«Ἐκ τῆς Ἠπείρου εἰς Μακεδονίαν. Ἀπὸ τὴν μίαν περιπέτειαν περιῆλθον εἰς ἄλλην περιπέτειαν, ἡ ὁποία ὅμως δὲν διήρκεσεν ὀλίγους μόνον μῆνας, ὡς ἐν Ἰωαννίνοις, ἀλλὰ μίαν ὁλόκληρον ὀκταετίαν (1942-1949), πλήρη περιπετειῶν καὶ κινδύνων. Ἐκτελῶν ἀπόφασιν τῆς Ἱ. Συνόδου, ἵνα ὡς ἱεροκῆρυξ ἐνισχύσω διὰ τοῦ κηρύγματος τὸν σκληρῶς δοκιμαζόμενον λαὸν τῆς Μακεδονίας, κατόπιν ταλαιπωρίας ἔφθασα ἀρχὰς τοῦ 1942 εἰς Ἔδεσσαν, τήν νέαν μου θέσιν.
Μιὰ λεπτομέρεια. Ἐπαρουσιάσθην εἰς τὸ Φρουραρχεῖον Ἐδέσσης πρὸς ἐπιθεώρησιν τῆς ταυτότητός μου. Ὅταν ὁ διοικητὴς εἶδε τό ὄνομά μου, ἔμεινε κατάπληκτος. Μοῦ ἀνεκοίνωσε ἐμπιστευτικῶς τὸ ἑξῆς: “Πρὸ ὀλίγου, ἔλαβα ἐπεῖγον σῆμα ἵνα συλληφθῇς ὡς λίαν ἐπικίνδυνος διὰ τὴν ἀσφάλειαν τῶν Ἰταλικῶν στρατευμάτων· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἐπρόλαβες καὶ εὑρίσκεσαι εἰς την Μακεδονίαν, περιοχὴν ἐλεγχομένην ὑπὸ τῶν Γερμανῶν, δὲν θὰ ἐκτελεσθῆ ἡ τοιαύτη διαταγὴ τῶν Ἰταλῶν. Ἐσώθης ὡς διὰ θαύματος. Ὀλίγον τι ἐὰν καθυστέρεις,…».
Σὲ συνεχεῖς κινδύνους
Μέσα στὴ φωτιὰ τοῦ πολέμου κηρύττει Χριστὸ καὶ Ἑλλάδα. Στέκεται δίπλα στὸν πονεμένο Μακεδονικὸ ἑλληνικὸ λαό. Ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸν κατακτητή. Κινδυνεύει ἡ ζωή του. Νυχτώνει καὶ δὲν ξέρει ἂν θὰ τὸν βρῇ ζωντανὸ ἡ ἡμέρα. Ξημερώνει καὶ δὲν ξέρει ἂν θὰ τὸν βρῇ ζωντανὸ ἡ νύχτα. Δὲν φοβᾶται. Δὲν σταματᾷ μπροστὰ σὲ κανέναν κίνδυνο, γιατὶ πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ στὴν αἰωνιότητα.
«Ἦτο κατοχή. Ἤμην τότε Μέγας Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱ.
Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Εἶχον μεταβῆ κάποιαν ἡμέραν εἰς τὸ Ὑπουργεῖον
Παιδείας. Ἐκεῖ εὗρον τὸν Γερμανὸν Διοικητήν, ὅστις συνωμίλει μετὰ τοῦ
Ὑπουργοῦ. Ἡ συνομιλία ἐγίνετο Γερμανιστί. Ἀντελήφθην ὅμως ὅτι θέμα τῆς
συνομιλίας ἦτο ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τότε εἰς τὴν
Μακεδονίαν καὶ ὅτι αἱ διαθέσεις τοῦ Γερμανοῦ κάθε ἄλλο παρὰ ἀγαθαὶ ἦσαν
διὰ τὸν πατέρα Αὐγουστῖνον. Παρενέβην καὶ παρεκάλεσα τὸν Ὑπουργὸν νὰ μὲ
συστήσῃ καὶ νὰ εἴπῃ εἰς τὸν Διοικητὴν νὰ ζητήσῃ παρ᾿ ἐμοῦ πληροφορίας
περὶ τοῦ πατρὸς Αὐγουστίνου…
Ὅταν ἐτελειώσαμεν, μοῦ εἶπεν:
Ὅταν ἔφυγεν, ἐπῆρα ἀμέσως τὴν πέννα καὶ ἐχάραξα λίγες γραμμὲς εἰς τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο·
Λαμβάνω, ἀγαπητοί μου, ἕνα γράμμα, συνέχισεν ὁ ἀείμνηστος ἱεράρχης (Ναυπακτίας Χριστοφόρος), ποὺ θὰ ἔπρεπε καὶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι ἐπίσκοπος καὶ σεῖς ποὺ εἶσθε λαϊκοί, νὰ τὸ ἔχωμεν ἐπάνω ἀπὸ τὸ κρεββάτι μας καὶ νὰ τὸ διαβάζωμεν κάθε ἡμέραν·
«Ἀγαπητέ μου πάτερ Χριστοφόρε, ἔλαβα τὸ γράμμα σου καὶ σ᾿ εὐχαριστῶ διὰ τὴν ἀγάπην σου. Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ διὰ τὰς συμβουλάς σου, τὰς ὁποίας ὅμως δὲν πρόκειται νὰ τηρήσω. Ἡ ζωή μου δὲν ἀξίζει μιὰ δεκάρα. Ἂν δὲν μὲ σκοτώσουν οἱ Γερμανοί, κάποια ἀρκούδα τῶν μακεδονικῶν δασῶν θὰ μὲ φάγῃ. Ἂς πέσω, λοιπόν, ὑπηρετῶν καὶ ὑπερασπιζόμενος τὸν μαρτυρικὸν καὶ ἐγκαταλελειμμένον ἀπ᾿ ὅλους λαόν μας. Ἐὰν δὲν σὲ ἐπανίδω, καλὴν ἀντάμωσιν εἰς τὴν Αἰωνιότητα.
Μὲ ἀγάπην Χριστοῦ
Αὐγουστῖνος
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου