Μια φορά ήταν καλοκαίρι και οι γονείς μας θέριζαν στα χωράφια. Και ενώ έλαμπε ο ήλιος ξαφνικά σκοτείνιασαν όλα, έγινε νύχτα. Εκείνος τότε βγήκε στο καμπαναριό και μας φώναξε με την αδελφούλα μου να πάμε κοντά του. Έκλεισε και τα παραθυρόφυλλα από το κελλάκι του. Έξω βροντές, αστραπές, μεγάλο κακό γινόταν. Κι εγώ καθόμουν όλο εκεί στα πόδια του, κοντά στη σόμπα και περιμέναμε.
Είχε αναμμένο καντήλι, έκανε προσευχή εκεί στο κελλάκι του κι έξω γινόταν χαλασμός. Κάπου-κάπου έλεγε: «Ε, παιδί μου, ε, παιδί μου…», σκεφτόταν τον κόσμο στα χωράφια. Μετά μας είπε να καθίσουμε εμείς εκεί στο κελλάκι του και να τον περιμένουμε. Εκείνος πήγε στο εκκλησάκι του να προσευχηθεί.
Εμείς περιμέναμε, περιμέναμε, φοβηθήκαμε και στο τέλος η αδελφή μου, που ήταν μεγαλύτερη από μένα, με πήρε να πάμε να τον βρούμε. Ανοίξαμε λίγο την πόρτα και τον είδαμε γονατιστό που προσευχόταν.
Μόλις μας κατάλαβε, σηκώθηκε, ήρθε κοντά μας και μας πήρε πάλι μέσα. «Δεν παθαίνουν τίποτε εκείνοι», είπε με σιγουριά, «θα ‘ρθούνε». Κι εμείς παιδιά τότε, αλλά στενοχωριόμασταν.
Όταν μετά σταμάτησε η βροχή, ο δρόμος έξω από το μοναστήρι ήταν ένα ποτάμι. Είχε ανεβεί το νερό ψηλά και είχε ένα βουητό δυνατό. Ευτυχώς που ήταν κατήφορος κι έφευγε γρήγορα το νερό. Τότε είπε ο Γέροντας: «Τώρα όπου νάναι θα ‘ρθουν και οι γονείς σας».
Μετά από λίγο ήρθε η μάνα μου και είπε: «Αχ, πάτερ, καλά που τα πήρες τα παιδιά εδώ, γιατί εμείς σκεφτόμασταν πώς θα είναι μόνα». Την κοίταξε ο Γέροντας με νόημα, γέλασε και τη ρώτησε: «Πώς περάσατε;» «Καλά» είπε η μητέρα μου. «Εκεί δεν βραχήκατε;» «Όχι», είπε, «και ήταν σ’ ένα χωράφι που ούτε ένα δέντρο δεν είχε. Γείραμε λίγο δύο δεμάτια από το σιτάρι και μπήκαμε από κάτω».
Σε κείνη τη φουρτούνα δεν βράχηκαν καθόλου. Εκείνος γελούσε με μία ευχαρίστηση, σαν να την έλεγε: «Πού να ήξερες πόση προσευχή με δάκρυα γονατιστός μπροστά στην Παναγία έκανα εδώ και γι’ αυτό δεν πάθατε τίποτε».
Από πολλά σπίτια στο χωριό πήρε τα κεραμίδια ο αέρας κι έγιναν μεγάλες ζημιές. Κι εκείνοι μέσα στο χωράφι, που δεν υπήρχε καμία ασφάλεια, δεν βράχηκαν καθόλου, ούτε σταγόνα νερό δεν τους άγγιξε.
✶✶✶
Μια κυρία, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σίψα, θυμάται μία θαυμαστή βοήθεια, που είδε από τον όσιο Γέροντα Γεώργιο:
Όταν ήμουν κοπέλα, για αρκετές μέρες πονούσαν πολύ τα πόδια μου, ιδιαίτερα το απόγευμα. Η μητέρα μου, αφού δεν μπόρεσε με άλλο τρόπο να με βοηθήσει, με έφερε εδώ στον Γέροντα, να με διαβάσει μία ευχή. Εκείνος μας έστειλε να πάμε στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στη Δράμα. Ζήτησε να γυρίσουμε τρεις φορές γύρω από την εκκλησία και μετά να μπούμε μέσα και να ανάψουμε όσα κεριά είχαμε ευχαρίστηση και μπορούσαμε να δώσουμε.
Εγώ
φεύγοντας σκέφτηκα: «Δεν ήθελε να με διαβάσει, γι’ αυτό μας στέλνει
στην Αγία Βαρβάρα». Όμως την επομένη μέρα πήγαμε. Κάναμε ό,τι μας είπε
και ο πόνος μαχαίρι κόπηκε, δεν ξαναπόνεσα. Οι άγιες ευχές του με
θεράπευσαν».
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 206, 241 (αποσπάσματα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου