Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΣΑΒΒΑΤΟ 3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μεγαλομάρτυρα καὶ Τροπαιοφόρου καὶ ἐγκαίνια Ναοῦ του στὴν Λύδδα τῆς Ἰόππης

 
Ναοῦ τὰ ἐγκαίνια, Μάρτυς καὶ θέσιν,
Τῶν λειψάνων σου νῦν γεραίρει ἡ κτίσις.

Μετά την κατάπαυση των διωγμών και την επικράτηση του χριστιανισμού σ' όλο το Ρωμαϊκό κράτος, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί ανήγειραν μεγαλοπρεπή Ναό στη Λύδδα της Ιόππης, όπου μετακόμισαν το ιερό λείψανο του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, για να το προσκυνούν πλέον άφοβα. Έγιναν δε μετά την κατάθεση του Ιερού λειψάνου και τα εγκαίνια του Ναού στις 3 Νοεμβρίου και από τότε κάθε χρόνο η Εκκλησία μας, τελεί κατά την ήμερα αυτή την ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του μεγαλομάρτυρα, προς δόξαν Θεού.

Σύντομη ιστορία του Ναού και της Λύδδας

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου μαρτυρεί την ακμή του Χριστιανισμού στη Λύδδα, που ήταν επισκοπή και μετέπειτα αρχιεπισκοπή. Σήμερα υπάρχει (τιτουλάριος) αρχιεπίσκοπος Λύδδης, που διαμένει στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.

Στη Λύδδα διαμένει ο ηγούμενος της Μονής.

Μέχρι σήμερα επικρατούσε η γνώμη ότι η Λύδδα είχε κτιστεί από τη φυλή του Βενιαμίν, αλλά από πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές αποδεικνύεται ότι η Λύδδα είναι κτισμένη από τους Αιγυπτίους. Οι Εβραίοι την ονομάζουν Λοντ (LOD) και οι Άραβες Λιντ (LID).

Ο Δημήτριος Νικάτωρ απέσπασε την Λύδδα από τη Σαμάρεια και την κατέταξε στην Ιουδαία. Μετά το θάνατο του Ιουλίου Καίσαρος, ο Ρωμαίος Ανθύπατος Κάσσιος, αφού τυράννησε για αρκετό χρόνο τους κατοίκους της Παλαιστίνης πούλησε τους κατοίκους της Λύδδας ως δούλους, αυτοί όμως δεν άργησαν να απελευθερωθούν και να επανέλθουν στην πόλη τους, κατόπιν διατάγματος του Αντωνίου.

Η Καινή Διαθήκη αναφέρει το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού Αινέα στη Λύδδα από τον Απόστολο Πέτρο (Πράξ. θ' 32-35).

Μετά το Χριστό ο Ρωμαίος Ανθύπατος Κέστιος Γάλλος πέρασε από τη Λύδδα και την κατεδάφισε αλλά μετά λίγο χρόνο η πόλη επανήλθε στην πρώτη της κατάσταση, όπως φαίνεται, επειδή στη μεταγενέστερη Ιουδαία γίνεται έδρα τοπάρχου, που παραδόθηκε.

Καθώς πολλές πόλεις επί Ρωμαϊκής κυριαρχίας μετονομάστηκαν, έτσι και η λύδδα πήρε το όνομα Διόσπολις, προς τιμή του Δία. Και το όνομα υπάρχει στα νομίσματα, που χαράχθηκαν επί Σεπτιμίου Σεβήρου και Καρακάλλα.

Η Λύδδα των πρώτων Χριστιανικών αιώνων ήταν έδρα επισκόπου υπό το Μητροπολίτη Καισαρείας, αλλά έπειτα έγινε Αρχιεπισκοπή.

Στη Λύδδα έγινε η σύνοδος κατά του Πελαγίου, το 415 μ.Χ., που έλεγε ότι ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί με τα έργα του, χωρίς να έχει ανάγκη της θείας χάριτος.

Ποιος έκτισε το ναό του Αγίου Γεωργίου δε γνωρίζουμεν ακριβώς, επειδή δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Άλλοι αναφέρουν ως κτίτορα το Μέγα Κωνσταντίνο, κυρίως οι συναξαριστές, και άλλοι τον Ιουστινιανό. Ο επίσκοπος Τύρου, Γουλιέλμος, λέγει ότι ο ναός κτίστηκε από τον Ιουστινιανό, αλλά ο ιστορικός Προκόπιος, που έγραψε περί των κτισμάτων του Ιουστινιανού, δεν αναφέρει τίποτα. Στους πρώτους πάντως χριστιανικούς αυτούς αιώνες πήρε η Λύδδα και το όνομα Γεωργιούπολις προς τιμή του Αγίου, και όπως αναφέρουν οι συναξαριστές, στις 3 Νοεμβρίου, έγιναν τα εγκαίνια του ναού.

Επί Χοσρόη, το 614 μ.Χ., ο ναός του Αγίου Γεωργίου δεν έπαθε καμμιά καταστροφή, επειδή οι Πέρσες περιορίστηκαν να φθάσουν μέχρι την Ιερουσαλήμ.

Επί Μουσουλμανικής κυριαρχίας, τον 8ον αιώνα μ.Χ., ο Σουλεϊμάν, ο υιός του Χαλίφη Αβδού Ελ Μάλεκ, κατεδάφισε τη Λύδδα αλλά το ναό του Αγίου Γεωργίου τον άφησε ανέπαφο, επειδή οι Μωαμεθανοί σέβονται τον Άγιο και του έχουν δώσει το όνομα Χάντερ (HADER), που σημαίνει πράσινος.

Επί Χαλίφου Χάκεμ, το 1010 μ.Χ., ξέσπασε διωγμός κατά των Χριστιανών, και καταστράφηκε ο ναός της Λύδδας, αλλά πριν την έλευση των Σταυροφόρων τον ανακαίνισε κατ' άλλους ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος ή οι εντόπιοι με τη βοήθεια των Βυζαντινών και κατ' άλλους ο Στέφανος της Ουγγαρίας.

Αναφέρεται ότι μετά την καταστροφή του Χάκεμ και την ανακαίνιση του ναού, έγινε άλλη μία καταστροφή από τους Μωαμεθανούς στο ναό, και τον ανακαίνισαν οι Σταυροφόροι. Αλλά αυτό δεν ισχύει απόλυτα, επειδή μετά τη μάχη της Αντιοχείας, οι σταυροφόροι ήλθαν στη Λύδδα για να προσκυνήσουν και να ευχαριστήσουν τον Άγιο Γεώργιο, που τους βοήθησε. Εκεί βρήκαν μεγαλοπρεπή ναό, όπως αναφέρουν οι ιστορικοί της εποχής εκείνης. Μόνο ο Γουλιέλμος, αρχηγός των Σταυροφόρων, αναφέρει ότι λίγο πριν την έλευση των Σταυροφόρων, οι Μωαμεθανοί κατέστρεψαν το ναό, αλλά αυτό αντιφάσκει με τα προαναφερθέντα.

Σε όλη την διάρκεια του Σταυροφοριακού βασιλείου η Λύδδα καθώς και άλλες πόλεις ήταν υπό τους Σταυροφόρους.

Το Λατινικό Πατριαρχείο στην Ιερουσαλήμ κατά τα πρώτα έτη της επικρατήσεως των Σταυροφόρων, απετελείτο από την Ιερουσαλήμ, την Ιόππη (Γιάφφα), και τη Λύδδα.

Ο Ιωάννης ο Φωκάς, το 1185 μ.Χ., ήλθε στη Λύδδα και γράφει για το ναό του Αγίου Γεωργίου ότι κάτω από την Αγία Τράπεζα ήταν ο τάφος του Αγίου, όπως του είπαν οι κληρικοί του ναού. Ο Λατίνος επίσκοπος έβγαλε τις πλάκες του ναού και βρήκε το σπήλαιο, που ήταν ο τάφος του Αγίου Γεωργίου, αφού προηγουμένως ο τάφος δεν φαινόταν και οι προσκυνητές προσκυνούσαν μαρμάρινο στόμιο. Δύο άνθρωποι προσπάθησαν να σηκώσουν την πλάκα του τάφου, αλλά βγήκε φωτιά, που άφησε τον ένα ημικαή και τον άλλο πεθαμένο.

Μετά τη μάχη της Χαττήν, η Λύδδα καθώς και άλλες πόλεις, ήλθαν στα χέρια των Μωαμεθανών, με αρχηγό τον Σαλαχεντίν, οι οποίοι κατέστρεψαν το ναό του Αγίου Γεωργίου.

Το 1191 μ.Χ., το ίδιο έτος της καταστροφής, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατέλαβε ξανά τη Λύδδα, και επισκεύασε το ναό και ήλθε σε συνθηκολόγηση με τον αρχηγό των Μωαμεθανών, Σαλαχεντίν, αλλά η συνθήκη δεν κράτησε πολύ, επειδή το 1291 μ.Χ. οι Σαρακηνοί έδιωξαν τους Σταυροφόρους από την Παλαιστίνη και κατέστρεψαν το ναό του Αγίου Γεωργίου της Λύδδας.

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου έμεινε κατεστραμμένος έως το 1349 μ.Χ., οπότε ο αυτοκράτορας Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Κατακουζηνός, έστειλε πρέσβεις στο Σουλτάνο της Αιγύπτου, Νασρεντίν Χασάν Ίμπιν Ελ Νάσσερ, για την ανακαίνιση των ιερών προσκυνημάτων της Παλαιστίνης, όπως και ανακαινίσθηκαν.

Το 1442 μ.Χ., ξέσπασε διωγμός κατά των Χριστιανών της Παλαιστίνης επί Σουλτάνου της Αιγύπτου Αλ Μαλέκου Ντάχερ Τζάκμακ, που κατέστρεψε το ναό και το δυτικό μέρος το μετέτρεψε σε τζαμί. Τότε επίσης πρέπει να πήρε και το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, και χρησιμοποίησε πέτρες της Εκκλησίας για την κατασκευή της γέφυρας του Ντάχερ.

Όπως φαίνεται από την Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, ο ναός του Αγίου Γεωργίου ανακαινίστηκε μετά το 1517 μ.Χ. επί Σουλτάνου Σελήμ του Α', που έδιωξε τους Μαμελούκους και έδωσε ελευθερία για την εξάσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων στους Χριστιανούς.

Για την τελευταία καταστροφή του ναού του Αγίου Γεωργίου δεν έχουμε ακριβή στοιχεία, αλλά υπάρχουν δύο πιθανότητες. Η πρώτη είναι ότι στις αρχές του 19ου αιώνα μ.Χ. καταστράφηκε από τους γενίτσαρους, επειδή τότε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων έπαθε μεγάλο πλήγμα από εκείνους. Η δεύτερη είναι όταν το 1837 μ.Χ. καταστράφηκε από σεισμό, που έγινε στην περιοχή, εξαιτίας του οποίου έπεσε η σκεπή του ναού και το ιερό του Παρεκκλησίου των Εισοδίων της Θεοτόκου.

Το 1871 μ.Χ., ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Κύριλλος ο Β', ανακαίνισε το ναό και επιπλέον μαρμαρόστρωσε το πάτωμα και τον τάφο του Αγίου Γεωργίου. Εκείνη η ανακαίνιση ήταν η τελευταία. Έκτοτε γίνονται μικρές ανακαινίσεις.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, τροπαιοφόρε μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ.δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ ὑπερμάχῳ καὶ ταχείᾳ ἀντιλήψει σου, προσπεφευγότες οἱ πιστοὶ καθικετεύομεν, λυτρωθῆναι παρὰ τοῦ Χριστοῦ Ἀθλοφόρε, τῶν σκανδάλων τοῦ ἐχθροῦ τοὺς ἀνυμνούντας σε, καὶ παντοίων ἐκ κινδύνων καὶ κακώσεων· ἵνα κράζωμεν, Χαίροις Μάρτυς Γεώργιε.

Ὁ Οἶκος
Μέγας ἐν προστασίαις ἐπὶ γῆς ἀνεδείχθης, τοῦ Κυρίου θεράπον καὶ φίλε· τὸν πιστὸν γὰρ λαὸν περισκέπων, σῴζεις ἀεὶ Ἔνδοξε· διὸ πίστει καὶ πόθῳ βοῶμέν σοι πολύαθλε.

Χαῖρε, δι' οὗ φρυκτωρεῖται ὁ κόσμος, χαῖρε, δι' οὗ ὁ στρατὸς καταλάμπει.
Χαῖρε, τῶν πιστῶν αἰχμαλώτων ἡ λύτρωσις, χαῖρε, δεσμωτῶν ἡ ὀξεῖα ἀντίληψις.
Χαῖρε, ὕψος τῶν ἐκ πίστεως προστρεχόντων σοι θερμῶς,
χαῖρε, πλοῦτος τῶν ποθούντων σε, καὶ ἐν θλίψει χαρμονή.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις βασιλέων τὸ τεῖχος, χαῖρε, ὅτι παρέχεις ἐν πολέμοις τὸ νῖκος.
Χαῖρε, ἀστὴρ φωτίζων τοὺς πλέοντας, χαῖρε, λυτὴρ παντοίας κακώσεως.
Χαῖρε, εἰς ὃν πᾶς πιστὸς καταφεύγει, χαῖρε, δι' οὗ εὐφημεῖται ὁ πλάστης.
Χαίροις, Μάρτυς Γεώργιε.

Μεγαλυνάριον
Πλῆρες εὐωδίας ἁγιασμοῦ, δίκην μυροθήκης, ἐκ λαγόνων ὤφθη τῆς γῆς, τὸ σεπτόν σου σκῆνος, Γεώργιε παμμάκαρ, ἀρωματίζον κόσμῳ, θαυμάτων χάριτας. 

Οἱ Ἅγιοι Ἀκεψιμᾶς, Ἰωσὴφ καὶ Ἀειθαλᾶς

 
Ἀκεψιμᾶν κτείνουσιν ἐκ ῥαβδισμάτων.
Ἀκεψιμᾶ δὲ τοὺς φίλους ἐκ λευσμάτων.
Τύψαν Ἀκεψιμᾶν τριτάτῃ, λεῦσαν δὲ συνάθλους.

Ὁ Ἀκεψιμᾶς ἦταν ἐπίσκοπος, ὁ Ἰωσὴφ πρεσβύτερος καὶ ὁ Ἀειθαλᾶς διάκονος.

Καὶ οἱ τρεῖς μαρτύρησαν γιὰ τὸν Χριστό, ὅταν βασιλιὰς τῆς Περσίας ἦταν ὁ Σαπὼρ ὁ Β’. Ὁ Ἀκεψιμᾶς ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή, ἀφοῦ χτυπήθηκε σκληρὰ μὲ ἀκανθωτὰ ραβδιὰ ἀπὸ ροδιά. Ὁ Ἰωσὴφ – ἀφοῦ διέσχισαν τὶς σάρκες του – ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο διὰ λιθοβολισμοῦ. Ὁ Ἀειθαλᾶς μαστιγώθηκε σκληρὰ καὶ ἔπειτα τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, μέχρι ποὺ παρέδωσε καὶ αὐτὸς τὴ μακαρία ψυχή του (330 μ.Χ.).

Τὸ αἷμα, ὅμως, ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν Ἁγίων ποὺ προκάλεσαν οἱ ἀσεβεῖς, ὑπενθυμίζει τὰ φοβερὰ λόγια τῆς Ἀποκάλυψης: «Ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν, καὶ αἷμα αὐτοὶς ἔδωκας πιεῖν ἄξιοι εἴσι». Δηλαδή, ἐπειδὴ οἱ ἀσεβεῖς αὐτοὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα τῶν Ἅγιων καὶ τῶν Προφητῶν, τοὺς ἔδωσες καὶ Σὺ (Χριστέ μου) νὰ πίνουν ἀντὶ νεροῦ αἷμα.
Καὶ πράγματι, εἶναι ἄξιοι τῆς τιμωρίας αὐτῆς. Ἂς γνωρίζουν, λοιπόν, οἱ ἀσεβεῖς, ποὺ ἐγκληματοῦν ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων τῆς πίστης, ὅτι τοὺς περιμένει ἀνελέητη καὶ βαρειὰ τιμωρία.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ὡς θεράποντες, τῆς εὐσεβείας, στῦλοι ὤφθητε, τῆς Ἐκκλησίας, πυρσολατρῶν καθελόντες τὸ φρύαγμα, Ἀκεψιμᾶ Ἱεράρχα πολύαθλε, Ἀειθαλᾶ Ἰωσήφ τε μακάριοι. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, Χριστὸν τὸν Θεὸν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὴν τριφαῇ, τῶν Ἀθλοφόρων φάλαγγα, τὴν ἐν Μονάδι, Τριάδα δοξάσασαν, ἀριστείαις τῆς ἀθλήσεως, μεγαλοφώνως μακαρίσωμεν, Ἀκεψιμᾶν τὸν μέγαν μεγαλύνοντες, καὶ σὺν Ἀειθαλᾷ τὸν Ἰωσήφ ὁμοῦ· αὐτοὺς γὰρ ὁ Λόγος προσεδέξατο.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθλοφόρων τριὰς σεπτή, Ἀκεψιμᾶ Πάτερ, Ἰωσὴφ καὶ Ἀειθαλᾶ, οἱ καταβαλόντες, πυρσολατρῶν τὴν πλάνην, καὶ μαρτυρίου δόξαν, καρποφορήσαντες.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ νέος Ἱερομάρτυρας, ὁ Νεαπολίτης


Ἦταν Ἱερέας καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Νεάπολη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ποὺ τούρκικα λέγεται "Νὲβ Σεχήρ". Διέπρεπε σὰν ἐφημέριος στὸν ἱερὸ ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου στὴ Νεάπολη «ἐν ἀλήθειᾳ καὶ ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνη πορευόμενος ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτος».

Κατὰ τὸ 1797 προσκλήθηκε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τοῦ χωρίου Μαλακωτὴ νὰ ἱερουργήσει, ἀναπληρώνοντας τὸν ἐφημέριό τους, ποὺ τὸν καταδίωκαν οἱ Τοῦρκοι. Ὁ ἱερέας Γεώργιος εὐχαρίστως δέχτηκε καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ χωριό. Ξαφνικὰ ὅμως, κοντὰ στὴ θέση "Κόμπια – Ντερέ", συνελήφθη ἀπὸ ἐξαγριωμένους βοσκοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τὸν λήστεψαν, τὸν βασάνισαν καὶ τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἀργότερα τὸ 1924, τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἅγιου μεταφέρθηκε στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου στὴ Νέα Νεάπολη κοντὰ στὴ Νέα Ἰωνία στὴν Ἀθῆνα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βίον ἅγιον, ἐμφρόνως ἔχων, ἱερατεύσας, Θεῷ ὁσίως, θεοφόρε παμμάκαρ Γεώργιε· καὶ γεωργῶν τῆς ἀγάπης τὸ πλήρωμα, τὸ ἱερὸν ἀπετμήθης αὐχένα σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Θυσίαν Θεῷ προσφέρων τὴν ἀναίμακτον, ὡς ὢν ἱερεύς, τῆς χάριτος Γεώργιε, σεαυτὸν προσήγαγες, ὥσπερ θῦμα αὐτῷ καθαρώτατον· διὰ τοῦτο δεδόξασαι, σὺν Ὁσίων χορείαις, καὶ κλεινοῖς ἀθληταῖς.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἱερέων ἡ καλλονή· χαίροις τῶν Ὁσίων, καὶ Μαρτύρων ὁ κοινωνός· χαίροις ὁ θεόθεν, φανεὶς δεδοξασμένος, Γεώργιε τρισμάκαρ, τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Ὁ Ὅσιος Ἀκεψιμᾶς

Τήξας ἑαυτὸν ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις,
Ἀκεψιμᾶς μετῆλθε, ἔνθα μὴ πόνοι. 

Ὁ Ὅσιος Ἀκεψιμᾶς ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου.

Μετὰ ἀπὸ μία ζωὴ κοινωνική, κατὰ τὴν ὁποία διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐσέβειά της, κατέφυγε στὸν ἐρημικὸ βίο. Ἔκτισε τὴν οἰκία του ἐντὸς ἑνὸς σπηλαίου. Τρεφόταν ἀπὸ τὰ πενιχρὰ προϊόντα της φύσεως. Ἐνίοτε τοῦ ἔφερναν τρόφιμα περαστικοὶ καὶ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι. Ὁ Ὅσιος κρατοῦσε λίγα, μόνο τὰ ἄκρως ἀπαραίτητα γιὰ τὴν σίτισή του καὶ τὰ ἄλλα τὰ ἔδινε στοὺς φτωχούς. Ἔπειτα προσκαλοῦσε τοὺς εὐεργέτες του στὸ σπήλαιο ποὺ ζοῦσε. Ἐκεῖ ὁ Ἀκεψιμᾶς ἀνταπέδιδε τὴν καλοσύνη τους μὲ διδασκαλία στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὅσιος πραγματοποίησε πολλὰ θαύματα.

Παρέδωσε ἐν εἰρήνῃ τὸ Πνεῦμα του στὸν Κύριο.

Ὁ Ἅγιος Ἀχαιμενίδης

Aχεμενίδης τον Θεόν ποθών Λόγον,
Δόξης αφειδεί πατρικής και βασάνων. 

Ὁ Ἅγιος Ἀχαιμενίδης ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ τοῦ Βυζαντίου Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ καὶ τοῦ Ἰσθιγέρδου βασιλιὰ τῶν Περσῶν. Ἦταν γιὸς ἐπιφανοῦς Περσικῆς οἰκογένειας, διέθετε πλοῦτο καὶ ἀξιώματα. Δὲν ἄργησε νὰ μάθει γιὰ τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ νὰ προσέλθει στοὺς κόλπους της, ἐγκαταλείποντας τὴν πατρογονικὴ θρησκεία καὶ περιουσία.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ πληροφορήθηκε ὁ βασιλιάς, ὁ ὁποῖος κατέβαλε κάθε προσπάθεια γιὰ νὰ τὸν πείσει νὰ ἀσπαστεῖ τὴν ἀρχική του θρησκεία. Ὅταν εἶδε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δελεάσει, διέταξε τὸν βασανισμό του καὶ τὸν δημόσιο ἐξευτελισμό του. Βλέποντας ὁ βασιλιὰς ὅτι μετὰ ἀπὸ ὅλα τὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέστη δὲν ἀπαρνιόταν τὸν Χριστιανισμὸ ἄφησε τὸν Ἀχαιμενίδη ἐλεύθερο, ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι θὰ φύγει ἀπὸ τὴν Περσία. Ὁ Ἅγιος Ἀχαιμενίδης ἀπεβίωσε ἐν εἰρήνῃ. 


Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Ἀγκύρας

Δώρον συ δωρή τη πόλει της Aγκύρας,
Ω Θεόδωρε εκ Θεού του των όλων.

Μᾶλλον ὑπῆρξε ὑπέρμαχος τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ ἴσως ἔδωσε καὶ τὸ αἷμα του γιὰ τὴν σωστὴ θέση τους στὴν Ὀρθοδοξία. 

Οἱ Ἅγιοι Δάσιος, Σέβηρος, Ἄνδρωνας, Θεόδοτος καὶ Θεοδότη οἱ Μάρτυρες

Σύμμαρτυς ἔστω καὶ γυνὴ τοῖς ἀνδράσι,
Τετμημένοις τέσσαρσι συντετμημένη.

Ὅλοι μαρτύρησαν διὰ ξίφους. 

Ὁ Ὅσιος Ἠλίας

Τῶν ἀρετῶν εἰς ἅρμα προβὰς Ἠλίας,
Πόλῳ προσῆλθεν, ὥς περ ἄλλος Ἠλίας.

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. 

Οἱ Ἅγιοι Ἐννέα Μάρτυρες

Ψυχαῖς ἀτρέπτοις χερσὶ τμηθέντες πλάνων,
Πλάνην περιτρέπουσιν ἄνδρες ἐννέα.

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. 

Οἱ Ἅγιοι 28 Μάρτυρες

Φλέγουσιν ἄνδρας πέντε δὶς καὶ δὶς δύο (ήτοι δεκατέσσαρας),
Οἷς συμφλέγουσι πέντε δὶς καὶ δὶς δύο (ήτοι δεκατέσσαρας).

Μαρτύρησαν διὰ πυρός. 

Αγία Winefride του Treffynon

 
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο της Αγίας. 

Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Ἀποστόλου τοῦ νέου 

  

Τὸ 1796 έγινε η μετακομιδὴ τῆς τιμίας Κάρας τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἀποστόλου τοῦ νέου, από τὴν Κωνσταντινούπολη στὸν Ἅγιο Λαυρέντιο Πηλίου, χωρίς ὅμως νὰ ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες.
Ἡ κυρίως μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἀποστόλου ἑορτάζεται τὴν 16η Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.

 Οσία Άννα του Κιέβου

Η Οσία Άννα ήταν θυγατέρα του Μεγάλου Ηγεμόνα του Κιέβου Βζέβολοντ Γιαροσλάβιτς (1078 - 1093 μ.Χ.) του οποίου η γυναίκα ήταν κόρη του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου του Μονομάχου.

Χάριν της Ιεραποστολής στη Ρωσία επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη. Μετά την επιστροφή της έγινε μοναχή στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, την οποία είχε ιδρύσει ο πατέρας της. Το παράδειγμά της έφερε και άλλες ευσεβείς ψυχές στο Μοναχισμό. Θέσπισε το κοινοβιακό σύστημα σε όλες τις μονές του Κιέβου και ο ρόλος της στην διδασκαλία του Ρωσικού λαού υπήρξε σημαντικός.

Κοιμήθηκε ειρηνικά το 1112 μ.Χ. (ή 1113 μ.Χ. ή 1116 μ.Χ.). Το Λείψανό της ανακομίσθηκε αδιάφθορο. Μετά την Επανάσταση του 1917 μ.Χ., δεν υπάρχουν πληροφορίες για την τύχη του.

«Πᾶνος»  





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου