Ο γερω–Ἡρωδίων ὁ Καψαλιώτης, κατά κόσμον Ἰωάννης Μαντούφ ἀπό τό Ὀρντασέστ τῆς Ρουμανίας, ἐγεννήθη τό ἔτος 1904. Οἱ γονεῖς του ὠνομάζοντο Πέτρος καί Ἑλένη. Ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἔγινε μοναχός στό Διονυσιάτικο Κελλί τῶν Εἰσοδίων. Ὕστερα ἔζησε σέ διάφορα Κελλιά, κυρίως στήν Καψάλα. Στίς 28–10–1964 πῆρε τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Καψάλας.
Τά τελευταῖα χρόνια ζοῦσε βίο ἔγκλειστο, τραχύ, ἀπαράκλητον, τελείως μόνος του. Εἶχε μία στέρνα στό Κελλί του καί ἀπό κεῖ ἔπαιρνε νερό. Ὅταν κάποτε ἔπεσε μέσα ἕνα ποντίκι, πάλι δέν ἔβγαινε νά πάρη νερό ἀπό ἀλλοῦ, ἀλλά τοῦ ἔφερνε ὁ γερω–Μακάριος ὁ γείτονάς του. Οὔτε προμήθεια ἔκανε οὔτε ἐψώνιζε οὔτε ἐργοχειροῦσε οὔτε κήπους καλλιεργοῦσε, καί ὁ Θεός πού τρέφει τούς κόρακες ἔτρεφε καί τόν γερω–Ἡρωδίωνα.
Ὅταν κάποιος τόν ἐπισκεπτόταν, ἄνοιγε τήν πόρτα, ἔβγαζε λίγο τό κεφάλι καί ἄρχιζε νά μιλάη.
Ἐγνώριζε Ρουμανικά, Ρωσσικά καί Ἑλληνικά. Ἔλεγε πολλά ἀσυνάρτητα∙ ὅτι ἔχει ἐξουσία στόν ἥλιο, στήν βροχή κ.ἄ. Μέσα στά πολλά ἔλεγε καί μερικά πού ἔμεναν καρφωμένα στό νοῦ τοῦ ἐπισκέπτη. Ἦταν κάποια προσωπικά πού τόν ἀφοροῦσαν, πού τά ἤξερε μόνο αὐτός καί ἄκουγε νά τοῦ τά ἀποκαλύπτη ὁ γερω–Ἡρωδίων. Φεύγοντας διερωτῶντο μερικοί τί νά εἶναι αὐτό τό ἀνεξιχνίαστο μυστήριο πού λέγεται γερω–Ἡρωδίων; Προφήτης, τρελλός, πλανεμένος ἤ κάτι ἄλλο;
Πάντως τρία πράγματα ἦταν ξεκάθαρα, πέραν πάσης ἀμφιβολίας, σέ ὅσους πήγαιναν νά ἐπισκεφθοῦν τόν γερω–Ἡρωδίωνα τόν Καψαλιώτη.
Πρῶτον τό ἱλαρό, γλυκύ, χαροποιό πρόσωπό του μέ μία ἀσκητική λευκότητα καί διαφάνεια πού ἔμοιαζε τό χρῶμα τοῦ κίτρινου κυδωνιοῦ. Ἡ ὄψη του δέν σέ ἀπωθοῦσε· ἀντιθέτως τόν συμπαθοῦσες, καί ἄς ἦταν ἄπλυτο, λερωμένο καί γανωμένο τό πρόσωπό του.
Δεύτερον, ἡ μεγάλη αὐταπάρνησή του. Γέρων ὑπερογδοηκοντούτης, ζοῦσε πολλάκις νηστικός λόγῳ ἐλλείψεως καί τῶν στοιχειωδῶν σέ ἕνα καλύβι μισοερειπωμένο, πού ἔβαζε ἀπό παντοῦ πού ἔσταζε νερό ἀπό τήν σκεπή καί δέν εἶχε θέρμανση. Τό δύσκολο ἔτος 1986, πού ἔκανε βαρύ χειμῶνα καί μεγάλες παγωνιές, δέν ἐξηγεῖται ἀνθρωπίνως πῶς μπόρεσε καί ἄντεξε. Μάλιστα κυκλοφοροῦσε ξυπόλυτος μέσα στό Κελλί του. Δέν εἶχε κρεββάτι καί ποτέ του δέν ξάπλωνε∙ πάντα στεκόταν ὄρθιος ἤ ἀκουμποῦσε λίγο στήν ἄκρη ἑνός πάγκου πού ἦταν γεμᾶτος πράγματα παλαιά γιά τά σκουπίδια.
Ὅταν ἦταν νέος μοναχός πῆρε φωτιά ἕνα Κελλί τῆς Προβάτας καί τόν κατηγόρησαν ἄδικα ὅτι αὐτός τήν προκάλεσε. Κάποιοι λαϊκοί ἐργάτες μάλιστα τόν χτύπησαν πολύ. Μετά ἀπό αὐτό, ὅταν τόν ρωτοῦσαν γιατί δέν ἀνάβει σόμπα τόν χειμῶνα, ἔλεγε: «Γιά νά μήν κάψω τήν Καψάλα». Ἴσως καί νά ἔβαλε τέτοιο κανόνα στόν ἑαυτό του∙ νά μήν ἀνάψη δηλαδή ποτέ φωτιά.
Τόν ρώτησαν κάποτε τί κάνει ὅταν κρυώνη, καί ἀπάντησε: «Πάω στό Σινᾶ καί ζεσταίνομαι (ἴσως ἐννοοῦσε μέ τόν λογισμό του). Ὁ μοναχός πού ἀγωνίζεται πραγματικά μοιάζει σάν νά ἔχη Μάη μέσα του. Ποτέ δέν κρυώνει». Ὁ γερω–Παΐσιος ἔλεγε: «Γιά νά κάθεται στό Κελλί του μέ τόση στέρηση, σημαίνει ὅτι ἔχει παρηγοριά ἀπ᾿ τόν Θεό».
Καί τό τρίτο, οἱ διοράσεις καί προρρήσεις του. Σέ πολλούς ἀπεκάλυπτε τούς λογισμούς καί ἔλεγε γιά μελλοντικά γεγονότα. Τόν ἐπισκέφθηκαν τρεῖς πατέρες ἀπό τήν Κέρκυρα καί τούς εἶπε ὅτι εἶναι ἀπό τό Κορφού (Κέρκυρα). Σέ ἄλλον εἶπε ὅτι ἀγόρασε σκοῦφο καί νά τόν φορέση μετά ἀπό λίγες μέρες πού θά βγεῖ ἔξω. Ἔτσι καί ἔγινε.
Ἕνας μοναχός πῆγε νά τόν ρωτήση ἐπειδή εἶχε δύο λογισμούς καί δέν ἤξερε ποιόν νά ἀκολουθήση. Πρόλαβε ὁ γερω–Ἡρωδίων καί τοῦ εἶπε: «Νά μή σέ διαιρῆ ἡ γνώμη, ἐσύ νά τήν διαιρῆς».
Ἄλλη φορά ὁ ἴδιος μοναχός, κάποια Σαρακοστή, εἶχε κατάπτωση καί τόν ρώτησε, ἄν μπορῆ νά καταλύση λίγο λαδάκι. Πρίν τόν ρωτήση, ἀπάντησε: «Ἅμα δέν μπορῆς, νά τρῶς λίγο λάδι».
Ἄλλοτε σέ μοναχό πού εἶχε λογισμό νά ὑποταχθῆ στόν γερω–Νικήτα, ὁ γερω–Ἡρωδίων τοῦ εἶπε μόνος του: «Γέρω–Νικήτα. Πρέπει νά ξέρη γιά νά σέ ὁδηγήση. Ἀλλοιῶς κάθησε στό Κελλί σου καλύτερα».
Σέ ἄλλον μοναχό εἶπε ὅτι στό Κελλί του πού ἦταν ἰσόγειο, ἔβλεπε μεγάλες ἁπλωταριές πρός τήν θάλασσα, ἐνῶ δέν εἶχε. Ὅταν ἔκαναν νέο κτίριο μέ μεγάλα μπαλκόνια, τότε θυμήθηκε ὅσα εἶχε πεῖ ὁ γερω–Ἡρωδίων.
Καί γιά τό Μπουραζέρη εἶπε ὅτι ἔβλεπε στήν αὐλή τοῦ Κελλιοῦ μεγάλη ὡραία Ἐκκλησία τῆς Παναγίας μέσα σέ λουλούδια, ἐνῶ δέν ὑπῆρχε. Ὅταν μετά ἀπό χρόνια ἔκτισαν τήν καινούργια Ἐκκλησία, τότε οἱ πατέρες θυμήθηκαν τά λόγια του.
Πῆγαν νά τόν δοῦν δύο προσκυνητές καί ἄρχισε νά λέη τό πρόβλημα τοῦ ἑνός καί τί θά ἀντιμετωπίσει ὅταν θά βγῆ ἔξω. Τόν ρώτησε καί ὁ ἄλλος:
–Ἐμένα δέν ἔχεις νά μοῦ πῆς τίποτε;
–Ἐσένα τό πρόβλημά σου εἶναι στήν Συκιά. Ὁ ἐπισκέπτης κοίταξε γύρω του καί τοῦ εἶπε ὅτι δέν βλέπει καμμία συκιά.
–Ἐκείνη ἡ Συκιά γιά νά πᾶς, περνᾶς θάλασσα. Πάλι δέν κατάλαβε καί ἔφυγε μέ ἀπορία. Μόλις ἐπέστρεψε στό σπίτι του πού εἶναι στό χωριό Συκιά Κορινθίας προέκυψε ἕνα σοβαρό πρόβλημα στήν οἰκογένειά του καί τότε θυμήθηκε τά λόγια τοῦ γερω–Ἡρωδίωνος.
Ὅταν τόν εἶχε πάρει ὁ γερω–Μελέτιος ὁ Ρουμᾶνος στόν Ἅγιο Γεώργιο, νά τόν γηροκομήση, τόν ἐπισκέφθηκε κάποιος μοναχός μέ ἕνα νέο. Μόλις τούς εἶδε ἀπό μακρυά –ἦταν στήν πόρτα μέ τίς γάτες– φώναξε ἐξαγριωμένος νά σταματήση ὁ νέος, νά μήν πλησιάση, διότι ἔχει μηχανή. Πράγματι κρατοῦσε στό χέρι του μία τσάντα, ὅπου μέσα εἶχε φωτογραφική μηχανή. Πῶς τό εἶδε ὁ γερω–Ἡρωδίων, ὁ Θεός τό γνωρίζει. Τόν ἐπισκέπτοντο καί ἐπίσημοι ἄνθρωποι, ὅπως καί ὁ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἱερομόναχος Παΐσιος Χιλανδαρινός.
Ὁ γερω–Ἡρωδίων ἔλεγε στήν ἀρχή μία καλή συμβουλή, ὅπως π.χ.: «Ὅταν κάθεται ὁ μοναχός στό Κελλί του καί δέν ἀσχολῆται μέ τούς ἄλλους, ἀλλά προσεύχεται, τότε ἔρχεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα του». Ὕστερα ἔλεγε ἀσυνάρτητα πράγματα καί ἔκανε σαλότητες. Καί φυσικά δέν μποροῦσε κανείς νά βρῆ ἄκρη καί νά βγάλη συμπεράσματα μέ τόν γερω–Ἡρωδίωνα.
Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκαν δύο μοναχοί. Χτυποῦσαν τήν πόρτα, ἀλλά δέν ἀπαντοῦσε. Ἀκούγονταν ψίθυροι. Ἀπό τό παραθυράκι τόν ἔβλεπαν στραμμένο πρός τόν τοῖχο ἀκίνητο νά ψιθυρίζη κάτι καί νά μήν ἀκούη καθόλου. Ἐπί μισή ὥρα περίμεναν, ἀλλά δέν ἀποσπάσθηκε ἀπό τήν προσευχή του.
Τά πόδια του ἀπό τήν ὀρθοστασία εἶχαν πρησθῆ καί εἶχαν γίνει ἄκαμπτα, σάν κολῶνες, δέν λύγιζαν. Κάτω ἀπό τό χονδρό δάκτυλο τοῦ ἑνός ποδιοῦ εἶχε μία μεγάλη πληγή σάν καρύδι πού ἔβγαζε δύσοσμα ὑγρά. Ἐπειδή κυκλοφοροῦσε ξυπόλυτος, ἡ πληγή ἔκλεινε μέ χώματα καί δέν φαινόταν ἀπ᾿ ἔξω. Θέλησε κάποιος νά περιποιηθῆ τήν πληγή μέ φάρμακα ἀλλά ἀρνήθηκε λέγοντας: «Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε αὐτή τήν πληγή γιατί βλέπει ὅτι μέ ὠφελεῖ. Θέλει ἀπό κάτι νά ὑποφέρω. Ἄν θεραπεύσω αὐτήν τήν πληγή, ὁ Θεός θά μοῦ δώσει κάτι ἄλλο, πού μπορεῖ νά εἶναι βαρύτερο καί νά μήν μπορῶ νά τό ἀντέξω».
Ὁ γερω–Ἡρωδίων τίς τελευταῖες ὀκτώ ἡμέρες δέν ἔβαλε τίποτε στό στόμα του. Φαίνεται εἶχε προαισθανθῆ τόν θάνατό του καί ἑτοιμαζόταν. Εἶχε γίνει κίτρινος σάν λεμόνι. Ὅταν ἐκοιμήθη, τήν Σαρακοστή τῶν Χριστουγέννων στίς 12–12–1990, ὁ γερω–Μελέτιος εἶπε ὅτι εὐωδίασε τό κελλί του.
Ὁ Θεός ἄς ἀναπαύση τήν ψυχή του καί ἄς τόν ζεστάνη στόν Παράδεισο τώρα, μιά πού πολύ ὑπέφερε ἀπό τό κρύο σ᾿ αὐτή τήν μάταιη ζωή.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου