Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

Ἀσκητές μέσα στόν κόσμο Α΄: Πατήρ Ἠλίας Διαμαντίδης ὁ μυροβλήτης - Μέρος 2ο καί τελευταίο

 


Τὸ πρῶτο μέρος ΕΔΩ
 
Ἦταν ἀσκητικός καί λιτοδίαιτος. Συνήθως τό φαγητό του ἦταν λίγο ρυζάκι νερουλό ἤ λίγα καρύδια ἤ λίγο λάχανο βραστό. Στά τέλη του ἔπινε τσάϊ μέ παξιμάδι. Κρατοῦσε τά τριήμερα καί τό βράδυ ἔτρωγε μόνο τρία φουντούκια. Νήστευε μέ ζῆλο τίς Σαρακοστές. Συχνά πάθαινε γαστρορραγίες καί ἦταν πολύ ἀδύνατος. Συνήθισε καί τά παιδιά του ἀπό μικρά στή νηστεία.

Τήν ἡμέρα ἐργαζόταν στό κτῆμα του. Καλλιεργοῦσε λαχανικά καί πολλῶν εἰδῶν καρποφόρα δένδρα, ἀκόμη καί τσάγια.

Ὁ πατήρ εἶχε ὡς εὐλογία τό δεξί χέρι τοῦ παπα-Γιάννη Τριανταφυλλίδη πού ἅγιασε. Ἐπίσης μιά ἡγουμένη ἀπό τό Σοχούμ του χάρισε τήν καρδιά καί τό δακτυλάκι μιᾶς παιδούλας, ὀνόματι Μαρίας, πού διατηρήθηκαν ἄφθαρτα μετά τήν ἐκταφῆ της. Τό κοριτσάκι αὐτό καταγόταν ἀπό τήν Σάντα τοῦ Πόντου. Οἱ γονεῖς της ἦταν πάμπλουτοι ἀλλά ὑπερβολικά φιλάργυροι καί ἄσπλαχνοι. Ὅταν ἐκοιμήθη ἡ μητέρα της, ἡ μητρυιά ἐβασάνιζε τή Μαρία καί τήν ἄφηνε νηστική. Αὐτή μοίραζε κρυφά τίς νύχτες σέ φτωχούς καί ἐγκυμονοῦσες γυναῖκες πολλά ὑλικά ἀγαθά. Ἔδινε ἀκόμη καί τό λιγοστό ψωμάκι της σέ πεινασμένους καί αὐτή ἔμενε νηστική. Ἐκοιμήθη σέ ἡλικία δώδεκα χρόνων καί στήν ἐκταφῆ τῆς βρέθηκαν ἄφθαρτα τό δεξί της χέρι καί ἡ καρδιά της μέσα σέ μύρο. Ἔβλεπαν πρίν στόν τάφο της κάθε νύχτα ἕνα φῶς πού ἀνεβοκατέβαινε τρεῖς φορές, καί αὐτό τούς παρακίνησε νά κάνουν ἀνακομιδή, όπότε καί βρέθηκε ὁ τάφος της νά εὐωδιάζη γεμᾶτος μύρο.

Ὅπως ὑποσχέθηκε ὁ ἅγιος Γεώργιος, ἔδωσε στόν παπα-Ἠλία τό χάρισμα νά θεραπεύη ἀσθενεῖς. Τούς διάβαζε τό Εὐαγγέλιο, τούς σταύρωνε καί τούς ἔδινε νά ἀσπασθοῦν τά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ νέου ἐλεήμονος καί τῆς Μαρίας.

Σταύρωνε ἀκόμη καί Τούρκους καί Ἀρμενίους οἱ ὁποῖοι θεραπεύονταν. Γιά κάποιον εἶπε ὅτι θά ἔλθει ἀπό μακρυά ἀλλά δέν θά γίνει καλά, γιατί δέν ἔρχεται μέ πίστη. Ἔτσι τοῦ εἶπε ὁ ἅγιος Γεώργιος καί ἔτσι ἔγινε.

Ἕνα ὀρφανό παιδί, ὁ Κώστας ἀπό τήν Κριμαία, ἔπασχε ἀπό ἐπιληψία. Τόν θεράπευσε ὁ π. Ἠλίας καί ἡ κόρη του, ἡ Ἀγάπη, τόν στεφάνωσε.

Μιά μέρα ὁ ἅγιος Γεώργιος τοῦ ἔδειξε στό βουνό ἕνα λουλούδι πού ἔμοιαζε μέ μαργαρίτα. Εἶχε δύο χρώματα, ἄσπρο καί κίτρινο. Τοῦ εἶπε νά τά βράζη ξεχωριστά. Τά ἄσπρα, ἀφοῦ τά βράσει, νά τά δίνη στούς ἄτεκνους ἄνδρες καί τό ζουμί ἀπό τά κίτρινα στίς γυναῖκες. Ἐπειδή φοβήθηκε μήπως εἶναι ἀπό τόν πειρασμό γιά νά φαρμακώση τούς ἀνθρώπους, ἔβρασε, ἤπιε πρῶτα ὁ ἴδιος καί, ἀφοῦ εἶδε ὅτι δέν ἔπαθε τίποτε, τό ἔδινε καί στούς ἄτεκνους καί τεκνοποιοῦσαν. Ὁ ἴδιος βάπτιζε τά παιδιά τους.

Ἡ ἐγγονή τοῦ π. Ἠλία Μαρία, κόρη τῆς Κάλλης, πού ζεῖ ἀκόμη, θυμᾶται τό ἑξῆς περιστατικό: "Κάποια ἡμέρα ἤμασταν ἔξω στό κτῆμα καί σκαλίζαμε. Ξαφνικά ἀκούστηκε ἀπό το δρόμο θόρυβος καί γαύγιζαν τα σκυλιά. Ἐμεῖς δέν βλέπαμε γιατί παρεμβάλλονταν τό δάσος. Ὁ παπποῦς (π. Ἠλίας) μονολογοῦσε: «Κάτι γίνεται». Μᾶς εἶπε νά μποῦμε μέσα στό σπίτι καί αὐτός κάθησε ἔξω. Μετά ἀπό λίγο φάνηκαν δύο καβαλλάρηδες ἀγανακτισμένοι καί ρωτοῦσαν: «Ποιός ἦταν αὐτός μέ τό ἄσπρο ἄλογο πού μᾶς ἐμπόδιζε τόση ὥρα νά ἔρθουμε; Ποῦ εἶναι νά τόν σκοτώσουμε;». Ὁ παπποῦς τους εἶπε νά καθήσουν νά ξεκουραστοῦν καί τούς κέρασε. Ὕστερα τους ρώτησε ἄν τόν δοῦν, θά τόν γνωρίσουν, καί εἶπαν «ναί». Τότε τούς ἔφερε τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί αὐτοί ἔκπληκτοι ἀναγνώρισαν τόν καβαλλάρη πού τούς ἐμπόδιζε. Συγκλονίστηκαν καί βαπτίστηκαν καί οἱ δύο χριστιανοί".

Ἕνας Τοῦρκος, ὀνόματι Χουσεΐν, ζοῦσε στό σπίτι τῆς κόρης του στήν Μαχμουτία. Δίπλα τους ἔμενε ἕνας Διοικητής Ἀστυνομίας πού ἡ γυναῖκα του ἦταν τρελλή καί τήν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες. Ὁ Χουσεΐν τόν λυπήθηκε καί τοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχει ἕνας Ἕλληνας πού μπορεῖ νά θεραπεύση τήν γυναῖκα του. Ἀμέσως ζήτησε νά τόν φέρη στό σπίτι του. Ὁ π. Ἠλίας εἶπε νά φέρουν τήν ἄρρωστη στό σπίτι τῆς κόρης τοῦ Χουσεΐν. Ἐκεῖ ἐπί δώδεκα ἡμέρες τήν διάβαζε, τήν σταύρωνε καί μετά ἔγινε καλά καί ἦρθε στά λογικά της. Ἀπό τότε ἡ Ἀστυνομία δέν τόν ξαναενόχλησε. Ὁ Διοικητής ἔγινε κρυφά χριστιανός καί ὁ π. Ἠλίας βάπτισε ὅλη τήν οἰκογένεια τοῦ.

Τρεῖς Τοῦρκοι πού ζοῦσαν στήν Ρωσσία ἔμαθαν ὅτι ὁ πατήρ κάνει θαύματα καί ἀποφάσισαν νά τόν σκοτώσουν ἤ νά τόν ἀπαγάγουν καί νά σφραγίσουν τήν Ἐκκλησία. Πηγαίνοντας μέ τ' ἄλογα τους τή νύχτα, ἕνας καβαλλάρης μέ ἄσπρο ἄλογο τούς ἔκοβε τόν δρόμο. Τ' ἄλογα τούς φοβήθηκαν καί γύρισαν πίσω. Ἦταν ὁ ἅγιος Γεώργιος πού τούς ἔδιωξε. Μετανοιωμένοι διηγήθηκαν τό πάθημα τούς στόν π. Ἠλία ζητῶντας συγχώρηση.

Τό ἰαματικό χάρισμα τοῦ πατρός ἔγινε γνωστό παντοῦ. Ἔρχονταν ἀπό πολύ μακρυά Ἀρμένιοι, Γεωργιανοί, ἀκόμη καί Τοῦρκοι γιά νά θεραπευθοῦν. Ὁ παπα-Ἠλίας, κοιτάζοντας τους προσεκτικά, προγνώριζε ἄν θά γίνουν καλά. Καταλάβαινε ποιοί θά θεραπεύονταν καί τους τό ἔλεγε. Μετά τούς διάβαζε. Ὅταν ὅμως «ἔβλεπε» ὅτι δέν θά γίνονταν καλά, τούς ἔλεγε νά φύγουν.
Ὁ γυιός ἑνός ἀξιωματικοῦ τοῦ στρατοῦ ἀρρώστησε βαριά. Οἱ γιατροί στό Λένιγκραντ καί στήν Μόσχα τόν ἀπογοήτευσαν. Ἄκουσε γιά τόν παπα-Ἠλία καί ἔφερε τόν γυιό του στήν Μαχμουτία. Ὁ πατήρ τόν κράτησε λέγοντας στόν πατέρα: «Ἐπήγαινε στό σπίτι σου ἥσυχος. Ὁ γυιός σου θά μείνει τρεῖς βδομάδες ἐδῶ. Ἄν θέλης, νά ρχεσαι νά τόν βλέπης». Κάθε φορά πού ἐρχόταν τόν ἔβλεπε καλύτερα μέχρι πού θεραπεύθηκε τελείως.

Ἐκτός ἀπό τά πολλά θαύματα πού ἔκανε προέλεγε γεγονότα πού ἐπαληθεύονταν, γιατί εἶχε τό προορατικό χάρισμα. Εἶπε στήν ὀρφανή Αὐγούλα κάποτε: «Κορίτσι μου, Αὐγή, αὐτόν τόν δρόμο πού βαδίζεις σ' αὐτόν θά μείνεις καί θά βγεῖς στό τέλος καθαρή. Θά πᾶς στόν οὐρανό, Χριστοῦ νύμφη. Ρώτησα τόν Ἄη-Νικόλα καί μοῦ εἶπε πώς ἡ Αὐγή θά πάει Χριστοῦ νύμφη ἐπάνω. Ἐσύ δέν θά παντρευτεῖς». Πολλοί τήν ζήτησαν νά τήν παντρευτοῦν. Ἔγινε ὅμως ὅπως προέβλεψε ὁ π. Ἠλίας.

Ὅ,τι εἶχε ὁ ἄλλος στήν καρδιά του τό γνώριζε»( πολλές φορές τό ἔλεγε. Ξεκινοῦσαν νά 'ρθούν στήν Ρωσσία μερικοί ἀπό τόν Πόντο καί αὐτός τό γνώριζε. Ξεκίνησαν κάποτε τρεῖς Ἕλληνες ἀπό τό χωριό Ἀχαλσενί γιά νά τόν ἐπισκεφθοῦν. Ἔχασαν τόν δρόμο καί νυχτώθηκαν στήν ὕπαιθρο. Ὁ π. Ἠλίας ἀνέφερε γιά τούς τρεῖς πού χάθηκαν καί μόλις ἔφθασαν τούς εἶπε: «Καλά εὐλογημένοι, πώς χάσατε τόν δρόμο καί ταλαιπωρηθήκατε;».

Ἔλεγε μερικές φορές: «Σήμερα θά ἔλθουν οἱ τάδε, πιστεύουν καί θά γίνουν καλά», ἤ «αὐτός πού ἔρχεται δέν πιστεύει καί δέν θά γίνει καλά», καί γινόταν ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἠλίας. Ἄλλοτε ἔβλεπε μέ τό χάρισμα του κάποιον πού ἐρχόταν νά τόν δή καί εἶχε χαθῆ στό δάσος. Τότε ἔστελνε ἕνα γνωστό του στό σημεῖο πού βρισκόταν ὁ χαμένος, τόν εὕρισκε καί τόν ἔφερνε κοντά του. Εἶπε κάποτε: «Ἔρχεται ὁ Πέτρος καί ἔχει αὐτήν τήν ἀρρώστια καί θά γίνει καλά. Πέντε ἡ ὥρα τό πρωί θά εἶναι ἐδῶ», καί ἔτσι ἔγινε.

Συχνά προφήτευε λέγοντας: «Θά 'ρθεί ἕνας καιρός πού θά γίνουν οἱ ἄνδρες γυναῖκες καί οἱ γυναῖκες ἄνδρες. Τότε θά πέσει μεγάλη κατάρα στόν κόσμο. Θά γίνει πόλεμος στήν Κωνσταντινούπολη καί ὁ Ρῶσσος θά νικά• θά πάει ὡς τόν Εὐφράτη ποταμό. Θ' ἀνοίξει ἡ Ἀγιά Σοφιά καί θά λειτουργηθῆ. Ἕνας ἐξαδάκτυλος βασιλιᾶς θά εἶναι τότε». Καί ἔλεγε: «Ξύπνα Ρωσσία καί δράξον τά ὅπλα σου». Δηλαδή ἔλα σέ μετάνοια, σέ πίστη καί ἀπόρριψε τήν ἀθεΐα.


Ἔβλεπε συχνά τόν ἅγιο Γεώργιο. Κάποτε τοῦ εἶπε: «Θά ρθούν Τοῦρκοι νά κάψουν τήν Ἐκκλησία καί θά προσπαθήσουν νά σᾶς σκοτώσουν». Τό εἶπε στήν οἰκογένεια του ἀλλά δυσπίστησαν. Τό κτῆμα τους τό ζήλευαν οἱ Τοῦρκοι καί ἤθελαν νά τό πάρουν. Μαζεύτηκαν πολλοί μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἀχμέτ Κιτιάκ καί τή νύχτα πῆγαν καί χτύπησαν τήν πόρτα τους, ζητῶντας δῆθεν νά τούς δείξη τόν δρόμο. Δέν τούς ἄνοιξαν, αὐτοί ὅμως σκότωσαν τό σκυλί καί ἄρχισαν νά πυροβολοῦν. Οἱ σφαῖρες πήγαιναν δῶθε-κεῖθε ἀλλά καμία δέν ἄγγιξε τό σπίτι. Ἡ Κάλλη ἔβλεπε στήν πόρτα τόν ἅγιο Γεώργιο μέ ἀνοιχτά τά χέρια νά τούς προστατεύη. Τέλος ἔβαλαν φωτιά δίπλα στόν ἀχερώνα ὅπου μέσα ἦταν ἡ Ἐκκλησία καί κάηκε. Πῆρε φωτιά καί ἡ σκεπή τοῦ σπιτιοῦ, ἀλλά τήν ἔσβησαν. Ὁ π. Ἠλίας ὕστερα πῆγε καί προσευχήθηκε μπροστά στά εἰκονίσματα καί ρώτησε τόν Χριστό: «Ποιοί εἶναι αὐτοί πού ἔκαψαν τήν Ἐκκλησία;» Καί ὁ Χριστός τους ἀπαρίθμησε ἕναν-ἕναν.

Ὁ φθόνος ὅμως τῶν ἀνθρώπων δέν τόν ἄφησε ἥσυχο. Ἕνας ἐξ ἀγχιστείας συγγενής του τόν κατηγόρησε στούς κομμουνιστές ὅτι κρύβει χρυσαφικά. Εἶπε ὅτι μέ τά θαύματα πού κάνει μαζεύει ὅτι τοῦ δίνουν, ἐνῶ ὁ π. Ἠλίας δέν ἔπιανε χρήματα στά χέρια του. Ἦρθαν καί ρήμαξαν τό σπίτι του, ἅρπαξαν τά πάντα, ἐνῶ αὐτόν καί τήν πρεσβυτέρα τοῦ Σωτῆρα τους φυλάκισαν. Τόν π. Ἠλία τόν βασάνισαν πολύ γιατί ἦταν πιστός, δέν ἤξεραν ὅτι εἶναι καί ἱερέας. Τόν ἔβαλαν σ' ἕνα λάκκο στενό, τόσο πού νά μήν μπορῆ νά καθήση οὔτε νά γυρίζη ἀπό τήν μιά καί τήν ἄλλη μεριά. Οὐροῦσαν καί ἀποπατούσαν πάνω του καί τόν ἄφηναν νηστικό.

Ὅταν τό ἔμαθε ὁ Ρῶσσος Διοικητής τῆς Ἀστυνομίας, τοῦ ὁποίου εἶχε θεραπεύσει τήν γυναῖκα, ἐνήργησε καί ἀπελευθέρωσε σ' ἕνα μῆνα τήν Σωτῆρα καί στούς τρεῖς μῆνες τόν π. Ἠλία, τό ἔτος 1938. Τοῦ ἔδωσε ροῦχα, χρήματα καί τρόφιμα, ἀλλά ὁ π. Ἠλίας πλέον ἦταν πολύ ἄρρωστος ἀπό τίς κακουχίες καί τά βασανιστήρια πού τοῦ ἔκαναν. Εἶχε αἰματουρία ἀπό τόν προστάτη καί πονοῦσε πολύ.

Ὅταν κάπως συνῆλθε ἄρχισε πάλι νά λειτουργῆ καί νά βαπτίζη. Οἱ λειτουργίες γίνονταν τή νύχτα κρυφά καί μέ προφυλάξεις. Ἔρχονταν εἴκοσι -τριάντα πιστοί. Ὁ π. Ἠλίας λειτουργοῦσε στά ἑλληνικά μέ πολλή εὐλάβεια καί κατάνυξη. Τίς νύχτες ἐπίσης ἔκανε τίς βαπτίσεις στό σπίτι κάποιου κιλοῦ Τούρκου, γιά νά μήν δίνη ὑποψίες. Κάποια μέρα βάπτισε τριάντα ἑπτά, πού τούς ἀναδέχθηκε ἡ Σωτῆρα, καί ἄλλους ἐνενῆντα ἐνιά μέ ἀνάδοχο Τήν κόρη του Ἀγάπη (Μαρία μοναχή).

Μιά γυναῖκα διηγήθηκε πώς κάποτε τήν ὥρα πού λειτουργοῦσε ὁ π. Ἠλίας, βγῆκε φῶς ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί στάθηκε πάνω του.

Ἔκανε συχνά λιτανεῖες, γιατί προέβλεπε κάποια συμφορά πού ἐρχόταν. Ἔλεγε: «Ἀπό τά ξερά ξύλα καίγονται καί τά χλωρά. Ἀπό τούς ἁμαρτωλούς καίγονται καί οἱ καλοί», «χωρίς καλά ἔργα ἡ πίστις νεκρά ἐστί».

Ἕνα ἀπόγευμα μόλις ἄρχισε νά σκοτεινιάζη, ὁ ἐγγονός τοῦ π. Ἠλία Γιῶργος Κυριακίδης, εἶδε ἕνα περίεργο φῶς πού ἄρχισε νά ἀνεβαίνη ἀπό τό δάσος χαμηλά πρός τό βουνό πού ἦταν τό σπίτι, καί ὅλο δυνάμωνε. Σάν νά πῆρε φωτιά ὅλος ὁ τόπος καί τό παιδί ἄρχισε νά κλαίη. Τόν ρώτησε ὁ π. Ἠλίας γιατί κλαίει καί τό παιδί του ἀνέφερε γιά τό φῶς. Γέλασε ὁ πατήρ καί τοῦ εἶπε: «Μήν κλαῖς παιδί μου, αὐτός εἶναι ὁ ἄη-Γιώργης. Εἶναι ὁ καιρός πού ἔρχεται στήν Ἐκκλησία».

Στά τελευταῖα του χρόνια δέν μποροῦσε νά περπατήση. Οἱ συχνές γαστρορραγίες, ὁ καρκίνος τοῦ προστάτη, ἡ αἰματουρία τόν εἶχαν καταβάλει ἀφάνταστα. Σηκωτό τόν πήγαιναν στήν Ἐκκλησία. Ὅλη τήν μέρα ἦταν σάν νεκρός ἀλλά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς σάν νά ἔμπαινε μιά θεία δύναμη στό ἀδύνατο σῶμα του καί παρακαλοῦσε νά τόν πᾶνε στόν ἄη-Γιώργη. Διάβαζε ἐπί τρεῖς ὧρες τό Μεσονυκτικό καί τόν Ὄρθρο, ὕστερα λειτουργοῦσε καί κοινωνοῦσε τούς ἀνθρώπους πού ἔρχονταν ἀπό μακρυά μέσα στά χιόνια.

Στίς 6 Δεκεμβρίου 1939 ἡμέρα Παρασκευή, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἄργησε, δέν σηκώθηκε κατά τό σύνηθες στίς 3. Ὁ ἅγιος Νικόλαος τόν ἀγαποῦσε πολύ, συχνά του ἐμφανιζόταν καί συνομιλοῦσαν. Ἦρθε λοιπόν ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ ἅγιος Νικόλαος λουσμένος σέ φῶς, τόν ξύπνησε μ' ἕνα θωπευτικό ἁπαλό χτύπημα καί γελοῦσε ὅλος ἀπό ἱλαρότητα.

Τό ἴδιο ἔτος 1939 ἔφυγαν τά παιδιά του γιά τήν Ἑλλάδα. Ὁ π. Ἠλίας ἐνέτεινε τούς ἀγῶνες του καί ἄρχισε νά προετοιμάζεται γιά τήν ἔξοδο του ἀπό αὐτόν τόν κόσμο.

Ὅταν πλησίασε ὁ καιρός τῆς κοιμήσεως του, τίς τελευταῖες μέρες ἔμεινε κατάκοιτος. Δέν δεχόταν φαγητό, τρεφόμενος ἀπό τήν προσευχή. Κοιμήθηκε ὁσιακά μέ μεγάλη εἰρήνη τόν Ἰούλιο τοῦ 1946. Τήν ὥρα τῆς κοιμήσεως του, ἕνα φῶς κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί τό δωμάτιο τοῦ πλημμύρισε ἀπό εὐωδία. Τό δεξί του χέρι ἔγινε σάν τό κερί καί μαρτυροῦσε τίς κρυφές του ἐλεημοσύνες. Ἐτάφη κατά τήν ἐπιθυμία του στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἀγαπημένου του Ἁγίου. Δεξιά του ἀργότερα ἐτάφη ἡ πρεσβυτέρα τοῦ Σωτῆρα πού κοιμήθηκε τό 1963 σέ ἡλικία 83 ἐτῶν καί ἀριστερά του ἡ κόρη του Ἀγάπη (Μαρία μοναχή).

Ἀπό τόν τάφο του τίς νύχτες ἔβγαινε φῶς. Οἱ στρατιῶτες ἀπό τά γύρῳ,γύρω ρωσσικά φυλάκια τό ἔβλεπαν χωρίς νά μποροῦν νά τό ἐξηγήσουν, καί αὐτό τούς φόβιζε. Κάθε νύχτα στίς δώδεκα ἀκριβῶς μεσάνυχτα, ἔβγαινε τό φῶς ἀπό τόν τάφο του καί ἔρρεε μύρο. Ὅσοι χρίονταν ἀπό τό μύρο, ἀπό ὅποια ἀρρώστια καί ἄν ἔπασχαν, ἀμέσως γίνονταν καλά. Αὐτά ἔγιναν γνωστά καί πλέον ἦταν τόσοι αὐτοί πού πήγαιναν νά θεραπευθοῦν στόν τάφο τοῦ π. Ἠλία, πού δέν μποροῦσαν νά κρυφθοῦν. Ἔγινε φανερό προσκύνημα.

Τότε ὁ Διοικητής τῆς Ἀστυνομίας βρέθηκε σέ δύσκολη θέση. Ἤθελε μέν νά προστατεύση τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ μεγάλη συρροή τῶν πιστῶν στόν τάφο τοῦ π. Ἠλία δημιουργοῦσε προβλήματα καί ἡ κατάσταση ξέφευγε ἀπό τόν ἔλεγχο του, γι' αὐτό ἀποφάσισε νά κάνουν τήν ἀνακομιδή τῶν ὀστῶν. Ἄνοιξαν τόν τάφο σηκώνοντας τήν πλάκα καί βγῆκε φῶς ἀπό τόν τάφο. Τό λείψανο τοῦ παπα-Ἠλία ἦταν ἀκέραιο καί εὐωδίαζε. Τό ἔθαψαν πάλι καί ἀπαγόρευσαν στόν κόσμο νά προσέρχεται στόν τάφο. Ἀργότερα, ὅταν ἄλλαξαν τά πράγματα καί δόθηκε ἐλευθερία, οἱ πιστοί ἄρχισαν πάλι νά πηγαίνουν στόν τάφο τοῦ π. Ἠλία, τόν ἀνακήρυξαν Ἅγιο στό Βατούμ καί ἔβαλαν τήν εἰκόνα του στήν Ἐκκλησία.

Τό 1962 Γεωργιανοί Ἐπίσκοποι ἄνοιξαν πάλι τόν τάφο του. Τό λείψανο τοῦ δέν βρέθηκε. Ὁ τάφος του εἶχε συληθῆ. Μετά τήν κοίμηση τοῦ ἀνέβλυσε Ἁγίασμα πού θαυματουργεί σέ ὅσους ἀρρώστους πλύνονται ἤ πίνουν.

Σήμερα στό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου λειτουργεῖ ὁ δισέγγονος τοῦ π. Ἠλία, ὁ π. Ἀβραάμ Παρασκευόπουλος.

Πρεσβείαις τοῦ Ἁγίου Ἠλία τοῦ μυροβλήτου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


Ἀπὸ το βιβλίο «Ἀσκητές μέσα στὸν κόσμο A'»
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου