Το αγόρι, που από νεαρή ηλικία έτρεφε θερμή ευλάβεια, εισήλθε με χαρά στην μονή και σε ηλικία δεκαέξι ετών ζήτησε να γίνει δεκτός ως δόκιμος. Σε αυτή τη μονή που τηρούσε αυστηρά την παράδοση του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ δοκιμάζονταν σκληρά οι υποψήφιοι σε διαφορετικά διακονήματα πριν την κουρά τους. Παρά την καλή του θέληση ο νέος Ζαχαρίας απέτυχε σε αρκετά διακονήματα μέχρις ότου ο ηγούμενος του εμπιστεύθηκε την περιποίηση του στάβλου, ενώ από μικρός φοβόταν τα άλογα. Τρομαγμένος έκανε υπακοή και με τη χάρη του Θεού και της αγίας υπακοής κατάφερε να νικήσει τον φόβο και να αγαπήσει τα άλογα που περιποιόταν τρυφερά.
Διδαγμένος στην αυστηρότητα της μοναχικής τάξεως και της εκκοπής του ιδίου θελήματος από τον γέροντά του μοναχό Γεράσιμο, προόδευσε γοργά στην πνευματική ζωή. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναγκάστηκε όμως να επιστρατευθεί μαζί με τους άλλους δοκίμους. Και αφού έμεινε έξι μήνες στα έλη της Λευκορωσίας, έπαθε έκζεμα που του προκαλούσε οδυνηρούς πόνους μέχρι το τέλος της ζωής του.
Μετά την αποστράτευσή του επέστρεψε στην Μονή Γκλινσκ, αλλά μετά από λίγο ο ηγούμενος συγκέντρωσε τους δοκίμους και τους ανήγγειλε ότι η πολιτική κατάσταση της χώρας προμηνύει διωγμούς για την Εκκλησία. Τους άφησε ελεύθερους να φύγουν, αλλά όλοι παρέμειναν και ενδύθηκαν το μοναχικό Σχήμα.
✶✶✶
Κατά τον φοβερό εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε την Επανάσταση του 1917, η μονή έμεινε ανοιχτή και ο νέος μοναχός Ζηνόβιος ήταν υπεύθυνος για την προμήθεια του σιταριού, διακόνημα που εκτελούσε κάθε φορά με κίνδυνο της ζωής του. Τελικά, το μοναστήρι κλείστηκε το 1922 και οι μοναχοί διασκορπίσθηκαν.
Ο Ζηνόβιος διέσχισε τα Καυκάσια όρη και έφθασε στο Σουχούμι, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Χειροτονήθηκε διάκονος και ιερομόναχος το 1925 και υπηρέτησε στον ναό του Αγίου Νικολάου μέχρι το 1936. Τότε, αφού βρήκε και άλλους μοναχούς εξόριστους, αναχώρησαν στα όρη της Αμπχαζίας όπου έκτισαν μια σκήτη. Και ενώ η πνευματική ακτινοβολία του πατρός Ζηνοβίου άρχισε να ελκύει πολλούς πιστούς, οι κομμουνιστές τους ανακάλυψαν και τους διασκόρπισαν.
Τότε ο Ζηνόβιος πήγε σε μια περιοχή που ανέκαθεν κατοικούνταν από Έλληνες. Έμαθε τα ελληνικά και διήγε πλάνητα βίο από χωριό σε χωριό, φιλοξενούμενος από πιστούς για να αποφύγει τις Αρχές. Μία ημέρα, όπου ανήγγειλαν ότι θα γινόταν αιφνίδιος έλεγχος των διαβατηρίων, έφυγε στο δάσος και βρήκε ένα διάσελο που φαινόταν ιδανικό καταφύγιο, αλλά δεν αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για φωλιά μιας αρκούδας των Ιμαλαΐων, φημισμένης για την αγριότητά της. Το θηρίο πλησίασε όταν νύχτωσε, αλλά μόλις ο άγιος ανακάτωσε λίγο τη φωτιά, εκείνο απομακρύνθηκε λίγο, χωρίς να πειράξει τον άνθρωπο του Θεού.
Πήγε έπειτα στο Ροστώφ του Ντον, όπου ανέλαβε τη διακονία της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας. Συλληφθείς το 1936, έμεινε φυλακισμένος επτά μήνες στο Ροστώφ, όπου ασθένησε με ελονοσία, ενώ οι δεκατέσσερεις άλλοι συγκρατούμενοί του κληρικοί εστάλησαν στην Τασκένδη, όπου πέθαναν από εξάντληση. Μόνο ο πατέρας Ζηνόβιος στάλθηκε στα Ουράλια, χάρις στην επέμβαση ενός Εβραίου γιατρού. Τον έβαλαν ως συνήθως στο ίδιο κελλί μαζί με εγκληματίες, κατόρθωσε όμως να κερδίσει τον σεβασμό τους και όλοι οι φυλακισμένοι τον αποκαλούσαν «πάτερ». Τελούσε εκεί από μνήμης όλες τις Ακολουθίες και εξομολογούσε.
✶✶✶
Μετά από τέσσερα χρόνια και οκτώ μήνες απελευθερώθηκε και αφού δεν είχε διαβατήριο για το Σουχούμι πήγε στην Τιφλίδα, όπου από το 1942 έως το 1947 υπηρέτησε στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως και ήταν πνευματικός πατήρ του κοινοβίου της Αγίας Όλγας. Κατά την περίοδο αυτή εστάλη στην ενορία του Κίροβο στην Αρμενία και έπειτα στην εκκλησία του Αγίου Πνεύματος στο Βατούμι στην νοτιοανατολική Γεωργία, όπου αναζωογόνησε την πνευματική ζωή του χειμαζόμενου λαού. Τελικά διορίσθηκε προϊστάμενος του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι στην Τιφλίδα, όπου έμεινε μέχρι την κοίμησή του.
Μετά την αποκατάσταση της κοινωνίας μεταξύ των Εκκλησιών Γεωργίας και Ρωσίας (1950) διορίσθηκε υπεύθυνος όλων των ρωσικών ενοριών στην Γεωργία και Αρμενία. Δείχνοντας μετριοπάθεια και σύνεση μέσα στις εθνικιστικές εντάσεις, τόνιζε ότι αυτό που προέχει είναι το ότι όλοι ανήκουμε στον νέο περιούσιο λαό του Θεού.
Είχε στενές πνευματικές σχέσεις με τον πατριάρχη της Γεωργίας Καλλίστρατο ο οποίος διασώθηκε από θάνατο χάρις στις προσευχές του και ο οποίος ζήτησε στη διαθήκη του να χειροτονηθεί επίσκοπος ο πατέρας Ζηνόβιος. Αυτή η πρώτη χειροτονία Ρώσου επισκόπου στην Εκκλησία της Γεωργίας έγινε το 1956. Ορίσθηκε πρώτα στην επαρχία Στεπάνοβαν και έπειτα στο Τετρί-Τσκάρο (Λευκή Πηγή), πόλη που βρίσκεται δυο ώρες δρόμο νότια της Τιφλίδος. Το 1972 τον προήγαγαν σε μητροπολίτη.
Δείχνοντας μεγάλη αγάπη για τη Γεωργία και τον λαό της, ο άγιος ιεράρχης συνέχιζε με ακρίβεια την ασκητική του βιοτή, διατηρώντας σχέσεις με τη Μονή Γκλινσκ και αναλαμβάνοντας μερικούς μοναχούς της όταν έκλεισαν εκ νέου τη μονή το 1961.
✶✶✶
Κατά τα τριάντα πέντε χρόνια της διακονίας του στον ναό του Αλεξάνδρου Νέφσκι, ο άγιος Ζηνόβιος διέμεινε σε ένα μικρό δωμάτιο δίπλα στον ναό που ήταν συγχρόνως κελλί και γραφείο. Αυστηρός σε όλες τις απαιτήσεις της μοναχικής ζωής, τήρησε απόλυτη ακτημοσύνη, μοιράζοντας αυθημερόν όλες τις ελεημοσύνες που του έδιναν. Σηκωνόταν στη μία τη νύχτα και έκανε τον κανόνα του πολλές ώρες, κυρίως με τη μονολόγιστη ευχή, και αν λόγω υγείας δεν μπορούσε να συμμετάσχει στις καθημερινές ακολουθίες τις έλεγε από μνήμης στο κελλί.
Διατηρώντας σε κάθε περίσταση μια υπερφυσική χαρά που αντλούσε από την νοερά προσευχή, δεχόταν όλους τους επισκέπτες ευμενώς και τους δίδασκε περισσότερο με την παρουσία του παρά με τα λόγια. Στις διδαχές του τόνιζε την σημασία της υπομονής, της ταπεινώσεως και της θερμής προσευχής σε όλες τις δοκιμασίες της ζωής. Όσοι προσέρχονταν με πίστη λάμβαναν όχι μόνον τις γεμάτες διάκριση συμβουλές του, αλλά και πολλές φορές είχαν διαπιστώσει τη θαυματουργική δύναμη της προσευχητικής μεσιτείας του.
Εκτός από τα ποιμαντικά του καθήκοντα και τη διδασκαλία των πιστών που συγκεντρώθηκαν γύρω του σαν πνευματική οικογένεια, ο άγιος Ζηνόβιος ήταν πνευματικός πατέρας περισσότερων από πεντακοσίων μοναζουσών στη Γεωργία και στη Ρωσία, και πλην του κοινοβίου της Αγίας Όλγας καθοδηγούσε τις εν κρυπτώ μονάζουσες σε μονή του Μπέγοροντ, κοντά στο Βορονέζ.
Ασθένησε σοβαρά το 1984 και την παραμονή της κοιμήσεώς του είπε σε αυτούς που του συμπαραστέκονταν: «Εγώ φεύγω, αλλά εκεί θα προσεύχομαι για σας!» Παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, ενώ διάβαζαν την Ακολουθία σε ψυχορραγούντα, στις 8 Μαρτίου (23 Φεβρουαρίου) 1985. Κατά την επιθυμία του, τελέστηκε η νεκρώσιμος Ακολουθία εις μοναχόν ενώ το σκήνωμά του ήταν περικυκλωμένο από μέγα πλήθος των πνευματικών του τέκνων.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος έκτος, Φεβρουάριος. Εκδόσεις Ορμύλια, σελ. 266.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου