Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Λάμπρος Σκόντζος: Ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος - Ἡ ἀπαρχή τών Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
 
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εἶναι συνυφασμένη μὲ τὸ διωγμὸ καὶ τὸ μαρτύριο. Εἶναι δομημένη μὲ τὸ αἷμα ἑκατομμυρίων καλλίμαχων μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν καὶ τὸ μόνιμο καύχημά Της. Τὸ χρῶμα της εἶναι τὸ κόκκινο ἀπὸ τοὺς ποταμοὺς τῶν αἱμάτων κατὰ τῶν διαχρονικῶν πιστῶν. Οἱ εἰδικοὶ ὑπολογίζουν πὼς μὲ τοὺς μετριότερους ὑπολογισμοὺς περισσότεροι ἀπὸ ἕνδεκα ἑκατομμύρια Χριστιανοὶ ἔχυσαν τὸ τίμιο αἷμα τους γιὰ τὴ νέα πίστη. Εἶναι εὐνόητο πὼς τὰ νήματα τοῦ πολέμου κατὰ τῆς Ἐκκλησίας κινεῖ ὁ θεομάχος καὶ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, ὁ ὁποῖος μισεῖ θανάσιμα τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ ἐπιδιώκει τὴ ματαίωση τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας του.
 
Πρῶτο θῦμα τοῦ λυσσαλέου πολέμου ὁ ἀρχιδιάκονος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας Στέφανος, ἄνδρας πλήρης «πνεύματος καὶ σοφίας» (Πράξ. 6,3). Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ διακόνους, τοὺς ὁποίους ἐξέλεξε ἡ χριστιανικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ νὰ διακονοῦν τοὺς πιστοὺς στὶς «ἀγάπες», δηλαδὴ στὰ κοινὰ τραπέζια, ὥστε νὰ ἐκλείψουν τὰ παράπονα ἀπὸ τοὺς ἑλληνιστὲς πιστούς, οἱ ὁποῖοι παραθεωρούνταν σ᾿ αὐτά. Τὸ ὄνομά του εἶναι ἑλληνικὸ ποὺ σημαίνει τὸν ἄνθρωπο ποὺ φορᾷ στεφάνι, στέμμα, δηλαδὴ τὸν διαλεχτὸ καὶ ἀξιόλογο ἄνθρωπο. Ἦταν πιθανότητα ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ εἶχε μόρφωση καὶ ἦθος, τὰ ὁποῖα τὸν καθιστοῦσαν ξεχωριστὸ στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀσκοῦσε τὴ διακονία ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ἡ Ἐκκλησία μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο, ὑπηρετῶντας τίς χῆρες, τὰ ὀρφανά, τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς φτωχοὺς καὶ ὅλους τους καταφρονεμένους. Θεωροῦσε μὲ θέρμη ὅτι ὑπηρετοῦσε στὰ πρόσωπα τῶν ἐνδεῶν ἀδελφῶν του τὸν ἴδιο τὸ Χριστό.
 
Ἀλλὰ δὲν ἐξαντλοῦνταν ἡ δραστηριότητά του μόνο στὸν τομέα τῆς κοινωνικῆς διακονίας. Ἀξιοποιῶντας τὰ φυσικά του χαρίσματα, δίδασκε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ ἰδιαίτερη θέρμη. Μάλιστα ἀξιώθηκε ἀπό το Θεὸ νὰ κάνει «τέρατα καὶ σημεῖα ἐν τῷ λαῷ» (Πράξ. 6,8), ὥστε νὰ μέσῳ αὐτῶν νὰ δοξάζεται ὁ ἀληθινὸς Τριαδικὸς Θεὸς καὶ νὰ τελεσφορεῖ τὸ σωτήριο κήρυγμα τῆς νεαρῆς Ἐκκλησίας.
 
Αὐτὸ ὅμως ἐξόργισε τοὺς φανατικοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀρχίσει σκληρὸ διωγμὸ ἐναντίον τῆς νέας πίστεως, ἡ ὁποία ἤδη εἶχε διαφοροποιηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμό. Ὁρισμένα ἀπὸ τὰ μέλη τῆς συναγωγῆς τῶν λεγομένων Λιβερτίνων, τῶν Κυνηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων, καθὼς καὶ κάποιοι ἀπὸ τῶν Ἰουδαίων ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κιλικία καὶ τὴν Ἀσία κάλεσαν τὸν Στέφανο νὰ συζητήσουν μαζί τους γιὰ τὴ νεοφανῆ πίστη. Ἀλλὰ δὲ μπόρεσαν νὰ τὸν ἀντικρούσουν, «οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τὴ σοφία καὶ τῷ πνεύματι ὦ ἐλάλει» (Πράξ. 6,10). Τότε σκέφτηκαν νὰ τὸν συκοφαντήσουν ὅτι δῆθεν ἄκουσαν «αὐτοῦ λαλοῦντος ρήματα βλάσφημα εἰς Μωυσὴν καὶ τὸν Θεόν» (Πράξ. 6,11). Τὸν παρέδωσαν στὸν φανατισμένο ὄχλο καὶ στοὺς ἄτεγκτους πρεσβυτέρους καὶ γραμματεῖς γιὰ παραδειγματικὴ τιμωρία. Ἐπίσης τὸν παρέπεμψαν στὸ συνέδριο νὰ δικαστεῖ καὶ ἐπιστράτευσαν ψευδομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν πὼς «ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται ρήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου τόπου. Ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἅ παρέδωκεν ἡμῖν Μωυσῆς» (Πράξ. 6,14). Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ ξεστόμιζαν ἐναντίον του τίς ψευδομαρτυρίες εἶδαν νὰ λάμπει τὸ πρόσωπό του καὶ νὰ μοιάζει μὲ ἄγγελο τοῦ Θεοῦ.
 
Ὁ Στέφανος πῆρε θάρρος καὶ ἔκανε μιὰ καταπληκτικὴ ἀπολογία, ἐξιστορῶντας τίς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἰουδαϊκὸ λαό, καὶ στηλιτεύοντας μὲ ἔμφαση τίς ἀποστασίες τῶν προγόνων του. Ἀλλὰ καὶ τοὺς συγχρόνους του, καταλήγοντας ὡς ἑξῆς: «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τὴ καρδίᾳ καὶ τοῖς ώσίν, ὑμεῖς αεὶ τῷ
Πνεύματι τῷ Αγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὐ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε· οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε»
(Πράξ. 7,51-53).
 
Οἱ δικαστές του ὅταν ἄκουσαν τὴν θαρραλέα ἀπολογία τοῦ Στεφάνου ἄρχισαν νὰ τρίζουν τὰ δόντια τοὺς ἀπὸ θυμὸ καὶ ἀγανάκτηση. Ἐκεῖνος σηκώνοντας τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ εἶδε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ στέκεται δίπλα στὸ θρόνο τῆς Θεότητας καὶ εἶπε «ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἐστώτα» (Πράξ. 7,56). Ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ ἔφριξαν, κλείνοντας τὰ αὐτιά τους, νὰ μὴν ἀκοῦν τίς δῆθεν βλασφημίες τοῦ ἁγίου ἄνδρα. Ἀμέσως τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἔξω τῆς πόλεως νὰ τὸν σκοτώσουν μὲ λιθοβολισμό. Μαζί τους ἦταν καὶ κάποιος νεαρός, ὀνόματι Σαούλ, μαθητευόμενος φαρισαῖος, ὁ ὁποῖος φύλαγε τὰ ροῦχα τῶν δημίων, ποὺ λιθοβολοῦσαν τὸν Στέφανο. Πρόκειται γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἀργότερα θὰ μεταστρέφονταν καὶ θὰ γινόταν ὁ θερμότερος ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Τὴ στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου του ὁ Στέφανος προσεύχονταν «Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμα μου. Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνὴ μεγάλη· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἀμαρτίαν ταύτην. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη» (Πράξ. 7,60). Ἡ μνήμη του τιμᾷται στὶς 27 Δεκεμβρίου.
 
Αὐτὸς ἦταν ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος, ἀληθινὸς ἀναγεννημένος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, γνήσιος τύπος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τὸ ἡρωικό του παράδειγμα θὰ συνεχίσουν ἑκατομμύρια ὁμολογητὲς τῆς ἀληθινῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι θὰ σμίξουν τὸ δικό τους αἷμα μὲ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ Στεφάνου, γιὰ νὰ ποτίζει ἐσαεὶ τὸ δένδρο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ἡ δύστηνη ἐποχή μας ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη ἀπὸ ἡρωικὰ πρότυπα σὰν αὐτὸ τοῦ ἁγίου Στεφάνου, προκειμένου νὰ πορευτεῖ ἡ ἀνθρωπότητα το δρόμο τῆς ἐν μέσῳ «σκιᾶς θανάτου» (Ματθ. 4,16).
 
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου