Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ [: Α΄ Τιμ. 4,9-15] Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου «ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ» [28-1-1990] (Β231)


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ [:Α΄ Τιμ. 4,9-15]

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

μὲ θέμα:

«ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ»

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 28-1-1990]

(Β231)

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου, στέλνοντας τὴν πρώτη του ἐπιστολὴ στὸν πολὺ ἀγαπημένο του μαθητή, τὸν Τιμόθεο, τοῦ σημειώνει καὶ τοῦ γράφει: «Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος». «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ», λέγει, «εἶναι πιστός, ἀξιόπιστος. Καὶ συνεπῶς, ἀφοῦ εἶναι ἀξιόπιστος, εἶναι ἄξιος κάθε ἀποδοχῆς».  «Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν». «Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο κουραζόμαστε καὶ κοπιάζουμε καὶ ὑφιστάμεθα ὀνειδισμούς, γιατί ἔχουμε ἐλπίσει σὲ Θεὸ ζωντανό, ὁ Ὁποῖος εἶναι σωτῆρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἰδιαίτερα δέ, σωτῆρας τῶν πιστῶν». «Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε». «Αὐτὰ ποὺ σοῦ γράφω νὰ τὰ παραγγέλλεις καὶ στοὺς ἄλλους καὶ νὰ τὰ διδάσκεις». «Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω». «Κανεὶς νὰ μὴν πεῖ ὅτι εἶσαι νέος στὴν ἡλικία καὶ συνεπῶς νὰ μὴν σὲ προσέξει. Ἀντιθέτως θὰ σὲ προσέξουν ὅταν θὰ γίνεις τύπος τῶν πιστῶν».

«Τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ». «Νὰ γίνεις ὑπόδειγμα τῶν πιστῶν στὸν λόγο, στὴ συναναστροφή σου, στὴν ἀγάπη σου, στὴν πνευματική σου ὅλη ζωή, στὴν πίστη, στὴν ἁγνεία». «ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ»· ἕως ὅτου σὲ συναντήσω, νὰ προσέχεις εἰς τὴν μελέτην τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν παρηγορία τοῦ λαοῦ, εἰς τὴν διδασκαλία τοῦ λαοῦ. «Μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου». «Μὴν ἀφήνεις νὰ μένει ἀνενέργητο τὸ χάρισμα ποὺ πῆρες, τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης· μὴν τὸ ἀφήνεις ἀνενέργητο, αὐτὸ ποὺ πῆρες, διὰ τῶν χειρῶν ὁλοκλήρου τοῦ πρεσβυτερίου, δηλαδὴ ὅλων τῶν πρεσβυτέρων, ἐννοεῖται στὴν Ἔφεσο, τότε». «Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ ἐν πᾶσιν». «Αὐτὰ νὰ τὰ μελετᾷς, σὲ αὐτὰ νὰ βρίσκεσαι, σὲ αὐτὰ νὰ εἶσαι, αὐτὰ νὰ ζεῖς, γιὰ νὰ εἶναι ἡ προκοπή σου φανερὴ σὲ ὅλα καὶ σὲ ὅλους». «Ἔπεχε σεαυτῷ». «Πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου»· «καὶ τῇ διδασκαλίᾳ, ἐπίμενε αὐτοῖς». «Νὰ ἐπιμένεις εἰς αὐτούς»· «τοῦτο γὰρ ποιῶν καὶ σεαυτὸν σώσεις καὶ τοὺς ἀκούοντάς σου». «Γιατί κάνοντας αὐτὸ καὶ τὸν ἑαυτό σου θὰ σώσεις, ἀλλὰ κι ἐκείνους οἱ ὁποῖοι σὲ ἀκούουν».

Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, μιὰ ἀνθοδέσμη παραινέσεων, συμβουλῶν πρὸς τὸν νεαρὸν τότε ἐπίσκοπον τῆς Ἐφέσου, τὸν Τιμόθεον. Ἦτο θαυμάσιος ἄνθρωπος ὁ Τιμόθεος. Ἀλλὰ δὲν ἔχει σημασία. Τοῦ τὰ ὑπενθυμίζει αὐτά. Γιατί εἶναι καλὸς πατέρας ὁ Παῦλος καὶ θέλει νὰ φυλάξει τὸ παιδί του, τὸν Τιμόθεον. Καὶ ὁ καθένας ἀπό μᾶς ὅταν τιμᾷ τὸν Θεό, εἶναι ἕνας μικρὸς Τιμόθεος. Καὶ συνεπῶς, αὐτὰ ποὺ γράφει στὸν Τιμόθεο, τὰ γράφει καὶ εἰς τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς.

Βέβαια θὰ ἔπρεπε κάθε του λόγο, κάθε του σημεῖο, νὰ μᾶς ἀπησχόλει καὶ ἰδιαιτέρως. Ἐπιτρέψατέ μου νὰ μείνω μόνο σὲ ἕνα σημεῖο. Ἐκεῖ ποὺ λέει: «Τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ». «Νὰ γίνεις», λέει, «τύπος τῶν πιστῶν στὰ λόγια σου». Οἱ Πατέρες λένε ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ συγκράτηση τῆς γλώσσης, εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς γλώσσης. Νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ διαθέτει μίαν καλλιεργημένη γλῶσσα. Ὄχι βεβαίως συντακτικὰ καὶ γραμματικά. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα, ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει τὴν εἰκόνα ἑνὸς ἀγραμμάτου ἢ ἐγγραμμάτου ἀνθρώπου. «Ἀλλὰ ἀπὸ πλευρᾶς ἤθους, πρόσεχε», λέγει, «πρόσεχε τὰ λόγια σου». Νὰ γίνεις ὑπόδειγμα στὰ λόγια σου. Γι᾿ αὐτό σᾶς εἶπα, πράγματι οἱ Πατέρες τονίζουν αὐτὸ καὶ λέγουν, διότι τὸ θέμα, τὸ πρῶτο βῆμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι νὰ καλλιεργήσουμε τὴ γλῶσσα μας. Μὰ καὶ τὸ δεῖγμα τῆς τελειότητος τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, εἶναι πάλι ἡ γλῶσσα μας.

Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος: «Εἰ τὶς οὗ πταιει ἐν λόγῳ, οὗτος τέλειος ἀνήρ». «Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος», λέγει, «δὲν ἔχει πταίσματα στὸν λόγον, αὐτὸς εἶναι τέλειος ἄνθρωπος». Καὶ πράγματι, σᾶς ξαναλέγω, τὸ θέμα τῆς γλώσσης εἶναι τὸ νὰ χαλιναγωγηθεῖ. Ἔχει ὁλόκληρη παράγραφο ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος στὸ θέμα τῆς χαλιναγωγήσεως τῆς γλώσσας. Τὴν παρουσιάζει τὴ γλῶσσα ὅτι εἶναι ἕνα φοβερὸ κακό, ἕνα φοβερὸ κακὸ καὶ ταυτόχρονα εἶναι ἕνα ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο εὐλογοῦμε καὶ δοξάζουμε τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο θὰ πρέπει νὰ προσέχουμε πολὺ στὸ θέμα τῆς γλῶσσα. Στὴ γλῶσσα μας ἔχουμε πολλὰ θέματα, τὰ ὁποῖα τώρα θὰ δοῦμε μὲ πάρα πολὺ σύντομο τρόπο.

Καὶ πρῶτα πρῶτα ἡ γλῶσσα μπορεῖ νὰ φταίξει σὲ κάτι ποὺ τὸ ξέρουμε ὅλοι μας, καὶ λέγεται ψέμα. Ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ δὲν εἶπε ψέμα; Δὲν ὑπάρχει. Ὅλοι ἔχουν πεῖ τὸ ψέμα. Βέβαια τὸ ψέμα εἶναι ἕνας μικρὸς δόλος. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο δόλος τὸ μικρὸ ψέμα· ὁ δόλος εἶναι κάτι πολὺ μεγάλο. Ὅταν ὁ Κύριος εἶδε τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ εἶπε: «Νὰ ἕνας ἀληθινὸς Ἰσραηλίτης, ποὺ δὲν ὑπάρχει δόλος εἰς τὸ στόμα του», δὲν ἐννοοῦσε βέβαια ὅτι ὁ Ναθαναὴλ δὲν εἶπε ποτὲ ψέματα. Ἀσφαλῶς θὰ ἐπρόσεχε νὰ μὴ λέγει ψέματα. Ἀναμφισβήτητα. Ὅμως ὁ δόλος εἶναι κάτι βαθύτερο. Σᾶς εἶπα ὅμως ὅτι τὸ ψέμα εἶναι ἕνας μικρὸς δόλος. Γιατί θέλομε νὰ ἀλλάξουμε τὰ πράγματα καὶ νὰ δώσουμε μία διαφορετικὴ εἰκόνα εἰς τοὺς ἄλλους γιὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐμεῖς δὲν θέλουμε νὰ μιλήσουμε. Νὰ διαστρέψουμε τὴν ἀλήθεια, νὰ ἀποκρύψουμε τὴν ἀλήθεια, νὰ ἀποκρύψομε τὴν ἀλήθεια κ.ὅ.κ.

Πάντως τὸ ψέμα στὸν ἄνθρωπο δυστυχῶς ὑπάρχει. Ἀρκεῖ νὰ σκεφτοῦμε ποιός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πρωτογέννησε τὸ ψέμα, ἀγαπητοί μου. Εἶναι ὁ διάβολος. Εἶναι τὸ ἁμάρτημα ποὺ ἔγινε, ἀκούστηκε μέσα εἰς τὸν Παράδεισον. Ἦρθε ὁ διάβολος καὶ εἶπε εἰς τοὺς πρωτοπλάστους: «Ἀλήθεια, εἶπε ὁ Θεὸς νὰ μὴν φᾶτε ἀπὸ κανέναν καρπὸ μέσα εἰς τὸν Παράδεισον;». «Ὄχι», λέγει ἡ Εὔα, «παρὰ μόνον ἀπὸ τοὺς καρποὺς αὐτοῦ τοῦ δένδρου». Εἶπε ψέμα ὁ διάβολος. Ἢ μᾶλλον, ἔτσι τὸ ἔφερε τὸ πρᾶγμα, γιὰ νὰ ὑποσκελίσει τοὺς πρωτοπλάστους. Καὶ κατόπιν τοὺς εἶπε ἐκεῖνο τὸ μεγάλο ψέμα. Ὅτι «ὁ Θεός σᾶς εἶπε νὰ μὴ δοκιμάσετε ἀπὸ τὸν καρπὸν αὐτόν, γιὰ νὰ μὴ γίνετε θεοί». Παμμέγιστο, ἀγαπητοί μου, ψέμα. Γιατί ὁ Θεὸς πράγματι, σκοπὸς στὸ πρόγραμμά Του ἦταν νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό. Ἀλλὰ νὰ γίνει θεός, ἕνας μικρός, κατὰ χάριν θεός, ἀλλὰ ἐφόσον ὅμως θὰ ἔδειχνε ἀρετή. Καὶ πρώτη ἀρετὴ θὰ ἦταν ἡ ὑπακοή. Ἔτσι ἂν οἱ πρωτόπλαστοι ὑπήκουον στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ δοκιμάσουν ἀπὸ τὸν καρπὸν αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἐπιτέλους δὲν εἶχε τίποτε, ἕνας συνήθης καρπός, δὲν εἶχε τὸν θάνατο, ὁ θάνατος δὲν ἦταν στὸν καρπό, ὁ θάνατος ἦταν στὴν παρακοή, στὴν ἀθέτηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ διάβολος κατάφερε νὰ ὑποσκελίσει τοὺς πρωτοπλάστους, λέγοντας αὐτὸ τὸ πελώριο ψέμα. Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι τὸ ψέμα ἔχει πάτρωνά του τὸν διάβολο. Ὅτι εἶναι ὁ πατὴρ τοῦ ψεύδους. Ὅτι πάντοτε ψεύδεται ὁ διάβολος. Κι ἂν καμιὰ φορὰ  ὁ διάβολος δὲν ψεύδεται, τὸ κάνει γιὰ νὰ πετύχει ἕνα μεγαλύτερο ψέμα. Ἀλλὰ πάντοτε ψεύδεται. Καὶ εἶναι ὁ πατὴρ αὐτοῦ, λέγει ὁ Κύριος, ὁ πατέρας, ὁ ἐπινοητὴς τοῦ ψεύδους. Οἱ πρωτόπλαστοι δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ φανταστοῦν ὅτι θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ κάνει χρήση τοῦ ψεύδους. Νὰ ἀλλάξει δηλαδὴ τὰ πράγματα.

Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶναι μόνο τὸ ψέμα. Στὴ γλῶσσα ὑπάρχει κι ἕνα ἄλλο πρᾶγμα, ποὺ εἶναι ἀκόμη πιὸ κάτω. Εἶναι ἡ βωμολοχία. Βωμολοχία... Τὸ νὰ λέει κανεὶς βρώμικα πράγματα. Ὄχι ἡ βλασφημία. Ἡ βωμολοχία. Τὸ νὰ λέει κανεὶς βρώμικα, ἀκάθαρτα πράγματα. Μάλιστα ἀρκεῖ νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι θεωρεῖται προνόμιο σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει βρώμικη γλῶσσα. Προνόμιο. Καὶ εἶναι περιζήτητος στὶς παρέες, γιατί μπορεῖ νὰ λέγει βρώμικα πράγματα, ἀνέκδοτα διεφθαρμένα, γιὰ νὰ γελοῦν οἱ ἄλλοι. Αὐτὴ εἶναι ἡ βρώμικη γλῶσσα. Ἀκόμη ἡ γλῶσσα ἡ ὁποία λέγει ἀπρεπεῖς λέξεις· ἢ βάναυσες λέξεις. Ἡ γλῶσσα ποὺ μιλάει βάναυσα, δείχνει πρῶτα - πρῶτα ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἔχει καλλιεργηθεῖ, δὲν ἔχει λεπτότητα. Ἡ γλῶσσα δείχνει κατὰ πόσο εἶσαι καλλιεργημένος καὶ πολιτισμένος. Ἔξω ὅμως ἀπὸ αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶναι φοβερὴ ἁμαρτία.  Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω». «Κάθε», λέγει, «σάπια κουβέντα, σάπιος λόγος, ἀπὸ τὸ στόμα σας νὰ μὴ βγαίνει». Εἴδατε; Σαπρὸς λόγος, σάπια κουβέντα· διότι πράγματι αὐτὲς οἱ κουβέντες εἶναι σάπιες.

Ἀλλά, ἕνα σκαλοπάτι πιὸ κάτω νὰ κατεβοῦμε. Στὰ πταίσματα τῆς γλώσσης καὶ στὶς παρεκτροπὲς τῆς γλώσσας εἶναι, ἀγαπητοί μου, ἡ βλασφημία. Εἶναι ἡ βλασφημία. Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα ἡ βλασφημία. Εἶναι ὅταν κανεὶς βλάπτει τὴν φήμην ἢ τοῦ Θεοῦ ἢ τοῦ ἄλλου, τοῦ πλησίον του. Αὐτὸ θὰ πεῖ «βλασφημῶ», βλάπτω + φήμη, βλασφημία. Ὅταν βλάπτω, ὑποτιμῶ, ὑποβιβάζω, ὑποστέλλω τὴ φήμη τοῦ ἄλλου ἢ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἔχουμε βεβαίως τὴ βλασφημία κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ βλασφημία κατὰ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς στὸν ἄλλον «μωρὲ» ἢ «ρακά». Εἶναι τὸ ἴδιο. «Μωρὲ ἄνθρωπε» -ἀπό τὸ ὁ μωρός, τοῦ μωροῦ- θὰ πεῖ: «ἐσὺ ποὺ εἶσαι μωρός», δηλαδὴ ἀνόητος. Ἀλλά, ἔτσι, εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι προσβάλλομε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν ἄλλον ἄνθρωπον. Δὲν πρέπει νὰ ποῦμε τὸν ἄλλον οὔτε «μωρέ». «Γιατί», λέγει, «εἶναι ὑπεύθυνος τοῦ συνεδρίου, δηλαδὴ θὰ δώσει δίκη διὰ τὴν ἐκφορὰ αὐτοῦ τοῦ χαρακτηρισμοῦ, αὐτῆς τῆς βλασφημίας». Ἔτσι, καταλαβαίνετε, δὲν μποροῦμε νὰ ἐξαπολύομε βλασφημίες κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.

Λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δὲν φθάνει, ἄνθρωπε, ποὺ μένεις εἰς τὰ τοῦ Θεοῦ -Ἡ Γῆ τί εἶναι; Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς. Ἡ Γῆ εἶναι τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅ,τι ὑπάρχει ἐπάνω στὴ Γῆ εἶναι δικὸ Του-, δὲν φθάνει λοιπὸν ὅτι εἶσαι εἰς τὰ τοῦ Κυρίου, δὲν φθάνει ὅτι δὲν πληρώνεις -χαριτωμένο- ἐνοίκιον, ὑβρίζεις καὶ τὸν ἰδιοκτήτη;». Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε: «Βρίσε μου τὴ μάνα μου, βρίσε μου τὸν πατέρα μου, θὰ σὲ συγχωρήσω. Ἄν μοῦ βρίσεις τὸν Κύριό μου καὶ τὸν Θεό μου, δὲν θέλω νὰ σὲ βλέπω στὰ μάτια μου». Κι ἀκόμα, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει τὸ ἑξῆς -σὲ μετάφραση σᾶς τὸ λέγω: «Ἄν ὁ παλαιὸς νόμος, κατὰ τοῦ κακολογοῦντος πατέρα ἢ μητέρα, ἐπέβαλε ποινὴν θανάτου, τί ἄραγε πρέπει νὰ ποῦμε ἐμεῖς γιὰ ἐκείνους ποὺ κακολογοῦν ὄχι πλέον πατέρα ἢ μητέρα, ἀλλὰ Αὐτὸν τὸν Πατέρα ὅλων, τὸν Θεόν; Ποιά κόλαση θὰ θεωρηθεῖ ἀρκετὴ γιὰ τὴν ἄμετρη κακία τους; Ποιός πύρινος ποταμός, ποιό σκουλήκι ἀκοίμητο, ποιό ἀτέλειωτο σκοτάδι;»- δηλαδὴ κόλασις. Ποιά κόλασις θὰ δεχθεῖ τὸν βλάσφημον;

Πολλοὶ ἐπικαλοῦνται τὴν συνήθειαν. Ὅτι «ἡ βλασφημία δὲν ἔχει», λέει, «βάθος εἰς αὐτούς». Ἁπλῶς εἶναι μία συνήθεια, τὴν ὁποίαν ἅρπαξαν ἀπὸ τὸ περιβάλλον τους καὶ τὸ λένε. Τί λέτε; Αὐτὸ εἶναι ἐλαφρυντικό; Θὰ μποροῦσε ὁ ἄλλος νὰ βρίσει τὴ μάνα σου καὶ τὸν πατέρα σου καὶ νὰ σοῦ πεῖ: ἐπειδὴ βρίζει τὴ δική του τὴ μάνα καὶ τὸν δικό του τὸν πατέρα, γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ συνήθεια ἡ γλῶσσα του ἔτρεξε καὶ ἔβρισε τοὺς δικούς σου τοὺς γονεῖς, θὰ τὸ θεωροῦσες, θὰ τοῦ ἔδινες ἐλαφρυντικὸ τὴ συνήθειά του νὰ βρίζει ἢ θὰ ἐθύμωνες ἐναντίον του γιατί ἔβρισε τοὺς γονεῖς σου; Δὲν εἶναι, ἀγαπητοί μου, ἐπιχείρημα αὐτό· δὲν εἶναι! Γι᾿ αὐτό, κάποτε, ὅταν οἱ Ἑβραῖοι πέρασαν τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσα καὶ ἦρθαν εἰς τὴν ἔρημο, κάποιος, ποὺ εἶχε πατέρα Αἰγύπτιο καὶ μάνα Ἑβραία, ἀκολούθησε βέβαια τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ· διαπληκτίστηκε μὲ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, Ἑβραῖον, κι ἐκεῖ ἔβρισε. Μάλιστα, ξέρετε, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὸ ρῆμα «ὑβρίζω» δὲν ὑπάρχει. Οὔτε τὸ ρῆμα «βλασφημῶ». Ὑπάρχει, ἀκοῦστε, τὸ ρῆμα «εὐλογῶ». Λέγει: «Ηὐλόγησε τὸν Θεόν». Δὲν τολμάει ὁ Ἑβραῖος νὰ γράψει στὴν Ἁγία Γραφή, ὁ κάθε ἱερὸς συγγραφεύς, τὸ ρῆμα «ὑβρίζω» ἢ «βλασφημῶ». Δὲν τολμᾷ. Καὶ βάζουν εὐφήμως τό: «εὐλογῶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ». Μὰ «εὐλογῶ» θὰ μοῦ πεῖτε, θὰ πεῖ «δοξάζω». Ναί. Ὅπως λέμε... τὸ ξύδι, τὸ λέμε γλυκάδι. Καὶ ὅπως λέμε τὴ Μαύρη Θάλασσα, «Εὔξεινον Πόντον». Δηλαδὴ θάλασσα ποὺ εἶναι ὄμορφη, εἰρηνική, ποὺ μποροῦν ἐκεῖ νὰ πλέουν καὶ τὰ μικρὰ βαρκάκια. Ἀντὶ νὰ ποῦμε «Μαύρη Θάλασσα». Γιὰ λόγους εὐφήμους. Τὸ αὐτὶ μας νὰ μὴν ἀκούσει ἄσχημο χαρακτηρισμό. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Αἰγύπτιος, ὁ ἐπίμεικτος, θὰ λέγαμε, ὕβρισε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἔπιασαν οἱ ἄλλοι, τὸν πῆγαν στὸν Μωυσῆ καὶ τοῦ λένε... καὶ ξέρετε, μετὰ ποὺ δόθηκε ὁ νόμος, δὲν ὑπῆρχε ὅμως καμία ἐντολὴ ποὺ νὰ λέγει τί ἔπρεπε νὰ κάνουν αὐτὸν τὸν βλάσφημον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν ἔβαλε φυλακή. Ὁ Μωυσῆς ἠρώτησε τὸν Θεόν: «Τί νὰ τὸν κάνουμε αὐτόν; Πῶς θὰ τὸν τιμωρήσουμε;». Καὶ ὁ Θεὸς ἀπήντησε: «Μὲ θάνατο!».

Ἀγαπητοί μου, εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα ἡ βλασφημία. Νὰ σᾶς πῶ καὶ κάτι: Στὴν Καινὴ Διαθήκη, στοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, δὲν ὑπάρχει κανένας κανόνας ποὺ νὰ κανονίζει, δηλαδὴ νὰ ἐπιτιμᾷ τὸν βλάσφημον. Ἔχει γιὰ τὸν ἀνήθικο, ἔχει γιὰ τὸν κλέφτη, ἔχει γιὰ τὸν μέθυσο, ἔχει, ἔχει, ἔχει, ἔχει, ἀλλὰ γιὰ τὸν βλάσφημο δὲν ὑπάρχει κανένας κανόνας. Γιατί; Εἶναι πολὺ ἁπλό.  Γιατί εἶναι ἀκατανόητο καὶ ἀδιανόητο ἄνθρωπος ποὺ βαφτίστηκε στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι Χριστιανός, νὰ βλασφημᾶ τὸν Κύριό του. Εἶναι ἀκατανόητο. Ἀμέσως ἐκπίπτει ἀπὸ τὸ ὄνομα «Χριστιανός». Ἀγαπητοί μου, αὐτὰ πρέπει νὰ μᾶς κάνουν νὰ σκεφθοῦμε πολὺ σοβαρὰ καὶ νὰ τρομάξομε πραγματικά.

Ἀλλὰ  ἂς ποῦμε ἀκόμη δύο λόγια γι᾿ αὐτὰ τὰ ἀλλεπάλληλα κατεβάσματα τῆς γλώσσης μας, αὐτὸ τὸ ἀσυγκράτητον κακόν, ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος. Ἔρχεται τώρα ἡ γλῶσσα μας νὰ δημιουργήσει ἕναν πνευματικὸν κανιβαλισμόν. Νὰ φάει τὸν ἄλλον, νὰ τὸν φάει μὲ τὰ δόντια τῆς συκοφαντίας. Λέγει κάπου ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Λὲς ὅτι νηστεύεις. Ναί. Δὲν τρῶς», λέει, «κρέας, ἀλλὰ μπήγεις τὰ δόντια σου μὲ τὴν κατηγορία, σὲ ἀδελφικὰ κρέατα. Δηλαδὴ στοὺς ἀδελφούς σου. Τοὺς κατηγορεῖς· καί, χειρότερα, τοὺς συκοφαντεῖς». Συνεπῶς, ἀγαπητοί μου, βλέπετε ὅτι ἐδῶ ἡ συκοφαντία εἶναι κάτι φοβερό. Τί εἶναι; Ἔρχεται νὰ ἐκθέσει ὀνόματα ἄψογα, νὰ στιγματίσει ὑπολήψεις ἀνεπίληπτες, νὰ καταρρακώσει ὑπάρξεις. Εἶναι τόσο φοβερὸ πρᾶγμα ἡ συκοφαντία, ὥστε νὰ λέγει ὁ Ψαλμωδός: «Φύλαξόν μὲ ἀπὸ συκοφαντίας ἀνθρώπων, καὶ φυλάξω τὸν νόμον Σου». Κύριε, κάνω μιὰ συμφωνία μαζί σου. Ἐσὺ φύλαξέ μὲ ἀπὸ τὴ συκοφαντία τῶν ἀνθρώπων κι ἐγὼ θὰ τηρήσω τίς ἐντολές Σου.

Καὶ ξέρετε, ὅταν φύγει ἡ συκοφαντία, δὲν γυρίζει πίσω. Κάνει φτερὰ καὶ φεύγει. Εἶναι πασίγνωστο ἐκεῖνο τὸ ἀνέκδοτο... μὲ δυὸ λόγια μόνο, ποὺ μιὰ γυναῖκα πῆγε κι ἐξομολογήθηκε καὶ εἶπε ὅτι συκοφαντεῖ! Πῶς νὰ ἀποκαταστήσει τώρα; Τῆς λέει ὁ πνευματικός:  «Πήγαινε νὰ ἀγοράσεις μία κότα ἀπὸ τὴν ἀγορά. Ὥσπου νὰ ἔρθεις ἐδῶ, θὰ τὴν μαδᾷς στὸν δρόμο τὴν κότα». Τὴν μαδοῦσε αὐτὴ τὴν κότα καὶ ὅταν ἦρθε, τοῦ ἔφερε τὴν κότα χωρὶς φτερά. Τῆς λέγει: «Τώρα πήγαινε σὲ ὅλο τὸ μῆκος τοῦ δρόμου ποὺ μαδοῦσες τὴν κότα, νὰ μοῦ μαζέψεις τὰ φτερά!». «Πάτερ μου, δὲν μαζεύονται τὰ φτερά». «Ἔτσι δὲν μαζεύεται ἡ συκοφαντία!», τῆς λέγει ὁ πνευματικός. Τί νὰ περισώσεις; Τί νὰ πεῖς; «Ἄνθρωποι, ξέρετε, ἐγὼ ἤμουνα συκοφάντης καὶ εἶπα γιὰ ἐκεῖνον καὶ γιὰ ἐκεῖνον;». Δὲν θὰ σὲ πιστέψουν. Θὰ πιστέψουν τὴ συκοφαντία σου. Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα, ἀγαπητοί μου ἡ συκοφαντία. Εἶναι φοβερό.

Ἀλλὰ κι ἀκόμη κάτι ἄλλο. Εἶναι ἡ κολακεία. Ξέρετε ἡ κολακεία τί εἶναι; Ἐκεῖνος ποὺ σὲ πλησιάζει, σοῦ λέει γλυκὰ λόγια. Δὲν τὰ ἔχεις αὐτά, δὲν τὰ ἀξίζεις. Διότι ἀποσκοπεῖ ἀπὸ σένα κάτι. Κάτι θέλει νὰ βγάλει. Μέχρι ἀκόμα καὶ νὰ σὲ ὑποσκελίσει, νὰ σὲ ἀνατρέψει. Ὁ κόλακας εἶναι ἕνα πρόσωπο χαμερπέστατον. Κάποτε ρώτησαν ποιά θηρία δαγκώνουν θανάσιμα. Κι αὐτὸς ἀπήντησε: «Στὰ βουνά», λέγει, «εἶναι οἱ λύκοι καὶ οἱ τίγρεις καὶ οἱ ὕαινες. Ἀλλὰ στὶς πόλεις εἶναι οἱ κόλακες». Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα ἡ κολακεία καὶ χαϊδεύει τὸν ἐγωισμό, τὴ ματαιοδοξία τοῦ ἀνθρώπου, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀντιλαμβάνεται εὔκολα τὴν κολακεία. Κι ἂν ὁ κόλακας εἶναι καὶ μάστορας, τότε ξέρει πόσο θὰ πεῖ, πότε θὰ πεῖ, πῶς θὰ τὸ πεῖ, γιὰ νὰ ἐπιτύχει τελικὰ τοῦ σκοποῦ του.

Ἀγαπητοί μου, βλέπετε, βλέπετε τί πτώσεις ὑπάρχουν τῆς γλώσσης; Πρέπει νὰ προσέχουμε. Πρέπει ἡ γλῶσσα μας νὰ εἶναι μαζεμένη. «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου». «Βάλε», λέγει, «πόρτα, φυλακή, φύλακα, σκοπό, σκοπιὰ στὸ στόμα μου, «καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου» καὶ πόρτα στὰ χείλη μου νὰ μπορῶ νὰ τὴν κλείνω καὶ νὰ τὴν ἀνοίγω ὅποτε πρέπει καὶ ὅποτε θέλω». Καὶ ὄχι νὰ εἶναι ξέφραγο ἀμπέλι τὸ στόμα μου καὶ νὰ ξεφουρνίζει ὅ,τι κατέβῃ ἀπὸ τὸ μυαλό μου καὶ ἀπὸ τὴ βρώμικη καρδιά μου στὴ γλῶσσα μου, γιὰ νὰ τὸ πετάξω ἔξω.

Ἀγαπητοί μου, σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ του Σύρου· ποὺ εἶναι ἡ δόξα τῆς Συριακῆς Ἐκκλησίας. Μαζὶ μὲ τὸν ἅγιον Ἰσαάκ τον Σῦρον, εἶναι οἱ δύο δόξες τῆς συριακῆς Ἐκκλησίας. Ὀρθόδοξοι Πατέρες. Τὰ κείμενά τους κυκλοφοροῦν. Καὶ εὐτυχεῖς ἐκεῖνοι ποὺ διαβάζουν τὰ κείμενά τους. Εἶναι θαυμάσια, βαθύτατα καὶ πνευματικότατα. Ἐπιτρέψατέ μου, λοιπόν, μιὰ ποὺ γιορτάζει σήμερα ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, νὰ κλείσουμε τὸ θέμα μας μὲ κάτι ποὺ λέγει σὲ μία παραίνεσή του, εἶναι ἡ 43η παραίνεσίς του. Ἀκούσατέ την. Σὲ μετάφραση:

«Τολμᾷς, ἄνθρωπε, νὰ ἀνοίγεις τὸ στόμα σου ἄφοβα καὶ νὰ ἀφήνεις βλάσφημα λόγια κατὰ τοῦ οὐρανοῦ; Καὶ δὲν φοβᾶσαι μήπως πύρινο δρεπάνι πέσει στὸ σπιτικό σου, ὅπως στὸ ὅραμα ποὺ εἶδε ὁ προφήτης, ὡσότου σὲ ἐξαφανίσει; Ἢ μήπως νομίζεις ὅτι μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν δείχνεις παλληκαριά; Σὲ βεβαιώνω ὄχι! Γιατί μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν στὴν καταστροφὴ ὁλοταχῶς φθάνεις. Μολύνεις ἀκόμη καὶ τίς ψυχὲς ἐκείνων ποὺ σὲ ἀκοῦν, καὶ γίνεσαι τοῦ διαβόλου συνεργάτης. Τὸ στόμα αὐτὸ ποὺ ὁ Θεός σου ἐδημιούργησε γιὰ νὰ Τὸν δοξολογεῖς, ἐσὺ τὸ γέμισες μὲ τῆς γλώσσας τὴν πικράδα.

Πάψε λοιπὸν ἄνθρωπε. Μήπως ὁ Λόγος, ποὺ ἐσὺ καταφρονεῖς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ἐσὺ καταφρονεῖς, γίνει φλόγα καὶ σὲ κατακάψει. Μὴν ἀπατᾶσαι, ἄνθρωπε, γιατί δὲν θὰ μπορέσεις νὰ ξεφύγεις ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Πλάστου σου, ποὺ τώρα ἐσὺ βρίζεις. Ὡς πότε λοιπὸν θὰ παροργίζομε Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἔδωσε τόσα ἀγαθά; Αὐτὸν ποὺ ἀπὸ τὸ χῶμα μᾶς ἔπλασε καὶ μᾶς ἔδωκε τὸ φύσημα τὸ δικὸ Του καὶ μᾶς ἔκανε κυρίους τῆς δημιουργίας Του; Αὐτὸς ποὺ μᾶς φυλάει ὅταν κοιμόμαστε; Αὐτὸς ποὺ μᾶς σκεπάζει ὅταν ξυπνᾶμε; Αὐτὸς ποὺ μᾶς τρέφει ὅταν πεινᾶμε καὶ μᾶς ντύνει ὅταν εἴμαστε γυμνοί; Μᾶς παρηγορεῖ ὅταν λιποψυχοῦμε, μᾶς παιδαγωγεῖ καὶ μᾶς ἐλεεῖ. Αὐτός, τέλος, καί τὸν μονογενῆ Του Υἱὸν παρέδωκε γιὰ ὅλων μας τὴν ζωήν. Ἄς μετανοήσουμε λοιπόν, ἀδελφοί μου. Ὡς πότε θὰ πικραίνουμε τὸν Πλάστη μας; Ἄν χάσουμε τὸ λιμάνι, πῶς θὰ σωθοῦμε ὅταν ξεσπάσει ἡ φουρτούνα; Ἄν παροργίσουμε τὸν Κύριο, ποῦ θὰ καταφύγομε σὲ ὥρα θλίψεως καὶ ἀνάγκης; Ἄς προσέλθουμε ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς στὸν φιλάνθρωπο καὶ ἀμνησίκακο Κύριο, ζητῶντας φύλαγμα στὸ στόμα μας καὶ θύραν περιοχῆς στὰ χείλη μας».

Αὐτά, ἀγαπητοί μου, λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος. Καὶ ὁ Κύριος βεβαιώνει: «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ῥῆμα ἀργὸν, ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι», μιὰ μάταιη κουβέντα, «ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως», θὰ δώσουν λόγο στὸν Θεό. «Ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ». Γιατί ἀπὸ τὰ λόγια σου ἢ θὰ δικαιωθεῖς ἢ θὰ καταδικαστεῖς.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

ΠΗΓΕΣ:

•   Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

•   http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 468.mp3

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου