Στο Σοφικό της Κορινθίας είχε λάβει χώρα, το εξής περιστατικό. Ήταν ένας πραγματευτής – τότε κουβαλούσανε με τα ζώα τα εμπορεύματά τους – που είχε μαζί του έναν βοηθό μικρό.
Φτάσανε στο χωριό το μεσημέρι και είπε αυτός στον μικρό βοηθό του:
Φτάσανε στο χωριό το μεσημέρι και είπε αυτός στον μικρό βοηθό του:
– Πάρε το ζώο, δέστο στον πλάτανο, ξεφόρτωσέ το, ρίχτου κάτι να φάει και πάρε και εσύ αυτό πενηντάρικο να πας να πάρεις ψωμί και λίγο προσφάι να φας. Εγώ θα πάω να μαζέψω κάτι βερεσέδια που έχω στο χωριό και θα έρθω να φύγουμε μαζί.
Πράγματι ο μικρός έκανε αυτό. Παίρνει με τις δύο δεκάρες από το φούρνο ψωμί, το βάζει στη μασχάλη του και πηγαίνει σε ένα μπακάλικο εκεί και λέει στον μπακάλη:
– Μπάρμπα, δώσε μου τρεις δεκάρες σαρδέλες.
Ήταν Δεκαπενταύγουστος.
– Δεν έχω, του λέει ο μπακάλης.
Ο μικρός είδε, ότι είχε ένα μικρό κουτί με σαρδέλες. Σου λέει, κακός είναι αυτός ή είναι λίγα τα λεφτά και δεν μου τις δίνει.
Προχωράει και πηγαίνει πιο κάτω στον άλλον μπακάλη.
– Μπάρμπα, δώσε μου τρεις δεκάρες σαρδέλες.
– Δεν έχω!
Ο μικρός είδε ότι αυτός είχε σαρδέλες, με σκεπασμένο το κουτί… Αλλά δεν του έδωσε. Σου λέει, τί γίνεται εδώ πέρα και δεν με δίνουν;
Πάει και στον τρίτο μπακάλη, ο οποίος ήταν ένας ψηλός, δύο μέτρα:
– Μπάρμπα, δώσε μου τρεις δεκάρες σαρδέλες.
Σηκώνει ο μπακάλης τη χερούκλα του και του λέει αυστηρά:
Άκου εκεί, να σου δώσω σαρδέλες μέσα στη νηστεία της Παναγίας…
Τρέχει ο μικρός να φύγει έξω.. Δεν του πούλησε σαρδέλες. Αυτός τί θα τα κάνει τα λεφτά, δεν τα είχε ανάγκη; Ή ο άλλος ή ο παράλλος; Και όμως δεν του πούλησαν σαρδέλες. Και καλώς κάνανε.
Αν είναι ένα μέρος που είναι Τούρκοι, που είναι Εβραίοι, το καταλαβαίνω. Αλλά μέσα στο Ελληνισμό, μέσα που δεν υπάρχει Ελληνικό σπίτι που να μην έχει την Παναγία σαν εικόνισμα, δεν επιτρέπεται κανείς να γίνεται αιτία ο άλλος την περίοδο αυτή του Δεκαπενταύγουστου να καταλύει και να μην νηστεύει…
Δημήτριος Παναγόπουλος ο Ιεροκήρυκας (1916 – 1982)
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου