Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2023

ΣΥΝΑΞΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ: Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου «Ο ΑΛΗΘΙΝΑ ΜΕΓΑΛΟΣ» [7-1-2001] (Β΄ ἔκδοσις)


ΣΥΝΑΞΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

μὲ θέμα:

«Ο ΑΛΗΘΙΝΑ ΜΕΓΑΛΟΣ»

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 7-1-2001]

(Β΄ ἔκδοσις)

Μᾶς ἐκπλήσσει, ἀγαπητοί μου, πῶς ὁ Κύριος ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Πρόδρομόν Του, τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή. Ὅταν κάποτε ἔφτασαν ἀπὸ τὸν φυλακισμένο Ἰωάννη, ποὺ τὸν εἶχε φυλακίσει ὁ Ἡρώδης -ἐγγονὸς ἐκείνου τοῦ Μεγάλου Ἡρώδου ὁ ὁποῖος ἐπεχείρησε νὰ φονεύσει τὸν Κύριον· καὶ λέγεται «μεγάλος»- ἐγκληματίας ἦταν, κακοῦργος ἦταν, ὅλοι οἱ Ἠρῶδαι κακοῦργοι ἦσαν, ὅλη ἡ γενεά τους καὶ ἡ οἰκογένειά τους, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχε ἀνοικοδομήσει τὸν ναὸν τοῦ Σολομῶντος ἐκ τῶν ἐρειπίων, περίπου ἐκ τῶν ἐρειπίων, γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν ὀνομάζει ἡ Ἱστορία «μεγάλον» - ὡστόσο ἔφτασαν κάποιοι ἄνθρωποι, ἀπεσταλμένοι τοῦ Ἰωάννου, ποὺ ἦταν ἤδη στὴ φυλακή, νὰ ρωτήσουν τὸν Κύριον: «Σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;». «Σὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας ποὺ περιμένομε, ὁ ἐρχόμενος, ἢ ἄλλον περιμένομε;». Καὶ ὄχι βέβαια ὅτι ὁ Ἰωάννης ἀμφέβαλλε, διότι θὰ ἦταν πολὺ περίεργο -καὶ τραγικό!- ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶδε τὰ τῆς Βαπτίσεως καὶ ἔδειξε τὸν Μεσσίαν, πρῶτα πρῶτα ἔδειξε ὡς δάκτυλος Πατρὸς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης ἔδειξε τὸν Μεσσίαν καὶ εἶπε: «Αὐτὸς εἶναι», τώρα νὰ στέλνει ἀνθρώπους νὰ ρωτήσουν τὸν ἴδιον τὸν Ἰησοῦν «ἐὰν Αὐτὸς εἶναι ἢ ἄλλον περιμένομε».

Μάλιστα, ὅταν ἄρχισαν νὰ φεύγουν οἱ ἀπεσταλμένοι, ἔπλεξε ἕνα καταπληκτικὸν ἐγκώμιο ὁ Κύριος, ἕνα μοναδικὸ ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἰωάννη. Ἀλλὰ τότε γιατί; Ἁπλούστατα. Δὲν ἀμφέβαλλε ὁ Ἰωάννης. Ἀμφέβαλλαν οἱ μαθητές του. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέμε κι ἐμεῖς στὴν κοινή μας γλῶσσα: «Ἄντε πήγαινε νὰ ρωτήσεις τὸν ἴδιον». Κοιτᾶξτε τί λέμε: «Ἄντε πήγαινε νὰ ρωτήσεις τὸν ἴδιον». «Ἐγώ σοῦ εἶπα ὅ,τι εἶχα νὰ σοῦ πῶ. Ὄχι ὅτι ἐγὼ θὰ ἀμφέβαλλα. Ἀμφιβάλλουν ἐκεῖνοι ποὺ μὲ ρώτησαν». Ἀντιλαμβάνεστε λοιπὸν πῶς ἔχει τὸ πρᾶγμα. Καὶ φυσικὰ δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν ὁ Κύριος, σὲ ἕναν ἀμφιβάλλοντα Πρόδρομόν Του, νὰ πλέξει ἕνα τέτοιον ἐγκώμιον. Ἀκοῦστε τί λέγει ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἔφυγαν οἱ ἀπεσταλμένοι: «Τί ἐξήλθετε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι;». «Τί βγήκατε στὴν ἐρημιὰ νὰ δεῖτε;». «Ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον;». «Ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος ζεῖ μέσα σὲ πολυτελῆ καὶ μαλακὰ ροῦχα;». «Ἰδοὺ οἱ τὰ μαλακὰ φοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις τῶν βασιλέων εἰσίν». Νά, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ζοῦν, φοροῦν πολυτελῆ ροῦχα, εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν στὰ παλάτια. Ἀλλὰ «τί ἐξήλθετε ἰδεῖν;». «Τότε γιατί βγήκατε στὴν ἔρημο, νὰ δεῖτε ποιόν; Προφήτην; «Ναὶ λέγω ὑμῖν καὶ περισσότερον προφήτην». «Ναί. Καὶ πολὺ περισσότερο ἀπὸ προφήτη». «Οὗτος γὰρ ἐστὶν περὶ οὗ γέγραπται». Εἶναι αὐτὸς περὶ τοῦ ὁποίου ἔχει γραφτεῖ. Εἶναι ὁ προφήτης ποὺ προφητεύτηκε». Κανένας προφήτης δὲν προφητεύτηκε -κανένας!- εἶναι ὁ μοναδικὸς ὁ Ἰωάννης ὁ ὁποῖος ἐπροφητεύτηκε ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ὅπως φερειπεὶν ἀπὸ τὸν Μαλαχίαν κ.λπ. «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου» -καὶ ἀναφέρεται ἐδῶ ἡ προφητεία ἡ σχετική. «Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν», λέγει ὁ Κύριος, «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ». «Δὲν γεννήθηκε, οὔτε θὰ γεννηθεῖ ποτέ, ἀπὸ γυναῖκα, ἄνθρωπος μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη». Αὐτὸ εἶναι. Εἴδατε; Εἶναι «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν». «Εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ ὅσους ποτὲ γυναῖκες θὰ μποροῦσαν νὰ γεννήσουν ἕναν μεγάλο ἄνδρα». Ἔτσι ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ τὸν Ἰωάννη, τὸν ἀποκαλεῖ «μέγα».

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εἶπε εἰς τὸν πατέρα του τὸν Ζαχαρία, ποὺ ἦταν στὴν ἱερατικὴ τάξη ὁ Ζαχαρίας -ἐνθυμεῖσθε πῶς ἔγινε ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία, ὅταν μπῆκε εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων γιὰ νὰ θυμιάσει καὶ ἐκεῖ εἶδε ἄγγελον καὶ τοῦ εἶπε ὅτι θὰ γεννήσει υἱὸν κ.λπ. προφήτην μέγα· ἐκεῖνος δὲν εἶχε πιστέψει ὁ Ζαχαρίας. Τοῦ λέει: «Δὲν μὲ πιστεύεις. Καλά, σοῦ παίρνω τὴ φωνή, θὰ μείνεις μουγκὸς καὶ τότε θὰ καταλάβεις τὰ λόγια μου, ὅταν θὰ ἔλθει ἡ ὥρα». Ποιός θὰ εἶναι αὐτός; «Ἒσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου»· «διότι θὰ εἶναι μέγας μπροστὰ εἰς τὸν Κύριον». Ὥστε λοιπὸν τὸν Ἰωάννη καὶ ὁ ἄγγελος τὸν ὀνοματίζει ὅτι θὰ εἶναι μεγάλος.

Καὶ μεγάλοι ἀσφαλῶς στάθηκαν πολλοὶ μέσα στὴν Ἱστορίαν· ἀλλὰ κατὰ τὴ θεία κρίση, ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ ἀληθινὰ μεγάλος. Μεγάλος ἐστάθῃ εἰς τὴν κλῆσιν, στὸ κάλεσμα. Μεγάλος ἐστάθῃ εἰς τὸ κήρυγμα. Μεγάλος ἐστάθῃ καὶ εἰς ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Καὶ ἐσφράγισε τὴ ζωή του μὲ μαρτύριον· ποὺ τὸν ἀποκεφάλισε ὁ Ἡρώδης.

Εἶναι ὁ μόνος προφήτης, ὅπως σᾶς εἶπα προηγουμένως, ποὺ προφητεύεται, καὶ αὐτὸ ἔχει πολλὴ σημασία· κι αὐτὸ δείχνει πόσο μεγάλος ἦταν κατὰ τὴν κλήση του. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας γράφει: «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Προσέξτε: «Φωνὴ βοῶντος». Ἀντιλαμβάνεσθε μία συντακτικὴ ἀνακολουθία; Τί ἔπρεπε νὰ γράφει; «Φωνὴ βοώσης ἐν τῇ ἐρήμῳ». Θηλυκοῦ γένους. Ἡ φωνή, θηλυκοῦ γένους. «Φωνὴ βοώσης ἐν τῇ ἐρήμῳ» Γιατί λέει «φωνὴ βοῶντος»; Κάτι τὸ ὁποῖο εἶπε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ποὺ σημαίνει: «Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν εἶναι ἄνθρωπος, δηλαδὴ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ποὺ εἶναι τόσο τιποτένιος -γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἔ;- ὥστε σὰν νὰ μὴν εἶναι ἄνθρωπος παρὰ μόνο μία φωνή. Μόνο μιὰ φωνή... Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ φωνή; Μιὰ φωνή...».... «Ἰδοὺ ἐγὼ» λέγει ὁ Μαλαχίας ποὺ σᾶς ἀνέφερα προηγουμένως, «ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὅς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθὲν σου». Αὐτὸ μόνο τὸ χωρίον νὰ ἔπρεπε νὰ ἀναλύσουμε, θὰ λέγαμε πολλὰ πράγματα, ἀγαπητοί. Ἄς εἶναι.

Καὶ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὅπως σᾶς εἶπα προηγουμένως, κι ἐκεῖνος εἶπε: «Ἔσται μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Καὶ ὄντως ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀπεδείχθῃ μέγας εἰς τὴν ἀποστολή του. Καὶ εἰς τὸν βίο του. Τὸ κήρυγμά του ἦταν κήρυγμα ζωντανό. Πρωτότυπο. Τολμηρό. Ἀνδρεῖο. Κανέναν δὲν φοβήθηκε. Οὔτε τὸν βασιλέα δὲν φοβήθηκε. Νὰ τὸν ἐλέγξει, μάλιστα, καὶ νὰ τοῦ πεῖ: «Οὐκ ἔξεστὶ σοι»· ἐκεῖνο τὸ περίφημο, ποὺ ἔμεινε μέσα εἰς τὴν Ἱστορία. «Οὐκ ἔξεστὶ σοι»· «δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ συζεῖς μὲ τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδερφοῦ σου». Εἴδατε; Καὶ δὲν ἦταν τότε οἱ βασιλεῖς, ὅπως μπορεῖ σήμερα νὰ εἶναι οἱ Πρόεδροι Δημοκρατιῶν καὶ δὲν ξέρω τί, ἦταν, εἶχαν ἀπόλυτη ἐξουσία.

Ἀκόμη, βλέπομε ὅτι τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου δὲν ἔβλεπε σὲ πρόσωπα ἀνθρώπων, μὲ σκοπιμότητες καὶ μὲ ἑλιγμούς, γιὰ νὰ τὰ ἔχουν καλὰ μὲ τοὺς μεγάλους τῆς γῆς, δὲν ἦταν κήρυγμα σχολαστικό, οὔτε στηριζόταν στὴν πατραγαθία, ἀλλὰ στὸν προσωπικὸ μόχθο καὶ στὴν προσωπικὴ ἀρετὴ τοῦ κάθε ἀκροατοῦ. Τί εἶναι ἡ πατραγαθία;  «Πάψτε νὰ λέτε», ἔλεγε, «Πάψτε νὰ λέτε ὅτι εἴμεθα παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ· ὅπως κι ἂν ἔχει τὸ πρᾶγμα, ὅπως κι ἂν ἔχει, ἐφόσον ὁ πρόγονός μας, ὁ Ἀβραάμ, ἐστάθηκε ἀγαθὸς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου -αὐτὴ εἶναι ἡ πατραγαθία- ἐστάθηκε σπουδαῖος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅ,τι καὶ νὰ κάνομε, ὅσο καὶ νὰ παραβοῦμε τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τελικὰ θὰ εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ θὰ μᾶς σώσει ὁ Θεός». «Ὄχι, κύριοι», λέγει ὁ Ἰωάννης, «μὴ στηρίζεστε σὲ αὐτὴν τὴν πατραγαθία». Ὅπως καὶ ἐμεῖς πολλὲς φορὲς λέμε: «Ξέρετε ποιοὶ εἴμαστε; Τί προγόνους εἴχαμε;». Μπορεῖ νὰ τὸ πεῖς γιὰ μιὰ στιγμή, ἀλλὰ δὲν σὲ σώζει αὐτό. Γιά μᾶς, θὰ λέγαμε: «Αὐτοὶ ἦταν οἱ πρόγονοί σου, ἔ; Σὺ ποιός εἶσαι; Ἐσὺ σήμερα ποιός εἶσαι; Ποιός εἶσαι σήμερα σὺ ποὺ λὲς καὶ προβάλλεις τοὺς προγόνους σου;». Ἔτσι καὶ ὁ Ἰωάννης ἐδῶ τονίζει καὶ λέει: «Λέτε ὅτι εἶστε ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ· καὶ ὅτι θὰ σωθεῖτε, ὅπως κι ἂν ἔχει τὸ πρᾶγμα. Τοῦτο σᾶς λέγω: Ὁ Θεὸς εἶναι δυνατός -καὶ ἔδειξε κάποιες πέτρες- ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λίθους ''ἐγεῖραι τέκνα τοῦ Ἀβραάμ'', δηλαδὴ νὰ ἀναδείξει παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ». Καὶ πράγματι, ἀπεδείχθῃ. Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, καὶ οἱ ἐθνικοὶ γενικά, εἰδωλολάτραι, ποὺ εἴμεθα εἰδωλολάτραι, οἱ ἐθνικοὶ γενικά, δὲν εἴχαμε προγόνους ἐνδόξους μὲ τὴν ἔννοια «μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ» καὶ αὐτοὶ μεῖναν οὐραγοί -οἱ Ἑβραῖοι- καὶ ἐμᾶς μᾶς ἀνέδειξε ἐκλεκτόν του λαὸν ὁ Θεός. Αὐτὸ δὲν λέει πολλά; Καὶ εἶναι μία ἱστορική, θὰ λέγαμε, πραγματικότης;

Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ σᾶς ὑποδεικνύω ὅτι «ἡ ἀξίνη παρὰ τὴ ρίζαν τῶν δέντρων κεῖται». «Τὸ τσεκούρι κεῖται παρὰ τὴ ρίζα τῶν δέντρων». Ὅταν δεῖτε ἕνα τσεκούρι κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο, στὴ ρίζα του, λέτε: «Ἔ, φαίνεται ὅτι τὸ ἔχουνε γιὰ κόψιμο αὐτό». Ἔτσι λοιπόν. Προσέξτε, «ποιήσατε οὖν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας», ἔλεγε ὁ Ἰωάννης, «μήπως ἔρθει ἡ ὥρα καὶ κοπεῖ τὸ δέντρον τῆς ὑπάρξεώς σας ἀλλὰ καὶ τοῦ λαοῦ σας. Ὄχι μόνο δὲν πρέπει νὰ καυχᾶστε γιὰ τὸν πρόγονό σας τὸν Ἀβραάμ, ἀλλὰ καὶ σᾶς περιμένει τιμωρία. Μάλιστα εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κρατάει τὸ φτυάρι -τὸ πτῦον- τὸ φτυάρι, στὸ ἁλώνι μέσα -εἴχανε τὸ φτυάρι, ὅταν ἐκεῖ τὰ ζῶα πατοῦσαν τὸν καρπόν, καὶ μετὰ ἐγίνετο τὸ λίχνισμα· δηλαδὴ τὸ φτυάρι ἐχρησίμευε γιὰ τὸ λίχνισμα. Σήκωνε τὸν καρπὸν μαζὶ μὲ τὸ ἄχυρο, τὸ ἄφηνε νὰ πέσει, ὁ ἀγρότης, ἔπαιρνε ὁ ἀέρας τὸ ἄχυρο, καὶ ἔμενε κάτω τὸ σιτάρι- Λοιπόν, προσέξτε, λέει ὁ Ἰωάννης εἰς τὸν λαό του, ὅτι τὸ φτυάρι τὸ κρατάει Ἐκεῖνος. Μὴ νομίσετε λοιπὸν ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι προσωπολήπτης. Ὄχι! Θὰ μαζέψει ὅποιος εἶναι ἀληθινὸς σῖτος στὶς ἀποθῆκες του, ποὺ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τὸ δὲ ἄχυρον; Θὰ τὸ «κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ». Μὲ ἄσβεστη φωτιὰ ποὺ εἶναι ἡ αἰωνία κόλασις. Κλπ. κλπ.

Ἔτσι λοιπὸν τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου ἦταν πολὺ σπουδαῖο. Ἕνα κήρυγμα προπαρασκευαστικὸν γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Μεσσίου. Κεντρικὸ σημεῖο ἦταν: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». «Εἶναι πολὺ κοντὰ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Καὶ ποιά εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν; Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἐννοεῖται δηλαδὴ χρονικῶς πολὺ κοντά, ἀλλὰ καὶ ὡς παρουσία πολὺ κοντά. Πόσο κοντύτερα θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἐὰν ἐδῶ εἶναι ὁ Ἰωάννης καὶ δίπλα του εἶναι ὁ Ἰησοῦς τὸν ὁποῖο βαπτίζει; Καὶ χρονικῶς λοιπὸν εἶναι πολὺ κοντά, καὶ ἀπὸ πλευρᾶς ἀποστάσεως εἶναι πολὺ κοντά. Προσέξτε, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, σᾶς λέω τοῦτο, ὅτι... ἐπὶ θύραις· μετανοεῖτε λοιπόν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας ὁ Ἰωάννης ποὺ τὸν ἀποκεφάλισε ὁ Ἡρώδης, τότε, ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ διδάσκει. Ξέρετε ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε; Ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου. Τί ἔλεγε; Ὅ,τι ἔλεγε ὁ Ἰωάννης. «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Γιατί τὸ ἔκανε αὐτό; Ὄχι μόνο γιατί ἦταν οὐσιῶδες τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου ποὺ ἔπρεπε νὰ προβληθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστόν, ἀλλὰ ἤθελε καὶ νὰ δείξει μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὁ Κύριος ὅτι εἶναι μία συνέχεια τοῦ Ἰωάννου. «Ἐκεῖνα ποὺ σᾶς εἶπε, ἦταν αὐθεντικά. Καὶ ὁ  Ἰωάννης ἦταν αὐθεντικός. Θέλετε νὰ δεῖτε πόσο αὐθεντικός; Ἐκεῖνο ποὺ σᾶς ἔλεγε, σᾶς τὸ λέω τώρα κι ἐγώ: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».

Ἀκόμη ἦταν τὸ κήρυγμά του νουθετικόν. Ὅταν ἐρωτοῦν οἱ τελῶναι, καὶ οἱ στρατιῶται, τί νὰ πράξουν, ἀπαντᾷ κατάλληλα καὶ μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ πνεῦμα οἰκοδομῆς. Μᾶς κάνει πολλὴ ἐντύπωση ποὺ κατὰ τάξεις οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν καὶ τὸν ρωτοῦσαν. Ἐδῶ οἱ τελῶναι. Τί τοὺς εἶπε; «Μὴ βάζετε φορολογία περισσότερη, οὔτε νὰ ἐκβιάζετε τοὺς ἀνθρώπους»· διότι τί ἔκαναν οἱ τελῶναι; Τὸ ξέρομε αὐτό, οἱ  τελῶναι ἐξεβίαζαν τοὺς ἀνθρώπους, μάλιστα τοὺς ἐξεβίαζαν, θὰ πῶ καὶ τὸ σχῆμα, ἔβαζαν τὸ χοντρὸ δάχτυλο, τὸ μεγάλο δάχτυλο ἐδῶ στὸν λαιμὸ τοῦ φορολογουμένου καὶ τὸν ἔπνιγαν. Ὑπάρχει τὸ ρῆμα «πνίγω»· εἶναι στὴν Καινὴ Διαθήκη. «Δῶσ᾿ μου τόσα θέλω». Βέβαια δὲν ἦσαν ὅλα διὰ τὸ κράτος, διὰ τὴν πολιτεία· ἦσαν καὶ γιὰ τὴν τσέπη τους. Καταλαβαίνετε. Ὅταν θὰ πᾶνε μετὰ στρατιῶται -γιατί κι αὐτοὶ συντελοῦσαν εἰς τὴν συλλογὴ τῶν φόρων- «μηδένα» θὰ τοὺς πεῖ, «διασείσητε». «Διασείω» ξέρετε τί θὰ πεῖ; Θὰ πεῖ πιάνω τὸν ἄλλο ἀπὸ δῶ, ἀπὸ τὸν ὦμο, καὶ τὸν κουνάω. Αὐτὸ θὰ πεῖ διασείω. Εἶναι κάτι ποὺ τὸ κάνουμε κι ἐμεῖς σήμερα. Κάποιος μᾶς χρωστάει καὶ τὸν ἀπειλοῦμε, τὸν πιάνουμε, τὸν κουνᾶμε, τὸν ἀπειλοῦμε νὰ τὸν ρίξουμε χάμω... ἴδιες εἰκόνες. «Καὶ κανέναν νὰ μὴ συκοφαντήσετε», λέει στοὺς στρατιῶτες· «γιατί προκειμένου νὰ πετύχετε κάτι, σίγουρα πρέπει καὶ νὰ συκοφαντήσετε· αὐτὸ πρέπει νὰ κάνετε», λέγει ὁ Κύριος.

Ἀκόμη τὸ κήρυγμά του ἤτανε παρηγορητικό. «Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἕτερα εὐηγγελίζετο τὸν λαόν», λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. «Μὲ πολλὰ ἄλλα εὐηγγελίζετο» - «εὐαγγελίζομαι» θὰ πεῖ φέρνω χαρούμενο μήνυμα-· σὲ ποιόν ἔφερε τὸ χαρούμενο μήνυμα; Εἰς τὸν λαόν. Ἐκεῖνος ὁ λαὸς ποὺ θὰ ὑπεδέχετο τὸν Μεσσία του, ἐὰν φυσικὰ ἐπίστευε.

Τὸ κήρυγμά του, ὅπως εἴπαμε, ἦταν καὶ ἐλεγκτικό. Ξέρετε ἐδῶ μὲ αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω, παρατίθεται ἕνας κατάλογος τρόπου παιδαγωγίας; Ἐδῶ μέν, ἑνὸς λαοῦ· σεῖς δέ, τὰ παιδιά σας. Καὶ θὰ παρηγορήσετε, καὶ θὰ βοηθήσετε, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐλέγξετε. Σήμερα στὴν Παιδαγωγικὴ τὸν ἔλεγχο δὲν τὸν ἔχουν, τὸν ἔχουνε βγάλει. «Μὴ» λέει, «γιατί πιέζεις, εἶσαι πιεστικὸς» κ.τ.λ. Ὄχι ἀγαπητοί μου. Θὰ ἐλέγξουμε κιόλας. Λοιπόν, τὸ κήρυγμά του ἦταν ἐλεγκτικό. Καὶ μάλιστα τί ἔλεγε; Βαρύτατος χαρακτηρισμός. Ἔλεγε κυρίως τοὺς Γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι αὐτοὶ δὲν πήγαιναν νὰ βαφτιστοῦν· Ἤτανε οἱ ἔξυπνοι αὐτοί· ποὺ τά ᾿ξεραν ὅλα... Ναί, τοὺς λέει «Γεννήματα ἐχιδνῶν»· δηλαδὴ «εἴσαστε φιδάκια ποὺ τὰ γέννησαν ὀχιές. Κι ἐσεῖς εἴσαστε ὀχιές». Ξέρετε νὰ πεῖτε δημοσίως μιὰ τάξη ἀνθρώπων ὅτι εἶναι ὀχιές, δὲν εἶναι μικρὸς χαρακτηρισμός... Εἶναι βαρύτατος. «Ποιός σᾶς ὑπέδειξε ὅτι θὰ ξεφύγετε ἀπὸ τὴν κρίση ποὺ ἔρχεται τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ;». «Ὥστε νὰ θέλετε νὰ ἔρθετε ἐδῶ σὲ μένα». Ναί. Ἀλλά, βαφτίστηκαν; Ὄχι. Βλέπουμε δὲ καὶ τὴ μετέπειτα ἱστορία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Οἱ  Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἄκουγαν τὸν Χριστόν. Ἤτανε πανταχοῦ παρόντες. Ὄχι γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ βροῦν λόγο εἰς τὸν Κύριον, γιὰ νὰ Τὸν κατηγορήσουν. Ἔτσι καὶ ὁ Ἰωάννης τοὺς λέει: «Ποιός σᾶς ὑπέδειξε μὲ τὸ νὰ ἔρχεστε ἐδῶ, ἀλλὰ νὰ μὴν τελεσφορεῖτε, ὅτι θὰ γλυτώσετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ;». Καὶ ξέρετε, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἦρθε ὕστερα ἀπὸ τριάντα χρόνια, ὅταν μπῆκαν οἱ Ρωμαῖοι στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὰ ἰσοπέδωσαν. Φοβερὸ πρᾶγμα. Φοβερό, φοβερό!

Ἔτσι λοιπὸν ὁ Ἰωάννης δὲν ἔβλεπε σὲ πρόσωπο ἀνθρώπου. Μετήρχετο ὅλους τοὺς τρόπους γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν λαὸ νὰ προσεγγίσει τὸν Χριστόν. Ὁ Ἰωάννης εἶχε καὶ κάτι ἄλλο ποὺ τὸν ἔκανε πολὺ μεγάλο καὶ ἀσκοῦσε ἐπιρροὴ στὰ πλήθῃ. Ἦταν ἡ ζωή του. Ἄχ, ἡ ζωὴ του... Δὲν εἶχε ἐμφανιστεῖ μέχρι τότε ἀσκητὴς στὸν βαθμὸ ποὺ ἦταν ὁ Ἰωάννης. Εἶχε ξεπεράσει καὶ τὸν Ἠλία καὶ τὸν Ἐλισσαῖο. Ὁ Ἠλίας ἤτανε μὲ μία μηλωτήν. Μηλωτὴ θὰ πεῖ προβιά - πρόβιο, προβιὰ ἀπὸ ἀμνόν, δηλαδὴ ἀπὸ πρόβατο. Τὸ πετσὶ ἦταν ἀπ᾿ ἔξω, ὅπως φοροῦσαν τὴν προβιὰ αὐτή, καὶ τὸ τρίχωμα ἦταν ἀπὸ μέσα. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης κάπως ἔτσι ἦταν ντυμένος. Φοροῦσε λέει μιὰ δερματίνη ζώνη, καὶ ἔτρωγε, λέει, ἄγριο μέλι καὶ ἀκρίδες. Οἱ «ἀκρίδες», ἐδῶ ὑπάρχουν δύο ἑρμηνεῖες· ἡ μία ἑρμηνεία εἶναι ὅτι ὅπως ἐμεῖς τρῶμε τὰ σαλιγκάρια, ξέρετε ἂν μᾶς δεῖ κάποιος, Εὐρωπαῖος, νὰ τρῶμε τὰ σαλιγκάρια, ἐκφράζει στὸ πρόσωπό του ἕνα αἴσθημα ἀπαρεσκείας. Νὰ ξεράσει δηλαδή... Καὶ ὅμως, καὶ ὅμως τὰ τρῶμε τὰ σαλιγκάρια. Πιστεύω ἔχετε φάει κι ἐσεῖς. Κι ἐγὼ ἔχω φάει. Καὶ μᾶς ἀρέσουνε μάλιστα πάρα πολὺ τὰ σαλιγκάρια. Ἀλλά, ἀλλά, ἔτσι εἴχανε τότε τίς ἀκρίδες, οἱ ὁποῖες ἀφθονοῦσαν καὶ μποροῦσαν αὐτὲς νὰ τίς πιάνουν, νὰ τίς σκοτώνουν -τίς ἀκρίδες- νὰ τίς ξηραίνουν εἰς τὸν ἥλιο, νὰ τίς τρίβουνε νὰ τίς κάνουν σὰν ἀλεύρι καὶ νὰ ἀνακατεύουνε τὸ ἀλεύρι αὐτὸ ἀπὸ τίς ἀκρίδες μὲ μέλι καὶ νὰ τὸ τρῶνε. Σᾶς εἶπα, μὴν ἀηδιάσομε... Ἁπλούστατα, ὅπως ἐμεῖς ἔχομε τὰ σαλιγκάρια, εἴχανε τότε αὐτό.

Ἀλλά, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη ἀκόμα ἑρμηνεία. «Ἀκρίδες» λέγονται οἱ ἄκριες τῶν φυτῶν. Δηλαδὴ νὰ πάω νὰ τσιμπολογήσω, πῶς τσιμπολογοῦμε τίς βροῦβες καὶ τρῶμε, ξέρω ᾿γώ... Καὶ καμιὰ φορὰ μάλιστα καὶ χωρὶς νὰ βράσουμε τίς βροῦβες καὶ τρῶμε κάποια ἄλλα βλαστάρια, ὅπως εἶναι κάτι σπαράγγια ποὺ εἶναι πολὺ ὡραία, βγαίνουν τὴν ἄνοιξη, πηγαίνουμε τὰ κορφολογοῦμε καὶ τὰ τρῶμε. Καὶ οἱ δύο ἑρμηνεῖες εἶναι δεκτές.

Εἶχε ὁ Ἰωάννης ἀγαπητοί μου πολὺ μεγάλη ταπείνωση. Πολὺ μεγάλη. Δὲν οἰκειοποιεῖται τὸν τίτλο τοῦ Μεσσίου. Νὰ πεῖ: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας». Ἄπαπα... Ἀλλὰ δείχνει πόσο μικρὸς ἤτανε μπροστά του. Καὶ μᾶς δείχνει, ἔλεγε στὸν κόσμο ὅτι «δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ λύσω τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων του. Τόσο ἀνίκανος καὶ ἀνάξιος εἶμαι». Αἰσθάνεται πολὺ μικρός· οὔτε κἂν πρόσωπο δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὅπως σᾶς εἶπα προηγουμένως, ἀλλὰ ἁπλῶς μία φωνή. «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ».  Δὲν λέει κάποιος ποὺ φωνάζει στὴν ἔρημο, ἀλλὰ μία φωνή. Εἶχε μεγάλη αὐταπάρνηση. Ὅλη ἡ ζωή του ἦταν δοσμένη στὸν Θεὸ καὶ στὸ ἔργο τοῦ Μεσσίου. Δὲν κρατοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπολύτως τίποτα. Εἶχε ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν κάνει τίποτα διαφορετικὸ ἀπ᾿ ὅ,τι ὁ Θεός του λέγει. Τί ἔλεγε; «Ἐκεῖνος ποὺ μοῦ εἶπε νὰ βγῶ στὴν ἔρημο καὶ νὰ κηρύττω τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας, Αὐτὸς μοῦ εἶπε ὅτι θὰ δείξεις Αὐτὸν ποὺ ἐγὼ θὰ σοῦ ὑποδείξω» -ἐννοεῖται μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον- γιατί Αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας. Εἴδατε; Ὅ,τι μοῦ εἶπε ὁ Θεός, τὸ ἔκανα. Τὸ κάνω». Ὁ τρόπος ποὺ ζοῦσε. Σᾶς ἀνέφερα. Θὰ σᾶς τὸ πῶ καὶ πῶς τὸ λέει τὸ κείμενο. «Ἦν ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον». Ὄντως θεωρεῖται ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος καὶ οὐράνιος ἄνθρωπος.

Ἀγαπητοί. Τὸ τί καὶ πῶς νὰ ἐπαινέσουμε τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ καὶ νὰ δείξουμε τὴ μεγαλοσύνη του, ἀφοῦ ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἐγκωμιάστηκε καὶ ὀνομάστηκε  μέγας. Ἐκεῖνο ποὺ μποροῦμε νὰ δοῦμε εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης μὲ τὸ κήρυγμά του καὶ ἡ ζωή του ἔγινε ὑπόδειγμα ζωῆς καὶ προσφορᾶς. Κάθε του κίνηση εἶναι μία ἀποκάλυψις πρωτοτυπίας καὶ ζωντάνιας. Εἶναι ὑπόδειγμα γιὰ κάθε ὁμιλητῆ τοῦ θείου λόγου γιὰ ὅλες τίς ἐποχὲς καὶ ὅλες τίς μορφὲς κοινωνικοῦ βίου. Εἶναι ὑπόδειγμα λιτότητος στὴ βαρυφορτωμένη ὑλιστικὴ ἐποχή μας. Εἶναι ὑπόδειγμα ἐλευθερίας. Δὲν δεσμεύεται οὔτε ἀπὸ τὴν ὕλη, οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν παροῦσα ζωή. Ἐλευθερότερος Ἰωάννου δὲν ξέρω ποιός ἄλλος μπορεῖ νὰ ὑπῆρξε. Εἶναι ὑπόδειγμα πίστεως καὶ ἀφιερώσεως στὸν Θεό. Εἶναι ὑπόδειγμα βαθιᾶς ἀρετῆς καὶ πνευματικότητος. Ὄντως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς εἶναι ὁ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν». Οἱ λαμπηδόνες λοιπὸν τῆς ζωῆς του ἂς φωτίζουν καὶ τὴ δική μας ζωὴ στὴ δύσκολη καὶ σκοτεινὴ ἐποχὴ στὴν ὁποία ζοῦμε. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

ἀπομαγνητοφώνηση, ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ὁμιλίας:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΗ:

http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/mnhmh agivn/mnhmh agivn 025.mp3

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου