Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος: Τά μεγαλεῖα τῆς Θεοτόκου – Ἑόρτιο μήνυμα Δεκαπενταυγούστου 2022

 

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

Τόν ἀνωτέρω 49ο στίχο ἀπό τό 1ο κεφάλαιο τοῦ κατά Λουκᾶν ἁγίου Εὐαγγελίου, πού ἀποτελεῖ μέρος τῆς Θ΄ (9ης) ᾠδῆς τῆς Θεοτόκου, ἑρμηνεύει μέ σαφήνεια καί ὀξύνοια, γλαφυρότατα καί θεολογικότατα, ἕνας ἀπό τούς Θεοτοκόφιλους ἁγίους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ὁ ὅσιος καί θεοφόρος πατήρ ἡμῶν Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό βιβλίο του «Κῆπος Χαρίτων»[1].

Λέγει, λοιπόν, ὁ ὅσιος :

«Αὐτό τό ρητό εἶναι ἀπόδειξη τῆς μεγάλης ταπεινοφροσύνης τῆς Θεοτόκου. Διότι, λέγει ὅτι γι’ αὐτό θά μέ μακαρίσουν ὅλες οἱ γενεές, ὄχι διότι ἐγώ εἶμαι ἀξία μακαρισμοῦ, ἀλλά διότι ὁ Θεός ἔκανε σ’ ἐμένα μεγαλεῖα, καθώς ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος.

Kαί ὁ μέν Σειράχ εἶπε θαυμαστικῶς περί τοῦ Θεοῦ : «Ποιός μπορεῖ νά ἐξιχνιάσει τά μεγαλεῖα Του»[2]; Ἐμεῖς, ὅμως, λέμε θαυμαστικῶς τό ἴδιο καί για τήν Παρθένο Μαρία, τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ : «Ποιός μπορεῖ νά ἐξιχνιάσει τά μεγαλεῖα της»; Βέβαια, ἰλιγγιᾶ κάθε νοῦς, πού θά θελήσει μόνο νά διατρανώσει τά μεγαλεῖα της, καί ἄφωνη γίνεται κάθε γλῶσσα, παρ’ ὅλο πού μπορεῖ νά εἶναι ἡ πλέον εὔλαλη καί ρητορική, πού θά ἐπιχειροῦσε νά τά ἐκφράσει ταύτα. Διότι ὑπερβαίνουν κάθε νοῦ καί νικοῦν κάθε λόγο».

Στή συνέχεια, ὁ ὅσιος Νικόδημος ἀπαριθμεῖ αὐτά τά μεγαλεῖα, πού ἔκανε ὁ Θεός στήν Θεοτόκο.

α) Στ’ ἀλήθεια, λέγει, μεγαλεῖα ἔκανε ὁ Θεός στήν Θεοτόκο, ἐπειδή τήν προγνώρισε καί τήν προόρισε, κατά τήν θεαρχική Του ἰδέα πρό τῶν αἰώνων, στό νά γίνει κατά σάρκα Μητέρα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του.

β) Μεγαλεῖα ἔκανε ὁ Θεός στήν Θεοτόκο, ἐπειδή γι’ αὐτόν καί μόνο τόν σκοπό τήν διάλεξε ὁ Θεός, μετά τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ ἀπό ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἀπό ὅλους τούς Δικαίους, πού ἔλαμψαν πρίν τόν Νόμο, μέσα στόν Νόμο καί μετά τόν Νόμο, τούς ὁποίους καί Προπάτορες τοῦ Χριστοῦ ὀνομάζουμε, ὥστε δηλαδή πάλι ἀπό αὐτούς νά διαλέξει τήν ἀειπάρθενο καί Παναγία Μητέρα Του, ἡ ὁποία γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται «ἐκλελεγμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν», καθώς τό νόημα αὐτό ἀναφέρει ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος στήν ὁμιλία του στήν Κυριακή τῶν Προπατόρων.

γ) Μεγαλεῖα ἔκανε ὁ Θεός στήν Θεοτόκο, ἐπειδή μέ ἐπαγγελία καί μέ πρόρρηση ἀγγέλου ἐνήργησε τήν σύλληψή της στήν κοιλιά τῆς στείρας Ἄννης, γι’ αὐτό καί λέγεται «ἡγιασμένη ἐκ κοιλίας μητρός αὐτῆς», σύμφωνα μέ τούς θεολόγους, ὅπως ὁ Ἱερεμίας καί ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης.

δ) Μεγαλεῖα παράδοξα ἔκανε ὁ Θεός στήν Θεοτόκο, ἐπειδή ἀπό τριῶν χρονῶν νήπιο τήν παρέλαβε ἀπό τόν κόσμο καί τήν ἀγκάλη τῶν γονέων της καί τήν εἰσήγαγε στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου μόνος εἰσερχόταν ὁ Ἀρχιερεύς μία φορά τόν χρόνο, ἐκεῖ μέσα τήν διετήρησε δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, τρέφοντάς την μέ ἀγγελική καί οὐράνια τροφή.

ε) Μεγαλεῖα ἔκανε ὁ Θεός στήν Θεοτόκο, διότι τήν ἀνέδειξε Κεχαριτωμένη, δηλαδή πεπληρωμένη καί γεμάτη ἀπό κάθε θεϊκή χάρι, καθώς τήν ὀνόμασε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, λέγοντας : «χαῖρε κεχαριτωμένη»[3].

στ) Ὁ Θεός ἔκανε μεγαλεῖα στήν Θεοτόκο, διότι τό μεγαλεῖο ὅλων τῶν μεγαλείων εἶναι τό ὅτι συνέλαβε ἐκ Πνεύματος Ἀγίου στήν ἄχραντη γαστέρα της Αὐτόν τόν Θεαρχικώτατο καί Ὑπερούσιο καί Ἐνυπόστατο Λόγο τοῦ Θεοῦ καί μονογενῆ Υἱό τοῦ Ἀνάρχου Πατρός καί γέννησε ἀφθόρως καί ὑπέρ ἔννοιαν Ἐκεῖνον, διά τοῦ Ὁποίου ἔγιναν τά πάντα.

ζ) Μεγαλεῖα ὑπερφυσικά ἔκανε στήν Θεοτόκο ὁ Θεός, διότι τήν στόλισε μέ τρία λαμπρότατα ἀστέρια καί μέ τρία ἰδιαίτατα προνόμοια, δηλαδή τό νά κατασταθεῖ πρό τοῦ τόκου Παρθένος καί ἐν τόκῳ Παρθένος καί μετά τόκον Παρθένος, δηλαδή τό νά μείνει πάντοτε ἀειπάρθενος.

η) Ὁ Θεός, ὅμως, δέν χάρισε μεγαλεῖα στήν Παρθένο μόνο ἐν ζωῇ, ἀλλά καί μετά θάνατον. Διότι, αὐτή δέν μετέστη ἁπλῶς καί μόνον, ἀλλά καί ἀνέστη, ἀφοῦ ἡ πανάχραντη ψυχή της ἑνώθηκε πάλι μέ τό Θεοδόχο σῶμα της κι ἔτσι ἀνελήφθη στούς οὐρανούς καί συμβασιλεύει μέ τόν Υἱό της καί Θεό. Αὐτό τό βεβαιώνει ἡ ἐκφαντορική συμφωνία τῶν ἱερῶν θεολόγων.

Παραθέτει, στή συνέχεια, ὁ ὅσιος Νικόδημος ἁγιοπατερικές μαρτυρίες περί τῆς Κοιμήσεως, Ἀναστάσεως καί Ἀναλήψεως τῆς Θεοτόκου, ἀντικρούοντας ὅσους ἀντιτείνουν ὄχι ὀρθῶς καί λέγουν ὅτι ἡ Κυρία Θεοτόκος μετέστη μέν, ἀλλά δέν ἀνέστη.

Ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Ἀνδρέας ἐπίσκοπος Κρήτης στόν λόγο του στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι˙ «Μυστήριον ἡ παροῦσα πανήγυρις», δηλαδή «Μυστήριο ἡ παροῦσα πανήγυρη», λέγει : «Πῶς οὐκ ἀψευδής ἡ μετάθεσις; Ἐπεί καί τἄλλα συνέδραμε, ψυχής διάστασις ἀπό σώματος, σαρκός ἀπόθεσις, μερῶν διάζευξις, ἀνάλυσις, ἐπίζευξις (δηλαδή ἔνωσις ψυχῆς μετά σώματος) σύμπηξις, καί πρός τό ἀφανές ὑποχώρησις». Δηλαδή, «πῶς δέν εἶναι ἀληθινή ἡ μετάθεση; Ἀφοῦ συνέδραμαν καί τά ἄλλα˙ ἡ διάσταση τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἡ ἀπόθεση τῆς σάρκας, ἡ διάζευξη τῶν μερῶν, ἡ ἀνάλυση, ἡ ἐπίζευξη (δηλαδή ἡ ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα, ἡ σύμπηξη καί ἡ ὑποχώρηση στήν ἀφάνεια», (ἡ ὁποία δέν εἶναι κάτι ἄλλο, παρά ἡ ἀνάληψη στούς οὐρανούς).

Ὁ ὅσιος καί θεοφόρος πατήρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στόν τρίτο λόγο του στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι : «Ἔθος ἐστί τοῖς ἐρωτικῶς πρός τί διακειμένοις», δηλαδή «εἶναι σύνηθες σέ ὅσους διάκεινται ἐρωτικά πρός κάτι», λέγει : «Ἔδει τήν Θεοτόκον, καθάπερ χρυσόν, ἀποβαλοῦσαν τό γεῶδες καί ἀλαμπές τῆς θνητότητος πάχος, ὡς ἐν χωνεύσει, τῷ θανάτῳ, τήν σάρκα, ἄφθαρτον καί καθαράν τῷ φέγγει τῆς ἀφθαρσίας ἐκλάμπουσαν, ἐξαναστῆναι τοῦ μνήματος˙ σήμερον ἀρχήν λαμβάνει δευτέρας ὑπάρξεως, ὑπό τοῦ δόντος αὐτῇ τήν ἀρχήν τῆς προτέρας ὑπάρξεως». Δηλαδή, «ἔπρεπε ἡ Θεοτόκος, ὅπως ὁ χρυσός, νά ἀποβάλλει τό γήινο καί σκοτεινό πάχος τῆς θνητότητας μέ τόν θάνατο, ὅπως (γίνεται) στή χώνευση, καί ἡ σάρκα νά ἐξαναστηθεῖ ἀπό τό μνῆμα, ἄφθαρτη καί καθαρή, ἐκλάμποντας μέ τόν φωτισμό τῆς ἀφθαρσίας˙ σήμερα λαμβάνει ἀρχή δεύτερης ὕπαρξης ἀπό Αὐτόν, πού τῆς ἔδωσε τήν ἀρχή τῆς προηγούμενης ὕπαρξης». (Δεύτερη ὕπαρξη ποιά ἄλλη εἶναι, παρά ἡ ἀνάσταση;).

Ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Γρηγόριος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὁ Παλαμᾶς, στόν λόγο του στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, λέγει ξεκάθαρα : «Μόνη γάρ αὕτη νῦν μετά τοῦ θεοδοξάστου σώματος σύν τῷ Υἱῷ τόν οὐράνιον ἔχει χῶρον˙ οὐ γάρ εἶχε κατέχειν εἰς τέλος γῆ καί τάφος καί θάνατος, ζωαρχικόν σῶμα καί θεοδόχον καί οὐρανοῦ καί τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν, καί εἴτι ὑπέρ τούτους, τῷ Θεῷ τοῦ οὐρανου φίλτερον ἐνδιαίτημα… διά τοῦτο τό γεννῆσαν εἰκότως σῶμα, συνδοξάζεται τῷ γεννήματι δόξῃ θεοπρεπεῖ˙ καί συνανίσταται, κατά τό προφητικόν ᾂσμα, τῷ πρότερον ἀναστάντι τριημέρῳ Χριστῷ, ἡ Κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος˙ καί παράστασις γίνεται τοῖς μαθηταῖς τῆς ἐκ νεκρῶν αὐτῆς ἀναστάσεως, αἱ σινδόνες καί τά ἐντάφια, μόνα περιλειφθέντα τῷ τάφῳ καί μόνα κατ’ αὐτόν εὑρεθέντα, κατά ζήτησιν προσελθοῦσι, καθάπερ ἐπί τοῦ Δεσπότου πρότερον˙ οὐκ ἦν δέ χρεία καί ταύτην ἔτι προσολίγον, καθάπερ ὁ ταύτης Υἱός καί Θεός, ἐπί τῆς γῆς διατρίψαι˙ διά τοῦτο πρός τόν ἐπουράνιον εὐθύς ἀνελήφθη χῶρον ἀπό τοῦ τάφου». Δηλαδή, «μόνο αὐτὴ κατέχει τώρα μαζὶ μὲ τὸ θεοδόξαστο σῶμα καὶ μὲ τὸν Υἱό, τὸν οὐράνιο χῶρο˙ δὲν μποροῦσε πραγματικὰ γῆ καὶ τάφος καὶ θάνατος νὰ κρατᾶ ἕως τὸ τέλος τὸ ζωαρχικὸ καὶ θεοδόχο σῶμα της καὶ ἀγαπητὸ ἐνδιαίτημα οὐρανοῦ καὶ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν… γι’ αὐτό τό σῶμα, πού γέννησε εὔλογα (τόν Χριστό), δοξάζεται μαζί μέ τό γέννημα (τόν Υἱό) μέ θεοπρεπῆ δόξα˙ καί συνανασταίνεται ἡ Κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος, σύμφωνα μέ τό προφητικό ἄσμα, μαζί μέ τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος προηγουμένως ἀναστήθηκε τριήμερος˙ καί ἀπόδειξη γιὰ τοὺς μαθητὲς περὶ τῆς ἀναστάσεώς της ἀπὸ τοὺς νεκροὺς γίνονται τὰ σεντόνια καὶ τὰ ἐντάφια, ποὺ μόνα ἀπέμειναν στὸν τάφο καὶ βρέθηκαν ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἦλθαν νὰ τὴν ζητήσουν, ὅπως συνέβη προηγουμένως μὲ τὸν Υἱὸ καὶ Δεσπότη˙ δὲν χρειάσθηκε νὰ μείνει κι αὐτὴ ἐπίσης γιὰ λίγο πάνω στὴ γῆ, ὅπως ὁ Υἱός της καὶ Θεός˙ γι᾿ αὐτὸ ἀνελήφθη ἀμέσως πρὸς τὸν ὑπερουράνιο χῶρο ἀπὸ τὸν τάφο».

Ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Μᾶρκος ἐπίσκοπος ἘφέσουΕὐγενικός, στήν θ’ ᾠδή τοῦ βαρέος ἦχου τῶν ὀκτώ Κανόνων του στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, μελωδεῖ ὡς ἑξῆς : «Μεγαλυνέσθω εὐφήμοις ᾠδαῖς ἡ πάναγνος. Μακαριζέσθω ἀξίως ἡ παμμακάριστος˙ ὅτι νενέκρωται καί ἐγήγερται πάλιν, ὡς Μήτηρ τοῦ Κυρίου, εἰς πίστωσιν ἐσχάτης ἀναστάσεως, ἥν ἐλπίζομεν». Δηλαδή, «ἄς μεγαλυνθεῖ μέ ἐπαινετικές ὠδές ἡ πάναγνη. Ἄς μακαριστεῖ ἐπάξια ἡ παμμακάριστη˙ ἐπειδή νεκρώθηκε, ἀλλά ἀναστήθηκε πάλι, σάν Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς ἔσχατης ἀνάστασης, στήν ὁποία ἐλπίζουμε». Καί πάλι στην στ΄ ᾠδή τοῦ ὀγδόου Κανόνα : «Νέκρωσιν ἡ τῆς ζωῆς Μήτηρ δέχεται, καί τάφῳ τεθεῖσα, μετά τριττήν ἡμέραν εὐκλεῶς ἐξανίσταται, εἰς αἰῶνας τῷ Υἱῷ συμβασιλεύουσα, καί αἰτοῦσα τήν τῶν πταισμάτων ἡμῶν ἄφεσιν». Δηλαδή, «ἡ Μητέρα τῆς ζωῆς δέχεται νέκρωση, καί, ἀφοῦ τίθεται στόν τάφο, μετά τήν τρίτη ἡμέρα ἀνασταίνεται μέ δόξα, συμβασιλεύοντας αἰωνίως μέ τόν Υἱό καί ζητῶντας τήν ἄφεση τῶν πταισμάτων μας».

Ἀλλά καί ὁ ὅσιος καί θεοφόρος πατήρ ἡμῶν ΘεόδωροςΣτουδίτης τό συμμαρτυρεῖ αὐτό, λέγοντας ὅτι «ἡ Θεοτόκος, διά τῆς Κοιμήσεως αὐτῆς, παλιγγενεσίας καί παλινζωΐας κατηξιώθη, ἥτις δέν εἶναι ἄλλη εἰμή ἡ ἀνάστασις». Δηλαδή, «ἡ Θεοτόκος, μέσῳ τῆς Κοιμήσεώς της, καταξιώθηκε τῆς παλιγγενεσίας καί τῆς παλινζωΐας, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄλλη παρά ἡ ἀνάσταση».

Kαί ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Κοσμᾶς ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ ὁ μελωδός ἔτσι λέγει σέ κάποιο τροπάριο τῆς πρώτης ᾠδῆς τοῦ Κανόνα του στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου˙ «διό θνήσκουσα, σύν τῷ Υἱῷ ἐγείρη, διαιωνίζουσα». Δηλαδή, «γι’αὐτό, ἀφοῦ πέθανες, ἀναστήθηκες, συνδιαιωνίζοντας μέ τόν Υἱό σου».

Γράφονται δέ καί σέ ὅλα τά τυπωμένα Ὠρολόγια γιά τήν ὕψωση τῆς Παναγίας, πῶς ἔγινε καί γιατί, αὐτά˙ «οἱ δέ Μαθηταί, τοῦ θαύματος ἐκπλαγέντες, ἀντί τοῦ ‘’Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ’’, ‘’Παναγία Θεοτόκε βοήθει ἡμῖν’’, ἀνεκραύγασαν˙ εἴτα τῷ τάφῳ προσελθόντες καί μή εὑρόντες τό πανάγιον αὐτῆς σῶμα, ἐπείσθησαν ἀληθῶς, ὅτι σύσσωμος ζῶσα καί τριήμερος, ὡς ὁ Υἱός αὐτῆς, ἐκ νεκρῶν ἀναστᾶσα καί μεταστᾶσα, εἰς οὐρανούς μεταβέβηκε, σύν Χριστῷ βασιλεύουσα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Δηλαδή, «οἱ Μαθητές, ἀφοῦ ἐξεπλάγησαν ἐξαιτίας τοῦ θαύματος, κραύγασαν ἀντί τοῦ ‘’Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ’’, τό ‘’Παναγία Θεοτόκε βοήθησέ μας’’˙ ἔπειτα, ἀφοῦ προσῆλθαν στόν τάφο καί δέν βρῆκαν τό πανάγιο σῶμα της, πείστηκαν ἀληθινά ὅτι, ἀφοῦ ἦταν ὅλη ζωντανή καί ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς τριήμερη, ὅπως ὁ Υἱός της, καί μεταστάθηκε, μετέβη στούς οὐρανούς, βασιλεύοντας μαζί μέ τόν Χριστό στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων».   

Kαί ποῦ μπορῶ, ἀναρωτιέται ὁ ὅσιος Νικόδημος, νά ἀπαριθμήσω ὅλα τά μεγαλεῖα, πού ἔκανε ὁ Θεός στό πρόσωπο τῆς Ἀειπαρθένου; Αὐτά εἶναι ἄπειρα κατά τό μέγεθος˙ αὐτά εἶναι ἀναρίθμητα κατά τό πλῆθος˙ ἀκόμη κι ἄν ἦταν δυνατόν νά ἑνωθοῦν ὅλοι, ὅσοι σώθηκαν μέ τόν ἄσπορο τόκο της καί νά γίνουν ἕνα στόμα καί μία γλῶσσα, πάλι δέν θά μποροῦσαν νά ἀπαριθμήσουν αὐτά, καί κατ’ ἀξίαν νά τά ἐγκωμιάσουν. Τί λέγω; ἀναρωτιέται ξανά ὁ ὅσιος Νικόδημος. Οὔτε οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ, οὔτε αὐτές οἱ πρώτες καί ἀνώτατες τάξεις τῶν Χερουβίμ καί τῶν Σεραφίμ δέν μποροῦν, ὄχι ν’ ἀριθμήσουν καί νά ἐπαινέσουν τά ὑπερφυῆ καί ὐπέρ ἔννοιαν μεγαλεῖα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οὔτε κἄν ἀποτολμοῦν, ὄχι νά εἰσέλθουν, ἀλλά οὔτε νά παρακύψουν στά προπύλαιά τους, παρ’ ὅλο πού συνέχονται ἀπό μιά ἀκρότατη ἐπιθυμία, καί ἀπό ἕνα κεραυνοβόλο ἔρωτά τους. Ἔτσι τό βεβαιώνει ὁ κορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος, λέγοντας˙ «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἀποσταλέντι ἀπ’ οὐρανοῦ, εἰς ἅ (μυστήρια δηλαδή) ἐπιθυμοῦσιν ἄγγελοι παρακῦψαι»[4]. Δηλαδή, «μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού εἶχε ἀποσταλεῖ ἀπό τόν οὐρανό, στά ὁποία μυστήρια τῆς σωτηρίας ἐπιθυμοῦν οἱ ἄγγελοι νά ἐνσκύψουν μέ ἐνδιαφέρον πάνω τους καί νά ἐμβαθύνουν στήν κατανόησή τους».  

Γι’ αὐτό εἶπε ὁ ἐν ἀγίοις πατήρ ἡμῶν Ἀνδρέας ἐπίσκοπος Κρήτης στόν λόγο του στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου : «Σύ εἶ, Θεοτόκε, τό μεγαλεῖον τῆς φρικτῆς τοῦ Θεοῦ Οἰκονομίας, εἰς ὅ ἐπιθυμοῦσιν ἄγγελοι παρακῦψαι». Δηλαδή, «ἐσύ, Θεοτόκε, εἶσαι τό μεγαλεῖο τῆς φρικτῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, στό ὁποῖο οἱ ἄγγελοι ἐπιθυμοῦν νά ἐνσκύψουν».

Ἀναφωνεῖ στή συνέχεια ὁ ὅσιος Νικόδημος πρός τήν Θεοτόκο : «…Ἐσένα (Θεοτόκε), ὅσοι ἔχουν πεῖρα τῶν Θείων Γραφῶν, ἀποκαλοῦν ἀκροστιχίδα ὅλων τῶν Προφητῶν˙ πίνακα τῶν δύο διαθηκῶν˙ ὑπόθεση τῶν Ἀποστόλων˙ ὕλη τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων˙ στερέωμα τῶν Μαρτύρων˙ παρηγοριά τῶν Ὁσίων˙ διδάσκαλο τῆς νοερᾶς Προσευχῆς, εἰσηγήτρια τῆς ταπεινώσεως, ἔμψυχο παράδειγμα τῆς διπλῆς ἀγάπης, ἴνδαλμα παρόμοιο τῆς ἀρχικῆς ὡραιότητας˙ θαῦμα τῶν Ἀγγέλων, ἄγαλμα τῆς φύσεως, θεόγλυπτο ἀνδριάντα˙ ἀμίμητο μίμημα Θεοῦ, παναρμόνια ὕλη τοῦ λόγου τῆς σωματώσεως, φανέρωση τῶν βυθῶν τῆς θείας ἀκαταληψίας˙ ἐργαστήριο τῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων, πού συνῆλθαν στόν Χριστό. Καί γιά νά πῶ τό τελευταῖο καί ἔσχατο», λέγει ὁ ὅσιος Νικόδημος, «ἐσένα, Θεοτόκε, οἱ θεολόγοι ὀνομάζουν μεθόριο Κτίστου καί κτίσεως, τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ, ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, Θεό μετά τόν Θεό, ἔχουσα τά δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος».

Μᾶς ἐφιστᾶ τήν προσοχή ὁ ὅσιος Νικόδημος στό νά προσέξουμε ὅτι ἡ Θεοτόκος ὀνομάζει τόν Κύριο «δυνατό». Γιατί λέγει : «ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός».

Πρῶτον μέν, γιά νά μήν ἀπιστήσει κανείς στά λεγόμενα ἀπ’ αὐτήν, σκεπτόμενος ὅτι δέν εἶναι ἀδύνατος ὁ Θεός νά κάνει αὐτά τά ὑπέρ φύσιν μεγαλεῖα, καθῶς ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος˙ «Καί ἵνα, ἐάν τίς ἀπιστήσειε πρός τήν ἐνέργειαν τῆς συλλήψεως, εἴγε Παρθένος συλλάβοι, ἀναφέρῃ τό κατόρθωμα τῇ δυνάμει τοῦ ἐνεργοῦντος». Δηλαδή, «καί ὥστε, ἄν κάποιος ἀπιστήσει σχετικά μέ τήν ἐνέργεια τῆς σύλληψης, τό νά συλλάβει δηλαδή Παρθένος, νά ἀποδώσει τό κατόρθωμα στήν δύναμη αὐτοῦ, πού τό ἐνήργησε».  

Καί δεύτερον, γιά νά δείξει ὅτι ἦταν ἔργο μόνο τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, τό νά ἑνώσει σέ μία ὑπόσταση καί ἕνα πρόσωπο, δύο φύσεις ἄκρως καί ἀπείρως ἀντικείμενες, τόν Θεόν μαζί μέ τόν ἄνθρωπο, καί μετά τήν ἕνωση νά διαφυλάξει καί τίς φύσεις ἀσύγχυτες καί νά διατηρήσει ἀναλλοίωτες τίς φυσικές θελήσεις καί ἐνέργειές τους. Γι’ αὐτό, ὁ Μέγας Bασίλειος, ἑρμηνεύοντας τό ρητό τοῦ 44ου Ψαλμοῦ, πού λέγει : «περίζωσαι τήν ρομφαίαν σου ἐπί τόν μηρόν σου, δυνατέ», δηλαδή : «ὦ δυνατέ, περιζώσου γύρω ἀπό τήν μέση σου τό πολεμικό σου ὅπλο, τήν ρομφαία σου, ὥστε νά πέφτει στόν μηρό σου», τονίζει˙ «καλῶς δέ πρόσκειται τό, δυνατέ˙ διότι, μεγίστης ἀπόδειξιν δυνάμεως ἔχει τό δυνηθῆναι Θεόν ἐν ἀνθρώπου φύσει γενέσθαι˙ οὐ γάρ τοσοῦτον οὐρανοῦ καί γῆς σύστασις καί θαλάσσης καί ἀέρος καί τῶν μεγίστων στοιχείων ἡ γένεσις, καί εἴτι ὑπερκόσμιον νοεῖται καί εἴτι καταχθόνιον, τήν δύναμιν παρίστησι τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅσον ἡ περί τήν ἐνανθρώπησιν οἰκονομία καί ἡ πρός τό ταπεινόν καί ἀσθενές τῆς ἀνθρωπότητος συγκατάβασις». Δηλαδή, «πολύ ὀρθῶς μπῆκε ἐδῶ ἡ λέξη ‘’δυνατός’’˙ διότι, τό νά μπορέσει ὁ Θεός νά γεννηθεῖ σέ φύση ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἀπόδειξη μέγιστης δύναμης˙ δέν παριστάνει τόσο καλά τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ Λόγου, οὔτε ἡ σύσταση τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, οὔτε ἡ δημιουργία τῆς θάλασσας καί τοῦ ἀέρα καί τῶν μεγίστων στοιχείων, οὔτε ἀκόμη κι ἄν νοηθεῖ κάτι τό ὑπερκόσμιο καί καταχθόνιο, ὅσο ἡ οἰκονομία γύρω ἀπό τήν ἐνανθρώπηση καί ἡ συγκατάβαση στό ταπεινό καί ἀσθενές τῆς ἀνθρωπότητας».

Εἴδατε, ἀδελφοί μου Χριστιανοί, μεγαλεῖα; ρωτᾶ ὁ ὅσιος Νικόδημος. Εἴδατε δόξες; Εἴδατε ἀξιώματα τῆς Παρθένου; Ἐπομένως, ἄν θέλουμε κι ἐμεῖς ν’ ἀπολαύσουμε ἀπό τά μεγαλεῖα αὐτά, ἄς τιμήσουμε τήν Παρθένο με καθαρή, σώφρονα καί ἐνάρετη ζωή. Ἐπειδή, σύμφωνα μέ αὐτόν, πού εἶπε˙ «Μεγαλεῖον ἀρετῆς, μεγαλύνει τόν μεγαλύνονται αὐτήν», δηλαδή «τό μεγαλεῖο τῆς ἀρετῆς μεγαλύνει αὐτόν, πού τήν μεγαλύνει», ἄς τήν δοξάζουμε καί ἄς τήν μεγαλύνουμε μέ θεομητορικούς ὕμνους καί ἐγκώμια˙ ἄς ἐπαινοῦμε καί ἄς ὑψώνουμε τά μεγαλεῖα της μέ εὐλάβεια, μέ πόθο, μέ κατάνυξη, καί πρό πάντων ἄς φυλάττουμε τίς ἐντολές καί τίς προσταγές τοῦ Υἱοῦ της. Ἐάν ἔτσι κάνουμε, ἡ Παρθένος θά μεταδώσει καί σ’ ἐμᾶς κάποιο μέρος ἀπό τά μεγαλεῖα καί τίς χάρες της˙ διότι, καθώς ὁ ταμίας καί φύλακας τῶν θησαυρῶν τοῦ ἐπίγειου Βασιλιᾶ δέν φυλάει τούς θησαυρούς γιά τόν ἑαυτό του καί γιά νά τούς ἀπολαμβάνει μόνος του, ἀλλά γιά νά τούς μεταδίδει καί σ’  αὐτούς, πού ἔχουν ἀνάγκη, ἔτσι καί ἡ Παρθένος εἶναι ταμίας καί φύλακας ὅλων τῶν θησαυρῶν καί χαρισμάτων τοῦ οὐρανίου Βασιλἐως Θεοῦ, ὄχι γιά νά τά ἀπολαμβάνει μόνη της, ἀλλά γιά νά τά μεταδίδει καί νά τά διαμοιράζει σέ ὅλα τά κτίσματα, νοητά καί αἰσθητά, Ἀγγέλους καί ἀνθρώπους. Λέγει γι’ αὐτήν ὁ τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος στήν 53η ὁμιλία του στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου˙ «αὕτη, πρώτη δεχομένη τό πλήρωμα τοῦ τά σύμπαντα πληροῦντος, καθίστησι τοῖς πᾶσι χωρητόν, κατά τήν ἀναλογίαν καί τό μέτρον τῆς ἑκάστου καθαρότητος˙ ὥστε αὐτήν εἶναι καί ταμίαν καί πρύτανιν τοῦ πλούτου τῆς Θεότητος». Δηλαδή, «αὐτή, δεχομένη πρώτη τό πλήρωμα αὐτοῦ, πού πληρεῖ (γεμίζει) τά σύμπαντα, καθιστᾶ σέ ὅλους χωρητό, σύμφωνα μέ τήν ἀναλογία καί τό μέτρο τῆς καθαρότητας τοῦ καθενός˙ ὥστε αὐτή εἶναι καί ταμίας καί πρύτανης τοῦ πλούτου τῆς Θεότητας».


[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Κῆπος Χαρίτων, ἤτοι ἑρμηνεία γλαφυρά εἰς τάς θ΄ δάς τῆς στιχολογίας, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1992, σσ. 209-217.

[2] Σειράχ 18, 3.

[3] Λουκ. 1, 28.

[4] Α’ Πέτρ. 1, 12.

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου