ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Φώτων ἀποτελεῖ ἀρχαιότατο σημαντικὸ ἑορτολογικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία, διότι τὸ μέγα καὶ ὑπέρλογο γεγονὸς τῶν Θεοφανείων ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς βασικοὺς σταθμοὺς τοῦ ἐπὶ γῆς ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου.
Ὁ Ἐνανθρωπήσας Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὕστερα ἀπὸ μιὰ τριακονταετῆ περίοδο προετοιμασίας, ἐμφανίζεται δημόσια καὶ χρίεται, ὑπὸ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ διὰ της ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σωτῆρας του κόσμου. Στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη συντελεῖται τὸ ἄρρητο θαῦμα τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς κοινῆς βουλῆς τῶν τριῶν Θείων Προσώπων, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁλοκλήρου της δημιουργίας.
Ὁ Χριστός, ὄντας τέλειος Θεός, διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του, καὶ διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρία, κατέστῃ καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ἀποδειχτεῖ στὴ δύσπιστη ἀνθρωπότητα, λόγῳ τοῦ σκοτασμοῦ ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας. Οἱ ἄνθρωποι ἔπρεπε νὰ πειστοῦν, ἀποδεχόμενοι τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς ὁποίας συντελεῖται ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Σωτηρία, ἐκτὸς τῆς ὀργανικῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ στὸ θεανδρικὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ ἦταν δυνατή. Ὁ Χριστὸς σώζει ὡς Θεάνθρωπος καὶ γιὰ τοῦτο ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε τιτάνιους ἀγῶνες κατὰ τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων (Νεστοριανοῦ, Μονοφυσιτισμοῦ, κλπ), οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν εἴτε τὴν θεία, εἴτε τὴν ἀνθρώπινη φύση Του.
Ὡς Θεός, μόνον, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὸν κόσμο, διότι θὰ ἦταν ἀλλότριος καὶ ἀποκομμένος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, ἡ σωτηρία θὰ ἦταν ἕνα θεωρητικὸ σχῆμα καὶ μόνο, μιὰ ἀπατηλὴ ψευδαίσθηση. Οὔτε ὡς ἄνθρωπος μόνον θὰ μποροῦσε, διότι ἡ σωτηρία δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ προέλθει ἀπὸ τὴν βαρύτατα τραυματισμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση. Ἡ πρόσληψη τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὴ θεότητα στὸ πρόσωπο τοῦ Λυτρωτῆ μας Χριστοῦ, συντελεῖ στὴν πραγματικὴ σωτηρία. Μόνον διὰ τῆς πραγματικῆς προσλήψεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Χριστὸ καί της δική μας ὀργανικῆς ἑνώσεως μαζί Του, σωζόμαστε.
Γιὰ νὰ δηλωθεῖ λοιπὸν ἡ ἀληθινὴ ἐνανθρώπησή Του, καταδέχτηκε νὰ ὑποστεῖ καὶ νὰ ἐκπληρώσει ὅλες τίς νομικὲς διατάξεις, τίς ὁποῖες εἶχε καθορίσει ὁ Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, γιὰ νὰ ὁρίσει τὴν ἱερὴ συνθήκη, ποὺ εἶχε συνάψει μὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό, γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δέχτηκε «σπαργάνων περιβολή», «περιτομὴν καταδέχῃ σαρκικὴν» καὶ βάπτιση ὑπὸ τῶν τιμίων χειρῶν τοῦ τελευταίου προφήτη, Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Χωρὶς νὰ ἔχει τὴν ἀνάγκη τοῦ βαπτίσματος τοῦ Ἰωάννη, λόγῳ τῆς ἀπόλυτης ἀναμαρτησίας Του, κατέβηκε στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, γιὰ νὰ προεικονίσει στὸ εὐσεβὲς πλῆθος τῶν μαθητῶν τοῦ μεγάλου προφήτη, τὸ ἅγιο Βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο δὲν δίνει ἁπλὰ μιὰ αἴσθηση ἀπάλειψης ἁμαρτημάτων, ὅπως ἦταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, ἀλλὰ θανατώνει τὸ παλαιὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀναγεννᾷ σὲ νέα ὕπαρξη.
Δια τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀποθέμενοι, τὸν νέον ἐνδυσώμεθα» βεβαιώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Λόγος ΛΗ΄, ΕΠΕ 5,40) καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος διακηρύττει πανηγυρικά, πὼς «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, Χριστὸν ἐνεδύθημεν» (Γαλ. 3,27), συναποτελῶντας πιὰ ἕνα σῶμα, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ (Α΄ Κορ. 12,27), τὸ σεσωσμένο καὶ τεθεωμένο.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε ἁπλὰ νὰ «διορθώσει» κάποια κακῶς ἔχοντα, ἀλλὰ νὰ ἀνακαινίσει ὁλοκληρωτικὰ καὶ ὀντολογικὰ τὸν κόσμο. Νὰ ἀναδημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο καὶ ὁλόκληρη τὴν ὑλικὴ κρίση, ἡ ὁποία στέναζε ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς
ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς.
ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς.
Ἐδῶ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι δὲν ἀπέτυχε ὁ Θεός, μὲ τὴν ἔκπτωση τῆς ὑλικῆς δημιουργίας, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐπέλεξε ἑκούσια νὰ γίνει φορέας τοῦ κακοῦ καὶ ὑποκείμενος στὴ φθορὰ καί τὸ θάνατο. Μὲ τὴ δική του ἔκπτωση συμπαρέσυρε στὴ φθορὰ καὶ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ ὁλόκληρο τὸν ὑλικὸ κόσμο. Κι᾿ αὐτὸ διότι αὐτός, μόνον αὐτός, σὲ ὁλόκληρη τὴν ἄϋλη καὶ ὑλικὴ κτίση, πλάστηκε νὰ μετέχει τοῦ ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ κόσμου, τοῦ κτιστοῦ καὶ τοῦ ἀκτίστου. Νὰ εἶναι ὁ σύνδεσμος τῆς ὕλης μὲ τὸ πνεῦμα καὶ ἡ δίοδος ἁγιασμοῦ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τίς διηγήσεις τοῦ ἱεροῦ κειμένου τῶν δύο πρώτων κεφαλαίων τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ ἐντολὴ σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ τὸ Δημιουργὸ «ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν» (Γέν. 2,15), σημαίνει ὅτι εἶχε καταστεῖ συνδημιουργός Του στὴν ὑλικὴ κτίση. Διὰ τῆς ἐργασίας του, τῆς φροντίδας του καὶ τοῦ σεβασμοῦ του πρὸς αὐτήν, θὰ ἐξαγιάζονταν καὶ θὰ προχωροῦσε πρὸς τὸν τελεολογικό της σκοπό.
Τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς πτώσεως, διέκοψε αὐτὴ τὴν θεόσδοτη σχέση μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ ὑλικοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ἔχει πιὰ τὴν εὐλογία νὰ εἶναι συνδημιουργὸς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀπολαμβάνει μὲ ἄνεση τοὺς καρποὺς τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Θὰ ἐπέλθει μιὰ τρομακτικῶν διαστάσεων ρήξη μεταξύ τους. Δὲν θὰ εἶναι εὔκολη ἡ ζωή του στὴ γῆ, ἡ ὁποία ἀπὸ παραδείσιο περιβάλλον θὰ καταστεῖ τόπος «ἀκανθῶν καὶ τριβόλων» (Γέν. 3,18) καὶ θὰ εἶναι ἀναγκασμένος, προκειμένου νὰ ἐπιβιώσει βιολογικά, νὰ ζεῖ μὲ διαρκῆ κόπο, τρώγοντας τὸν ἄρτο του «ἐν τῷ ἱδρῶτι τοῦ προσώπου» του (Γέν. 3,19). Τὸ δὲ τραγικὸ πέρας τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του θὰ εἶναι ἐπιστροφή του στὴ γῆ «ἐξ ἧς ἐλήφθῃ», ὁ σωματικὸς θάνατος καὶ τὸ πλέον ὀλέθριο, ὁ αἰώνιος θάνατος, ὁ παντοτινὸς χωρισμὸς του ἀπὸ τὸ ζωοδότη Θεό.
Ἡ γῆ κατέστῃ «ἐπικατάρατος» (Γέν. 3,17), μὲ τὴν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ σημαίνει ὅτι στερήθηκε τῶν θείων εὐλογιῶν καὶ τοῦ ἐξαγιασμοῦ της. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ σύνδεσμός της μέ το Θεό, ἦταν πιὰ ἀνήμπορος νὰ λάβει καὶ νὰ διαχύσει τὸν θεῖο ἁγιασμὸ στὴν κτίση, ὅπως εἶχε ταχθεῖ νὰ κάνει, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν «ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 5,10) καὶ «πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξῃς τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 5,1). Ἡ ἁμαρτία ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεό, διότι ὡς κακὸ δὲ μπορεῖ νὰ ἐναρμονισθεῖ μὲ τὸ καλό. Ὁ πτωτικὸς ἄνθρωπος ἔγινε ἀπὸ υἱὸς καὶ κληρονόμος τοῦ Θεοῦ «ξένος καὶ πάροικος τῶν ἐπαγγελιῶν του» (Ἐφ. 6,19).
Ἀλλὰ ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, ἡ εἴσοδός Του στὸ χῶρο καὶ τὸν χρόνο, σήμανε τὴν ἀρχὴ τοῦ τέλους τῆς γῆς ὡς «ἐπικατάρατος», διότι προσλαμβάνοντας στὸ πρόσωπό Του την ἀνθρώπινη φύση, προσέλαβε καὶ τὴν ὑλικὴ κτίση, τὴν ὁποία ἁγίασε καὶ τὴν ἔστρεψε στὸν τελεολογικό της σκοπό.
Τὸ γεγονὸς τῆς καταδύσεως τοῦ Κυρίου στὰ νάματα τοῦ Ἰορδάνη σήμανε καὶ τὸν ἐξαγιασμὸ τοῦ ὑγροῦ στοιχείου, τὸ πλέον ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ζωῆς.
Ἡ Ἐκκλησία ἐξέλαβε ἐξ᾿ ἀρχῆς τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀπολυτρωτικὸ της νόημα καὶ ἐξαγιασμὸ τῆς κτίσεως, διὰ τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων. Γι᾿ αὐτὸ συνέδεσε τὴ μεγάλη ἑορτὴ μὲ τὴν τέλεση τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ὡς μιὰ ἀπὸ τίς σπουδαιότερες τελετουργικές της πράξεις. Κάποιοι θεωροῦν τὸν Μεγάλο Ἁγιασμό, ὄχι ὡς τελετή, ἀλλὰ ὡς Μυστήριο, διότι τελεῖται ἑνωμένο, ὡς προέκταση τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ὁ Χριστὸς ἁγίασε τὰ ἰορδάνεια ρεῖθρα καὶ ἡ Ἐκκλησία ἁγιάζει τὰ νερὰ μὲ τὴ ρίψη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ «σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου» (Ματθ. 24,30). Ὁ Σταυρός, ὁ «φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης», τὸ τρομερὸ καὶ ἀκατανίκητο «ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου», ἔχει τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμη νὰ ἁγιάζει καὶ νὰ καθαρίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ φύση ἀπὸ τὰ βδελυρὰ καὶ ὀλέθρια ἔργα τοῦ Σατανᾶ, νὰ ἐξαγιάζει τὴν θεία δημιουργία.
Ἱστορικά, ἡ ἱερὴ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανίων, ἀνάγεται στοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους. Εὐχὲς γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ νεροῦ βρίσκουμε σὲ ἀρχαῖα κείμενα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὅπως τίς «Ἀποστολικὲς Διαταγές», τὴν «Ἀποστολικὴ Παράδοση» τοῦ ἁγίου Ἰππόλυτου Ρώμης καὶ τὸ γνωστὸ «Εὐχολόγιο». Ἐπίσης ἀναφορὲς γιὰ χρήση ἁγιασμένου ὕδατος συναντᾶμε στὴ λεγόμενη «Φιλόθεο Ἱστορία» καὶ στὴν γνωστὴ «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία» τοῦ Θεοδώρητου Κύρου.
Ἡ σημερινὴ μορφὴ τῶν Εὐχῶν τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ὅπως καὶ τὸ ὅλο τελετουργικό, θεωρεῖται ποίημα τοῦ ἁγίου Σωφρονίου Ἱεροσολύμων. Κάποιοι ἐρευνητὲς θέλουν ὡς ποιητῆ του τὸν ἅγιο Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως. Κάποια ἀρχαῖα χειρόγραφα διασώζουν τὴν παράδοση πὼς ἡ μεγάλη βασικὴ Εὐχὴ τῆς ἀκολουθίας ἀνήκει στὸ Μ. Βασίλειο.
Μὲ τίς εὐχὲς τῶν λειτουργῶν καὶ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὕδωρ ἁγιάζεται, λαμβάνοντας ἰδιότητες ἀφθαρσίας, ὥστε νὰ μὴν ὑπόκειται σὲ φυσικὴ φθορά, νὰ μὴν σαπίζει ἀπὸ τὰ μικρόβια καὶ τοὺς μικροοργανισμοὺς τοῦ νεροῦ. Μπορεῖ νὰ διατηρηθεῖ ἐσαεί, χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ. Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειώσουμε πὼς ἡ διατήρηση ἀφθαρσίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, συντελεῖται μόνον στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλες χριστιανικὲς «ἐκκλησίες» στὸν ὁποῖο προσθέτουν συντηρητικὰ (ἁλάτι), ἀποδεικνύοντας πὼς ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι ἡ μόνη καὶ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ μόνο σ᾿ αὐτὴ ἐπενεργεῖ ἡ Θεία Χάρις.
Ὁ Μέγας Ἁγιασμὸς ἐνέχει τεράστια θεολογικὴ σημασία, διότι φανερώνει περίτρανα τὸν καθαγιασμὸ καὶ τῆς ὑλικῆς δημιουργίας καὶ τῆς σωτηρία της ἀπὸ τὴ φθορά, τὴν ὁποία προκάλεσε ἡ ἀνθρώπινη πτώση, ἡ ἀνταρσία κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι σαφής: «οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν», προσμένοντας τὴν ἐλευθερία της «ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», διότι «τῇ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγῃ, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα» (Ρωμ. 8,20-22). Ὁ ἄνθρωπος συμπαρέσυρε στὴν πτώση του καὶ τὸν ὑλικὸ κόσμο στὸ ὄλεθρο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς καταστροφῆς. Διὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἐπικράτησης τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο, ἡ φύση ἀδυνατοῦσε νὰ εἶναι ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε κατοικητήριο δαιμονίων.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι σαφής: «οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν», προσμένοντας τὴν ἐλευθερία της «ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», διότι «τῇ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγῃ, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα» (Ρωμ. 8,20-22). Ὁ ἄνθρωπος συμπαρέσυρε στὴν πτώση του καὶ τὸν ὑλικὸ κόσμο στὸ ὄλεθρο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς καταστροφῆς. Διὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἐπικράτησης τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο, ἡ φύση ἀδυνατοῦσε νὰ εἶναι ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε κατοικητήριο δαιμονίων.
Ἄς μὴν παραβλέψουμε τὴν πίστη τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου σὲ μυριάδες δαιμονικὰ καὶ συχνὰ ἀπαίσια ὄντα τῆς φύσεως, κυρίως κακοποιά, τὰ ὁποῖα λάτρευε καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐξευμενίσει, μὲ ἀπίστευτες δεισιδαίμονες θρησκευτικὲς πρακτικές. Μάλιστα αὐτὴ ἡ πίστη διατηρήθηκε καὶ στὴ συνείδηση τῶν χριστιανῶν ὡς τὰ σήμερα, ἡ γνωστὴ πίστη στὰ «παγανά», τὰ ὁποῖα σύνδεσε μὲ τὴν περίοδο τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου καὶ τὰ Φῶτα καὶ τὰ ὁποῖα ἀποδιώχνει ὁ Ἁγιασμὸς καὶ ἡ ρίψη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὰ νερά.
Ὁ Χριστὸς γενόμενος ἄνθρωπος, ὅπως προαναφέραμε, λαμβάνει τὸ ὑλικὸ στοιχεῖο, ἁγιάζοντας τὴν κτίση. Μὲ μιὰ σειρὰ θαυμάτων Του ἐπεμβαίνει καὶ ἐκβάλλει δαίμονες ἀπὸ τὴν κτίση, κάνοντας ἔτσι τὴν ἀπαρχὴ τῆς πλήρους ἀπελευθέρωσής της ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ Σατανᾶ. Μάλιστα ὅρισε νὰ μεταβάλλονται τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Του. Στὸν καθαγιασμένο Ἄρτο καὶ Οἶνο ἐξαγιάζεται, σώζεται καὶ θεώνεται, μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὁλόκληρος ὁ ὑλικὸς κόσμος.
Ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ σωτηρία καὶ τῆς κτίσεως φανερώνει ἐπίσης, πὼς ἡ χριστιανική μας πίστη δὲν διακατέχεται ἀπὸ δυαλιστικὲς ἀντιλήψεις, ὅπως θέλουν κάποιοι νὰ τῆς καταλογίσουν. Δηλαδὴ δὲν υἱοθετεῖ τὴν πλατωνική, νεοπλατωνικὴ καὶ μανιχαϊστικὴ ἀντίληψη περὶ «κακῆς ὕλης» καὶ οὔτε ἀποκλίνει στὴν ὑλιστικὴ θεώρηση τοῦ ἀρχαίου καὶ νεώτερου ὑλισμοῦ. Κι αὐτὸ διότι, τόσο ἡ ἄϋλη, ὅσο καὶ ἡ ὑλικὴ κτίση εἶναι δημιούργημα τοῦ ἑνὸς ἀγαθοῦ, πάνσοφου καὶ παντοδύναμου Θεοῦ, ὡς «καλὴ λίαν» πλάση (Γέν. 1,31), γιὰ νὰ ἐπιτελέσει τὸν τελεολογικό της σκοπό.
Διὰ τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων ἁγιάζεται ἡ φύση τῶν ὑδάτων καὶ σύμπασα ἡ ὑλικὴ δημιουργία. Οἱ πιστοί, ἐκτὸς ἀπό τὸ ὅτι τὸν μεταλαμβάνουμε καὶ ἁγιαζόμαστε προσωπικά, ραντίζουμε καὶ τὰ ὑπάρχοντά μας γιὰ νὰ ἁγιαστοῦν, ὥστε νὰ πληρωθοῦν ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν δαιμονίων. Δηλωτικὸ αὐτῆς τῆς πίστης εἶναι, ὅπως προαναφέραμε, ἡ λαϊκὴ ἀντίληψη ὅτι, διὰ τοῦ ραντισμοῦ, φεύγουν πανικόβλητα τὰ «παγανά», δηλαδὴ οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις, ἀπὸ τὰ σπίτια, τὰ ζῶα, τὰ κτήματα καὶ τὰ ὑπάρχοντά μας, ποὺ αὐτὸ σημαίνει θεολογικὰ τὴν ἐκβολὴ τοῦ παρείσακτου Σατανᾶ ἀπὸ τὴ θεία δημιουργία.
Ἡ μετάληψη τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ καὶ ὁ ραντισμὸς τῶν ὑπαρχόντων μας, εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τῆς ὑλικῆς δημιουργίας ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς πτώσεως καὶ ἡ μετουσίωσή της στὴν προπτωτικὴ κατάστασή της. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας προεῖδε αὐτὴ τὴν θαυμαστὴ ἐσχατολογικὴ μεταμόρφωση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ὡς ἑξῆς: «Τὰ γὰρ ὅροι καὶ οἱ βουνοὶ ἐξαλοῦνται, προσδεχόμενοι ὑμᾶς ἐν χαρᾷ, καὶ πάντα τὰ ξύλα τοῦ ἀγροῦ ἐπικροτήσει τοῖς κλάδοις. Καὶ ἀντὶ τῆς στοιβῆς ἀναβήσεται κυπάρισσος, καὶ ἀντὶ τῆς κονύζης ἀναβήσεται μυρσίνη. Καὶ ἔσται Κυρίῳ εἰς ὄνομα, καὶ εἰς σημεῖον αἰώνιον, καὶ οὐκ ἐκλείψει» (Ἠσ. 55,12).
Οἱ λαμπρὲς τελετὲς τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν ὑδάτων, μὲ τὴ ρίψη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ σὲ αὐτά, τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, σημαίνουν τὸν ἀέναο ἐξαγιασμὸ τῆς δημιουργίας, χάρη στὴν καθαρτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὰ ἰορδάνεια ρεῖθρα. Στὴν καταπληκτικὴ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ ἀναφέρεται: «Σήμερον τὰ τῶν ἀνθρώπων πταίσματα τοῖς ὕδασι τοῦ Ἰορδάνου ἀπαλείφονται. Σήμερον ὁ παράδεισος ἀνέῳκται τοῖς ἀνθρώποις καὶ ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καταυγάζει ἡμῖν... Σήμερον τοῦ παλαιοῦ θρήνου ἀπηλλάγημεν καὶ ὡς νέος Ἰσραὴλ διασώθημεν. Σήμερον τοῦ σκότους ἐκλυτρούμεθα καὶ τῷ φωτὶ τῆς θεογνωσίας καταυγαζόμεθα. Σήμερον ἡ ἀχλὺς τοῦ κόσμου καθαίρεται, τῇ ἐπιφανείᾳ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν... Σήμερον ὁ Δεσπότης πρὸς τὸ βάπτισμα ἐπείγεται, ἵνα ἀναβιβάσῃ πρὸς ὕψος τὸ ἀνθρώπινον» (Εὐχὴ Μ. Ἁγιασμοῦ).
Ὁ λειτουργὸς δέεται, νὰ λάβει τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα «...τὴν χάριν τῆς ἀπολυτρώσεως, τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἰορδάνου». Νὰ μεταποιηθεῖ τὸ ἁγιασμένο ὕδωρ εἰς «ἀφθαρσίας πηγήν, ἁγιασμοῦ δῶρον, ἁμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων ἀλεξιτήριον, δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν ἀπρόσιτον, ἀγγελικῆς ἰσχύος πεπληρωμένον, ἵνα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καὶ μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτὸ πρὸς καθαρισμὸν ψυχῶν καὶ σωμάτων, πρὸς ἰατρείαν παθῶν, πρὸς ἁγιασμὸν οἴκων, πρὸς πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον... Δὸς πᾶσι, τοῖς τε μεταλαμβάνουσι, τὸν ἁγιασμόν, τὴν εὐλογίαν, τὴν κάθαρσιν, τὴν ὑγείαν...»....
Νὰ σημειώσουμε ἀκόμα πὼς ἡ Ὀρθόδοξη ναυτικὴ χώρα μας, ἡ ὁποία ζεῖ καὶ μεγαλουργεῖ χάρη στὸ ἁπλόχερο ὑγρὸ στοιχεῖο ποὺ τὴν περιβάλλει, ἑορτάζει μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα αὐτὴ τὴν ἑορτὴ καὶ συμμετέχουν οἱ πιστοὶ πάνδημα στὶς λαμπρὲς τελετὲς τοῦ καθαγισμοῦ τῶν ὑδάτων.
Οἱ τελετὲς καθαγιασμοῦ τῶν ὑδάτων φανερώνουν περίτρανα τὴν βαθύτατα ἑδραιωμένη εὐσέβεια τοῦ λαοῦ μας, ἡ ὁποία καθορίζει, ἴσως ἀσυναίσθητα σὲ πολλούς, τὸν προσωπικὸ καὶ κοινωνικό μας βίο.
Κατὰ τὴ μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἑορτάζουμε τὴ παλιγγενεσία τῆς δικῆς μας τραυματισμένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φύσεως καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ κτιστοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν δαιμονικὴ κυριαρχία. Τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα ὁ Λυτρωτής μας Χριστός, «Ἀδὰμ τὸν φθαρέντα ἀναπλάττει ρείθροις Ἰορδάνου καὶ δρακόντων κεφαλὰς ἐμφωλευόντων διαθλάττει ὁ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων Κύριος», ὅπως σημειώνει ἕνας καταπληκτικὸς ὕμνος τῆς ἑορτῆς, (2ο τροπ. Α΄ ὠδῆς, τοῦ κανόνα τῶν Φώτων). Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος μᾶς προτρέπει: «Δεῦτε λάβετε πάντες Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως, Πνεῦμα φόβου Θεοῦ, τοῦ ἐπιφανέντος Χριστοῦ» (τροπ. Μ. Ἁγιασμοῦ). Λάβαμε, ὄντως, διὰ τοῦ ἐπιφανέντος Σωτῆρα καὶ Λυτρωτῆ μας τὸ «φῶς τὸ ἀληθινόν, ὁ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰωάν. 1,9) καὶ «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ματθ. 4,16). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ μεγάλη ἑορτὴ ὀνομάζεται Φῶτα, ἑορτὴ τῶν Φώτων.
Αὐτὸ τὸ ἀνέσπερο «Φῶς ἐκ Φωτός», τὸ «Φῶς τοῦ Κόσμου» (Ἰωάν. 9,12), Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀπαστράπτει καὶ ἀκτινοβολεῖ τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία καὶ ὁδηγεῖ καὶ διαλύει τὴν ἀχλὴ καὶ τὰ σκοτάδια τῆς δαιμονικῆς ἐπήρειας. Ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια, ὅσους ἔχουν ὑγιεῖς πνευματικοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ δὲν ἐθελοτυφλοῦν, στὸ μακάριο πέρας της ἐπὶ γῆς ζωῆς τους, στὴ σωτηρία καὶ τὴ θέωση.
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, τὸ ἄμωμο καὶ πανάγιο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. 1,23. Α΄ Κορ. 12,27), μᾶς θεραπεύει ἀπὸ τὰ τραύματα τῆς ἁμαρτίας καὶ μᾶς καθιστᾷ σώους, ὁλόκληρους, σωσμένους καὶ θεωμένους, «υἱοὺς καὶ κληρονόμους Θεοῦ διὰ τοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 4,5), «συμπολῖτες τῶν Ἁγίων καὶ οἰκείους τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 2,19).
Ἕνα ἀπὸ τὰ σωτήρια δῶρα, ποὺ μᾶς προσφέρει εἶναι καὶ ὁ Ἁγιασμὸς τῶν Θεοφανίων, εἰς ἴαση ψυχῆς καὶ σώματος, εἰς ἁγιασμὸ καὶ ἀπελευθέρωση ἡμῶν τῶν υἱοθετημένων τέκνων Του καὶ ὁλοκλήρου της κτιστῆς δημιουργίας ἀπὸ τίς ἀντίθεες δυνάμεις!
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου