Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Λάμπρος Σκόντζος: Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ὁ Καραμάνος ἐκ Σμύρνης


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
 
Ἡ Μ. Ἀσία ὑπῆρξε τὸ λίκνο Ἁγίων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ κοιτίδα Νεομαρτύρων στὰ νεώτερα χρόνια. Μιὰ πλειάδα ἡρώων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἀντάλλαξαν τὴ ζωή τους μὲ τὸ μαρτύριο καί τὸ θάνατο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ὁ Καραμάνος ἀπὸ τὴ Σμύρνη.
 
Γεννήθηκε στὴ Σμύρνη τῆς Μ. Ἀσίας περὶ τὸ 1623 ἀπὸ εὐσεβεῖς Χριστιανοὺς γονεῖς. Ζοῦσε ἥσυχη ζωὴ μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ δὲν εἶχε δώσει ποτὲ δικαίωμα νὰ τὸν κακολογήσει κανένας. Φαίνεται ὅτι τὸν διέκρινε βαθειὰ πίστη στὸ Θεὸ καὶ ἦταν εὐλαβὴς καὶ πιστὸς Χριστιανός. Ὅμως κάποια μέρα συνέβῃ ἕνα πολὺ ἀτυχὲς συμβάν. Γιὰ κάποια αἰτία θύμωσε πολὺ καὶ πάνω στὴν ὀργή του ξεστόμισε τὴ φράση: «θὰ γίνω τοῦρκος», ἐννοῶντας ὅτι θὰ γίνει ἔξαλλος, ἐκτὸς ἑαυτοῦ ἀπὸ τὸ ἰνάτι του.
 
Τὸν ἀπερίσκεπτο  λόγο του ἄκουσαν καὶ κάποιοι παριστάμενοι τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι ἐξέλαβαν τὰ λόγια του ὡς ὁμολογία πίστης στὸ Ἰσλάμ, ὡς διαβεβαίωση ὅτι θὰ γινόταν τοῦρκος. Τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ὁδήγησαν βιαίως στὸν τοῦρκο δικαστή, τὸν κατή, στὸν ὁποῖο κατάγγειλαν τὸ περιστατικό, ὅτι μεταστράφηκε στὸν μουσουλμανισμὸ καὶ δέχτηκε νὰ γίνει τοῦρκος ὑπήκοος. Ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν κατὴ νὰ ἐπισημοποιήσει τὴν ὑποτιθέμενη ἐπιθυμία του, ὡς μόνος ἁρμόδιος, σύμφωνα μὲ τὴν ὀθωμανικὴ δικαιοσύνη.
 
Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε πὼς ἦταν τακτικὴ τῶν τούρκων νὰ κατασκευάζουν ψεύτικες κατηγορίες στοὺς ὑπόδουλους Χριστιανούς, ἀπὸ ἀσήμαντες ἀφορμές, μὲ σκοπό, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τὴν τρομοκρατία τους, γιὰ νὰ μὴν σηκώνουν κεφάλι καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὑποχρέωναν τοὺς δειλοὺς σὲ ἐξισλαμισμό, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὰ μαρτύρια καὶ τὸ θάνατο.
 
Ὁ δικαστὴς τὸν ρώτησε ἂν εἶναι ἀληθινὴ ἡ μαρτυρία τῶν τούρκων μαρτύρων καὶ ὁ Νικόλαος ἀπάντησε μὲ θάρρος καὶ παρρησία: «Μὴ γένοιτο, νὰ ἀρνηθῶ ποτὲ τὸν ποιητὴ καὶ σωτῆρα μου, τὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ πρόκειται νὰ κρίνει ζῶντας καὶ νεκροὺς καὶ νὰ ἀποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του»! Ἀρνήθηκε μὲ βδελυγμία τὴν συκοφαντία, τὴν ὁποία ἀπέδωσε σὲ σκευωρία ἐναντίον του. Τότε ὁ κατὴς θύμωσε καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν δείρουν ἀλύπητα. Τὸν παρέλαβαν κάποιοι ἀγροῖκοι στρατιῶτες οἱ ὁποῖοι τὸν μαστίγωσαν ἀνηλεῶς γιὰ πολλὴ ὥρα. Ὁ Νικόλαος ὑπόμεινε μὲ γενναιότητα τοὺς φοβεροὺς πόνους τοῦ μαστιγώματος, χωρὶς νὰ βγάλει τὴν παραμικρὴ κραυγή. Τὰ μόνα του λόγια ἦταν προσευχὲς καὶ ἐπικλήσεις στὸ Χριστὸ νὰ τὸν ἐνδυναμώσει στὴ δοκιμασία του.
 
Βλέποντας ὁ δικαστὴς ὅτι ὁ Νικόλαος παρέμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του, ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν κλείσουν στὴ φυλακή, χωρὶς φαγητὸ καὶ νερὸ καὶ νὰ τὸν ξυλοκοποῦν δύο φορὲς τὴν ἡμέρα. Ἔφεραν στὴ φυλακὴ τὴν μητέρα του καὶ τὴ σύζυγό του, οἱ ὁποῖες προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν νὰ πεῖ τὸ ναὶ προσωρινά, νὰ γλυτώσει τὰ μαρτύρια καὶ τὸ θάνατο καὶ ὕστερα βλέπουμε. Ἀλλὰ ὁ Μάρτυς δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει τέτοια πρόταση, διότι τὴν θεωροῦσε ὡς προδοσία, ἔστω καὶ ἂν ἦταν ψεύτικη. Οὔτε τὰ βασανιστήρια, ἡ πεῖνα καὶ ἡ ἀφόρητη δίψα τὸν κατέβαλαν νὰ ἐνδώσει στοὺς ἀλλοθρήσκους τυράννους.
 
Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες πίστεψε ὁ δικαστὴς ὅτι θὰ εἶχε «σωφρονιστεῖ». Τὸ ἰσχυρὸ καθημερινὸ μαστίγωμα, ἡ δίψα καὶ ἡ πεῖνα θὰ εἶχαν κάμψει κάθε ἀντίστασή του. Ἔτσι ἔδωσε διαταγὴ νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ δικαστήριο, ὅπου, ὅπως πίστευε, θὰ ὁμολογοῦσε τὴν πίστη του στὸ Ἰσλὰμ καὶ θὰ δεχόταν νὰ γίνει τοῦρκος πολίτης. Ὁ δικαστὴς τὸν ρώτησε ξανὰ ἂν ἀποφάσισε νὰ ἀσπασθεῖ τὸ Ἰσλάμ. Μάλιστα ἄρχισε τὰ ταξίματα. Τοῦ ὑποσχέθηκε πὼς ἂν ἔλεγε τό
ναὶ θὰ τοῦ δινόταν πλούτη καὶ τιμές. Καὶ τὸν ἀπείλησε ὅτι ἂν δὲν δεχόταν τὸν περίμεναν μαρτύρια καὶ ὁ βέβαιος θάνατος.
 
Ἐκεῖνος, στάθηκε ἀγέρωχος, μὲ ὑψηλὸ ἡρωικὸ φρόνημα καὶ ἔδωσε τὴν ἀπάντηση: «Εἴτε στὴ θάλασσα μὲ ρίξετε, εἴτε στὴ φωτιὰ μὲ κάψετε, εἴτε λεπτὰ κομμάτια μὲ κόψετε, ἐγὼ τὸν γλυκύτατό μου Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν ἀρνοῦμαι»! Καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς καὶ φωναχτὰ νὰ τὸ ἀκοῦν ὅλοι. Αὐτὸ ἐξόργισε τὸν δικαστὴ καὶ τοὺς παραβρισκόμενους τούρκους. Ὁ δικαστὴς προσπάθησε γιὰ ὕστατη φορὰ νὰ τὸν πείσει, μὲ νέες κολακεῖες καὶ ἀπειλές. Ἀλλὰ βλέποντας ὅτι αὐτὸς ἦταν ἀμετάπειστος τὸν παρέδωσε στοὺς στρατιῶτες νὰ τοῦ κάμουν μὲ τὸ ζόρι περιτομή. Τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα σὲ μιὰ κολώνα καὶ τοῦ ἔκαμαν τὴν περιτομή. Ὁ Μάρτυρας φώναζε μὲ ὅση δύναμη εἶχε: «Τί καὶ νὰ μὲ κόβετε; Τὸν Χριστό μου δὲν Τὸν ἀρνοῦμαι. Αὐτὸν πιστεύω ὡς ἀληθινὸ Θεό. Τοῦρκος δὲν πρόκειται νὰ γίνω»!
 
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ καὶ βλέποντας ὁ δικαστὴς ὅτι ἡ περιτομὴ δὲν ἔφερε ἀποτέλεσμα, διέταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὸν ὑποβάλλουν σὲ σκληρότερα βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα συγκλόνισαν ἀκόμα καὶ τοὺς ξένους, οἱ ὁποῖοι βρισκόταν στὴ Σμύρνη. Τὰ βασανιστήρια διήρκησαν περισσότερο ἀπὸ ἕνα μῆνα καὶ ὁ Μάρτυρας τὰ ὑπέμεινε μὲ ἡρωισμὸ καὶ καρτερία. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ δόξαζε συνεχῶς το Θεὸ γιὰ τὴν μεγάλη τιμὴ ποὺ τοῦ δόθηκε νὰ ὑποφέρει γιὰ τὸ ὄνομὰ Του καὶ τὴν ἀγάπη Του.
 
Βλέποντας ὁ δικαστὴς ὅτι κάθε περαιτέρω προσπάθεια νὰ μεταπειστεῖ ἦταν ἀνώφελη ἔβγαλε τὴ διαταγή: θάνατος διὰ ἀπαγχονισμοῦ. Τὸν κρέμασαν τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Πέμπτης 19 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1657, σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν. Τὸ ἱερό του λείψανο ἔμεινε κρεμασμένο, ὅπως προέβλεπαν οἱ τουρκικοὶ νόμοι, τρεῖς ἡμέρες κρεμασμένο γιὰ παραδειγματισμό. Κατόπιν τὸ ξεκρέμασαν καὶ ἀγγάρεψαν κάποιους Χριστιανοὺς νὰ τὸ σύρουν καὶ νὰ τὸ πετάξουν στὴ θάλασσα. Ὅμως κάποιοι Φράγκοι ναυτικοί, πλήρωσαν τοὺς τούρκους, τὸ ἔβαλαν σὲ δίχτυ καὶ τὸ πῆγαν στὴ χώρα τους ὅπου τὸ ἔθαψαν μὲ τιμὲς Μάρτυρα.
 
Ἡ μνήμη του τιμᾷται στὶς 6 Δεκεμβρίου.
 
___________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου