Στὴν Ὀρθόδοξο θεολογία ὅμως ὑπάρχει καὶ στοχασμός, ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει στοχασμὸς καὶ στὶς θετικὲς ἐπιστῆμες. Στὶς θετικὲς ἐπιστῆμες ὁ κάθε ἐρευνητής, γιὰ νὰ προχωρήσῃ στὴν ἔρευνά του, προβάλλει συνεχῶς ὑποθέσεις καὶ δὲν τολμάει νὰ υἱοθετήσῃ τὶς ὑποθέσεις αὐτὲς καὶ νὰ τὶς μεταβάλῃ σὲ ἀξιώματα, πρὶν ἐλεγχθῇ ἡ ὀρθότητά τους ἀπὸ τὴν ἐμπειρία, δηλαδὴ τὴν ἐμπειρικὴ γνῶσι μὲ βάση τὶς ἐπιστημονικὲς μεθόδους. Στὶς θετικὲς ἐπιστῆμες δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξῃ πρόοδος, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ στοχασμὸς ἐπάνω στὶς κτηθεῖσες γνώσεις. Μὲ βάσι αὐτὸν τὸν στοχασμὸ οἱ ἐπιστήμονες δημιουργοῦν θεωρίες καὶ προβάλλουν ὑποθέσεις, τὶς ὁποῖες ἐν συνεχείᾳ ἐλέγχουν μὲ τὴν παρατήρησι καὶ τὸ πείραμα ἂν εἶναι ὀρθές.
Ὁ στοχασμὸς ὅμως, ποὺ ὑπάρχει στὴν Ὀρθόδοξο Θεολογία, συνεχῶς λιγοστεύει ὅσο κανεὶς προχωρεῖ στὴν θεογνωσία, διότι ὁ στοχασμὸς αὐτὸς ἐλέγχεται καὶ περιορίζεται συνεχῶς ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἀποκαλύψεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Οἱ στοχασμοὶ καὶ οἱ ὑποθέσεις ἀντικαθίστανται ἀπὸ τὴν γνῶσι. Προχωρῶντας κανεὶς ἀπὸ τὴν κάθαρσι στὸν φωτισμό, ὁ στοχασμὸς μειώνεται. Πλήρης κατάργησις τοῦ στοχασμοῦ συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσῃ στὴν θέωσι ὅταν δηλαδὴ ἀντικρύσῃ τὴν ἴδια τὴν Ἀλήθεια, ἡ ὁποία τοῦ ἀποκαλύπτεται καὶ ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας παραμένει ἀναλλοίωτη δια μέσου τῶν αἰώνων, ὅσον ἀφορᾷ στὴν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Καὶ τοῦτο, διότι ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἴδια δια μέσου τῶν αἰώνων. Ἦτο καὶ εἶναι πάντα ἡ ἴδια, σὲ ὅλους τοὺς θεούμενους ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀδὰμ μέχρι τώρα. Ὅλοι οἱ θεούμενοι (Προφῆτες, Ἀπόστολοι, Ἅγιοι), δέχονται τὴν ἴδια ἐμπειρία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κατὰ τὴν θέωσι, ὅταν δηλαδὴ τοὺς ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστός. Ἡ μόνη διαφορὰ σὲ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία εἶναι ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτεται ἄσαρκος, ὡς ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ἐνῶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπου μεσολαβεῖ ἡ Ἐνσάρκωσις τοῦ Λόγου στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν δεδοξασμένη Του ἀνθρωπίνη φύσι, κατὰ ἀνάλογο τρόπο μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀποκαλύφθηκε στὸ ὄρος Θαβὼρ στοὺς τρεῖς Ἀποστόλους.
Αὐτὰ σημαίνουν ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἡ γνῶσις περὶ τοῦ Θεοῦ ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνεται επανα-ἀποκαλυπτομένη στοὺς θεουμένους τῆς κάθε ἐποχῆς. Ἡ γνῶσις αὐτή, ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, εἶναι πάντα τῆς αὐτῆς φύσεως, ἔχει ὅμως διαβαθμίσεις, δηλαδὴ διαφορετικὸ βαθμὸ πληρότητος στὸν κάθε θεούμενο. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται σὲ ἕναν ἄνθρωπο, ἀποκαλύπτεται στὸ μέτρο ποὺ ὁ Θεὸς θέλει καὶ ποὺ ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ δεχθῇ, νὰ χωρέσῃ, τὴν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ. Ὁ μέγιστος βαθμὸς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἐκεῖνος τῆς Πεντηκοστῆς. Τότε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὡδήγησε τοὺς Ἀποστόλους «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν».
Ὁ στοχασμὸς ὅμως, ποὺ ὑπάρχει στὴν Ὀρθόδοξο Θεολογία, συνεχῶς λιγοστεύει ὅσο κανεὶς προχωρεῖ στὴν θεογνωσία, διότι ὁ στοχασμὸς αὐτὸς ἐλέγχεται καὶ περιορίζεται συνεχῶς ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἀποκαλύψεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Οἱ στοχασμοὶ καὶ οἱ ὑποθέσεις ἀντικαθίστανται ἀπὸ τὴν γνῶσι. Προχωρῶντας κανεὶς ἀπὸ τὴν κάθαρσι στὸν φωτισμό, ὁ στοχασμὸς μειώνεται. Πλήρης κατάργησις τοῦ στοχασμοῦ συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσῃ στὴν θέωσι ὅταν δηλαδὴ ἀντικρύσῃ τὴν ἴδια τὴν Ἀλήθεια, ἡ ὁποία τοῦ ἀποκαλύπτεται καὶ ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας παραμένει ἀναλλοίωτη δια μέσου τῶν αἰώνων, ὅσον ἀφορᾷ στὴν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Καὶ τοῦτο, διότι ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἴδια δια μέσου τῶν αἰώνων. Ἦτο καὶ εἶναι πάντα ἡ ἴδια, σὲ ὅλους τοὺς θεούμενους ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀδὰμ μέχρι τώρα. Ὅλοι οἱ θεούμενοι (Προφῆτες, Ἀπόστολοι, Ἅγιοι), δέχονται τὴν ἴδια ἐμπειρία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κατὰ τὴν θέωσι, ὅταν δηλαδὴ τοὺς ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστός. Ἡ μόνη διαφορὰ σὲ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία εἶναι ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτεται ἄσαρκος, ὡς ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ἐνῶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπου μεσολαβεῖ ἡ Ἐνσάρκωσις τοῦ Λόγου στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν δεδοξασμένη Του ἀνθρωπίνη φύσι, κατὰ ἀνάλογο τρόπο μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀποκαλύφθηκε στὸ ὄρος Θαβὼρ στοὺς τρεῖς Ἀποστόλους.
Αὐτὰ σημαίνουν ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἡ γνῶσις περὶ τοῦ Θεοῦ ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνεται επανα-ἀποκαλυπτομένη στοὺς θεουμένους τῆς κάθε ἐποχῆς. Ἡ γνῶσις αὐτή, ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, εἶναι πάντα τῆς αὐτῆς φύσεως, ἔχει ὅμως διαβαθμίσεις, δηλαδὴ διαφορετικὸ βαθμὸ πληρότητος στὸν κάθε θεούμενο. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται σὲ ἕναν ἄνθρωπο, ἀποκαλύπτεται στὸ μέτρο ποὺ ὁ Θεὸς θέλει καὶ ποὺ ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ δεχθῇ, νὰ χωρέσῃ, τὴν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ. Ὁ μέγιστος βαθμὸς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἐκεῖνος τῆς Πεντηκοστῆς. Τότε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὡδήγησε τοὺς Ἀποστόλους «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν».
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου