Ο όσιος είχε ένα ωραίο τρόπο να εμπνέει πάντοτε το καλό. Σε μία νέα σύζυγο, από το χωριό της Σίψας, ζήτησε να του πάει ένα ζευγάρι παντόφλες, ένα ζευγάρι κάλτσες κι ένα μπουκαλάκι κονιάκ. Το κονιάκ το έβαλε μέσα στο νερό, με το οποίο του έπλυνε τα πόδια. Την ώρα εκείνη τη συμβούλευσε με καλοσύνη: «Όταν θα βλέπεις γέρο ανήμπορο, να τον φροντίζεις μ’ αυτή την ίδια λαχτάρα και αγάπη, όπως τώρα το κάνεις σε μένα». Υποσχέθηκε πως θα το κάνει και το έκανε. Ανθρώπους που δεν γνώριζε ηλικιωμένους, τους έπαιρνε στο σπίτι και τους φρόντιζε. Ο όσιος έλεγε στην πεθερά της: «Δεν θα μαλώνεις το κορίτσι γι’ αυτό που κάνει, έτσι χαίρεται και ο Θεός».
✶✶✶
Μία γυναίκα από τη Σίψα διηγήθηκε: «Τον πεθερό μου ο Γέροντας πάντοτε τον μάλωνε, ίσως γιατί δυσκολεύτηκε πολύ στη ζωή του, ορφανός μεγάλωσε και πέρασε βάσανα πολλά. “Πρόσεξε τον εαυτό σου, πρόσεξε το παιδί που έπεσε στο σπίτι σας”, τον συμβούλευε πάντοτε όταν ερχόταν.
»Δεν ήταν κακός άνθρωπος ο πεθερός μου, αλλά έδειχνε μία σκληρότητα, που του έμεινε από την ανέχεια και τη στέρηση των όσων πέρασε και πάντα τον συμβούλευε. Γιατί την ίδια στέρηση και κακοπάθεια τη γεύτηκε στην πιο απαλή του ηλικία και ο Γέροντας. Μόνο που σ’ αυτόν μεταμορφώθηκε και έγινε καλοσύνη, ευαισθησία, προσφορά και θυσία. Έρχονταν άνθρωποι και τον έφερναν πολλά πράγματα, μα εκείνος δεν κρατούσε τίποτε, όλα τα μοίραζε.
»Ερχόμουν, γονάτιζα, φιλούσα το χεράκι του και πάντα με χτυπούσε στον ώμο. Αυτός δεν ήταν άνθρωπος σαν κι εμάς, ήταν άγιος. Πάντα Χριστούγεννα και Πάσχα ερχόμουν να μου ευχηθεί, να πάρω την ευχή του. Και πάντοτε έδειχνε τέτοια απίστευτη συγκατάβαση και επιείκεια για μας τους αμαρτωλούς. Αυτή του την αγάπη και την επιείκεια την έζησα προσωπικά και δεν την ξεχνώ ποτέ.
»Θα ερχόμουν την επομένη να κοινωνήσω, έτσι με είπε και με περίμενε. Μεσολάβησαν εμπόδια και δεν μπόρεσα να πάω να κοινωνήσω, γι’ αυτό και δεν ήρθα. Μετά από δυο-τρεις ημέρες, όταν ήρθα στη θεία λειτουργία, ταπεινωμένη στάθηκα μπροστά, εκεί δίπλα στην Παναγία την Ελεούσα.
»Την ώρα που βγήκε με τα τίμια δώρα (σ’ εκείνη την πιο ιερή στιγμή) έσκυψε και ψιθυριστά μου είπε: “Γιατί, παιδί μου, δεν ήρθες, εγώ σε περίμενα να σε κοινωνήσω. Ανθρώπινες αδυναμίες είναι όλα αυτά μη θλίβεσαι τόσο”. Και εγώ περίμενα να με μαλώσει και να με ταπεινώσει.
»Βρήκα τον παρηγορητή μου, τον πατέρα μου. Πήρα θάρρος και δύναμη και το ομολογώ πως μόνο αν είσαι άγιος, δεν σταματάς στα ανθρώπινα, τα μικρά, τα εγκόσμια, αλλά τους αγκαλιάζεις όλους σαν πρόβατα, γιατί είσαι ο ποιμένας τους. Ναι, ήταν για όλους μας πατέρας».
Ήταν όντως ο όσιος πατήρ ένα πέλαγος αγάπης και διακρίσεως.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 69, 194, 196 (αποσπάσματα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου