Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Σοφία Μπεκρῆ: Οἱ Εὐχές τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ


Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
 
Ἡ τελετὴ τοῦ Ἁγιασμοῦ εἶναι μία ἱεροπρεπὴς Ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ συμπεριλαμβάνει εὐχὲς καὶ ἀναγνώσματα, ὥστε τὸ ἁπλὸ ὕδωρ νὰ ἐμπλουτιστῇ ἀπὸ τὴν  κατερχόμενη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ ἀποκτήσῃ ἰαματικὲς ἰδιότητες, ἀφ᾿ ἑνὸς πρὸς εὐλογία τοῦ πιστοῦ καὶ ἐνίσχυση κάθε ἀγαθῆς ἐνέργειας, ἀφ᾿ ἑτέρου πρὸς ἀποτροπὴ κάθε ἐναντίας δυνάμεως.

Ὁ Ἁγιασμὸς δὲν εἶναι μυστήριο ἀλλὰ μυστηριοειδὴς τελετή, διότι, ἐνῶ στὰ μυστήρια, ὅπως στὸ Βάπτισμα ἢ στὴν Θεία Εὐχαριστία, ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατέρχεται πρωτογενῶς διὰ ὑλικῶν μέσων, στὸν Ἁγιασμὸ ἡ χάρη αὐτὴ εἶναι προσθετικὴ τῆς ἤδη ὑπαρχούσης στὸν πιστὸ θείας χάριτος.

Ὑπάρχουν δύο τελετὲς ἁγιασμοῦ, τοῦ Μικροῦ καὶ τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ. Ὁ Μικρὸς Ἁγιασμὸς τελεῖται πολλὲς φορὲς κατ᾿ ἔτος, ἰδιαιτέρως στὴν πρώτη κάθε μηνός, στὴν ἀρχὴ τοῦ σχολικοῦ ἔτους καὶ ἄλλων ἐργασιῶν, καί, γενικῶς, ὅποτε οἱ πιστοὶ ἔχουν ἀνάγκη εὐλογίας.

Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμὸς τελεῖται μιὰ φορὰ κατ᾿ ἔτος, τὴν παραμονὴ τῶν Φώτων, καὶ μάλιστα στὸ τέλος τῆς Ἀκολουθίας τῶν Ὡρῶν καὶ τοῦ Ἑσπερινοῦ. Ἐπειδή, ὅμως, αὐτὴν τὴν τελετὴ δὲν τὴν παρακολουθοῦν οἱ πιστοί, ἀφοῦ ἡ παραμονὴ τῶν Φώτων δὲν εἶναι ἀργία, ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ὥρισε νὰ τελεῖται κατ᾿ οἰκονομία ἡ τελετὴ τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ καὶ ἀνήμερα τῶν Φώτων.

Οἱ Ὕμνοι, τὰ Ἀναγνώσματα καὶ οἱ Εὐχὲς τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ περιέχουν ὑψηλὰ νοήματα γιὰ τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας γενικῶς καὶ εἰδικώτερα γιὰ τὴν Ἐνανθρώπηση καὶ τὴν Ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου μας.

Στὸ παρὸν ἄρθρο θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ περιεχόμενο τῶν Εὐχῶν τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ὥστε μὲ τὴν κατανόησή των νὰ προσεγγίσωμε καλύτερα τὰ σωτήρια νοήματά των πρὸς μεγαλύτερη ὠφέλειά μας.
Ἐξ ἄλλου, μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, μᾶς δίδεται γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ εὐκαιρία νὰ ἀπολαύσωμε τίς δυνατότητες ποὺ προσφέρει ἡ ὑπέροχη ἑλληνικὴ γλῶσσα, μὲ τὴν ποικιλία τῶν λέξεων καὶ τὸν πλοῦτο τῶν ἐκφραστικῶν της μέσων.

Οἱ Εὐχὲς αὐτές, ποὺ ἀναγιγνώσκονται μετὰ ἀπὸ τίς Προφητεῖες καὶ τὰ Ἀναγνώσματα, τὸ ἀποστολικὸ καὶ τὸ εὐαγγελικό, εἶναι δύο. Ἡ πρώτη, καὶ πιὸ σύντομη, εἶναι ποίημα τοῦ Γερμανοῦ, Πατριάρχου Κων/πόλεως, καὶ λέγεται μυστικῶς ὑπὸ τοῦ πρεσβυτέρου. Ἀπευθύνεται στὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν «Κύριο Ἰησοῦ Χριστό», καὶ τὸν ἀποκαλεῖ «ἀληθινὸ Θεό, πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας, φῶς ἐκ φωτός». Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπίκληση ἀκολουθοῦν οἱ αἰτήσεις: «καταύγασον (= λάμπρυνε) ἡμῶν τὴν διάνοιαν τῷ Ἁγίῳ σου Πνεύματι...», «πρόσδεξαι ἡμᾶς, εὐχαριστίαν σοὶ προσάγοντας ἐπὶ τοῖς θαυμαστοῖς σου μεγαλουργήμασι καὶ ἐπὶ τῇ σωτηρίῳ σου οἰκονομίᾳ».

Στὸ σημεῖο αὐτὸ γίνεται ἀναφορὰ στὴν συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ Λόγου, στὴν περιβολή του μὲ τὸ «ἀσθενὲς καὶ πτωχὸν ἡμῶν φύραμα» (=σῶμα) καὶ στὴν ἐθελούσια ἀποδοχὴ Ἐκείνου, «τοῦ ἁπάντων Βασιλέως», νὰ βαπτισθῇ στὸν Ἰορδάνη «δουλικῇ χειρί».  Ὁ θεῖος ὑμνογράφος τονίζει, ἐν προκειμένῳ, τὴν ἀναγκαιότητα τῆς θείας συγκαταβάσεως: «ἵνα τὴν τῶν ὑδάτων φύσιν ἁγιάσας ... ὁδοποιήσῃς ἡμῖν τὴν δι᾿ ὕδατος καὶ πνεύματος ἀναγέννησιν καὶ ἀποκαταστήσῃς ἡμᾶς πρὸς τὴν πρώτην ἐλευθερίαν». Ὕστερα ἀπὸ τὴν διαπίστωση αὐτή, ὅτι τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας ἀποσκοπεῖ στὴν δική μας σωτηρία, γίνεται καὶ ἡ τρίτη αἴτηση:  «ῥᾶνον ἐφ᾿ ἡμᾶς, κατὰ τὴν θείαν σου ἐπαγγελίαν, ὕδωρ καθάρσιον, τὴν δωρεὰν τῆς σῆς εὐσπλαγχνίας...» Ἡ δέηση τελειώνει μὲ τὴν ἀνάπεμψη δοξολογίας συνολικὰ πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα.

Ἡ δεύτερη εὐχή, ἡ ἐκτενέστερη, εἶναι ποίημα τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Σωφρονίου καὶ διαβάζεται μεγαλοφώνως. Ξεκινάει μὲ τὴν ἐπίκληση στὴν Ἁγία Τριάδα, τὴν «ὑπερούσιο», «τὴν δημιουργὸ τῶν νοερῶν οὐσιῶν καὶ τῶν λογικῶν φύσεων», «τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον, τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».

Συνεχίζει μὲ τὴν αἴτηση «λάμψον κἀμοὶ τῷ ἀναξίῳ δούλῳ σου, φώτισόν μου τῆς διανοίας τὰ ὄμματα» καί, ἀφοῦ ὁ πρεσβύτερος ζητάει τὴν συγχώρηση τῶν πλημμελημάτων του, «ὅπως μὴ κωλύσωσιν παραγενέσθαι (=νὰ παρουσιαστῇ) τὸ Ἅγιον Πνεῦμα», προχωράει στὴν δοξολογία τοῦ «κτίστου καὶ δημιουργοῦ τοῦ παντός», «τοῦ ἀπάτορος ἐκ μητρὸς καὶ ἀμήτορος ἐκ πατρός».

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ὑμνογράφος κάνει μιὰ ὑπέροχη ὅσο καὶ βαθειὰ θεολογικὴ διαπίστωση γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου: «ἐν τῇ προλαβούσῃ ἑορτῇ (ἐνν. τὴν Γέννηση) νήπιον σὲ εἴδομεν. ἐν δὲ τῇ παρούσῃ (τὰ Θεοφάνεια) τέλειον σὲ ὁρῶμεν, τὸν ἐκ τελείου τέλειον ἐπιφανέντα Θεὸν ἡμῶν».

Στὴν συνέχεια τὸ γεγονὸς μεταφέρεται στὸ λειτουργικὸ παρὸν τῆς Ἐκκλησίας. «Σήμερον ὁ τῆς ἑορτῆς ἡμῖν ἐπέστη καιρός...σήμερον ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν εἴδει περιστερᾶς τοῖς ὕδασιν ἐπεφοίτησε...Σήμερον ὁ ἄκτιστος ὑπὸ τοῦ ἰδίου πλάσματος βουλῇ (μὲ τὴν θέλησή Του) χειροθετεῖται...Σήμερον ὁ προφήτης καὶ πρόδρομος τῷ δεσπότῃ προσέρχεται, ἀλλὰ τρόμῳ παρίσταται...»

Ὅσο περισσότερο πλησιάζει τὸ «μυστήριο» τοῦ Ἁγιασμοῦ πρὸς τὴν συντέλεσή Του, τόσο περισσότερο κορυφώνονται οἱ σωτηριολογικὲς ἀναφορὲς καὶ πληθαίνουν τὰ σχήματα λόγου: «Σήμερον τὰ τοῦ Ἰορδάνου νάματα εἰς ἰάματα μεταποιεῖται τῇ τοῦ Κυρίου παρουσίᾳ...Σήμερον τοῦ παλαιοῦ θρήνου ἀπηλλάγημεν καὶ ὡς νέος Ἰσραὴλ διεσώθημεν... Σήμερον τοῦ σκότους ἐλυτρώθημεν καὶ τῷ φωτὶ τῆς θεογνωσίας καταυγαζόμεθα» (=λαμπρυνόμαστε).

Τὸ κλίμα χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης ποὺ ἔχει ἤδη δημιουργηθῇ ἀπὸ τίς παραπάνω περιγραφὲς αἰσθητοποιεῖται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὰ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου νοήματα τῶν φράσεων: «Σήμερον τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει, καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ...Σήμερον ὁ δεσπότης πρὸς τὸ βάπτισμα ἐπείγεται, ἵνα ἀναβιβάσῃ πρὸς ὕψος τὸ ἀνθρώπινον...Σήμερον βασιλείαν οὐρανῶν ὠνησάμεθα (=ἀγοράσαμε). τῆς γὰρ βασιλείας τοῦ Κυρίου οὐκ ἔσται τέλος».

Κατὰ συνέπεια, ὅλη ἡ φύσις, «γῆ καὶ θάλασσα τὴν τοῦ κόσμου χαρὰν ἐμερίσαντο (=ἔλαβαν μερίδιο) καὶ ὁ κόσμος εὐφροσύνης πεπλήρωται».
Μπροστά, μάλιστα, στὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς μεταποιήσεως τῶν ὑδάτων σὲ ἰάματα, «ὁ  Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω θεασάμενος τὸ πῦρ τῆς θεότητος σωματικῶς κατερχόμενον καὶ εἰσερχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν, ...ὁρῶν τὸν ἀόρατον ὁραθέντα, τὸν κτίστην σαρκωθέντα, τὸν δεσπότην ἐν δούλου μορφῇ».

Ἀλλὰ «καὶ τὰ ὄρη ἐσκίρτησαν, Θεὸν ἐν σαρκὶ καθορῶντα, καὶ νεφέλαι φωνὴν ἔδωκαν, θαυμάζουσαι τὸν παραγενόμενον ... καὶ βάπτισμα σωτηρίας τῷ κόσμῳ δωρησάμενον». Μπροστὰ στὰ «μεγαλεῖα τῶν θαυμάτων Του» ἀναφωνεῖ ὁ ὑμνωδός: «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων σου».

Πράγματι, ἡ συνέχεια τῆς εὐχῆς ἀποτελεῖ ἕναν ἐξαίρετο ὕμνο στὸ θαυμαστὸ ἔργο τῆς δημιουργίας ἀπὸ τὸν Κύριο: «Σὺ βουλήσει ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παραγαγὼν τὰ σύμπαντα συνέχεις τὴν κτίσιν καὶ διοικεῖς τὸν κόσμον. Σὺ ἐκ τεσσάρων στοιχείων τὴν κτίσιν συναρμόσας τέτταρσι καιροῖς τὸν κύκλον τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐστεφάνωσας. Σὲ ὑμνεῖ ἥλιος. Σὲ δοξάζει σελήνη. σοὶ ἐντυγχάνει τὰ ἄστρα. σοὶ ὑπακούει τὸ φῶς... Σὺ ἐστερέωσας τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων. σὺ περιετοίχισας τὴν θάλασσαν ψάμμῳ. σὺ πρὸς ἀναπνοὰς τὸν ἀέρα ἐξέχεας...»

Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ «ἀπερίγραπτος, ἄναρχος καὶ ἀνέκφραστος Θεὸς» ἦλθε στὴν γῆ, «μορφὴν δούλου λαβών», διότι «οὐκ ἔφερε θεᾶσθαι (=δὲν ἄντεχε νὰ βλέπῃ) ὑπὸ τοῦ διαβόλου τυραννούμενον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων», πρᾶγμα γιὰ τὸ ὁποῖο ἐμεῖς «ὁμολογοῦμεν τὴν χάριν καὶ οὐ κρύπτομεν τὴν εὐεργεσίαν».

Ἐν συνεχείᾳ, ἀξίξει νὰ σταθοῦμε στὴν ἐπισήμανση τοῦ ὑμνογράφου ὅτι ὁ ἁγιασμὸς τῶν ὑδάτων συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀποτροπὴ κάθε ἐναντίας δυνάμεως: «Σὺ καὶ τὰ ἰορδάνεια ῥεῖθρα ἡγίασας ... καὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ἐκεῖσε ἐμφωλευόντων συνέτριψας δρακόντων».

Ἀκολουθοῦν οἱ κατ᾿ ἐξοχὴν αἰτήσεις πρὸς ἐξαγιασμὸ τῶν ὑδάτων: «Αὐτός, οὖν, φιλάνθρωπε Βασιλεῦ, πάρεσο καὶ νῦν, διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος, καὶ ἁγίασον τὸ ὕδωρ τοῦτο (γʹ). καὶ δὸς αὐτῷ τὴν χάριν τῆς ἀπολυτρώσεως, ποίησον αὐτὸ ἀφθαρσίας πηγήν, ἁγιασμοῦ δῶρον, ἁμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων ἀλεξητήριον...».

Ὅπως καὶ προηγουμένως, γίνεται ἀναφορὰ στὸν σκοπὸ τοῦ ἁγιασμοῦ: «ἵνα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καὶ μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτὸ πρὸς καθαρισμὸν ψυχῶν τε καὶ σωμάτων, πρὸς ἰατρείαν παθῶν, πρὸς ἁγιασμὸν οἴκων, πρὸς πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον».

Ἐδῶ θὰ μποροῦσε νὰ ὁλοκληρωθῇ ἡ εὐχή. Ὅμως ὁ ὑμνογράφος τονίζει μὲ ἔμφαση  ἐπανειλημμένως ὅτι «σὺ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν», ἀναφερόμενος ἐφ᾿ ἑξῆς σὲ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου ἔγινε φανερὴ ἡ σωτηριώδης ἐπέμβαση τοῦ Κυρίου διὰ ὑλικῶν σημείων, ὅπως στὸν διὰ ὕδατος «κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας» ἐπὶ τοῦ Νῶε, στὴν διὰ θαλάσσης σωτηρία τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὸν Φαραὼ ἐπὶ Μωϋσέως, στὸν κορεσμὸ τῆς δίψης τῶν Ἑβραίων διὰ τοῦ ὕδατος ποὺ ἀνέβλησε ἀπὸ τὸ χτύπημα τῆς πέτρας στὴν ἔρημο, ὡς καὶ στὸ ἔργο τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ὁ ὁποῖος δι᾿ ὕδατος καὶ πυρὸς ἀπήλλαξε τὸν Ἰσραὴλ «ἐκ τῆς πλάνης τοῦ Βάαλ».

Ἀκολουθεῖ ἐκ νέου ἡ αἴτηση γιὰ ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων: «Αὐτὸς καὶ νῦν, Δέσποτα, ἁγίασον τὸ ὕδωρ τοῦτο τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ (γ).
Δὸς πᾶσι τοῖς τε ἁπτομένοις, τοῖς τε χριομένοις, τοῖς τε μεταλαμβάνουσι, τὸν ἁγιασμόν, τὴν εὐλογίαν, τὴν κάθαρσιν, τὴν ὑγείαν».

Ἡ ἐκτενὴς αὐτὴ εὐχὴ τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν δοξολογία τῆς Παναγίας Τριάδος, ἡ ὁποία «διὰ ὁρωμένων καὶ δι᾿ ἀοράτων» ἐπετέλεσε τὸ μεγάλο αὐτὸ μυστήριο.

Ἄς σπεύσωμε, ἑπομένως, οἱ πιστοί, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ ὑμνογράφος στὸ Στιχηρὸ Ἰδιόμελο ποὺ ἀκολουθεῖ, νὰ ἀνυμνήσωμε «τὸ μέγεθος τῆς περὶ ἡμᾶς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ», ὁ ὁποῖος, γενόμενος ἄνθρωπος, εἰσέρχεται καὶ ἁγιάζει τὰ ὕδατα, «ὁ μόνος καθαρὸς καὶ ἀκήρατος (=άφθαρτος), διὰ τὴν ἡμῶν κάθαρσιν».

Ἄς ἀντλήσωμε, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς μετ᾿ εὐφροσύνης τὸ ἁγιασμένο ὕδωρ καὶ ἂς δεχθοῦμε μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν πλούσια καὶ ἁγιαστικὴ χάρη καὶ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἐπιδίδεται «ἀοράτως τοῖς πιστῶς ἀντλοῦσιν παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος τῶν ψυχῶν ἡμῶν».
Γένοιτο!


Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος- θεολόγος
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου