Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Ἅγιος Πορφύριος: Ἀποφθέγματα ἀπό τήν Ἀσκητική καί Ἠσυχαστική Ἁγιορείτικη Παράδοση


Όταν ὁ Γέ­ρον­τας Πορ­φύ­ριος, προ­ο­ρα­τι­κός, βρι­σκό­ταν ἀ­κό­μα στά Καλ­λί­σια, τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε ἕ­νας φι­λο­μό­να­χος νέ­ος, ἔ­χον­τας ἀ­κού­σει πολ­λά γιά τό προ­ο­ρα­τι­κό καί δι­ο­ρα­τι­κό του χά­ρι­σμα. Βρῆ­κε τήν πόρ­τα ἀ­νοι­χτή, μπῆ­κε στό Ἐκ­κλη­σά­κι, ἄ­να­ψε κε­ρί, προ­σκύ­νη­σε καί κά­θη­σε σέ ἕ­να στα­σί­δι. Σέ λί­γο ἀ­κού­στη­καν ἀρ­γά βή­μα­τα. Εἶ­δε ἕ­ναν Γέ­ρον­τα νά κρα­τᾶ ἕ­να βι­βλι­α­ρά­κι στό χέ­ρι του καί νά βγα­ί­νη ἔ­ξω ἀ­πό τό Μο­νύ­δριο. Ἀ­κο­λού­θη­σε μέ λα­χτά­ρα. Ὅ­ταν ὁ Γέ­ρον­τας τόν ἀν­τι­λή­φθη­κε, γύ­ρι­σε νά δῆ ποι­ός εἶ­ναι, καί γιά μία στιγ­μή τόν ἐ­ξέ­τα­σε σι­ω­πη­λός. Ἔ­πει­τα ἔ­σκυ­ψε τό κε­φά­λι του καί κά­τι ψι­θύ­ρι­ζε. Ὁ νέ­ος τοῦ ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α. Τοῦ λέ­γει ὁ Γέ­ρον­τας:

–Ἐ­σύ μοιά­ζεις πο­λύ μέ τόν πα­τέ­ρα σου.

–Γέ­ρον­τα, ποῦ τόν ξέ­ρε­τε τόν πα­τέ­ρα μου;

–Νά, τώ­ρα τόν βλέ­πω.

   Στήν συ­νέ­χεια κά­θη­σαν ἔ­ξω στά βρα­χά­κια καί ὁ Γέ­ρον­τας παίρ­νον­τας ἕ­να ξυ­λά­κι στό χέ­ρι του ἔ­κα­νε ἕ­να σχε­δι­ά­γραμ­μα ἁ­πλό στό χῶ­μα. Ἐ­ξή­γη­σε: «Αὐ­τό εἶ­ναι τό χω­ριό σου, ἀ­πό δῶ περ­νᾶ δρό­μος, ἐ­δῶ ὑ­πῆρ­χε μία Ἐκ­κλη­σί­α πα­λαι­ά, ὅ­που εἶ­ναι θαμ­μέ­να ἅ­για Λεί­ψα­να».

   Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ἀ­πό κά­ποι­α ἀ­φορ­μή εἶ­πε ὅ­τι τό βα­φτι­στι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Εὐ­άγ­γε­λος, πώς μι­κρός δι­ά­βα­σε τόν βί­ο τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Κα­λυ­βί­του καί ξε­κί­νη­σε γιά μο­να­χός. Ἀ­νέ­φε­ρε γιά τήν ζω­ή του στά Καυ­σο­κα­λύ­βια ὅ­τι ἀ­γω­νι­ζό­ταν μέ αὐ­τα­πάρ­νη­ση με­γά­λη. Τό χει­μῶ­να δέν πλη­σί­α­ζε στήν φω­τιά.

Κά­ποι­α φο­ρά τόν ἔ­στει­λαν οἱ Γε­ρον­τά­δες του νά κό­ψη πουρ­νά­ρια γιά τόν φοῦρ­νο. Στόν δρό­μο σκόν­τα­ψε, χτύ­πη­σε στό πό­δι του καί ἄρ­χι­σε νά τρέ­χη αἷ­μα. Ἄν καί σ᾽ ὅ­λον τόν δρό­μο ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή, με­τά τό χτύ­πη­μα τήν ἔ­λε­γε δυ­να­τώ­τε­ρα, χω­ρίς νά ἀ­νη­συ­χῆ ἀ­πό τά αἵ­μα­τα πού ἔ­τρε­χαν.Ἀ­νέ­φε­ρε ὅ­τι ἐ­κεῖ στά Καλ­λί­σια συ­ναν­τοῦ­σε ἕ­ναν βο­σκό. Κά­ποι­α φο­ρά τοῦ ἀ­πε­κά­λυ­ψε δι­ά­φο­ρα προ­σω­πι­κά του, ἐ­κεῖ­νος συγ­κλο­νί­στη­κε καί με­τά ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε.

   Ἄλ­λη φο­ρά ἔ­λα­βε πλη­ρο­φο­ρί­α καί πῆ­γε σ᾽ ἕ­να Νο­σο­κο­μεῖ­ο τῆς Ἀ­θή­νας ὅ­που συ­νάν­τη­σε ἕ­ναν ἀ­σθε­νῆ. Τοῦ εἶ­πε: «Ξέ­ρεις για­τί ἀρ­ρώ­στη­σες; Θυ­μᾶ­σαι  τό­τε πού βρέ­θη­κες σέ δύ­σκο­λη θέ­ση, εἶ­χες κά­νει ἕ­να τά­μα καί δέν τό ἐκ­πλή­ρω­σες. Νά ἐκ­πλη­ρώ­σης τό  τά­μα σου καί θά γί­νεις κα­λά».

   Ἄλ­λη φο­ρά δι­η­γή­θη­κε ὁ ἴ­διος: «Εἴ­χα­με πά­ει στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος μέ κά­ποι­ον μο­να­χό. Στήν Κε­ρα­σιά εἴ­δα­με ἕ­να ὡ­ραῖ­ο Κελ­λί, ἀ­να­και­νι­σμέ­νο καί ἀ­σβε­στω­μέ­νο. Μοῦ λέ­γει ὁ μο­να­χός: “Ὡ­ραῖ­ο Κελ­λί”. Τοῦ λέ­γω: “Σ᾽ ἀ­ρέ­σει; Ἅ­μα σ᾽ ἀ­ρέ­ση, νά πᾶς με­τά ἀ­πό τό­σον και­ρό νά τό πά­ρης”. Σέ τό­σο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα αὐ­τός πού τό ἀ­να­καί­νι­σε ἔ­φυ­γε».

   Κά­ποι­α φο­ρά ὁ γέ­ρον­τας Πορ­φύ­ριος περ­νοῦ­σε ἀ­πό ἕ­να δρό­μο, καί μία μπουλ­ντό­ζα ἔ­σκα­βε. Εἶ­πε νά προ­σέ­ξουν, δι­ό­τι ἐ­κεῖ, σέ ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο ση­μεῖ­ο πού τούς τό ἔ­δει­ξε καί σέ τό­σο βά­θος, βρί­σκε­ται ἕ­νας Σταυ­ρός θαμ­μέ­νος· νά προ­σέ­ξουν νά μήν τόν σπά­σουν. Ἔ­σκα­ψαν προ­σε­κτι­κά καί πράγ­μα­τι βρῆ- καν τόν Σταυ­ρό. Ὁ χα­ρι­σμα­τοῦ­χος Γέ­ρον­τας ἔβλε­πε καί κά­τω ἀ­πό τήν ἐ­πι­φά­νεια τῆς γῆς.

   Ὁ γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ ὁ Κα­ρυ­ώ­της κά­ποι­α χρο­νιά ἀ­νέ­βη­κε στόν Ἄ­θω­να γιά τήν πα­νή­γυ­ρη τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, καί ὕ­στε­ρα κα­τέ­βαι­νε μέ τά ζῶ­α τῆς Λαύ­ρας. Εἶ­χαν πε­ρισ­σέ­ψει ψω­μιά καί θά πή­γαι­νε νά τά μοι­ρά­ση στά Καυ­σο­κα­λύ­βια. Στήν Κε­ρα­σιά, στό Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου πού ἔ­ζη­σε ὁ Χα­τζη–Γε­ώρ­γης, στήν βρύ­ση εἶ­δε ἕ­ναν ἄ­γνω­στο γι᾿ αὐ­τόν Γέ­ρον­τα, τόν π. Πορ­φύ­ριο, νά κά­θε­ται. Ἐ­κεῖ­νος τόν φώ­να­ξε μέ τ᾽ ὄ­νο­μά του. «Ἔ­λα δῶ, μω­ρέ Ἰ­ω­σήφ. Ἐ­σύ ἀ­σχο­λεῖ­σαι μέ δέν­δρα σάν καί μέ­να. Ἔ­τσι πρέ­πει νά εἶ­ναι ὁ μο­να­χός. Ἐρ­γα­τι­κός καί φι- λόπονος καί ὄ­χι νά κοι­μᾶ­ται καί νά λέ­η ὅ­τι κά­νει νο­ε­ρά προ­σευ­χή».

   Σέ δύ­ο Μο­να­στή­ρια τούς εἶ­πε πό­σες πη­γές ὑ­πό­γει­ες ἔ­χουν, πό­σο νε­ρό ἔ­χει ἡ κά­θε μί­α καί τί λο­γῆς εἶ­ναι τό νε­ρό. Ὅ­ταν ἀργότερα ἔ­κα­ναν γε­ώ­τρη­ση, τά βρῆ­καν ὅ­λα, ὅ­πως τά εἶ­χε προ­εί­πει ὁ σύγ­χρο­νος προ­φή­της, γέ­ρον­τας Πορ­φύ­ριος.

   Κά­ποι­ος ρώ­τη­σε τόν Γέ­ρον­τα ἄν πρέ­πη νά κά­νη ἡ μη­τέ­ρα του ἐγ­χεί­ρη­ση, για­τί εἶ­χε σο­βα­ρό πρό­βλη­μα καί δυ­να­τούς πό­νους στό στο­μά­χι. Ἀ­πάν­τη­σε: «Πρέ­πει νά ἀ­πο­φεύ­γη τήν στε­νο­χώ­ρια. Ἄν κά­νη ἐγ­χεί­ρη­ση καί στε­νο­χω­ρι­έ­ται, πά­λι θά ἀρ­ρω­στή­σει».

   Τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος πῶς νά προ­χω­ρή­ση στήν εὐ­χή καί στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, καί ἀ­πάν­τη­σε: «Πρέ­πει νά ἀ­γα­πή­σου­με τόν Χρι­στό. Τό κα­τα­λα­βαί­νεις; Ὅ­,τι καί νά κά­νου­με, νη­στεῖ­ες, ἀ­γρυ­πνί­ες, ἐ­λε­η­μο­σύ­νες, με­τά­νοι­ες, ἂν δέν ἀ­γα­πή­σου­με τόν Χρι­στό, δέν σω­ζό­μα­στε».

   Στήν ἐ­ρώ­τη­ση πῶς θ᾽ ἀ­πο­κτή­σου­με συ­ναί­σθη­ση τῆς θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, συ­νέ­στη­σε νά δι­α­βά­ζου­με μέ  προ­σο­χή τήν ἀ­κο­λου­θί­α τῆς θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως καί ἀ­πήγ­γε­λε ἀπ᾽ ἔ­ξω ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος τῆς εὐ­χῆς «Ἀ- πό ρυ­πα­ρῶν χει­λέ­ων» μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια, συναί­σθηση, πο­λύ κα­θα­ρά καί το­νι­σμέ­να.

   Ὁ γέ­ρων πα­πα–Ἀ­κά­κιος τῶν Πα­χω­μαί­ων πή­γαι­νε στήν Ἀ­θή­να γιά τό ἐρ­γό­χει­ρό του. Ὅ­ταν συ­ναν­τοῦ­σε τόν π. Πορ­φύ­ριο, τόν ἔ­λεγ­χε λέ­γον­τάς του: «Τί κα­λό­γε­ρος εἶ­σαι ἐ­σύ πού μέ­νεις στήν Ἀ­θή­να; Νά γυ­ρί­σης στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος». Ἐ­κεῖ­νος δέν ἀν­τι­δροῦ­σε στούς ἐ­λέγ­χους, ἀλ­λά μέ τα­πεί­νω­ση ἀ­παν­τοῦ­σε: «Ἔ­χεις δί­και­ο, π. Ἀ­κά­κι­ε, θά γυ­ρί­σω».

   Σέ κά­ποι­ον οἰ­κο­γε­νειά­ρχη πού τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε με­τα­ξύ ἄλ­λων τοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἡ μι­κρή του κό­ρη ἔ­χει πρό­βλη­μα μέ τήν κοι­λιά της. Ὁ πα­τέ­ρας ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι δέν ἔ­χει κα­νέ­να πρό­βλη­μα. Ὁ Γέ­ρον­τας ἐπέμενε: «Ἔ­χει». Με­τά ἀ­πό λί­γα χρό­νια τῆς ἔ­κα­ναν ἐγ­χεί­ρη­ση καί ἔ­βγα­λαν μία με­γά­λη κύ­στη.

   Κά­ποι­ος μο­να­χός ἤ­θε­λε νά φύ­γη ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι του καί πῆ­γε στά Καυ­σο­κα­λύ­βια νά πῆ τόν λο­γι­σμό του στόν γέ­ρον­τα Πορ­φύ­ριο. Ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε τό ἑ­ξῆς πε­ρι­στα­τι­κό, πού εἶ­χε συμ­βῆ πα­λαιά στήν Δι­ο­νυ­σί­ου: «Ἦ­ταν ἕ­νας μο­να­χός ἐξ ἐγ­γά­μων, πού ἦρ­θε γιά μο­να­χός, ἐ­πει­δή ἡ γυ­ναῖ­κα του τόν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε. Κά­ποι­οι πα­τέ­ρες τόν πεί­ρα­ζαν καί αὐ­τός δέν ἄν­τε­ξε καί πῆ­γε μό­νος του σέ Κελ­λί. Τήν πρώ­τη μέ­ρα ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί ἔ­στρω­σε τρα­πέ­ζι νά φά­η. Μία μύ­γα ὅ­μως πε­τοῦ­σε καί τόν ἐ­νω­χλοῦ­σε. Αὐ­τός θύ­μω­σε καί προ­σπα­θοῦ­σε νά τήν σκο­τώ­ση. Ἔ­χυ­σε τό πιά­το μέ τό φα­γη­τό καί τό­τε κα­τά­λα­βε ὅ­τι δέν φταῖ­νε οἱ πα­τέ­ρες πού τόν πεί­ρα­ζαν, ἀλ­λά ἡ αἰ­τί­α ἦ­ταν μέ­σα του. Τα­πει­νώ­θη­κε, ἐ­πέ­στρε­ψε στό Μο­να­στή­ρι, ἔ­κα­νε ὑ­πο­μο­νή καί ἐ­κοι­μή­θη ἐν με­τα­νοί­ᾳ στήν με­τά­νοι­ά του».

   Συμ­βού­λευ­ε ὁ π. Πορ­φύ­ριος κά­ποι­ον Πνευ­μα­τι­κό: «Ὅ­ταν ἐ­ξο­μο­λο­γῆς κά­ποι­ον, νά προ­σεύ­χε­σαι μέ­σα σου συ­νέ­χεια λέ­γον­τας τήν εὐ­χή γιά αὐ­τό τό ἄ­το­μο. Μή σκέ­φτε­σαι τό­σο, τί θά τόν συμ­βου­λεύ­σεις ὅ­σο τό νά κά­νης τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη πολ­λή προ­σευ­χή γι᾿ αὐ­τόν. Δι­ό­τι ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση εἶ­ναι μυ­στή­ριο καί, ὅ­ταν τοῦ δι­α­βά­σης τήν εὐ­χή, θά φύ­γει εἰ­ρη­νι­κός, γε­μᾶτος χά­ρι ἀ­πό τόν Θε­όν».

   Ἔ­λε­γε γιά τό χά­ρι­σμά του: «Αὐ­τό πού ἔ­χω, παι­δί μου, δέν εἶ­ναι δι­κό μου, εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­πως π.χ. σοῦ δί­νει κά­ποι­ος ἕ­να μο­λύ­βι. Μπο­ρεῖς νά πῆς ὅ­τι εἶ­ναι δι­κό σου καί νά ὑ­πε­ρη­φα­νευ­θῆς; Ὄ­χι, δι­ό­τι ἄλ­λος σοῦ τό ἔ­δω­σε. Ἔ­τσι καί στά χα­ρί­σμα­τα. Ὁ Θε­ός τά δί­νει. Χρει­ά­ζε­ται πο­λλή τα­πεί­νω­ση. Ἄν δέν τα­πει­νω­θῆς, τό­τε κα­λύ­τε­ρα εἶ­ναι νά στό πά­ρη ὁ Θε­ός, δι­ό­τι ἀλ­λοι­ῶς θά πέ­σεις σέ πλά­νη».

   Κά­πο­τε ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Σταυ­ρο­νι­κή­τα καί εἶ­πε στούς πα­τέ­ρες: «Ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χει λί­γο νε­ρό, ἔρ­χε­ται ἀ­πό κεῖ καί κα­τα­λή­γει ἐ­κεῖ. Ἐ­πί­σης καί ἀ­πό κεῖ ἔρ­χε­ται λί­γο νε­ρό». Πράγ­μα­τι ἔ­τσι ἦ­ταν. Οὔ­τε καί οἱ πα­τέ­ρες τά γνώ­ρι­ζαν, ἀλ­λά τά δι­α­πί­στω­σαν ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων.

«Ἀ­γά­πη­σε τούς ἀ­δελ­φούς σου», εἶ­πε ὁ γέ­ρον­τας Πορ­φύ­ριος σέ κά­ποι­ον πού κα­τέ­κρι­νε τούς συγ­κοι­νοβιά­τες του.

Γέ­ρον­τας τόν ρώ­τη­σε ἄν πρέ­πη νά ἀ­να­λά­βη Ἡ­γού­με­νος σέ μο­να­στή­ρι πού τόν κα­λοῦ­σαν. Ἀ­πάν­τη­σε: «Ἄν δέν ἔ­ζη­σες στήν ὑ­πα­κο­ή, νά μήν ἀ­να­λά­βης».

Ἦ­ταν δύ­ο ἀ­δέλ­φια στά Καυ­σο­κα­λύ­βια, ὁ π. Ἀν­τώ­νιος καί ὁ π. Ἱ­ε­ρό­θε­ος. Ὁ π. Ἱ­ε­ρό­θε­ος ἐ­θε­ω­ρεῖ­το ἀ­πό το­ύς πα­τέ­ρες ἐ­νά­ρε­τος μο­να­χός, ἐ­νῶ τόν π. Ἀν­τώ­νιο δέν τόν εἶ­χαν σέ ἐ­κτί­μη­ση. Ὁ γε­ρω–Πορ­φύ­ριος ὅ­μως κρί­νον­τας ὄ­χι ἀν­θρώ­πι­να ἀλ­λά μέ τό χά­ρι­σμα πού εἶ­χε, ἔ­βλε­πε τόν π. Ἀν­τώ­νιο μέ­σα σέ φῶς.

   Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη στό Λα­ϊ­κό Νο­σο­κο­μεῖ­ο ὁ π. Ἀ­θα­νά­σιος Σταυ­ρο­νι­κη­τια­νός (Σκλή­ρης), ἦ­ταν πα­ρών ὁ π. Πορ­φύ­ριος, ἡ ἀ­δελ­φή τοῦ π. Ἀ­θα­να­σί­ου καί ὁ κ. Πα­να­γι­ώ­της Δρο­σί­της. Ἐ­νῶ οἱ ἄλ­λοι δέν κα­τά­λα­βαν τί­πο­τε, ὁ π. Πορ­φύ­ριος σή­κω­σε τά μά­τια  του πρός τά πά­νω καί πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τήν ὁ­λό­φω­τη πο­ρεί­α τῆς ψυ­χῆς τοῦ π. Ἀ­θα­να­σί­ου.

   Ὁ γέ­ρον­τας Πορ­φύ­ριος, μέ τό χά­ρι­σμα πού τοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός, δό­ξα­σε τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας, βο­ή­θη­σε ἀ­να­ρίθ­μη­τα πλή­θη ἀν­θρώπων πού σή­με­ρα τόν πι­στεύ­ουν ὡς Ἅ­γιο καί τόν ἐ­πι­κα­λοῦν­ται.

«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου