Ἑωθινόν
Ἦχος γ´ - Ἑωθινόν Γ´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 9 - 20
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 9 - 20
9 Ἀναστὰς δὲ πρωῒ πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ’ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. 10 ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ’ αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. 11 κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη ὑπ’ αὐτῆς, ἠπίστησαν. 12 Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις εἰς ἀγρόν. 13 κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. 14 Ὕστερον ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ τὴν σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν. 15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. 16 ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται· 17 σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει· ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς· 18 ὄφεις ἀροῦσι· κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει· ἐπὶ ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν. 19 Ὁ μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. 20 ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. ἀμήν.
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ἦχος γ´ - Ἑωθινόν Γ´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 9 - 20
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 9 - 20
9 Ὅταν δὲ ἀνέστη ὁ Ἰησοῦς τὸ πρωῒ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ἐφάνη πρῶτον εἰς τὴν Μαρίαν τὴν Μαγδαληνήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἶχε βγάλει ἑπτὰ δαιμόνια. 10 Ἐκείνη ἐπῆγε καὶ ἀνήγγειλε τοῦτο εἰς τοὺς μαθητάς, ποὺ ἦσαν προτήτερα μαζί του καὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν πένθος καὶ ἔκλαιαν διὰ τὸν θάνατον τοῦ διδασκάλου των. 11 Ἀλλ’ ἐκεῖνοι, ὅταν ἤκουσαν ὅτι ζῇ καὶ ὅτι αὐτὴ τὸν εἶδε, δὲν ἐπίστευσαν εἰς τοὺς λόγους της. 12 Μετὰ ταῦτα δὲ ἐνεφανίσθη μὲ ἄλλην μορφήν, διαφορετικὴν ἀπὸ ἐκείνην ποὺ εἶχε προτοῦ σταυρωθῇ, εἰς δύο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐβάδιζαν καὶ ἐπήγαιναν εἰς κάποιο χωράφι. 13 Καὶ ἐκεῖνοι ἐπῆγαν καὶ ἀνήγγειλαν τοῦτο εἰς τοὺς λοιποὺς Ἀποστόλους, ἀλλ’ οὔτε εἰς ἐκείνους ἐπίστευσαν. 14 Ὕστερα ἐνεφανίσθη εἰς τοὺς ἕνδεκα, ὅταν αὐτοὶ εἶχαν καθίσει νὰ δειπνήσουν. Καὶ τοὺς ἐμέμφθη διὰ τὴν ὀλιγοπιστίαν τους καὶ διὰ τὴν σκληρότητα τῆς καρδίας των, διότι δὲν ἐπίστευσαν εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν εἶδαν ἀναστημένον. 15 Καὶ τοὺς εἶπε· Νὰ πᾶτε εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην καὶ νὰ κηρύξετε τὸ εὐαγγέλιον εἰς ὅλην τὴν λογικὴν κτίσιν καὶ δημιουργίαν. 16 Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ πιστεύσῃ εἰς τὸ κήρυγμά σας καὶ θὰ βαπτισθῇ, θὰ σωθῇ, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ ἀπιστήσῃ, θὰ κατακριθῇ. 17 Εἰς ἐκείνους δὲ ποὺ θὰ κιοτεύσουν, θὰ παρακολουθήσουν αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ σημάδια, ποὺ θὰ ἀποδεικνύουν τὴν δι’ αὐτῶν ἐνεργοῦσαν χάριν, καὶ τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεώς των· διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματός μου θὰ βγάλουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δαιμόνια, θὰ ὁμιλήσουν γλώσσας ξένας, ποὺ δι’ αὐτοὺς θὰ εἶναι νέαι καὶ ἄγνωστοι μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης. 18 Θὰ σηκώσουν μὲ τὰ χέρια τους φίδια φαρμακερά, χωρὶς νὰ πάθουν τίποτε ἀπὸ τὰ δαγκώματά των· καὶ ἐὰν ἀκόμη πίουν δηλητήριον, ποὺ φέρει θάνατον, δὲν θὰ τοὺς βλάψῃ· θὰ βάλουν τὰ χέρια τους ἐπὶ ἀσθενῶν καὶ θὰ γίνουν καλά. 19 Ὁ μὲν Κύριος λοιπόν, ἀφοῦ τοὺς ὡμίλησεν ἐπανειλημμένως καὶ τοὺς εἶπε μεταξὺ ἄλλων καὶ αὐτά, ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ. 20 Ἐκεῖνοι δέ, ἀφοῦ ἐβγῆκαν εἰς περιοδείαν, ἐκήρυξαν εἰς κάθε μέρος, καὶ ὁ Κύριος ἦτο συνεργός των καὶ ἐπεβεβαίωνε τὸν λόγον τοῦ κηρύγματός των μὲ τὰ θαύματα, ποὺ ἐπηκολούθουν εἰς τὸ κήρυγμά των. Ἀμήν.
Εὐαγγέλιον
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ϛ´ 14 - 21
14 Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· 15 ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. 16 Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν. 17 σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, 18 ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. 19 Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν· 20 θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· 21 ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ϛ´ 14 - 21
14 Πρέπει δέ, ὅταν ζητῆτε τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σας, συγχωρῆτε καὶ σεῖς τοὺς ἄλλους, διότι, ἐὰν συγχωρήσετε τοὺς ἀνθρώπους τὰ ἁμαρτήματα, ποὺ ἔκαμαν εἰς σᾶς, καὶ ὁ Πατήρ σας ὁ οὐράνιος θὰ συγχωρήσῃ καὶ εἰς σᾶς τὰ ἰδικά σας ἁμαρτήματα. 15 Ἐὰν ὅμως δὲν συγχωρήσετε εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὰ πρὸς σᾶς ἁμαρτήματά των, οὔτε ὁ Πατήρ σας θὰ συγχωρήσῃ τὰς πρὸς αὐτὸν ἁμαρτίας σας. 16 Ὅταν δὲ νηστεύετε, μὴ γίνεσθε σὰν τοὺς ὑποκριτὰς σκυθρωποὶ καὶ περίλυποι.Διότι ἀλλοιώνουν τὰ πρόσωπά των καὶ προσλαμβάνουν ὄψιν καὶ ἔκφρασιν καταβεβλημένου ἀπὸ τὰς στερήσεις ἀνθρώπου, διὰ νὰ φανοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύουν.Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὅτι ἔλαβαν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀμοιβήν των. 17 Σὺ ὅμως, ὅταν νηστεύης, ἄλειψε τὴν κεφαλήν σου καὶ νίψε τὸ πρόσωπόν σου, ὥστε νὰ φαίνεσαι χαρούμενος. 18 Καὶ νὰ μὴ φανῇς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι νηστεύεις.Ἀλλὰ νὰ φανῇ ἡ νηστεία σου μόνον εἰς τὸν Πατέρα σου, ποὺ εἶναι μὲν ἀόρατος, ἀλλ’ εὑρίσκεται παρὼν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ ἀπόκρυφα μέρη.Καὶ ὁ Πατήρ σου, ποὺ βλέπει εἰς τὰ κρυφά, θὰ σοῦ ἀποδώσῃ τὴν ἀμοιβήν σου εἰς τὰ φανερά. 19 Μὴ μαζεύετε χάριν τοῦ ἑαυτοῦ σας θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου ὁ σκόρος καὶ ἡ φθορὰ τῆς σαπίλας ἢ τῆς σκωρίας ἀφανίζουν τὰ ἀποθηκευόμενα εἴδη τοῦ πλούτου καὶ ὅπου κλέπται διατρυποῦν τοὺς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων σας καὶ τὰ κλέπτουν. 20 Μαζεύετε δὲ διὰ τοὺς ἑαυτούς σας θησαυροὺς εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου οὔτε σκόρος οὔτε σαπίλα καὶ σκωριὰ ἀφανίζουν τὰ θησαυριζόμενα καὶ ὅπου κλέπται δὲν τρυποῦν τοὺς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων οὔτε κλέπτουν. 21 Πρέπει δὲ νὰ θησαυρίζετε θησαυροὺς εἰς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ εἶναι καὶ ἡ καρδία σας προσκολλημένη εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὰ οὐράνια.Διότι ἐκεῖ, ὅπου θὰ εἶναι ὁ θησαυρός σας, θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδία σας.
Ἀπόστολος
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΓ´ 11 - 14
11 Καὶ τοῦτο, εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι· νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. 12 ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. 13 ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, 14 ἀλλ’ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΔ´ 1 - 4
1 Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. 2 ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. 3 ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. 4 σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΓ´ 11 - 14
11 Ἂς πράττωμεν δὲ τὰ ἔργα αὐτὰ τῆς ἀγάπης ἀκούραστοι καὶ χωρὶς ἀναβολήν, γνωρίζοντες εἰς ποῖον καιρὸν ζῶμεν. Ζῶμεν εἰς ἐποχήν, ποὺ ἀπαιτεῖ ἐπειγόντως τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς. Διότι εἶναι πλέον ὥρα νὰ σηκωθῶμεν ἀπὸ τὸν ὕπνον τῆς ἀμελείας, ποὺ μᾶς κάνει δυσκολοκινήτους εἰς τὸ ἀγαθόν. Διότι τώρα ἡ ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας, ἡ ὁποία θὰ σημάνῃ τὴν πλήρη ἀπολύτρωσιν τῶν πιστῶν, εἶναι πλησιέστερα πρὸς ἡμᾶς παρὰ τότε ποὺ ἐπιστεύσαμεν. Ἐὰν λοιπὸν τότε ἐδείξαμεν ζῆλον καὶ δραστηριότητα, πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ τὰ δείξωμεν καὶ τώρα. 12 Ὁ παρὼν βίος, ποὺ μοιάζει μὲ νύκτα σκοτεινήν, ἐπροχώρησε, ἡ δὲ ἡμέρα τῆς μελλούσης ζωῆς ἐπλησίασε. Καὶ ἐὰν ἀκόμη ὁ Κύριος δὲν ἔλθῃ σύντομα διὰ τῆς δευτέρας του ἐνδόξου παρουσίας, ἔρχεται ὅμως διὰ τὸν καθένα μας διὰ τοῦ θανάτου. Πλησιάζει λοιπὸν διὰ τὸν καθένα μας ἡ ἡμέρα τῆς μελλούσης ζωῆς. Ἂς ἀποθέσωμεν λοιπὸν σὰν ἄλλα νυκτερινὰ ἐνδύματα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ γίνονται εἰς τὸ σκοτάδι, καὶ ἂς ἐνδυθῶμεν σὰν ἄλλα ὅπλα τὰ φωτεινὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. 13 Ὅπως συμπεριφέρεται κανεὶς τὴν ἡμέραν, ποὺ τὰ βλέμματα πολλῶν τὸν παρακολουθοῦν, ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἂς συμπεριφερθῶμεν μὲ εὐπρέπειαν καὶ εὐταξίαν· ὄχι μὲ ἄσεμνα φαγοπότια καὶ μέθας, οὔτε μὲ πράξεις αἰσχρότητος καὶ ἀσελγείας, οὔτε μὲ φιλονεικίας καὶ ζηλοτυπίας. 14 Ἀλλὰ φορέσατε σὰν ἔνδυμα τῆς ψυχῆς σας τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὥστε εἰς τὴν ὅλην ζωήν σας νὰ ὁμοιάσετε τελείως πρὸς αὐτόν. Καὶ μὴ φροντίζετε διὰ τὴν σάρκα, πῶς νὰ ἰκανοποιῆτε τὰς παρανόμους ἐπιθυμίας της. Τέτοια πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορά σας μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν ποὺ ζῆτε.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΔ´ 1 - 4
1 Υπάρχουν ὅμως καὶ μερικοὶ Χριστιανοὶ ἀδύνατοι εἰς τὴν πίστιν. Ἰδοὺ ποία πρέπει νὰ εἶναι καὶ πρὸς αὐτοὺς ἡ συμπεριφορά σας. Ἐκεῖνον, ποὺ ἀσθενεῖ κατὰ τὴν πίστιν καὶ ἐξαρτᾷ τὴν σωτηρίαν του καὶ ἀπὸ τὴν διάκρισιν φαγητῶν καὶ ἡμερῶν, πρέπει νὰ τὸν δέχεσθε μὲ καλωσύνην, χωρὶς νὰ συζητῆτε καὶ ἐπικρίνετε τὰς ἰδέας του. 2 Ἄλλος μὲν πιστεύει, ὅτι δὲν ἀπαγορεύεται νὰ φάγῃ πάντα τὰ φαγητά. Ὁ δὲ ἀσθενὴς κατὰ τὴν πίστιν τρώγει λάχανα καὶ ἀποφεύγει τὰ ἄλλα φαγητὰ ἐκ φόβου, μήπως μολυνθῇ ἀπὸ αὐτά. 3 Ἐκεῖνος, ποὺ λόγῳ τῆς ἰσχυροτέρας πίστεώς του τρώγει ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά, ἂς μὴ περιφρονῇ ὡς στενοκέφαλον ἐκεῖνον, ποὺ δὲν τρώγει ἀπὸ ὅλα. Καὶ αὐτός, ποὺ δὲν τρώγει ἀπὸ ὅλα, ἂς μὴ κατακρίνῃ ἐκεῖνον, ποὺ τρώγει. Διότι καὶ αὐτόν, ποὺ τρώγει ἀπὸ ὅλα, ὁ Θεὸς τὸν προσέλαβεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν του. 4 Ποῖος εἶσαι σύ, ποὺ κατακρίνεις ξένον δοῦλον; Ὄχι σέ, ἀλλὰ τὸν Θεὸν ἔχει Κύριον. Διὰ τὸν Κύριόν του λοιπὸν στέκεται ἢ πίπτει πνευματικῶς. Μάθε δὲ ὅτι, μολονότι σὺ τὸν κατακρίνεις, αὐτὸς θὰ σταθῇ στερεὸς εἰς τὴν πίστιν. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ τὸν ἀνορθώσῃ καὶ νὰ τὸν στερεώσῃ.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου