Δευτέρα 3 Απριλίου 2023

Λάμπρος Σκόντζος: Ἅγιος Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ

Ἡ ὑμνογραφία ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο μέρος τῆς θείας λατρείας στὴν Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία μᾶς βοηθᾷ νὰ μεταρσιωθοῦμε καὶ νὰ ἀναχθοῦμε σὲ ἀνώτερες πνευματικὲς ἐμπειρίες. Ἡ ἀξία τοῦ ὀρθοδόξου ὑμνογραφικοῦ πλούτου εἶναι ἀνυπολόγιστη. Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔχοντας τὸ ποιητικὸ χάρισμα, στὸ διάβα τῶν αἰώνων, διακρίθηκαν καὶ ὡς ὑμνογράφοι καὶ ποιητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, κληροδοτῶντας μας μιὰ ἀνεκτίμητη παρακαταθήκη. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος.
 
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰταλία. Γεννήθηκε στὴ Σικελία περὶ τὸ 810, ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Πλωτῖνο καὶ τὴν Ἀγάθη, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐνέπνευσαν ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τὴν πίστη στὸ Θεὸ καὶ τὸν μύησαν στὴν ἀρετή. Εἶχε συνηθίσει νὰ μελετᾷ τίς ἅγιες Γραφὲς καὶ νὰ ἀσκεῖται.
 
Ὅμως τὸ ἔτος 827 εἶχαν εἰσβάλει στὴ Σικελία οἱ Ἄραβες μουσουλμᾶνοι, ὁποῖοι καταδίωκαν μὲ μανία τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ ἀσπαστοῦν τὸ Ἰσλάμ. Τότε ἡ μητέρα του παρέλαβε τὸν δεκαπεντάχρονο Ἰωσὴφ καὶ τὸν ἀδελφό του καὶ ἦρθαν στὴν Πελοπόννησο γιὰ νὰ ἀποφύγουν τίς σφαγὲς τῶν Ἀγαρηνῶν. Ἀπὸ ἐκεῖ κατέληξαν στὴν Θεσσαλονίκη. Ἐπισκέφτηκε μάλιστα τὴν περίφημη Μονὴ Λατόμου, ὅπου λειτουργοῦσε σχολή, στὴν ὁποία συνέχισε καὶ τελειοποίησε τίς σπουδές του. Ἀργότερα ὁ Ἰωσὴφ ἔγινε μοναχὸς καὶ ἄρχισε τοὺς ἀσκητικοὺς καὶ πνευματικούς του ἀγῶνες. Μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου μυήθηκε στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Προσευχόταν νυχθημερόν, νήστευε, ἀγρυπνοῦσε καὶ μελετοῦσε τίς ἅγιες Γραφές. Ὡς ἐργόχειρο εἶχε τὴν  καλλιτεχνία. Εἶχαν ἐκτιμηθεῖ οἱ ἀρετές του καὶ οἱ ἱκανότητές του καὶ γι᾿ αὐτὸ παρακινήθηκε καὶ πείστηκε νὰ χειροτονηθεῖ πρεσβύτερος.
 
Ἔμεινε στὴ Θεσσαλονίκη ἐννέα χρόνια. Τὸ 840 ἔφυγε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό του Γρηγόριο τὸ Δεκαπολίτη, ὅπου ἐγκαταστάθηκαν στὴν φημισμένη Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Ἀντύπα. Ἐκεῖ ἔμειναν ὡς ἔγκλειστοι γιὰ ἕνα χρόνο. Ὅμως βρισκόμαστε στὴν κορύφωση τῆς εἰκονομαχικῆς ἔριδας, κατὰ τὴν ὁποία διώκονταν μὲ μανία οἱ ὀρθόδοξοι. Ὁ τελευταῖος εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Θεόφιλος (829-842) εἶχε ἐκδώσει διάταγμα γιὰ τὴν καταστροφὴ ὅλων τῶν ἐναπομεινάντων Ἱερῶν Εἰκόνων καὶ τὴν παραδειγματικὴ τιμωρία ὅσων τίς τιμοῦσαν.  Γι᾿ αὐτὸ ἀποφάσισαν νὰ μεταβοῦν καὶ νὰ ἐγκατασταθοῦν στὴ Ρώμη, ὅπου δὲν εἶχε ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὴν ἔριδα αὐτή. Ὅμως κατὰ τὴν διάρκεια τὸν πλοῦ του πρὸς τὴν Ἰταλία τὸ πλοῖο ἔπεσε σὲ ἐνέδρα Ἀράβων πειρατῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ἅρπαξαν ὅτι πολύτιμο ὑπῆρχε σ᾿ αὐτὸ αἰχμαλώτισαν τοὺς ἐπιβάτες, καὶ μαζί τους τὸν Ἰωσήφ, ὁδηγῶντας τους στὴν ἀραβοκρατούμενη τότε Κρήτη, τοὺς ὁποίους ἔριξαν στὴ φυλακή. Ὁ Ἰωσὴφ προσεύχονταν νυχθημερὸν γιὰ τὴν ἐλευθερία τὴ δική του καὶ τῶν ἄλλων αἰχμαλώτων. Ταυτόχρονα δίδασκε τὴν ὀρθόδοξη πίστη, μεταστρέφοντας πολλοὺς στὴν Ὀρθοδοξία. Μὲ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τίς ἐνέργειες τῶν πιστῶν Κρητῶν ἀπελευθερώθηκαν.
 
Τὸ ἔτος 850 ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ εἶχε λήξει ἡ εἰκονομαχία, τὸ 842 ἀπὸ τὴν Αὐγούστα ἁγία Θεοδώρα. Ἐκεῖ ἵδρυσε δική του Μονή, ἀφιερωμένη στὸν ἅγιο Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο, τὸν ὁποῖο τιμοῦσε ἰδιαιτέρως. Φρόντισε μάλιστα νὰ ἐναποθέσει σὲ αὐτὴ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου, τὰ ὁποῖα μετέφερε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ ἄρχισε μιὰ νέα περίοδος πνευματικοῦ ἀγῶνα τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος διῆγε μὲ ἀδιάκοπη προσευχή, ἀγρυπνία, νηστεία καὶ φιλανθρωπία.
 
Ἐκεῖ διαπίστωσε ὅτι εἶχε προικιστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τοῦ ποιητῆ καὶ ὑμνογράφου. Παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα νύχτα καὶ ἡμέρα τὸν ἅγιο Βαρθολομαῖο νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἀξιοποιήσει τὸ ποιητικό του τάλαντο γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Νά τὸν ἐμπνεύσει νὰ συνθέσει ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους. Πράγματι ὁ εὐσεβὴς πόθος του δὲν ἄργησε νὰ πραγματοποιηθεῖ. Κάποια μέρα ἐνῶ προσευχόταν μὲ θέρμη στὸν ἅγιο, εἶδε ἕνα ὅραμα. Ἕνας ἐντυπωσιακὸς ἄνδρας, μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Ἀποστόλου Βαρθολομαίου, πῆρε ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τὸ τοποθέτησε πάνω στὸ στῆθος του καὶ τὸν εὐλόγησε. Ὅταν συνῆρθε, συνειδητοποίησε ὅτι αὐτὸ ἦταν ἕνα σαφὲς σημάδι ὅτι ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀξιοποιήσει τὸ χάρισμά του στὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.
 
Ἄρχισε νὰ γράφει ἀκατάπαυστα ὕμνους. Βρισκόμαστε στὴν ἐποχὴ ποὺ ἐμφανίζεται τὸ νέο καὶ ἀξεπέραστο ὑμνογραφικὸ εἶδος στὴν Ἐκκλησία μας, οἱ Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἐκτόπισαν τὰ Κοντάκια. Ὁ Ἰωσὴφ ὑπῆρξε ἰδιοφυία στὴ σύνθεση τῶν Κανόνων. Ἔγραψε πάμπολλους, ἀλλὰ μᾶς διασώθηκαν 165, οἱ ὁποῖοι φέρουν τὸ ὄνομά του.  Λίγο νωρίτερα εἶχαν συνθέσει τοὺς ὕμνους τῆς Ὀκτωήχου ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός. Ὁ Ἰωσὴφ συμπλήρωσε τὴν Ὀκτώηχο, συνθέτοντας τοὺς ὕμνους τῆς ἑβδομάδος, ἐκτὸς τῆς Κυριακῆς, ποὺ εἶχαν συνθέσει οἱ δύο προειρημένοι ποιητές. Συνέθεσε ἐπίσης Κανόνες καὶ ὕμνους στοὺς Ἁγίους, συμπληρώνοντας τὰ Μηναία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔγραψε θαυμάσιους Κανόνες καὶ ἄλλους ὕμνους, στὴ Θεοτόκο, τὸν ἅγιο Νικόλαο, στὸν ἅγιο Βαρθολομαῖο, στοὺς Ἀρχαγγέλους κλπ.
 
Ξεχωριστὸ ὑμνογραφικὸ ἀριστούργημα τοῦ ἁγίου Ἰωσὴφ εἶναι ὁ περίφημος καὶ δημοφιλὴς Κανόνας, ὁ ὁποῖος ψάλλεται κατὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Συνέθεσε τὰ τροπάρια, ποὺ ἀκολουθοῦν τοὺς εἱρμούς, ποὺ εἶχε συνθέσει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Σημειώνουμε πὼς τὰ ἄφθαστα καλολογικὰ στοιχεῖα τοῦ ὕμνου αὐτοῦ, τὸν καθιστοῦν ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα ποιήματα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας.
 
Ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς σωζόμενους ὕμνους του, κάποιοι τοὺς ἀποδίδουν σὲ κάποιο ἄλλο Ἰωσὴφ Ὑμνογράφο, τὸν Στουδίτη.
 
Ὑπῆρξε φίλος τοῦ ὁμολογητῆ πατριάρχη ἁγίου Ἰγνατίου (846-858 καὶ 867 - 877). Αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια νὰ διωχθεῖ μαζί του, ἀπὸ τὸν ἀκόλαστο καὶ θηριώδη παρακοιμώμενο τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ΄, Βάρδα, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε στὴν ἐξορία.  Κατὰ τὴ δεύτερη πατριαρχία τοῦ Ἰγνατίου ἔγινε σκευοφύλαξ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Τὸ ἀξίωμα αὐτὸ διατήρησε καὶ ἐπὶ τῆς δευτέρας πατριαρχίας τοῦ ἁγίου Φωτίου, τὸν ὁποῖο ἐκτιμοῦσε καὶ ἀγαποῦσε ὁ μεγάλος Πατριάρχης.
 
Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ 886 καὶ τὸ τίμιο λείψανό του θάφτηκε στὴ Μονή του. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 3 Ἀπριλίου.
 
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου