικὴ γνῶσις; «Ὁ Κύριος ἐγγύς». Πῶς ἐγγύς; Ἐγγύς, θὰ λέγαμε, τροπικά; Βεβαίως ὁ Κύριος εἶναι ἐγγὺς τροπικά. Χρονικὰ εἶναι ἐγγὺς ὁ Κύριος. Εἶναι κοντά, εἶναι πλησίον. Ὁ Κύριος ἔρχεται. Ἄν πεῖς «ὁ Κύριος χρονίζει» εἶναι παράβασις. Βλέπετε λοιπὸν ὅτι μέσα σὲ αὐτὸν τὸν στίχον βρίσκομε τέσσερις ἐντολὲς ποὺ δίδει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ;
Ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητάς Του... γιὰ νὰ ἰδεῖτε μερικὰ ἀκόμα, μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του: «Περιμένετε λίγες μέρες ἐδῶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, μὴν ἀπομακρυνθεῖτε, γιὰ νὰ πάρετε τὴν ἐπαγγελία τοῦ Πατρός μου, δηλαδὴ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα». Τί ἦτο αὐτό; Ἐντολή. Ἀκόμη τί εἶπε ὁ Κύριος: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἒθνη». Τί εἶναι αὐτό; Ἐντολή. Ὅταν ἀνεστήθῃ, ὅπως ξέρετε, τοὺς εἶπε, παρήγγειλε, μὲ τίς γυναῖκες τίς Μυροφόρες, τοὺς παρήγγειλε ὅτι θὰ συναντηθοῦν εἰς τὴν Γαλιλαία. Οἱ μαθηταὶ δὲν πῆγαν στὴν Γαλιλαία. Ἦταν ἐντολή. Τί ἔκαναν ἐδῶ οἱ μαθηταί; Παρέβησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ.
Ὥστε βλέπομε ὅτι κάθε λόγος τοῦ Θεοῦ, τόσο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅσο καὶ εἰς τὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶναι τὸ θέλημα τὸ ἀμετάθετον τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς νὰ κάνομε καμιὰ κριτική. Ὁ Κύριος εἶπε: «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων -δηλαδὴ δὲν ἐφαρμόσει μία ἀπὸ αὐτὲς τίς ἐντολὲς τίς νομιζόμενες μικρές, νομιζόμενες, δὲν ὑπάρχουν μεγάλες καὶ μικρὲς ἐντολές. Φερειπεὶν πολλοὶ λένε: «Καὶ τί εἶναι ἡ νηστεία; Μικρὴ ἐντολή»- ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». «Ἐλάχιστος» θὰ πεῖ τιποτένιος. Ἐσὺ κρίνεις τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ὅτι εἶναι τιποτένιες; Ἔ, τιποτένιος κι ἐσὺ θὰ κληθεῖς, ὅταν θὰ ἔρθει ἡ ἡμέρα ἐκείνη τῆς κρίσεως.
Συνεπῶς βλέπομε ἐδῶ ὅτι ἡ γνῶσις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶναι αὐτονόητη. Ἁπλούστατα χρειάζεται διαρκὴς μελέτη τῶν Γραφῶν, διαρκὴς ἀκρόασις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τῶν Γραφῶν, γιὰ νὰ μάθομε ποιὲς εἶναι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν μελέτη καὶ οὔτε ἀκρόαση, παραβαίνουν τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τίς παραβαίνουν ἀπὸ ἄγνοια. Ἀλλὰ ἡ ἄγνοια εἶναι γνωστὸ ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται.
Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἀκόμη, ἀγαπητοί μου, ἔχουν καὶ ἀρνητικὸν καὶ θετικὸν χαρακτῆρα. Ἐντελλόμεθα τί δὲν πρέπει νὰ κάνομε. Τί εἶπε εἰς τὸν νεανίσκον; «Οὐ μοιχεύσεις». Ἐντελλόμεθα τί πρέπει νὰ κάνομε. Θετικὸς χαρακτῆρας. «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου». Συνεπῶς πρέπει νὰ τηροῦμε τίς ἐντολές, ὅσες, ὅπως προσφέρονται, ἀρνητικὲς καὶ θετικές, χωρὶς νὰ κάνομε καμία ἐπιλογὴ ἢ νὰ εἴμεθα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἐκλεκτικοί. Νὰ ποῦμε: «Ἅ, αὐτὴ καλὴ εἶναι, τὴν ἐφαρμόζω. Τὴν ἄλλη, ἔ, ὄχι, δὲν πειράζει, τὴν ἀπορρίπτω». Εἴτε θεωρητικῶς, εἴτε πρακτικῶς. Λέγει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος: «Ὃστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί -«Νὰ ἐφαρμόσεις ὅλες τίς ἐντολές, ἀλλὰ πταίσεις σὲ μία ἐντολή»-, γέγονε πάντων ἔνοχος -«Αὐτός», λέγει, ἔχει γίνει ἔνοχος ὅλων τῶν ἐντολῶν»- ὁ γὰρ εἰπὼν μὴ μοιχεύσῃς, εἶπε καὶ μὴ φονεύσῃς· εἰ δὲ οὐ μοιχεύσεις, φονεύσεις δέ, γέγονας παραβάτης νόμου». «Γιατί Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε μὴ μοιχεύσεις, εἶπε καὶ μὴ φονεύσεις. Ἄν δὲν μοιχεύσεις, ἀλλὰ φονεύσεις, τότε ἔγινες παραβάτης ὅλου τοῦ νόμου». Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ καταλάβουμε, ἀγαπητοί μου. Μπορεῖ νὰ εἶσαι σπουδαῖος ἄνθρωπος... κάνεις μιὰ κλοπή· ἔντιμος, κάνεις μιὰ κλοπή. Σὲ πᾶνε στὴ φυλακή. Δὲν σοῦ λένε ὅτι... «Ξέρεις ἐπειδὴ εἶσαι ἔντιμος, ἔ, τέλος πάντων, μιὰ κλοπὴ ἔκανες, δὲν εἶναι καὶ τίποτα σπουδαῖο πρᾶγμα». Πᾶς στὴν φυλακή. Εἶσαι παραβάτης ἑνὸς νόμου. Πᾶς στὴν φυλακή. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβομε τί θὰ πεῖ εἶμαι ἔνοχος ἀπέναντι στὸν Θεό, ἔστω κι ἂν ἔχω παραβεῖ μία ἐντολή.
Ἐξάλλου, ἡ ἀπόδειξις ὅτι πιστεύομε εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν. Λένε μερικοί: «Πιστεύω στὸν Θεό». Δὲν πᾶνε στὴν Ἐκκλησία. Μὰ ἐὰν πιστεύεις, τότε θὰ πρέπει νὰ πᾶς στὴν Ἐκκλησία. Λένε μερικοί: «Ἀγαπῶ τὴν μάνα μου καὶ τὸν πατέρα μου». Δὲν τοὺς δίνουν ὅμως σημασία στὴν μάνα τους καὶ τὸν πατέρα τους. Μὰ πῶς ἀγαπᾷς τὴν μάνα σου καὶ τὸν πατέρα σου; Ἐὰν δὲν δίνεις σημασία ἢ δὲν τοὺς φέρνεις τὰ πρέποντα, τὰ δέοντα, γιὰ νὰ τραφοῦν κ.λπ. κ.λπ. Ἔτσι ὑπάρχει μία ἀντίφασις ἐδῶ. «Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου, -λέγει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος- ἐὰν πίστιν λέγῃ τίς ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ;». Λὲς ὅτι πιστεύεις; Πρέπει νὰ ὑπάρξει μία προσαρμογὴ τῆς πίστεως μὲ τὰ ἔργα. Ἔχεις ἔργα; Πρέπει νὰ ἔχεις καὶ πίστη.
Πράγματι, οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, ἐπεκτείνονται σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, τὸν ἑαυτόν του καὶ τὸν πλησίον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἐντολὲς στὸν 118 Ψαλμὸ ἔχουν δέκα ὀνόματα. Ἢ καλύτερα, ἂν θέλετε, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ παίρνει δέκα ὀνόματα ποὺ εἶναι ἐντολές. Ἀκούσατε. Γιατί ἡ λέξις «ἐντολὴ» εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ δέκα ὀνόματα. Λέγει, λέγονται: «Μαρτύρια», «ἐντολαί», «δικαιώματα», «κρίματα», «κρίσεις», «λόγοι», «ὁδοί», «ἀλήθεια», «διάταξις», «νόμος». Δέκα ὀνόματα. Θὰ σᾶς πῶ ἕνα... ἐκεῖ ποὺ λέει «δικαιώματα». Εἶναι ἐντολές. Ποιὲς εἶναι; Ἐκεῖνες ποὺ ἀφοροῦν στὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ, στὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ. Ἔχομε τὴν ἐντολὴ νὰ λατρεύσουμε τὸν Θεό. Ἡ Θεία Λειτουργία ὡς λατρεία ἀνήκει στὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ. Δηλαδὴ στὶς ἐντολὲς ἐκεῖνες ποὺ ἀφοροῦν στὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ. Πρέπει κάθε Κυριακὴ καὶ μεγάλη γιορτὴ νὰ τελέσουμε τὴν Θεία Λειτουργία. Ὀφείλομε δὲ ἀφοῦ τελέσουμε τὴν Θεία Λειτουργία καὶ νὰ ἐκκλησιαζόμεθα. Εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἀφορᾷ, σᾶς εἶπα, στὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν εἶναι ἡ ὁδὸς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἐπίβασις ἢ ἀνάβασις, κατὰ τοὺς πατέρες, τῆς θεωρίας. Δὲν θὰ φθάσεις στὴν θεωρία ἂν δὲν ἀνεβεῖς ἐπάνω εἰς τὴν πρᾶξιν. Ὅταν ὁ Κύριος πρόβαλε στὸν νεανίσκο τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν, πίσω ἀπὸ αὐτὲς ἐκρύπτετο ὁ Ἴδιος. Αὐτὸ εἶναι σημαντικό, προσέξατέ το. Κι ὅταν ὁ νεανίσκος βεβαίωνε ὅτι ἐτήρησε τίς ἐντολές, ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «Ἔλα ἀπὸ πίσω μου». Δηλαδὴ «Δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Ἔλα ἀπὸ πίσω μου. Ἔλα μαζί μου». Δηλαδὴ «Οἱ ἐντολὲς ποὺ εἶπες τήρησες, τώρα σὲ ὁδηγοῦν σὲ Ἐκεῖνον ποὺ σοῦ ἔδωσε τίς ἐντολές. Δηλαδὴ εἶμαι Ἐγώ. Ἐγὼ εἶμαι Ἐκεῖνος ποὺ κρύπτομαι πίσω ἀπὸ τίς ἐντολές». Συνεπῶς οἱ ἐντολὲς μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τὸν Κύριον. Ὁ Κύριος δὲν θὰ προσμετρήσει ἂν τηρήσαμε τούτη ἢ ἐκείνη τὴν ἐντολὴ κατὰ νομικιστικὸν τρόπον καὶ χαρακτῆρα, ἀλλὰ ἂν μὲ τίς ἐντολὲς γινήκαμε κατάλληλοι νὰ ζήσομε μαζί Του στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, δὲν πρέπει νὰ βλέπομε τί τηρήσαμε ἢ δὲν τηρήσαμε, ἀλλὰ τί γινήκαμε ἢ ἀκόμα ὑστεροῦμε. Φτιάχτηκα; Ἔγινα;
Ἀγαπητοί, μάθαμε ὅτι ἐκεῖνος ὁ νεανίσκος, παρότι ἐτήρησε τίς ἐντολές, ἀπέτυχε στὸν τελικὸ σκοπὸ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν. Ἔχασε τὸν Κύριον. Λυπήθηκε καὶ ἔφυγε. Εἶχε κάνει σκοπὸ τῆς πνευματικῆς του ζωῆς τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ ὄχι τὸν νομοθέτην, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Κάποια μέρα οἱ ἐντολὲς θὰ καταργηθοῦν· γιατί δὲν θὰ χρειάζονται. Λέει ὁ Ἀπόστολος: «Ὃταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται». Τότε θὰ ἔχομε γνωρίσει τὸν Κύριον. Ὁ νεανίσκος γύρισε τὴν πλάτη του, σᾶς εἶπα, γιατί δὲν ἔβλεπε πίσω ἀπὸ τίς ἐντολὲς τὸν Κύριον.
Ἀγαπητοί, νὰ τηροῦμε τίς ἐντολές. Νὰ μὴν λησμονοῦμε ὅτι μ᾿ αὐτὲς πρέπει νὰ μεταμορφωθοῦμε. Νὰ γίνομε καινούριοι ἄνθρωποι, καινοί -τὸ «καί-» μὲ ἄλφα γιῶτα. Γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ὃτι ὀψόμεθα αὐτὸν -λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης- καθὼς ἐστι. Καὶ πᾶς ὁ ἔχων τὴν ἐλπίδα ταύτην ἐπ᾿ αὐτῷ ἁγνίζει ἑαυτόν». Τηρεῖ τίς ἐντολές, καθαρίζεται, μεταμορφώνεται, γιατί ἔχει τὴν ἐλπίδα νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 461.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου