Μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ παρέμεινε ἡ ἡμέρα αὐτὴ ὡς λαϊκὴ ἑορτὴ ἤ ἀφετηρία λειτουργίας ἀνθοκομικῶν ἐκθέσεων καὶ ἄλλων παρομοίων ἐκδηλώσεων. Τὰ παλαιὰ παγανιστικὰ ἔθιμα δὲν ἐξέλειψαν βεβαίως ἐντελῶς, στὶς ἡμέρες μας μάλιστα γίνεται συχνὰ προσπάθεια γιὰ τὴν ἀναβίωσή των.
Ἀπὸ πλευρᾶς μερίδος Χριστιανῶν προτάθηκε, ἐξ ἄλλου, τὰ τελευταῖα χρόνια ἡ καθιέρωση τῆς 1ης Μαΐου ὡς ἑορτῆς τοῦ ἐργάτου Χριστοῦ. Ὑπάρχουν, μάλιστα, πολὺ ὄμορφες εἰκόνες ποὺ ἐμφανίζουν τὸν Χριστὸ νὰ ἐργάζεται στὸ πλάϊ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς Παναγίας μητρός του, ποὺ κρατάει στὰ χέρια της τὴν ῥόκα. Βεβαίως ὁ Χριστός μας δὲν ὑπῆρξε ἁπλὸς ἐργάτης, ὅπως θέλουν νὰ τὸν ἐμφανίζουν οἱ γνωστοὶ «κοινωνικοί» κύκλοι γιὰ τοὺς δικούς των λόγους, ἀλλὰ ὑπῆρξε «ὁ τῶν ὅλων ποιητὴς καὶ δεσπότης», δημιουργὸς καὶ μάλιστα συνδημιουργὸς τοῦ Πατρός του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Θὰ ἦταν, λοιπόν, ὀρθότερο νὰ καθιερωνόταν ἡ ἡμέρα τῆς Πρωτομαγιᾶς ὡς ἡμέρα τιμῆς τοῦ Δημιουργοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, Ἐκείνου ποὺ δὲν ἐργάστηκε μόνον ὡς ἄνθρωπος ἀλλὰ ἐνήργησε, μὲ τὴν συνεργασία καὶ τῶν ἄλλων δύο προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ προνοεῖ συνεχῶς γιὰ τὴν συντήρηση καὶ τὴν ἀναδημιουργία του. Θὰ μποροῦσε, μάλιστα, κατὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἡμέρας αὐτῆς, στὸν ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς νὰ ἀναγιγνωσκόταν ὁ Προοιμιακὸς ψαλμός, ποὺ ἀποτελεῖ ὕμνο στὴν δημιουργία («ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε. πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας»), ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς νὰ διαβαζόταν λ.χ. ἡ περικοπὴ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, μὲ τὴν φράση «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι μηδὲ ἐσθιέτω» (Β’ Θεσσαλ., γ’ 10) καὶ νὰ ἀκουγόταν ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή «…ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν…καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;» (Ματθ., στ’ 26-8), ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλη τὴν φύση καὶ μάλιστα γιὰ τὸν ἄνθρωπο!
Ὁ στόχος τῆς καθιερώσεως μιᾶς τέτοιας ἡμέρας δὲν θὰ ἦταν βεβαίως νὰ λησμονηθοῦν οἱ ἀγῶνες τῶν ἐργατῶν γιὰ τὰ δίκαια αἰτήματά των, ἀλλὰ νὰ γίνουν σὲ ὅλους φανερὰ ἡ φύση καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἐργασίας ποὺ εἶναι ἡ πνευματικὴ καὶ κοινωνικὴ πρόοδος τοῦ ἀνθρώπου, πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ πρὸς ὄφελος τῶν συνανθρώπων του. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ Πρωτομαγιὰ δὲν θὰ θύμιζε πλέον τὶς ἀντιπαλότητες καὶ τὶς συγκρούσεις τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ θὰ ὑπενθύμιζε σὲ ὅλους ὅτι, παράλληλα μὲ τὰ δίκαια αἰτήματα, οἱ ἄνθρωποι χρειάζεται νὰ ἀγωνίζωνται καὶ γιὰ τὴν προσωπικὴ ἠθική των βελτίωση καὶ γιὰ τὴν κοινωνική των συνεργασία, χωρὶς τὶς ὁποῖες γεννῶνται τὰ κοινωνικὰ προβλήματα καὶ κυρίως ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἐκμετάλλευση.
Ὡς γνωστόν, ὅλη ἡ περιπέτεια τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ξεκίνησε ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὴν τὴν παρακοὴ τῆς προτροπῆς τοῦ πλάστη των, «ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν τὸν Παράδεισον» (Γέν., β’ 15). Ἐκεῖνοι, ὅμως, ἀντὶ νὰ ἐργάζωνται καὶ νὰ συνεργάζωνται, γιὰ νὰ προοδεύουν καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τοὺς τιμίους καρποὺς τῆς ἐργασίας των, «ἁμάρτησαν», ἐξέκλιναν ἀπὸ τὴν ὀρθή των πορεία, ἔγιναν ἀσεβεῖς πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἄδικοι πρὸς τὸν συνάνθρωπο, μὲ ὅλες τὶς τραγικὲς συνέπειες τῆς ἐλευθέρας ἐπιλογῆς των. Μάλιστα ἡ ἐργασία ἀπὸ μέσο προαγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀπὸ πρόξενος χαρᾶς καὶ εὐφορίας ἔγινε μόχθος, δουλεία καὶ μέσο ἀδικίας καὶ ἀλληλοεκμεταλλεύσεως.
Ἄλλωστε καὶ τὰ κοινωνικὰ συστήματα ποὺ δημιουργοῦνταν κάθε φορὰ γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων, ἐπειδὴ δὲν προσέφεραν συνολικὲς λύσεις καὶ ἐξυπηρετοῦσαν ἀτομικὲς φιλοδοξίες ἢ συμφέροντα, ὄχι μόνον δὲν κατάφερναν νὰ ἐξομαλύνουν τὰ προβλήματα ἀλλὰ τὰ ὤξυναν ἀκόμη περισσότερο.
Εἶναι φανερὸ ὅτι χρειάζεται νὰ βρεθῆ κάποιο ἄλλο σύστημα, ὥστε ὁ δημιουργός - ἐργάτης νὰ ἀπολαμβάνῃ τὸν καρπὸ τῶν μόχθων του, χωρὶς ἄλλος νὰ τοῦ τὸν ἀφαιρῆ ἀλλὰ καὶ χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ ἀδικεῖ ἄλλον. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐὰν ὁ ἐργοδότης δὲν εἶναι παράλληλα ἐργάτης, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἐκτιμήσῃ τὸν μόχθο ἀλλὰ καὶ τὴν ἀξία τῆς ἐργασίας.
Ἕνα τέτοιο σύστημα συνεργασίας ὑπῆρχε, βεβαίως, στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία μὲ τὶς ἀποστολικὲς κοινότητες τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, ποὺ ὡς πρότυπό των εἶχαν τὶς ἀρχαιοελληνικὲς κοινότητες τῶν πόλεων – κρατῶν. Ἐξ ἄλλου καὶ οἱ πρώην ἁλιεῖς μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἦσαν κοινωνοὶ στὴν ἄγρα τῶν ἰχθύων, εἶχαν συνεταιρισμὸ καὶ συνεργασία. Ὅποιος ἔπιανε περισσότερα ψάρια, «κατένευε τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῶ ἑτέρω πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς» (Λουκ. ε’ 7, 10). Ἡ κοινωνία, ἡ μετοχὴ στὰ κέρδη καὶ στὶς ζημίες, τοὺς ἐπέτρεπε καὶ τὰ προβλήματά των νὰ ἐπιλύουν εὐκολώτερα καὶ τὶς συγκρούσεις νὰ ἀποφεύγουν.
Χρειάζεται ἀσφαλῶς νὰ μελετηθῆ περαιτέρω καὶ νὰ ἐρευνηθῆ σὲ βάθος κατὰ πόσο τὸ σύστημα αὐτὸ κοινωνικῆς συνεργασίας καὶ ἀλληλεγγύης, ποὺ ἐφαρμόστηκε καὶ μετέπειτα (π.χ. Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) μὲ ἐπιτυχία, μπορεῖ νὰ ἔχῃ ἐφαρμογὴ καὶ ἀποτέλεσμα καὶ στὶς δύσκολες σημερινὲς συγκυρίες. Ἕνα, πάντως, εἶναι βέβαιο, ὅτι μόνον διὰ τοῦ σεβασμοῦ πρὸς τὸν δημιουργὸ Θεὸ καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο μπορεῖ νὰ ἐπέλθῃ καὶ πάλι ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀλληλεγγύη καὶ ἡ συνεργασία.
Ἐργαζώμεθα, λοιπόν, καὶ συνεργαζώμεθα, ὥστε νὰ ὁμοιάζωμε στὸ πρότυπό μας, στὸν Τριαδικὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συνεργασίας, καὶ Ἐκεῖνος γνωρίζει πότε καὶ πῶς θὰ ἀξιοποιήσῃ τὰ ἀποτελέσματα τῶν καλῶν μας ἔργων πρὸς ὄφελος πάντων τῶν ἀνθρώπων. Ἂς προσευχώμαστε γι’ αὐτὸ νὰ μᾶς φωτίζῃ νὰ διακρίνωμε πάντοτε τὸ δίκαιο θέλημά Του!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου