Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Η αδιάλειπτη προσευχή - Γέροντας Ευστράτιος Γκολοβάνσκι


«Δεν ξέρετε πως είστε ναός του Θεού και πως το Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα σας;» μας ρωτάει ο απόστολος Παύλος (Α’ Κορ. 3:16). Αφού, λοιπόν, όλοι οι χριστιανοί είμαστε ζωντανοί ναοί του Θεού, δεν πρέπει να γίνουμε οίκοι αδιάλειπτης προσευχής και δοξολογίας Εκείνου;

Υπάρχει, όμως, κι άλλος ένας λόγος, για τον οποίο οφείλουμε να προσευχόμαστε αδιάλειπτα: Ο σατανάς με τα όργανά του και τους υπηρέτες του μας πολεμάει συνέχεια. Όμοια μας πολεμάει και η σάρκα, που εναντιώνεται στο πνεύμα. Μ’ αυτούς τους ισχυρούς εχθρούς δεν μπορούμε να τα βάλουμε μόνοι μας. Γι’ αυτό πρέπει να οπλιστούμε με την προσευχή.

Παντού και πάντοτε μπορούμε να προσευχόμαστε με το νου και το πνεύμα. Και στο δρόμο και στη δουλειά και στο τραπέζι και στο κρεβάτι και στην πολυκοσμία και στη μόνωση μπορεί να θυμάται κανείς τον Θεό, να Τον ευχαριστεί, να Τον δοξάζει και να ζητάει τη βοήθεια Του. Κι Εκείνος, ως φιλάνθρωπος και πολυέλεος, είναι πάντα έτοιμος να μας ακούσει και να μας συντρέξει.

 ✶✶✶
Μπορούμε να προσευχόμαστε την ώρα της δουλειάς

Και μπορούμε και πρέπει να προσευχόμαστε. Τι κάνουμε συνήθως την ώρα της δουλειάς; Λέμε μάταια λόγια, κουτσομπολεύουμε και κατακρίνουμε τους συνανθρώπους μας, τραγουδάμε, καμιά φορά και τσακωνόμαστε με τους συνεργάτες ή συναδέλφους μας. Στους εργασιακούς χώρους γίνεται συχνά τόση φασαρία, που θαρρείς ότι μιλάει ολόκληρη η οικουμένη.

Όλη αυτή η φασαρία, κι αν ακόμα δεν εμποδίζει την εργασία, αναμφίβολα δεν ωφελεί την ψυχή. Ποιος δεν θα παραδεχθεί πως, αντί να λέμε κούφια ή και εφάμαρτα λόγια, είναι καλύτερα να προσευχόμαστε;
Αρχίζοντας, για παράδειγμα, τη δουλειά σου, πες μυστικά ή και δυνατά: «Κύριε, ευλόγησε τον κόπο μου. Δώσε μου δύναμη και βοήθησέ με να τελειώσω αίσια».

Όσο εργάζεσαι, επαναλάμβανε μια σύντομη προσευχή, όπως το «Κύριε, ελέησον». Βλέποντας τη δουλειά σου να πηγαίνει καλά, λέγε: «Δόξα σοι, Κύριε». Βλέποντάς την να μην πηγαίνει καλά, ικέτευε: «Υπεραγία Θεοτόκε, άγιοι του Θεού, δεηθείτε στον Κύριο για μένα».

Αν σε πολεμήσουν κακοί λογισμοί, κάνε το σταυρό σου και πες: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν». «Φύλακα άγγελέ μου, φύλαξέ με». Αν αμάρτησες με το λογισμό ή τα λόγια, αναστέναξε με μετάνοια και πες με καρδιά συντριμμένη: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τον αμαρτωλό».

Αν από λάθος σου χάλασε κάποιο μηχάνημα ή έσπασε κάποιο εργαλείο, μην αγανακτήσεις. Ήρεμα και μακρόθυμα πες: «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, που παραχώρησες να γίνει αυτή η ζημιά, για να διαπιστώσω την αδυναμία μου και να ταπεινωθώ».

Αν σε πλησιάσει κάποιος, πες του: «Ο Θεός βοηθός σου, αδερφέ». Κι όταν φεύγει, ευχήσου του: «Ο Θεός μαζί σου».
Έτσι, λοιπόν, και όταν δουλεύουμε, μπορούμε να προσευχόμαστε και να μιλάμε θεάρεστα.
  ✶✶✶
Γιατί, αν και συχνά επαναλαμβάνω την προσευχή του τελώνη «Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τον αμαρτωλό», δεν βλέπω καμιάν αλλαγή στη ζωή μου;

Απάντηση: Γιατί, απλούστατα, προσεύχεσαι με τα τελωνικά λόγια, όχι όμως και με το τελωνικό φρόνημα. Ο τελώνης προσευχόταν, με συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του (Λουκ. 18:13), με «πνεύμα συντριμμένο, καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη» (Ψαλμ. 50:19). Ο Θεός βλέπει την καρδιά του ανθρώπου. Αν αυτή πονάει για τις αμαρτίες της και μετανοεί ειλικρινά, Εκείνος δέχεται την προσευχή της· διαφορετικά, την απορρίπτει.

Η δική μας μετάνοια δεν έχει συνήθως καρπούς, γιατί κατά βάθος ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι είμαστε ευσεβείς, ενάρετοι και, οπωσδήποτε, ανώτεροι από τους αδερφούς μας. Τέτοιους ανθρώπους θέλοντας να συνετίσει ο Κύριος, είπε τη διδακτική παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου: 

«Σε μερικούς που ήταν σίγουροι για την ευσέβειά τους και περιφρονούσαν τους άλλους, είπε τούτη την παραβολή… Γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του, θα ταπεινωθεί, και όποιος τον ταπεινώνει, θα υψωθεί» (Λουκ. 18:9,14).

Από το βιβλίο: Γέροντος Ευστρατίου (Γκολοβάνσκι), Απαντήσεις σε ερωτήματα χριστιανών. Ιερά Μονή Παρακλήτου, 2012. Ερωτήσεις 49, 154, 21.

«Πᾶνος» 

1 σχόλιο:

  1. Πολύ ωραίο το άρθρο!!!

    Θα γράψω κάτι από το Γεροντικό για την δύναμη της προσευχής.

    Ήταν κάποτε ένας υποτακτικός στο Άγιο Όρος και έλεγε τον Γέροντα του.
    Γέροντα λέω την ευχή αλλά δεν νιώθω κάτι.
    Του έλεγε ο Γέροντας δεν πειράζει, το νιώθει καλά κάποιος άλλος. (Εννοούσε τον διάβολο).

    Όμως επέμενε ο υποτακτικός του, λέγοντάς του, ότι θέλει να το νιώσει και αυτός. (Την δύναμη της προσευχής).

    Ωραία του λέει τότε ο Γέροντας, αύριο το πρωί που θα σηκωθείς θα σου πω τι θα κάνεις.
    Το πρωί που σηκώθηκαν του δίνει ο Γέροντας ένα ψάθινο καλάθι. Πάρε αυτό το καλάθι και πήγαινε να το γεμίσεις από την πηγή με νερό, και να μου το φέρεις, και σε όλο το δρόμο θα λες το ( Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με).
    Μα!! του απαντάει ο υποτακτικός αυτό είναι ψάθινο, δεν θα κρατήσει ούτε μία σταγόνα.
    Θαύμα δεν θέλεις να δεις του απαντάει. Ξεκίνα και πήγαινε.
    Φτάνοντας στην πηγή και λέγοντας συνέχεια την ευχή, Ω του θαύματος!!!
    Το ψάθινο καλάθι γέμισε με νερό και δεν έχανε ούτε μία σταγόνα!
    Άρχισε να γυρίζει πίσω όλος χαρά λέγοντας την ευχή.
    Στον δρόμο τον σταμάτησε ένας ( προσκυνητής). Και τον έπιασε τη συζήτηση.
    Πώς σε λένε; Ποιος είναι ο Γέροντας σου; Πόσα χρόνια είσαι στο Άγιο Όρος; Τώρα πόσο χρονών είσαι;
    Και συζητώντας με τον (προσκυνητή), βλέπει ξαφνικά το καλάθι να αδειάζει από το νερό, και να πέφτει όλο κάτω στο χώμα.
    Γυρίζει πίσω λυπημένος στον Γέροντα του, μόλις τον βλέπει ο Γέροντας τον ρωτάει : δεν γέμισε το καλάθι σου με νερό;
    Γέμισε γέροντα αλλά στο δρόμο βρήκα έναν ( προσκυνητή), και μου έπιασε τη συζήτηση, και ξαφνικά άρχισε να φεύγει το νερό από τις τρύπες.
    Και τότε του είπε ο Γέροντας: δεν κατάλαβες ότι ήταν το ταγκαλάκι, και σου έπιασε τη συζήτηση, για να σταματήσεις την ευχή επειδή καιγόταν.
    Και τότε κατάλαβε ο υποτακτικός του την δύναμη της ευχής.

    Το ίδιο νιώθουμε και εμείς, μόλις πάμε να προσευχηθούμε, τότε αρχίζουν να έρχονται όλα στο μυαλό μας.
    Τι δουλειές έχουμε για αύριο, ποια είναι τα προβλήματά μας, και ενώ πάμε να προσευχηθούμε, προσπαθούμε να βρούμε λύσεις για κάποια θέματα.
    Και τελικά μόνο προσευχή δεν κάνουμε.

    Οτιδήποτε κάνουμε ο διάβολος όχι μόνο δεν μας εμποδίζει, αλλά και μας παροτρύνει.
    Μόλις όμως πούμε να προσευχηθούμε, αρχίζει να λυσσάει, θα μας θυμίσει ότι κάτι άλλο έχουμε να κάνουμε, κι αν επιμείνουμε θα μας φέρει χασμουρητά και διαφόρους λογισμούς.

    Και ο Άγιος Παΐσιος μας έλεγε:
    5 ώρες να εργάζομαι με χειρωνακτική εργασία κουράζομαι λιγότερο, από ότι μισή ώρα να προσευχηθώ.
    Γιατί γνώριζε ότι τότε δεχόταν τον πόλεμο των δαιμόνων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή