Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

Δημήτρης Νατσιός: Ποιητικὲς προτάσεις γιά... ὀρθογραφία καὶ ὀρθοπραξία


Ἴσως κάποιοι ἀναγνῶστες νὰ ἔχουν στὴν βιβλιοθήκη τους κάποιες παλιὲς ἐκδόσεις ποὺ τιτλοφοροῦνται «ΒΙΠΕΡ». Εἶναι τῆς δεκαετίας 1960 - 1970, τότε ποὺ δὲν κυριαρχοῦσαν στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἠλεκτρονικὰ σκευάσματα οὔτε ἡ εἰκόνα εἶχε ἐκμηδενίσει τὶς ἄλλες αἰσθήσεις τους. Τὰ βιβλία τῶν ἐκδόσεων «ΒΙΠΕΡ» ἦταν προσιτά, μὲ χαμηλὲς τιμὲς γιὰ τὸ κοινό, σὲ στρωτὴ γλῶσσα καί, τὸ σπουδαιότερο, ἐξέδιδαν κλασσικὰ ἔργα Ἑλλήνων καὶ ξένων συγγραφέων. 
 
Τὰ «κυνηγοῦσα» ἀπὸ μικρὸς κι ἔχω ἀρκετὰ ἀπὸ αὐτὰ στὰ ὁποῖα προστρέχω πρὸς γνῶσιν καί... μόρφωσιν. Διαβάζω αὐτὴν τὴν ἐποχὴ τὰ «Ἅπαντα ποιήματα» τοῦ Γεωργίου Βιζυηνοῦ. Ὁ τραγικὸς λογοτέχνης γεννήθηκε τὸ 1848 στὴν Βιζύη τῆς Ἀν. Θράκης καὶ πέθανε το 1896 στὴν Ἀθήνα. Εἶναι γνωστὸς γιὰ τὰ διηγήματά του  «Τὸ μόνον ταξίδιον τῆς ζωῆς μου», «Τὸ ἁμάρτημα τῆς μητρός μου», «Ποῖος ἦτο ὁ φονεὺς τοῦ ἀδελφοῦ μου». Ὡραῖο εἶναι ἀκόμη τὸ ποίημά του «Ὁ μαρμαρωμένος βασιλιᾶς». 
 
Ἦταν οἱ ἐποχὴ ποὺ οἱ ποιητὲς δὲν νοσοῦσαν ἀπό τὴν κερδοφόρο ἀσθένεια τῆς «πολιτικῆς ὀρθότητας», δὲν ἔκαναν τὴν δίαιτα ποὺ δὲν παχαίνει, τὸ νὰ καταπίνεις, δηλαδή, τὰ λόγια σου, νὰ αὐτολογοκρίνεσαι γιὰ νὰ μὴ σὲ στοχοποιήσουν τὰ ξεγάνωτα ἀπολειφάδια τοῦ δῆθεν προοδευτισμοῦ. Γι᾿ αὐτὸ δὲν δίσταζε ὁ ποιητὴς νὰ γράφει στίχους ὅπως «Φωτιὰ νὰ κάψει τὴν Τουρκιά, φωτιὰ κι ἀστροπελέκι!/καὶ τὸ σταχτό της οἱ ἄνεμοι νὰ σύρουν πιὸ παρέκει/κι ἀπὸ τὴν κόκκινη μηλιά».

Τώρα, γιατί ἀσχολοῦμαι μὲ τὸν Βιζυηνό; Θὰ σκεφτεῖ κάποιος μὲς στὴν σταχτὴ ζωή μας εἶναι καιρὸς γιὰ ποίηση; Συμφωνῶ. Μᾶς «ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρίον». Ἀλλὰ χρειάζεται καὶ λίγος ἀνασασμὸς καὶ τί καλύτερο ἀπὸ τὸ νὰ ἐγκύψεις  στὰ πνευματικὰ καλούδια τῶν μαϊστόρων τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας. Πιάνουμε τὶς μύτες μας ἀπὸ τὶς περιρρέουσες ἀναθυμιάσεις, ἂς μοσχοβολήσουν καὶ λίγο τὰ τερπνὰ ἄνθη τῆς λογοτεχνίας μας. Καὶ πάντα ἔχω κατὰ νοῦ τὴν παιδεία καὶ τὰ παιδιά, αὐτὰ τὰ δύο ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ ὀρθωθεῖ ἡ Ρωμιοσύνη.

Εἶναι γνωστὸ πὼς τὸ ὑπουργεῖο τάχα καὶ Παιδείας κατήργησε τὴν ὀρθογραφία. Δὲν ὑπάρχει πιὰ ὡς δραστηριότητα ἐνταγμένη στὸ μάθημα τῆς Γλώσσας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ περίσσεψε ἡ ἀνορθογραφία, προοίμιο τῆς ἐπιβολῆς ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ τῆς φωνητικῆς γραφῆς. Γιατί συνείδηση καὶ ὄχι σινίδισι; Καὶ αὐτὸ ἂς συνδυαστεῖ μὲ τὴν ἐκπαραθύρωση ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ ἀνθηροῦ ἑλληνικοῦ λόγου, τῶν μεγάλων λογοτεχνῶν μας. Παλαιότερα ὑπῆρχε καὶ ἡ καλλιγραφία, γιατί μᾶς ἐνδιέφερε καὶ ἡ φιλοκαλία. Σήμερα βλέπεις τὰ νοικοκυριὰ νὰ λάμπουν καὶ οἱ κοινόχρηστοι χῶροι νὰ ζέχνουν. Στοὺς τοίχους τῶν διδακτηρίων ὁ μαθητὴς ζωγραφίζει τὶς κουτσουλιές του, τὰ ρυπαίνει, στὸ θρανίο θὰ ἀποτυπώσει τὴν ἀκοσμία καὶ τὴν ἀσχημοσύνη του, γιατί κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἀντίληψη ὅτι ἡ καθαριότητα ἀποτελεῖ χρέος τῶν κρατικῶν καὶ δημοτικῶν ἀρχῶν.

Οἱ μαθητὲς στὴν Ἰαπωνία καθαρίζουν τὶς τάξεις καὶ τὶς τουαλέτες τοῦ σχολείου τους

Ἐπειδὴ κατὰ παράβασιν τῶν ἄνωθεν ἐντολῶν διδάσκω τὴν ὀρθογραφία, μὲ ἰδιαίτερο τετράδιο -ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι συνάδελφοι- ψάχνω καὶ δίνω στὰ παιδιά μου ἀρχαῖα ρητά, λόγια ἁγίων, ἡρώων ἢ φράσεις τοῦ Εὐαγγελίου, στροφὲς ἀπὸ περίτεχνα καὶ ξακουστὰ ποιήματα τῶν μεγάλων λογοτεχνῶν μας. Δὲν εἶναι καθόλου κακὸ νὰ θυμοῦνται οἱ μαθητές τὸ «δεῖ τὴν γλῶτταν μὴ προτρεχέτω τοῦ νοῦ» ἢ τὸ «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστὸν τὸν Θεὸν παραθώμεθα».

Ἀνακάλυψα στὰ «Ἅπαντα» τοῦ Βιζυηνοῦ κάποια πολὺ ὡραία καὶ διδακτικότατα στιχουργήματα, τὰ ὁποῖα, ἂν δὲν εἴχαμε ὑπουργεῖο ποὺ μισεῖ καὶ ἀπορρίπτει τὸ παρελθόν, θὰ φιλοξενοῦνταν στὰ σχολικὰ βιβλία.

Μοιράζομαι κάποια, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν ἐκεῖνα τὰ ἀνόητα γιὰ τὰ «λάχανα καὶ χάχανα» τοῦ βιβλίου Γλώσσας τῆς Ά δημοτικοῦ. Ὁ Βιζυηνός τὰ τιτλοφορεῖ «ἀποφθεγματικά». Ἔχει γράψει ἀρκετὰ γιὰ τὴν παιδεία καὶ τὰ παιδιά, ποὺ φαίνονται ἁπλοϊκὰ μέν, ἀλλὰ κρύβουν σοφία καὶ σύνεση, ποὺ τόσο λείπουν στὴν ἐποχή μας.

«Ὁ Πλάστης εἶναι πανταχοῦ παρών/ποτέ σου μὴν σκεφτεῖς τὸ πονηρόν». Εὐμνημόνευτο, ἔξυπνο καὶ μὲ βαθὺ θεολογικὸ μήνυμα.

«Καράβια δίχως ἄρμενα/παιδιὰ χωρὶς παιδεία/ἢ τέχνη προικισμένα/μὲς στῆς ζωῆς τὸ πέλαγος/ἂν πιάσει τρικυμία/δὲν βρίσκουνε λιμένα». Ζωὴ τρικυμιώδης καὶ ἀλίμενη ἡ, χωρὶς σωστὴ παιδεία, ζωή. Διότι «παιδεία καθάπερ ἡ εὐδαίμων χώρα πάντα τὰ ἀγαθὰ φέρει», θὰ μᾶς κανοναρχήσει καὶ ὁ Σωκράτης.

«Πράγματα ποὺ δὲν ταιριάζει/νὰ τὰ κάμει τὸ παιδί/μήτε μὲ τὸ νοῦ τὰ βάζει/μήτε στέκει νὰ τὰ ἰδεῖ». Βάζει ὅμως στὸ νοῦ τοῦ παιδιοῦ «ἀταίριαστα πράγματα», τὸ ὑπουργεῖο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἰσάγει ἀπὸ τὸ νηπιαγωγεῖο τὴν σεξουαλικὴ διαπαιδαγώγηση ἢ τὰ ἀγγλικά. Ἀντὶ νὰ «ἰδοῦν» τὰ παιδιὰ τὰ ἄνθη τῆς λογοτεχνίας μας, τὰ μαγαρίζουμε μὲ πράγματα σάπια, ἐπικίνδυνα καὶ ἀκατάλληλα γιὰ τὴν δροσερὴ καὶ ἀθώα ἡλικία τους, διότι «καλὸς ὅποιος ποθεῖ νὰ γένει/ἀπὸ παιδὶ ἂς μορφώνεται/ὅποιος μικρὸς κακομαθαίνει/γέρος δὲν διορθώνεται». 
 
Νὰ παραθέσω κάτι ἀπὸ τὰ ἔνδοξα χρόνια τοῦ '21, ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἀτρόμητου μπουρλοτιέρη. Κανάρης, ψυχὴ θρεμμένη μὲ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὶς ἀειθαλεῖς ἐθνικὲς μνῆμες. Ναυτάκι ἀκόμη, ταξιδεύοντας στὰ πέλαγα, ἅμα ἄραζε σὲ λιμάνι καὶ δὲν εἶχε δουλειά, γύρευε ὁ Κανάρης κανένα λιμάνι, κι ἐκεῖ καθισμένος σ᾿ ἕνα ἄγριο λιθάρι, διάβαζε τὸν βίο καὶ τὰ ἔργα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ στὸ διάβασμά τους βρύση πηγαίνανε τὰ δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του. Αὐτὸ τὸ ὁμολόγησε ὁ ἴδιος ὁ Κανάρης στὸν Τερτσέτη. Εὐτυχῶς γιατί σήμερα θὰ διάβαζε τὸ κείμενο στὰ βιβλία γλώσσας τῆς Στ' δημοτικοῦ μὲ τίτλο «Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος καὶ ἡ κοκκινοσκουφίτσα». Μὲ τέτοια κείμενα δὲν ἀνατινάζεις ναυαρχίδες... ἀλλὰ κρύβεσαι στὰ ὑπόγεια, ὅταν ξεσποῦν οἱ πόλεμοι καὶ ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ πρέπει νὰ φανεῖς ἄντρας. Θυμίζω τὸ «Ἡ Ἰταλία μας κήρυξε τὸν πόλεμο καὶ μεῖς πήγαμε στὸ ὑπόγειο», στὸ βιβλίο Γλώσσας τῆς Έ δημοτικοῦ.
 

Νὰ παραθέσω καὶ κάτι νόστιμο γιὰ τὴν ὑγεία. « Ἄν θὲς ζωὴ ποὺ νὰ βαστᾷ/κι ἂν θὲς καλὴ ὑγεία/ἔχε τὰ πόδια σου ζεστά/τὴν κεφαλή σου κρύα/καὶ προφυλάγου ἀπ᾿ τὰ πιοτά/κι ἀπ᾿ τὴν πολυφαγία».

Καὶ ἐπειδὴ σήμερα πολυάσχολοι καὶ πολυμέριμνοι, τρέχουμε καὶ δὲν φτάνουμε, θὰ μᾶς συμβουλεύσει ὁ ποιητής: «Ἄνθρωπος χωρὶς μυαλά/ὅλο χτίζει καὶ χαλᾷ/κι ὁ Θεὸς ἀπ᾿ τὰ ψηλά/τον κοιτάζει καὶ γελᾷ».


Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου