Στήν συνέχεια ἄνοιξε καί ἔβγαινε δυσῶδες ὑγρό, γιά ἀρκετές ἡμέρες. Μερικοί μιλοῦν γιά περιτονίτιδα.
Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι τήν ἔσχισε τό σκληρό λάστιχο ἀπό τήν πρόχειρη φούστα ποῦ φοροῦσε. Ὅπως ὅμως φαίνεται ἀπό τίς περιγραφές, ὅσων παρακολουθοῦσαν τήν ὑπόθεση, πρέπει νά ἦταν «περισκωληκοειδικό ἀπόστημα», σύμφωνα μέ τήν Ἰατρική ὁρολογία.
Καί αὐτή ἡ μακαρία στούπωνε στήν πληγή πανιά καί φυτίλια ἀπό τίς κανδῆλες. Ἄρχισε νά σαπίζει. Ἡ παπαδιά τοῦ πάπα-Φώτη καί ὁ ἴδιος τήν παρακαλοῦσαν νά φωνάξουν γιατρό. Μύριζε, ἀλλά δέν δεχόταν καμία βοήθεια οὔτε περιποίηση.
«Θά “ρθει ἡ Παναγία νά μέ πάρει τόν πόνο. Μοῦ τό ὑποσχέθηκε», ἔλεγε, ὅπως θυμᾶται ἄλλο πρόσωπο, ἀπό διήγηση τῆς ἴδιας της Σοφίας.
Ὁ π. Παναγιώτης Π., ἐφημέριος σήμερα στήν Καστοριά, μᾶς διηγήθηκε ὅσα ἔμαθε ἀπό τόν γαμπρό τοῦ Ἄγγελο Ρ. ἀπό τό Ἀμύνταιο. Ὁ ἴδιος ὁ κ. Ἄγγελος θυμᾶται μέ μεγάλη ἀκρίβεια τό γεγονός:
«Τό 1967, Σεπτέμβριο μήνα, εἴχαμε πάει κατασκήνωση μέ τούς προσκόπους Ἀμυνταίου στήν Παναγία. Στήσαμε τίς σκηνές ἔξω ἀπό τό μοναστήρι, στό ἁλώνι, καί συχνά κατεβαίναμε μέσα στήν ἐκκλησία.
«Ἦταν ἡ ημέρα της ἑορτῆς, 8 Σεπτεμβρίου. Ἐπίασε ἕνας καιρός, καταρρακτώδης βροχή, καί ἀναγκαστήκαμε νά μαζέψουμε τά πράγματα ἀπό τήν κατασκήνωση καί νά ρθοῦμε μέσα στήν αὐλή τοῦ μοναστηρίου. Τακτοποιηθήκαμε καί μαζευτήκαμε στήν τραπεζαρία.
Ἐκεῖ ἀκούγαμε ἕνα παραπονιάρικο βογγητό νά βγαίνει ἀπό τό τρίτο τζάκι. Πλησιάζουμε καί βλέπουμε ἕνα μαῦρο κουβάρι, ἀπό ὁπού ἀκουγόταν τά βογγητά. Ἀναγνωρίσαμε πῶς ἦταν ἡ Σοφία, ποῦ πονοῦσε πολύ.
«Ἡ Σοφία σάν νά παραμιλοῦσε, ἕνα κουφό, πονεμένο παραμιλητό. Ἀνάμεσα στίς λέξεις ποῦ δέν καταλάβαινες, ἔλεγε συνέχεια «ἡ Παναγία, ἡ Παναγία…» Τελικά οἱ μεγαλύτεροι τήν σήκωσαν προσεκτικά καί τήν ξάπλωσαν ἐπάνω στό τραπέζι.
Ὁ Γιῶργος, ἕνας ἀπό τούς βαθμοφόρους, ἦταν πρωτοετής στήν Ἰατρική, ὁ πατέρας τοῦ ἦταν διοικητής τότε στά Τ.Ε.Α. Ἀμυνταίου. Αὐτός τήν κύτταξε καί τήν ἐξέτασε.
Ἦταν καί ὁ Κωνσταντῖνος Γεωργακόπουλος, ὀρθοπεδικός γιατρός σήμερα στήν Φλώρινα, καί ὁ φίλος μου ὁ Ἀναστάσιος Ἀθανασίου, ποῦ συγχωρέθηκε πρόσφατα,-ταγματάρχης. Ἡ δυσωδία ἦταν μεγάλη καί ἡ πληγή ἤθελε ἄμεση χειρουργική ἐπέμβαση.
«Ὅλη νύχτα ἡ Σοφία βογγοῦσε. Τήν ἄλλη μέρα, δυό-τρεῖς πρόσκοποι ξυπνήσαμε πολύ πρωΐ. Βγήκαμε στήν αὐλή καί ὁ γέρος ὑπάλληλος μᾶς καλημέρισε.
— Ἔχουμε θαῦμα σήμερα, πρόσθεσε.
Ἡ Σοφία πῆγε στήν βρύση καί ἔριχνε ἀπάνω της νερό. Τήν πλησιάσαμε καί τά παιδιά τῆς σήκωσαν τό ροῦχο. Εἴδαμε ὅλοι, μέ τά μάτια μας, μιά φρεσκοκλεισμένη οὐλή, ἀπό τό στῆθος μέχρι κάτω, στήν σκωληκοειδίτιδα.
Καθίσαμε καί ἄλλες ἡμέρες στό μοναστήρι. Τήν βλέπαμε νά γυρίζει στήν αὐλή καί νά διηγεῖται τό θαῦμα. Δέν φαινόταν νά δυσκολεύεται, σάν ἐγχειρισμένη. Ἦταν θαῦμα, βλέπεις. Σέ ἄλλους ἔδειχνε καί τήν πληγή, μέ ὁλοφάνερη χαρά.
«Ὕστερα, εἶχε μία παράξενη μυρωδιά ἡ Σοφία. Ὄχι σάν γυναίκα ἤ σάν γριά, ἀλλά ὅπως μυρίζει ἡ ἐκκλησία. Κάτι ἀνάμεσα ἀπό μελισσοκέρι, λάδι καί θυμίαμα.
«Πέρασαν τριάντα χρόνια καί σάν νά τήν βλέπω μπροστά μου. Σάν νά ἦταν χθές.»
Σέ λεωφορεῖο μέ εὐλαβεῖς ἀπό τήν Ἀθήνα, διηγεῖται ἡ ἴδια τό ἀπίστευτο γεγονός, ὅπως σώζεται σέ μαγνητοταινία:
«Ἦρθε ἡ Παναγία, μέ τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ καί τόν Ἅγιο Γεώργιο, ἦταν και ἄλλοι ἅγιοι. Εἶπε ὁ ἀρχάγγελος, θά σέ κόψουμε τώρα. Ἐγώ εἶπα, εἶμαι ἁμαρτωλή, νά ἐξομολογηθῶ, νά κοινωνήσω καί νά μέ κόψεις. Δέν θά πεθάνεις, εἶπε, ἐγχείρηση θά σέ κάνουμε, εἶπε καί μέ ἄνοιξε.»
Τά διηγοῦνταν ἀθῶα καί ἁπλοϊκά, σάν νά ἔγινε τό πιό φυσικό πράγμα. Καί σήκωνε χωρίς καμία ντροπή τήν μπλούζα ἤ τό φόρεμά της, γιά νά δείξει τήν τομή ποῦ ἔκλεισε μόνη της. Περίμενε τήν ἐπέμβαση τῆς Παναγίας, ὅπως τῆς τό ὑποσχέθηκε ἡ ἴδια. Καί τό θαῦμα ἔγινε.
Ἀμφιβολία στά λόγια τῆς Σοφίας δέν χωροῦσε καμία ἀπολύτως. Ἡ κ. Κίτσα Κ., μία ἀπό τίς πιό πιστές της μαθήτριες θυμᾶται καί συμπληρώνει τό γεγονός:
«Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ τήν ἔσκισε μέ τό σπαθί, καί βγῆκε μεγάλη βρωμιά-ἔβγαλαν οἱ ἅγιοί τα σπλάχνα ἔξω καί τά ἀκούμπησαν δίπλα, σέ ἕνα κάθισμα, ἐπάνω στήν ποδιά της. Ὁ Ἀρχάγγελος καθάρισε πολύ προσεκτικά τήν πληγή, μέ τίς ὑποδείξεις τῆς Παναγίας.»
Ἡ κ. Βασιλική Κ. προσθέτει ὅτι στήν συνέχεια ἡ Παναγία ἔβαλε στό στόμα τῆς Σοφίας ἕνα ἄσπρο μικρό σάν χαπάκι, ὅπως τό ἀνέφερε ἡ ἴδια καί σέ πολλούς ἄλλους. Τό πρωΐ εἶχε θεραπευτεῖ τελείως.
Σέ ἄλλη μαθήτρια της ἤ Σοφία εἶπε πῶς ἦταν μαζί καί ἡ Ἁγία Κυριακή μέ τήν Ἁγία Παρασκευή, καί πῶς τό σπαθί τοῦ Ἀρχαγγέλου ἦταν ξύλινο. Ἡ Σοφία ἦταν τότε 84 ἐτῶν.
Ἦρθαν τρεῖς χειροῦργοι ἀπό τήν Ἀθήνα καί γιατροί ἀπό τήν Κοζάνη καί ἔλεγξαν τήν πληγή, ὁπού φαινόταν καθαρά ἡ τομή ποῦ εἶχε κλείσει, ἀκριβῶς σάν χειρουργική ἐπέμβαση.
***
Ἡ ἀγάπη λοιπόν τῆς Σοφία δέν σταματοῦσε μόνο στούς ἀνθρώπους. Ἁπλωνόταν καί ἀγκάλιαζε ὅλη τήν κτίση, λογικά καί ἄλογα, ἥμερα καί ἄγρια.
Στό ἄγριο βουνό γύρω ἀπό τό μοναστήρι, κυκλοφοροῦσαν τότε πολλές ἀρκοῦδες, λύκοι καί ἄλλα ἀγρίμια. Μέ ὅλα αὐτά ἡ Σοφία εἶχε συμφιλιωθεῖ. Ἀπό τίς πολλές σχετικές ἀναφορές, καταγράφουμε δύο τρεῖς, ποῦ ἔχουν ἰδιαίτερη χάρη.
Συνταξιοῦχος στρατιωτικός, ποῦ συνήθιζε νά ἐπισκέπτεται τήν Σοφία μέχρι τά τελευταῖα της, ἀπό τότε ποῦ ὑπηρετοῦσε στήν περιοχή, στόν πόλεμο καί ἀργότερα τό ’49, διηγοῦνταν κάτι ἀπίστευτο γιά τά σημερινά δεδομένα.
Εἶχε μία ἀρκούδα ἡ Σοφία καί τήν ἔθρεφε στό χέρι, μέ ψωμί καί μέ ὅ,τι ἄλλο φαγώσιμο εἶχε. Καί τό μεγαλόσωμο ἀλλά ἄκακο ἐκεῖνο θηρίο ἔπαιρνε τήν τροφή, τῆς ἔγλυφε τά χέρια καί τά πόδια, ἀπό εὐγνωμοσύνη, καί πάλι χανόταν στό δάσος.
Αὐτήν τήν ἀρκούδα τήν εἶχε καί ὄνομα, «ἔλα, Ρούσα μ”, ἔλα νά τρώεις ψωμόπον…», τῆς ἔλεγε.
Ὁ Δημήτρης Γ., γεννημένος τό 1960, ἀπό τήν Πτολεμαΐδα, προσθέτει ὅτι πολλές φορές, ὅπως καί ὁ ἴδιος το εἶδε, τήν ἀρκούδα ἡ Σοφία τήν ἔδενε στήν βρύση τοῦ μπαξέ.
Ἄν ὅμως τύχαινε κάποιος ἀνήξερος νά ἀντικρύσει αὐτό τό θέαμα, τήν ἀρκούδα δηλαδή δεμένη, ἡ τήν Σοφία νά τήν ταΐζει στό χέρι, δίχως καμία προφύλαξη, πάγωνε ἀπό τόν φόβο του.
Τήν ἀρκούδα τήν εἶχε δεῖ, τότε ποῦ ζοῦσε στό μοναστήρι, καί ἡ Βασιλική Κ. ἀπό τό Βαρυκό. Κάποιος μάλιστα τότε στρατιωτικός θέλησε νά τήν σκοτώσει, μή γνωρίζοντας τήν οἰκειότητά της μέ τήν Σοφία.
Αὐτή μόλις τόν εἶδε μέ προτεταμένη τήν κάνη τοῦ ὅπλου του, ἔβαλε τῆς φωνές καί ὅταν τόν πλησίασε ἐνῶ ἐκεῖνος πήγαινε νά δικαιολογήσει τήν ἐνέργειά του, ἐκείνη τοῦ ἐξήγησε τήν φιλία της καί τήν ἀκακία τοῦ ζώου.
Ἄλλοι προσκυνητές εἶδαν τρία φίδια νά κοιμοῦνται μαζί της, στό προσκέφαλό της, καί οὔτε τήν πείραζαν οὔτε τά πείραζε.
Ἡ κ. Κίτσα” λέει πῶς «τά φίδια ἦταν λεπτούτσικα, σάν σαΐτες. Ὅταν τά ἔβλεπες, φοβόσουν ἀλλά ἡ Σοφία μᾶς ἔλεγε: Μή φοᾶσαι, ἀτά κι τσουμπίζνε ξάϊ [=μή φοβᾶσαι, αὐτά δέν τσιμποῦν καθόλου].»
Κάποιοι, ποῦ τήν εἶχαν συνοδεύσει νά ἀνάψουν τά καντήλια τῆς Ἁγίας Τριάδας, εἶδαν νά περιφέρεται ἐκεῖ μέσα στό ἐκκλησάκι ἕνα μεγάλο φίδι.
Ἀμέσως ταράχτηκαν καί προσπάθησαν νά τό σκοτώσουν, ὅμως ἡ Σοφία τούς ἀποπῆρε. «Ἀφοῦ δέν σᾶς πειράζει, μήν τό πειράζετε, πρόσθεσε. Αὐτό εἶναι τῆς ἐκκλησίας.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου