Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ (Ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη) - (Βιβλίο Α΄ - Μέρος 7ο)

 
Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις τοῦ βιβλίου «ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄» ΕΔΩ

TPAΓIKAI HMEPAI
*Στη φωτογραφία ο π. Αυγουστινος με τον Κωνσταντινο Μπόζιο των 100 ετων, εξω απο την αιθουσα των 40 Μαρτυρων που εκλεψε με πλαστογραφιες ο Δημος Κοζανης. Την κατέστρεψε & την μετέτρεψε σε ΚΑΠΗ, για να εξαφανίση το εργο & την προσφορά του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστίνου Καντιώτου τα χρόνια της Κατοχης. Δεν σεβάστηκαν τίποτε τα αρπακτικά. Πέταξαν & τις φτωχες μαθητριες του οικοτροφείου πάνω απο την αίθουσα. Διαβαστε περισσότερα:
ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΑΦΕΝΤΙΚΑ:
https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=46097
Πλαστογραφίες & απατες:
https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=46333
 

Η Ἑστία τῶν συσσιτίων ἦτο θαῦμα, τὸ ὁποῖο ἐπετέλεσεν ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων τῆς πόλεως. Ἀλλὰ φεῦ! Ἐναντίον τῆς Ἑστίας ξεσηκώθη θύελλα παθῶν. Θλιβερὰ ἱστορία, ἀνάξια μνημονεύσεως. Τοῦτον μόνον λέγομεν, ὅτι ὁ ἱεροκήρυξ διέτρεξε τὸν ἔσχατον τῶν κινδύνων. Ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας μᾶς καταδίωξαν ἀπηνῶς, μᾶς κατεβίβασαν ἐκ τοῦ ἄμβωνος. Ἀλλ’ ὁ εὐγενὴς λαὸς τῆς πόλεως ἠγέρθη ὡς ἕνας ἄνθρωπος, καὶ ὁ ἱεροκήρυξ ἐπανῆλθε εἰς τὰ καθήκοντά του. Περάσαμε τραγικὰς ἡμέρας. Ἐζήσαμεν τὸ ἀποστολικό· «Kαθ’ ἡμέραν ἀποθνῄσκω» (A΄ Kορ. 15, 31). Tὸ πῶς ἐσώθημεν ἀποτελεῖ θαῦμα, τὸ ὁποῖο ἀποδίδομεν εἰς τὸν ἅγιον Νικόλαον. 
 
Οὐδέποτε θὰ λησμονήσω μίαν φοβερὰ νύκτα, κατὰ τὴν ὁποία ἐκινδύνευα νὰ συλληφθῶ καὶ νὰ ἐκτελεσθῶ. Ἀλλ’ ἐσώθην, διότι εὐσεβὴς κάτοικος τῆς πόλεως, ἀψηφώντας κάθε κίνδυνο, μὲ εἰδοποίησε νὰ ἐγκαταλείψω τὴν οἰκίαν εἰς τὴν ὁποία διέμενα. Ὁ γενναῖος αὐτὸς ἄνθρωπος ζῇ σήμερον εἰς βαθύτατον γῆρας. Πλησιάζει τὰ 100. Καὶ ἀσφαλῶς εὑρίσκεται κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ ἐν μέσω τοῦ ἐκκλησιάσματος χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος. Tῆς ἀγάπης αὐτοῦ, ὡς καὶ τόσων ἄλλων ἐκλεκτῶν τέκνων τῆς Kοζάνης, οἱ ὁποῖοι ποικιλοτρόπως μὲ ἐβοήθησαν εἰς τὸ ἔργον, μνησθείη Κύριος ὁ Θεός!»
 
Ὁ Κωσταντῖνος Mπόζιος
σώζει ἀπὸ τὴν σύλληψι τὸν π. Αὐγουστῖνο


Διακόπτοντας προσωρινῶς, τὶς διηγήσεις τοῦ γέροντος, θὰ ἤθελα νὰ μνημονεύσω, τὸν γενναῖο αὐτὸ Κοζανίτη πού, κάτω ἀπὸ τὴν Γερμανικὴ κατοχή, εἰδοποίησε τὸν π. Αὐγουστῖνο, ἐν καιρῷ νυκτός, γιὰ νὰ μὴ συλληφθῇ. Τὸ ὄνομά του! Κωσταντῖνος Mπόζιος.
 
Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε μετά ἀπὸ 25 χρόνια νὰ χαρῇ τὸν π. Αὐγουστῖνο καὶ ὡς ἐπίσκοπο.

Ἂν καὶ ἡ ἡλικία του ἦταν περασμένη ἔφτανε μέχρι τὴν Πτολεμαΐδα, γιὰ νὰ ἀκούσῃ τὰ ἑσπερινὰ κηρύγματα τοῦ Γέροντος ποὺ ἔκανε στὴν Ἁγία Τριάδα.
 
Θυμᾶμαι, μετὰ ἀπὸ ἕνα φλογερὸ κήρυγμα τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου, πήγαμε ὅλοι οἱ Κοζανίτες, ὅπως πάντα συνηθίζαμε, σὲ ἕνα οκημα ποὺ νοίκιαζε τότε ἡ Μητρόπολι καὶ χρησιμοποιοῦσε γιὰ ἐπισκοπεῖο. Ἦταν καὶ ὁ μπαρμπα Μπόζιος μαζί μας. Κάθησε ὥσπου νὰ ρθῇ ὁ π. Αὐγουστῖνος στὴν πολυθρόνα τοῦ γραφείου. Μόλις τὸν εἶδε, σηκώθηκε γιὰ νὰ τοῦ δώσῃ τὴν θέσι. Ὁ π. Αὐγουστῖνος χτυπώντας των ἐλαφρὰ εἰς τοὺς ὤμους, μὲ πολλὴ ἀγάπη, εἶπε· «Kάθησαι, δική σου εἶνε ἡ θέσι». Kαὶ στὴν συνέχεια τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ρθῇ στὴν Κοζάνη, ὅταν γίνη 100 χρονῶν, γιὰ νὰ γιορτάσῃ τὴν ἑκατονταετία του. Καὶ πράγματι ἦρθε, μόνον ποὺ ἡ γιορτὴ δὲν ἔγινε στὴν γῆ, ἀλλὰ στοὺς οὐρανούς. Ὁ Κωσταντῖνος Μπόζιος σὲ ἡλικία 100 ἐτῶν ἐκοιμήθη καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος παρευρέθη στὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία καὶ τὸν προσφώνησε.

Ἄς δοῦμε πῶς ἀφηγεῖται, ὁ γιός τοῦ μπάρμπα Κώτσιου, ὁ διδάσκαλος Ἰωάννης Μπόζιος τὴν αὐτοθυσία τοῦ πατέρα του·

«Nὰ μὲ συγχωρέσῃς ποὺ στὴν περιγραφή μου θὰ σὲ ἀποκαλῶ πάτερ Αὐγουστῖνο, διότι ἔτσι σᾶς γνωρίσαμε καὶ ἔτσι σᾶς ζήσαμε.
Ὁ π. Αὐγουστῖνος μία Κυριακὴ στὸ κήρυγμά του συνέστησε στοὺς γονεῖς νὰ ἀγοράσουν βιβλία τῆς κόκκινης βιβλιοθήκης γιὰ τὴν μόρφωσι τῶν παιδιῶν. Τὸ νὰ συστήσῃ ὁ π. Αὐγουστῖνος τὰ βιβλία τῆς κόκκινης βιβλιοθήκης ἐθεωρήθη ἱκανόν, ὥστε νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς κομμουνιστής, καὶ ὡς τέτοιος νὰ καταγγελθῇ στοὺς Γερμανούς. Οἱ Γερμανοὶ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔκλεισαν σὲ μία ἀποθήκη τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος, ὅπου εἶχον τὰ γραφεῖα οἱ ἀνώτεροι Γερμανοὶ διοικηταί.
 
Συνεργᾶται καὶ ὀπαδοὶ τοῦ π. Αὐγουστίνου πῆγαν στὸν διερμηνέα τῶν Γερμανῶν, ποὺ ἦτο ὁ Βασίλειος Ματιάκης, καὶ ζήτησαν νὰ ἐνεργήσῃ, γιὰ νὰ σωθῇ ὁ π. Αὐγουστῖνος. Ὁ Βασίλειος Ματιάκης ἐφημίζετο γιὰ τὴν καλοκαγαθία καὶ φιλοπατρία ὡς διερμηνεὺς τῶν Γερμανῶν. Ἔσωσε δὲ ἀπὸ βέβαιο θάνατο δεκάδες, ἂν μὴ ἑκατοντάδες, Κοζανιτῶν. Γι’ αὐτὸ ἦτο ἀγαπητὸς ἀπὸ ὅλους. Ὁ διερμηνεὺς Ματιάκης ἔπεισε τοὺς Γερμανοὺς ὅτι ὁ π. Αὐγουστῖνος εἶνε πατριώτης καὶ πραγματικὸς χριστιανός. Πιστεύει στὸν Χριστὸν καὶ τὴν πίστιν του αὐτὴν ζητᾷ νὰ τὴν μεταδώσῃ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. 
 
Οἱ Γερμανοὶ ἐπείσθησαν καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀφέθη ἐλεύθερος. Ἀλλ’ ἐνῶ γλίτωσε ἀπὸ τοὺς Γερμανούς, κινδύνευσε ἐξ αἰτίας τῆς ἰδίας κατηγορίας, ὅτι δῆθεν ἦτο κομμουνιστής, ἀπὸ τὴν Ἔνοπλη Ὀργάνωσι τοῦ Μιχάλαγα, τὰ μέλη δῆθεν τῆς ὁποίας ἀπεφάσισαν νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ἐκτελέσουν ὡς κομμουνιστήν. Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔμεινε εἰς οἰκίαν ποὺ εὑρίσκετο πλησίον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἔναντι τῆς οἰκίας τοῦ ἱεροψάλτου Στέργιου Πάπιστα. Ἦτο Μεγάλη Δευτέρα. Ἡ κυκλοφορία ἐπετρέπετο ἀπὸ τὶς ἑπτὰ τὸ πρωΐ μέχρι τὶς ἑννέα τὸ βράδυ. Στὴν ὀργάνωσι τοῦ Μιχάλαγα ὑπηρετοῦσε ὁ γείτονάς μου ὁ Γεώργιος Ἐλευθεριάδης, δάσκαλος. 
 
Ἦτο διευθύνων νοῦς τῆς ὀργανώσεως. Κάθε βράδυ τὸν περίμενα καὶ μάθαινα νέα ἀπὸ τὸν πόλεμο, διότι στὴν ὀργάνωσι εἶχαν ραδιόφωνο καὶ ἄκουγαν Λονδῖνο. Ἐζήτησα νὰ μάθω ἂν ἄκουσε τίποτε γιὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο. Μὲ βεβαίωσε πὼς ἄκουσε. Μὲ ρωτᾶ· «Πῶς μποροῦμε νὰ τὸν εἰδοποιήσουμε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ σπίτι; Πρόκειται νὰ πᾶνε ἄνδρες τῆς ὀργανώσεως νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ἐκτελέσουν». «Θὰ στείλω τὸν πατέρα μου», εἶπα. Πράγματι. Πηγαίνω στὸ σπίτι μου, ξυπνῶ τὸν πατέρα μου καὶ τοῦ λέγω. «Ὁ πάτερ Αὐγουστῖνος κινδυνεύει. Πήγαινε νὰ τὸν εἰδοποιήσῃς νὰ φύγῃ ἀπ’ τὸ σπίτι καὶ αûριο θὰ τοῦ ἐξηγήσω τί συμβαίνει». 
 
Ὁ πατέρας μου παίρνει τὸ κουτὶ μὲ τὶς ἐνέσεις-ἔκανε τὸν δῆθεν νοσοκόμο-καὶ ἀκολουθώντας τὸ δημόσιο δρόμο πῆγε στὸ σπίτι τοῦ π. Αὐγουστίνου καὶ ἀφοῦ τὸν εἰδοποίησεν ἐπέστρεψεν ἱκανοποιημένος. Mᾶς εἶπε δὲ τὰ ἑξῆς· «Ὅταν πήγαινα αἰσθανόμουνα πὼς κάποιος εἶνε δίπλα μου. Τὸ μυαλό μου πῆγε στὸν ἅγιο Νικόλαο. Αὐτὸς μὲ ἔκανε νὰ βαδίζω μὲ σιγουριά». Ὁ πατέρας μου ἦτο σεβαστὸς γέρων καὶ εἶχε καρδιὰ μικροῦ παιδιοῦ, ἔτσι τὸν χαρακτήρισε ὁ π. Αὐγουστῖνος.
 
Τὴν ἐπομένη ἐπισκέφθηκα τὸν π. Αὐγουστῖνο καὶ τοῦ ἐξέθεσα τὶς διαδόσεις καὶ τοὺς φόβους μας. Εἰς τὴν οἰκίαν του ἦτο ὁ μακαρίτης Στέργιος Tέγος, ὁ Γεώργιος Παφίλης, ἕνας ἐνωματάρχης καὶ ὁ Εὐθύμιος Καρμαζῆς, ἐὰν ἐνθυμοῦμαι καλῶς. Ὁ πάτερ Αὐγουστῖνος μοῦ λέει: «Δὲν ἦρθε κανείς. Ἡ σπιτονοικοκυρά μου, ἡ ὁποία τρόμαξε μὲ τὴν εδησι τοῦ πατέρα σου, ξημέρωσε στὸ παράθυρο. Δὲν εἶδε οὔτε ἄκουσε νὰ πλησιάζῃ ἄνθρωπος. Ἐγὼ ὅμως ἔλαβα τὰ μέτρα μου. Kοιμήθηκα στe σπίτι τοῦ Στέργιου Πάπιστα.. Τοῦ ἀπαντῶ· «Πάτερ Aὐγουστῖνε, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ σὲ εἰδοποιήσουμε. Οἱ μέρες εἶνε πονηρὲς καὶ δὲν ξέρουμε ἂν θὰ ξημερώσουμε ζωντανοί».
 
Ἦτο Μεγάλη Τρίτη. Τὴ Μεγάλη Τετάρτη μὲ συναντᾷ ὁ Παναγιώτης Πάπιστας, ὁ γιὸς τοῦ Στέργιου Πάπιστα, συνταξιοῦχος ἐκπαιδευτικὸς καὶ νῦν δεξιὸς ψάλτης τοῦ Ἁγίου Νικολάου Κοζάνης καὶ μοῦ λέει· «Ἀργὰ χθὲς τὸ βράδυ πῆγαν στὸ σπίτι τοῦ πάτερ Αὐγουστίνου καὶ τὸν ζήτησαν δύο ἔνοπλοι πολῖτες». Kαὶ μὲ τὸν Παναγιώτη Πάπιστα πηγαίνω στὴν Ἑστία, ἀνεβαίνω εἰκοσιπέντε μὲ τριάντα σκαλοπάτια – ἐκεῖ ἦτο τὸ γραφεῖο τοῦ π. Αὐγουστίνου – καὶ μοῦ λέει· «Oἱ πληροφορίες τοῦ κυρίου Ἐλευθεριάδη ἀπεδείχθησαν σωστές». Δὲν μίλησα καὶ ἔφυγα.
 
Πηγαίνω στὰ γραφεῖα τῆς ὀργανώσεως μὲ κίνδυνο νὰ χαρακτηρισθῶ ὡς συνεργάτης τῆς ὀργανώσεως καὶ γνωρίζω στὸν Ἐλευθεριάδη τὰ συμβάντα. Μοῦ λέει· Πήγαινε στὸν πάτερ Αὐγουστῖνο καὶ πές του ὅτι ἔλαβα θέσι γιὰ τὴ σωτηρία του». Ὁ Ἐλευθεριάδης κατώρθωσε νὰ πείσῃ ὅλους τοὺς ὑπευθύνους τῆς ὀργανώσεως νὰ μεταβοῦν στὴν Ἑστία, ὅπου γινόταν ἡ διανομὴ τοῦ συσσιτίου καὶ πρὸ τῆς διανομῆς τοῦ συσσιτίου τὸ κήρυγμα ἀπὸ τὸν π. Αὐγουστῖνο. Στὴν συγκέντρωσι αὐτὴ παρακολούθησαν τὸ κήρυγμα οἱ περισσότεροι ἀξιωματοῦχοι καὶ ἄνδρες τῆς ὀργανώσεως καὶ διαπίστωσαν ὅτι ὁ π. Αὐγουστῖνος εἶνε ὄχι μόνο ἕνας μεγάλος πατριώτης ἀλλὰ καὶ ἕνας μεγάλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἡ ὀργάνωσι ἀπὸ ἄσπονδος ἐχθρὸς ἔγινε ὑποστηρικτής. Γιὰ δευτέρα φορὰ σώζεται ἀπὸ βέβαιο θάνατο.
 
Ἐπειδὴ ὁ π. Αὐγουστῖνος μοίραζε συσσίτιο στοὺς τρεῖς χιλιάδες Βουλγάρους αἰχμαλώτους, ποὺ ἐστεγάζοντο στὰ κτίρια τῶν στρατώνων καὶ ὑπέφεραν ἀπὸ πείνα καὶ ἁρρώστιες, οἱ Ἐαμῖτες τὸν χαρακτήρισαν ὡς φασίστα, διότι ἔστελνε καὶ διένεμε συσσίτιο στοὺς φασίστες Βουλγάρους, καὶ θὰ περνοῦσε λαϊκὸ δικαστήριο, ἡ δὲ καταδίκη του θὰ ἦτο θάνατος. Τὴ σύλληψι καὶ τὴ δίκη τοῦ π. Αὐγουστίνου τὴν ἀνέτρεψαν οἱ Κοζανῖτες. Καὶ ἔτσι σώζεται γιὰ τρίτη φορά.
 
Tὰ γεγονότα αὐτὰ τὰ ζήσαμε ἀπὸ κοντὰ καὶ μένουν στὴ μνήμη μας.
 
Σεβασμιώτατε, τὸ χρέος τῆς σωτηρίας σου ἐξεπλήρωσες πρὸς τὸν πατέρα μου, διότι ἦρθες στὴν Κοζάνη καὶ τὸν συνόδευσες μέχρι τὴν τελευταία κατοικία του.
 
Σεβασμιώτατε, ἐμεῖς ὡς ταπεινὰ πνευματικὰ παιδιά σου, εὐχόμεθα ὑγείαν, μακροζωΐαν γιὰ τὸ καλὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀνθρωπότητος».


*(Εἰς πενηντάχρονα ἱερατικῆς διακονίας τοῦ π. Αὐγουστίνου, στὶς 16-6-1985, στὶς Κατασκηνώσεις τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φλωρίνης. Παρουσίᾳ τοῦ π. Αὐγουστίνου, τοῦ ἐπισκόπου Κοζάνης Διονυσίου καὶ πλήθους λαοῦ).
Συνεχίζεται
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀνδρονίκης Π.  Καπλάνογλου 
«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄»
(ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης στὴν Κοζάνη)
 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου