Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ 5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2023

Τελώνου και Φαρισαίου (Αρχή Τριωδίου)

Ὁ δημιουργὸς τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω,
Τρισάγιον μὲν ὕμνον ἐκ τῶν Ἀγγέλων,
Τριῴδιον δὲ καὶ παρ' ἀνθρώπων δέχου.

Τριώδιο
Τριώδιο ονομάζεται το Λειτουργικό Βιβλίο της Εκκλησίας μας το οποίο περιλαμβάνει τους Ύμνους των Κυριακών, απο την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο πρίν την Τελετή της Αναστάσεως. Ονομάζεται έτσι διότι οι περισσότεροι Κανόνες του Όρθρου (πρωινή Ακολουθία) περιέχουν τρείς Ωδές ενώ συνήθως περιέχουν εννέα Ωδές - την 8η και την 9η πάντοτε, ύστερα δε διαδοχικά μία από τις πέντε πρώτες.

Το Τριώδιο τοποθετείται στα Αναλόγια των Ναών μας στον Εσπερινό του Σαββάτου της Κυριακής του Τελώνου και του Φαρισαίου αφού πρώτα ο Πρωτοψάλτης το παραλάβει απο την Εικόνα του Χριστού και το ασπασθεί. Έτσι ανοίγει το Τριώδιο, περίοδος η οποία διαιρείται σε τρείς μικρότερες, δηλ. Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι Κυριακή της Τυροφάγου, Καθαρά Δευτέρα μέχρι το Σάββατο Του Λαζάρου και Κυριακή των Βαίων το βράδυ μέχρι το Μεγάλο Σάββατο πρίν την Ανάσταση. Παλαιότερα στην περίοδο του τριωδίου συμπεριλαμβάνονταν και η περίοδος από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Κυριακή των αγίων πάντων. Αργότερα όμως οι ιερές ακολουθίες της περιόδου αυτής περιελήφθησαν σε ιδιαίτερο λειτουργικό βιβλίο το «Πεντηκοστάριο».

Για την διαμόρφωση του Τριωδίου, όπως το έχει στη χρήση της σήμερα η εκκλησία μας, έπαιξαν ρόλο όλες οι χριστιανικές γενεές από τον 5ο μέχρι τον 15ο αιώνα μ.Χ. (Το πρώτο έντυπο του Τριωδίου εξεδόθη το 1522 μ.Χ. στην Βενετία). Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τις ασματικές ακολουθίες των εορτών του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (Β' Κυριακή των Νηστειών), του Οσίου Ιωάννου της Κλίμακος (Δ' Κυριακή των Νηστειών), κ.α. Αποδεικνύεται επίσης από την εισαγωγή του επιτάφιου θρήνου, εγκωμίων, δηλαδή που ψάλλονται στον Επιτάφιο, και από την εισαγωγή των συναξαρίων του Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθόπουλου. Στην διαμόρφωση των ασματικού κύκλου του τριωδίου συνέβαλαν επίσης και διάσημοι υμνογράφοι και μελωδοί της εκκλησίας μας, όπως ο Ρωμανός ο Μελωδός, (βλέπε 1 Οκτωβρίου) και ο Ιωάννης Δαμασκηνός (βλέπε 4 Δεκεμβρίου).

Το τριώδιο περισσότερο από όλα τα εκκλησιαστικά βιβλία που περιέχουν ιερές ακολουθίες οδηγεί τις ψυχές των πιστών τέκνων της ορθοδόξου εκκλησίας στην περισυλλογή και στην κατάνυξη. Για τον λόγο αυτό ονομάζεται και κατανυκτικό τριώδιο. Με τον κύκλο των εορτών του τριωδίου ανανεώνονται τα βιώματα της νηστείας, της εγκράτειας, της μετάνοιας, και της χαρμολύπης.

Οι Κυριακές του Τριωδίου είναι οι εξής:

1. Τελώνου και Φαρισαίου
2. Ασώτου
3. Απόκρεω
4. Τυροφάγου

Η πρώτη εβδομάδα, που τελειώνει την Κυριακή του Ασώτου, λέγεται και Προφωνή ή Προφωνέσιμη, επειδή παλιά προφωνούσαν, δηλαδή διαλαλούσαν ότι άρχιζαν οι αποκριές. Η εβδομάδα αυτή λέγεται και αμόλυτη ή απόλυτη, επειδή τότε οι ψυχές των πεθαμένων βγαίνουν στον Πάνω Κόσμο.

Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή ή της Κρεοφάγου ή Ολόκριγια, επειδή έτρωγαν κρέας και δεν νηστεύουν Τετάρτη και Παρασκευή. Η Κυριακή της εβδομάδας αυτής, η Κυριακή της Απόκρεω, ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν η τελευταία μέρα της κρεοφαγίας (από + κρέας) όλης της περιόδου του Τριωδίου.

Η τρίτη εβδομάδα λέγεται Τυρινή ή της Τυροφάγου, επειδή έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα. Από τη Δευτέρα, μια εβδομάδα πριν την Καθαρή Δευτέρα, άρχιζε η αποχή από το κρέας και επιβαλλόταν η χρήση τυριού και γαλακτερών σαν ενδιάμεση άσκηση μεταξύ κρεοφαγίας και νηστείας.

Τελώνη και του Φαρισαίου
Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία ο Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου να διδάξει την αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την έπαρση.

Ο ευαγγελιστής Λουκάς, με τρόπο λιτό, αλλά σαφέστατο, διέσωσε την παραβολή αυτή ως εξής:

«Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». (Λουκ.18,10-14).

Η τάξη των Φαρισαίων εκπροσωπούσε την υποκρισία και την εγωιστική αυτάρκεια και έπαρση. Τα μέλη της απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους. Αντίθετα οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας . Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι' αυτό τους μισούσε δικαιολογημένα ο λαός. Δύο αντίθετοι τύποι της κοινωνίας, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δύο αυτές τάξεις, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν. Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές. Τις εξέθετε προκλητικότατα εις τρόπον ώστε απαιτούσε από το Θεό να τον επιβραβεύσει γι' αυτές. Για να εξαναγκάσει το Θεό έκανε και αήθη σύγκρισή του με άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τον συμπροσευχόμενό του τελώνη.

Αντίθετα ο όντως αμαρτωλός τελώνης συναισθάνεται τη δεινή του κατάσταση και με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Αυτή η μετάνοιά του τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, ο οποίος όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή του, αλλά σώρευσε στον εαυτό του περισσότερο κρίμα, εξαιτίας της εγωπάθειάς του.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική αυτή παραβολή του Κυρίου για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια.

Κοντάκιον
Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Στεναγμοὺς προσοίσωμεν, τελωνικοὺς τῷ Κυρίῳ, καὶ αὐτῷ προσπέσωμεν, ἁμαρτωλοὶ ὡς Δεσπότῃ· θέλει γὰρ τὴν σωτηρίαν πάντων ἀνθρώπων, ἄφεσιν παρέχει πᾶσι μετανοοῦσι· δι' ἡμᾶς γὰρ ἐσαρκώθη Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος.

Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’.
Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καὶ Τελώνου μάθωμεν, τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς, πρὸς τὸν Σωτῆρα κραυγάζοντες· Ἵλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε.

Ὁ Οἶκος
Ἑαυτοὺς ἀδελφοὶ ἅπαντες ταπεινώσωμεν, στεναγμοῖς καὶ ὀδυρμοῖς τύψωμεν τὴν συνείδησιν, ἵνα ἐν τῇ κρίσει τότε τῇ αἰωνίᾳ, ἐκεῖ ὀφθῶμεν πιστοὶ ἀνεύθυνοι, τυχόντες ἀφέσεως· ἐκεῖ γάρ ἐστιν ὄντως ἡ ἄνεσις, ἣν ἰδεῖν ἡμᾶς νῦν ἱκετεύσωμεν, ἐκεῖ ὀδύνη ἀπέδρα λύπη καὶ οἱ ἐκ βάθους στεναγμοί, ἐν τῇ Ἐδὲμ τῇ θαυμαστῇ, ἧς ὁ Χριστός δημιουργός, Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταπείνωσις ὕψωσε, κατῃσχυμμένον κακοῖς, Τελώνην στυγνάσαντα, καὶ τό, Ἱλάσθητι, τῷ Κτίστῃ βοήσαντα· ἔπαρσις δὲ καθεῖλεν, ἀπὸ δικαιοσύνης, δείλαιον Φαρισαῖον, μεγαλορρημονοῦντα· ζηλώσωμεν διὸ τὰ καλά, κακῶν ἀπεχόμενοι. 

Ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἡ Μάρτυς


Χαίρει, σκότει δοθεῖσα φρουρᾶς Ἀγάθη,
Μισοῦσα καὶ φῶς, εἰ πλάνων ὄψεις βλέπει.
Πέμπτῃ ἐν φυλακῇ Ἀγάθη θάνεν εἶδος ἀρίστη.

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀγάθη καταγόταν ἀπὸ τὴν Κατάνη τῆς Σικελίας. Τὸ λατινικὸ Μαρτύριον, ποὺ εἶναι ἀρχαιότερο, ὅπως καὶ τὸ Ἐγκώμιον, ποὺ συνέταξε ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος, δὲν ἀναφέρουν τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα της. Ἀντίθετα ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς σημειώνει ὅτι τόπος καταγωγῆς τῆς Ἁγίας ἦταν τὸ Παλέρμο.

Τὴν πληροφορία αὐτὴ υἱοθέτησαν ἀβασάνιστα καὶ οἱ ὑπόλοιποι Συναξαριστές, ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι. Τὴν καταγωγὴ τῆς Ἁγίας Ἀγάθης ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κατάνης ἐνισχύει καὶ ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Ἄργους, στὸ Ἐγκώμιον ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸν σικελικῆς καταγωγῆς, ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κατάνης, Ἐπίσκοπο Μεθώνης Ἀθανάσιο. Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἀναφέρει μάλιστα ὅτι στὴν πόλη αὐτὴ ἡ Ἁγία γεννήθηκε, ἀνατράφηκε καὶ μαρτύρησε.

Ἡ Ἁγία Ἀγάθη προερχόταν ἀπὸ εὐγενικὴ καὶ εὔπορη οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς της ἦταν εἰδωλολάτρες καὶ πρέπει νὰ τοὺς ἔχασε σὲ μικρὴ ἡλικία. Ὅμως ἡ Ἁγία ἀπὸ παιδὶ ἔβαλε στὴν καρδιά της τὸν Χριστὸ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν Ἐκκλησία.

Ἡ Ἁγία Ἀγάθη μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας ἄρχισε ὅταν ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Πρῶτα ἀσκήθηκε σὲ αὐτὴν ἕνας ψυχικὸς βιασμός, ποὺ εἶχε διάρκεια τριάντα ἡμέρες, χωρὶς ὅμως νὰ τὴν κάμψει. Βλέποντας ὁ ἔπαρχος τῆς Σικελίας Κυντιανός, ἄνθρωπος μὲ ἄγρια ἔνστικτα, τὴν σταθερότητα τῆς Ἁγίας, προσπάθησε νὰ μεταστρέψει τὸ φρόνημά της ὥστε νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Ὕστερα τὴν παρέδωσε σὲ κάποια ἄπιστη γυναῖκα, ποὺ τὴν ὀνόμαζαν Ἀφροδισία καὶ τὶς θυγατέρες της, γιὰ νὰ τὴν πείσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της στὸν Κύριο.

Ὅταν ἄκουσε ὁ Κυντιανὸς ἀπὸ τὴν Ἀφροδισία ὅτι ἡ Ἁγία Ἀγάθη παρέμενε ἄκαμπτη, πλημμύρισε ἀπὸ ὀργή. Διέταξε νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστά του καὶ ἄρχισε πάλι τὶς ἀπειλές. Στὸν διάλογο ποὺ ἀκολούθησε, ἡ Ἁγία ὑποστήριξε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας της, ὅτι εἶναι δούλη Χριστοῦ. Κατηγόρησε εὐθέως τὸν ἔπαρχο ὅτι πιστεύει σὲ ξόανα καί, μάλιστα, ἀναρωτήθηκε, πῶς ἕνας τόσο ἔξυπνος ἄνθρωπος παρουσιάζεται μὲ τὴν πίστη του τόσο ἀνόητος. Ὁ ἔπαρχος, μόλις ἄκουσε αὐτό, ράπισε τὴν Ἁγία καὶ διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν καὶ νὰ τὴν λογχίσουν. Παρὰ τοὺς φρικτοὺς πόνους, ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἐξακολουθοῦσε νὰ ὁμολογεῖ τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ νὰ δηλώνει ὅτι τὰ βασανιστήρια τῆς προξενοῦν χαρά, γιατί εἶναι πρόσκαιρα. Ὁ Κυντιανός, ἔξαλλος ἀπὸ ὀργή, διέταξε νὰ τὸν ἀποκόψουν τὸν μαστό. Ὕστερα ἀπὸ τὴν φρικώδη αὐτὴ πράξη τὴν ὁδήγησαν στὴ φυλακή.

Μόλις πλησίασαν τὰ μεσάνυκτα, ἐπισκέφθηκαν τὴν Ἁγία ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, μὲ μορφὴ γέροντα καὶ ἕνας Ἄγγελος, μὲ μορφὴ παιδιοῦ, ποὺ κρατοῦσε λαμπάδα. Ἄπλετο φῶς πλημμύρισε τὸ ὑγρὸ καὶ σκοτεινὸ κελὶ τῆς Ἁγίας. Ὁ Ἀπόστολος γιάτρεψε τὶς πληγές της καὶ ἀποκατέστησε τὸν κομμένο μαστό. Ἡ πόρτα τῆς φυλακῆς ἄνοιξε καὶ οἱ λοιποὶ κρατούμενοι ὠθοῦσαν τὴν Ἁγία νὰ ἀποδράσει. Αὐτή, ὅμως, σκεπτόμενη ἀπὸ τὴ μία ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν οἱ δεσμοφύλακες ἂν δραπετεύσει καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπομείνει τὸ μαρτύριο, δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο.

Τὴν τέταρτη ἡμέρα, ὁ Κυντιανὸς τὴν προσάγει στὸ δικαστήριο. Ἐκεῖ τῆς ἐπαναλαμβάνει ὅτι ἂν δὲν ὑπακούσει στὸ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα καὶ δὲν θυσιάσει στοὺς θεούς, θὰ θανατωθεῖ. Καμιὰ ὅμως ἀπειλὴ δὲν ἔκαμψε τὴν Ἁγία.

Ὁμολόγησε καὶ πάλι τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ ἐπέδειξε τὶς θεραπευμένες πληγές της. Ὁ ἀπάνθρωπος τότε ἔπαρχος διέταξε νὰ ρίξουν γυμνὴ τὴν Ἁγία πάνω σὲ αἰχμηρὰ κεραμίδια, ποὺ πάνω τους ἔκαιγαν κάρβουνα. Ξαφνικά, μεγάλος σεισμὸς ἔγινε στὴν πόλη τῆς Κατάνης καὶ προξένησε πολλὲς ζημιές. Ἀνάμεσα στὰ θύματα ἦταν ὁ σύμβουλος τοῦ ἔπαρχου Σιλουανὸς καὶ ὁ φίλος του Φαλκόνιος. Μπροστὰ σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση ὁ Κυντιανὸς διέταξε νὰ μεταφέρουν τὴν Ἁγία στὴ φυλακή. Μέσα στὸ δεσμωτήριο ἡ Ἁγία προσευχήθηκε στὸν Κύριο καὶ Τὸν εὐχαρίστησε γιὰ τὴ δύναμη ποὺ τῆς χάρισε. Καὶ μόλις τελείωσε τὴν προσευχή της, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της. Ἦταν τὸ ἔτος 251 μ.Χ

Ὁ λαὸς τῆς Κατάνης, ἔντονα θορυβημένος ἀπὸ τὸ γεγονός, διαμαρτυρήθηκε στὸν ἔπαρχο. Στὴ συνέχεια, μετέφεραν τὸ τίμιο λείψανό της σὲ ἀσφαλὲς μέρος. Τότε παρουσιάσθηκε ἕνας λευκοντυμένος νεαρός, ἄγνωστος στοὺς αὐτόχθονες, ὁ ὁποῖος κατευθύνθηκε πρὸς τὸν τάφο τῆς Ἁγίας Ἀγάθης καὶ πάνω σὲ μαρμάρινη πλάκα ἔγραψε τὰ ἑξῆς: «Νοῦς ὅσιος, αὐτοπροαίρετος τιμὴ ἐκ Θεοῦ, καὶ πατρίδος λύτρωσις». Οἱ παριστάμενοι εἶπαν ὅτι ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος ἦταν ὁ Ἄγγελος τῆς Ἁγίας.

Ὁ λαὸς τῆς Κατάνης τιμοῦσε καὶ σεβόταν τὴν Ἁγία. Ὡς ἀνταπόκριση στὴν τιμὴ αὐτή, ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἔσωσε τὴν πόλη της ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἔκρηξη τοῦ ἡφαιστείου τῆς Αἴτνας. Οἱ κάτοικοι τῆς Κατάνης ἔτρεξαν στὸν τάφο της καὶ ἀφοῦ πῆραν τὴ λάρνακα μὲ τὸ ἅγιο λείψανό της, τὴν ἔστρεψαν πρὸς τὴν λάβα, ποὺ ζύγωνε τὴν πόλη καὶ ἔτσι ἀποσοβήθηκε ἡ συμφορά. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη στὶς 5 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 252 μ.Χ., ἀκριβῶς ἕνα χρόνο μετὰ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας.
Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀγάθης ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριό της, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὸ ἕβδομο τοῦ Βυζαντίου. Τὰ ἱερὰ λείψανά της μεταφέρθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν περίοδο τῶν αὐτοκρατόρων Βασιλείου Β’ (976 – 1025 μ.Χ.) καὶ Κωνσταντίνου Η’ (1025 – 1028 μ.Χ.).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρόδον εὔοσμον, τῆς παρθενίας, νύμφη ἄφθορος, τοῦ Ζωοδότου, ἀναδέδειξαι Ἀγάθη πανεύφημε· τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν γὰρ ποθήσασα, μαρτυρικῶς ἐν τῷ κόσμῳ διέπρεψας. Μάρτυς ἔνδοξε, λιταῖς σου θείαις ἀγάθυνον, τοὺς πόθῳ μεγαλύνοντας τοὺς ἄθλους σου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Στολιζέσθω σήμερον ἡ Ἐκκλησία, πορφυρίδα ἔνδοξον, καταβαφεῖσαν ἐξ ἁγνῶν, λύθρων Ἀγάθης τῆς Μάρτυρος· χαῖρε, βοῶσα, Κατάνης τὸ καύχημα.

Μεγαλυνάριον.
Εἰς ὀσμὴν τῶν μύρων σου τῶν τερπνῶν, ἔδραμον Σωτήρ μου, ἀνεβόας τῷ Ἰησοῦ, νομίμως ἀθλοῦσα, Ἀγάθη Ἀθληφόρε· διὸ τοῦ σοῦ Νυμφίου, τρυφᾷς τοῖς κάλλεσι. 
 
Αγίες Εμμελεία, Νόννα και Ανθούσα


Την Κυριακή μετά την εορτή της Υπαπαντής με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ορίσθηκε να τιμάται η μνήμη των αγίων μητέρων των Τριών Ιεραρχών, Εμμελείας (βλέπε 30 Μαΐου), Νόννας (βλέπε 5 Αυγούστου) και Ανθούσης.
 
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ ἐξ Ἀντιοχείας

Στενὴν ὁδεύσας Θεοδόσιος τρίβον,
Τὴν εὐρύχωρον τῆς Ἐδὲμ πατεῖ τρίβον.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἦταν τέκνο πλουσίων καὶ ἐπίσημων γονέων. Τὸν ἐνέπνεε ὅμως εὐσέβεια θερμὴ καὶ ἱερὸς πόθος νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Γι’ αὐτὸ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κιλικία. Μόλις βρῆκε στὰ ὄρη τῆς πόλεως Ρώσου κάποιο δασῶδες φαράγγι, κατασκεύασε ἐκεῖ ἕναν πολὺ μικρὸ οἰκίσκο, ὅπου καὶ ἔστησε τὴν κατοικία του.

Στὸν τόπο αὐτὸ ὁ Ὅσιος ζοῦσε στὴ μόνωση καὶ διεξήγαγε τοὺς πνευματικοὺς καὶ ἀσκητικούς του ἀγῶνες μὲ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες. Κάποιες φορὲς μετέβαινε καὶ στὰ πλησιόχωρα χωριὰ ἀναζητώντας ψυχὲς πρὸς τὶς ὁποῖες ἔφερνε τὴν παρηγοριὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδας.

Ὅταν τὰ μέρη ἐκεῖνα κατέλαβαν οἱ Σαρακηνοί, ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἔχτισε μία μικρὴ καλύβα, στὴν ὁποία ζοῦσε μὲ ἄλλους ἀδελφούς. Τὸ Συναξάρι του ἀναφέρει ὅτι κοιμόταν στὴ γῆ, φοροῦσε ἕνα τρίχινο ἔνδυμα καὶ ἔφερε στὸ λαιμό του, στὴ μέση καὶ στὰ χέρια του βαριὰ σίδερα. Ὁ Θεὸς ποὺ ἔβλεπε τόν ἀσκητικό του ἀγῶνα καὶ ἄκουγε τὶς προσευχές του, τοῦ χάρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως


Eυκτού τέλους έτυχες ποιμήν Kυρίου,
Φερωνυμήσας πράγμασιν θεηγόρε.


Ὁ Ὅσιος Πολύευκτος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε Μοναχὸς σὲ μονὴ τῆς νήσου Πρώτης. Ζοῦσε μὲ ἁπλότητα καὶ ἐγκράτεια καὶ πολλὲς φορὲς τρεφόταν μὲ ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί, γιὰ νὰ θρέψει τοὺς φτωχούς. Ἦταν κάτοχος μεγάλης θεολογικῆς παιδείας καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ σεμνότητά του, τὸ ἦθος του, τὴν ἐγκράτεια καὶ ἀντικειμενικότητα τοῦ χαρακτῆρα του. Πολλοὶ μάλιστα τόν παρομοίαζαν μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.

Ὅταν τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 956 μ.Χ. ἀπεβίωσε ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτος (931 – 956 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Πολύευκτος χειροτονήθηκε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ 957 μ.Χ. βάπτισε στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν Ρωσίδα ἡγεμονίδα Ὄλγα, ἡ ὁποία, ὅπως λέγεται ἀπὸ μερικούς, ὀνομάστηκε Ἑλένη.

Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ἦταν κανόνας ἀρετῆς καὶ εὐσέβιας. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν φοβήθηκε νὰ ἐλέγξει τὸν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ (963 – 969 μ.Χ.), ὅταν αὐτὸς ἀποφάσισε νὰ νυμφευθεῖ τὴ βασίλισσα Θεοφανῶ, χήρα τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοὺ τοῦ Β’ (959 – 963 μ.Χ.). Ἐπειδὴ μάλιστα ὁ γάμος εἶχε τελεσθεῖ κρυφὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιο, αὐτὸς ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὸν βασιλιὰ στὴ Θεία Λειτουργία ποὺ ἔγινε στὴν Ἁγία Σόφια. Ὅμως, στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ἔδωσε τὴ συγχώρεση καὶ τὴ συναίνεσή του, γιὰ νὰ οἰκονομήσει τὰ πράγματα καὶ νὰ μὴν ὁδηγήσει τὸ κράτος σὲ χάος.

Ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος Φωκᾶς ἔπεσε θῦμα ἄγριας δολοφονίας. Καὶ ἡ πράξη αὐτὴ φαινόταν ἀκόμη πιὸ στυγερή, ἕνεκα τοῦ ὅτι συμμετεῖχε καὶ τὴν διευκόλυνε ἡ βασίλισσα Θεοφανῶ. Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος καταταράχθηκε γιὰ τὴν τρομερὴ καὶ ἀνοσία κακουργία. Ὅταν, λοιπόν, μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ μέρες ἀπὸ τῆς ἀναρρήσεώς του στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, ὁ Ἰωάννης Α’ ὁ Τσιμισκὴς (969 – 976 μ.Χ.) προσῆλθε στὸν ναὸ τῆς Ἅγια Σόφιας, γιὰ νὰ στεφθεῖ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, ὁ Ἅγιος δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθει στὸ ἱερὸ καὶ ἀπαίτησε προηγουμένως νὰ ἐκπληρωθοῦν ὑπὸ τοῦ βασιλέως τρεῖς ὅροι.

Ὁ πρῶτος ἦταν νὰ ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα ἡ Θεοφανῶ. Ὁ δεύτερος ὅρος ἦταν νὰ ὑποδείξει καὶ νὰ τιμωρήσει τὸν αὐτουργὸ τοῦ φόνου τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, καὶ ὁ τρίτος ὅρος, νὰ ἀνακαλέσει τὰ θεσπίσματα τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ περὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ἐξασφάλισε στὴν ἐκκλησία τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία καὶ τῆς ἔδωσε τὸ δικαίωμα τῆς ἐνέργειας κατὰ τῶν ὑπερβάσεων τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων, ὅταν αὐτὲς βλάπτουν τὴν Ἐκκλησία καὶ σφαγιάζουν τὶς παραδόσεις τοῦ λαοῦ τοῦ θεοῦ.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου πρὸς τὸ μοναχισμὸ καὶ τὴν νὰ ἀσκητικὴ ζωὴ ἐκφράστηκε καὶ διὰ τῆς ἱδρύσεως, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του, τῶν μονῶν Μέγιστης Λαύρας καὶ Ἰβήρων στὸ Ἅγιο Ὄρος.
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 970 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ἀθηναῖος 


Σφαγείς ο Aντώνιος ώσπερ η όις,
Xριστώ παρέστη ακολουθούντ’ ως όις.

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἀντώνιος γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ φτωχοὺς καὶ ἀφανεῖς γονεῖς, τὸν Μῆτρο καὶ τὴν Καλομοίρα. Σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν ἄρχισε νὰ ἐργάζεται, γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν οἰκογένειά του, σὲ Τούρκους ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἀλβανία. Σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν ἐπωλήθη ὑπὸ τῶν αὐθεντῶν του σὲ κάποιος Ἀγαρηνοὺς τῆς Πελοποννήσου, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀγόρασαν μὲ σκοπὸ νὰ τὸν βασανίσουν, γιὰ νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν.

Ἐπειδὴ δὲν κατάφεραν νὰ κάνουν τὸν Ἅγιο νὰ ἀλλαξοπιστήσει, τὸν πούλησαν σὲ ἄλλους σκληρότερος Τούρκους. Μεταπωληθεὶς πέντε φορὲς σὲ σκληρότερους αὐθέντες, σὲ διάφορους τόπους, παρέμενε πάντοτε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα ψυχῆς πιστὸς στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Τελικὰ ἀγοράσθηκε ἀντὶ 400 γροσσίων ἀπὸ ἕναν Ὀρθόδοξο Χριστιανὸ καὶ ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη.

Στὸ ἐργαστήριο ποὺ δούλευε ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ κάποιον Τοῦρκο, ποὺ κάποτε στὸ παρελθὸν τὸν εἶχε ἀγοράσει ὡς δοῦλο, ὁ ὁποῖος τὸν κατηγόρησε ὅτι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως δεχθεῖ, τώρα ἀποκήρυσσε τὸν Ἰσλαμισμό. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ Μουρὰτ Μουλάν, ὁ ὁποῖος μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς προσπάθησε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν νομίζεις ὅτι θὰ καταφέρεις νὰ μὲ ἀποτρέψεις ἀπὸ τὴν πίστη μου στὸν Χριστὸ μὲ τὰ φοβερίσματά σου.

Γι’ αὐτὸ βασάνισε, μαστίγωσε καὶ κατατεμάχισε τὸ σῶμα μου καὶ ἐπινόησε καὶ κανέναν ἄλλον καινούργιο καὶ φοβερότερο θάνατο, ἐπειδὴ περισσότερο ὑπάρχει περίπτωση ἐσὺ νὰ γίνεις Χριστιανὸς παρὰ ἐγὼ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μὴν ὁμολογῶ Αὐτὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀληθινὸ Θεό».

Ὁ κριτὴς συγκινημένος ἀπὸ τὴν παρρησία τοῦ Νεομάρτυρα, προσπάθησε νὰ τὸν ἀθωώσει. Ἐπειδὴ ὅμως, φοβήθηκε τοὺς ψευδομάρτυρες, τὸν ἀπέστειλε στὸν βεζίρη Μεχμὲτ Πασσᾶ, ἀφοῦ τοῦ διεμήνυσε τὰ περὶ τῆς ἀθωότητος τοῦ Ἁγίου. Ὁ βεζίρης, πεισθεῖς γιὰ τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν φυλακίσουν.

Ὅμως τὸ μαινόμενο πλῆθος κατηγόρησε τὸν βεζίρη στὸν σουλτάνο Χαμὶτ τὸν Α’ (1774 – 1789 μ.Χ.) γιὰ δωροδοκία καὶ ἔτσι ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Ἅγιο. Ὁ Μάρτυρας, ἀφοῦ διετράνωσε καὶ πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστό, δέχθηκε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας, ἀποκεφαλισθεῖς τὸ ἔτος 1774 μ.Χ, ἡμέρα Τετάρτη, στὴν περιοχὴ Ἂκ – Σεράϊ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ὁ Ὅσιος Σάββας ἐκ Σικελίας

Ὁ Ὅσιος Σάββας γεννήθηκε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 10ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Σικελία ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους, τὸν Χριστόφορο καὶ τὴν Καλή. Ἐκάρη Μοναχὸς στὴ μόνη τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ὅπου μόναζαν ὁ πατέρας του, Χριστόφορος, καὶ ὁ ἀδελφός του, Μακάριος. Ὅταν ἔγινε ἡ ἐπιδρομὴ τῶν Σαρακηνῶν στὴ Σικελία ὁ Ἅγιος μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του κατέφυγε στὴν Καλαβρία καὶ ἐκεῖ ἵδρυσε τὴν μόνη τῶν Ἀρχαγγέλων, στὴν ὁποία ἔγινε καὶ ἡγούμενος.

Ἀλλὰ καὶ πάλι ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ μόνη λόγω τῆς ἐπιδρομῆς τῶν Σαρακηνῶν στὴν περιοχὴ τῆς Καλαβρίας. Ἔτσι, κατέφυγε σὲ περιοχὴ κοντὰ στὸν ποταμὸ Σίγνιο, ὅπου ἵδρυσε τὴν μόνη τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πατέρα του, ὁ Ὅσιος ἀνέλαβε τὴ διοίκηση τῆς μόνης. Ἡ Ἁγιότητα τοῦ βίου του τὸν κατέστησε γνωστὸ σὲ ὅλη τὴν Ἰταλία, γι' αὐτὸ καὶ ἐπονομάστηκε Σάββας ὁ νεότερος.
Ὁ Ὅσιος Σάββας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 995 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἐκ Ρωσίας 


Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τοῦ Οὔγκλιχ καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Νικήτας καὶ ἡ μητέρα του Μαρία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ἅγιος ἔδειξε τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καὶ ἔγινε Μοναχὸς στὴν Μεγάλη Λαύρα τῆς πόλεως αὐτῆς, ἀγωνιζόμενος νὰ μιμηθεῖ τὴ ζωὴ τῶν Ὁσίων Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου) καὶ Θεοδοσίου († 3 Μαΐου). Ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου Διονύσιο καὶ τὸ 1662 ἔγινε ἡγούμενος τῆς μόνης Κορσοῦν τοῦ Κιέβου. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του τὸν ἀνέδειξε σὲ πνευματικὸ ὁδηγὸ καὶ τῆς ἀρχαίας Μονῆς τοῦ Κιέβου Βυντουπίτσκυ. Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου συνέβαλε στὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τῆς περιοχῆς, ἀφοῦ πολλὰ ἀπὸ τὰ μοναστήρια εἶχαν περιέλθει στὰ χέρια τῶν Οὐνιτῶν. Πολλὲς φορὲς ἀποσυρόταν στὴν μικρὴ Σκήτη τοῦ Μιχαηλόβσινα, γιὰ νὰ ζήσει στὴν ἀπομόνωση καὶ τὴν ἡσυχία.

Τὸ 1688 ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἔγινε ἡγούμενος στὴ μόνη Ἔλετσυ τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος, τοῦ ὁποίου ἡ ὑγεία εἶχε κλονιστεῖ, εὐχήθηκε ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος νὰ ἦταν ὁ διάδοχός του. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Θεοδόσιος, στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1692, ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ἐργάστηκε σκληρὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τοῦ λαοῦ του, ἵδρυσε νέες ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες καὶ μοναστήρια.
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1696. Τὸ ἱερὸ λείψανό του κατατέθηκε στὴ μόνη τῶν Ἁγίων Βορίδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ ἀπετέλεσε πηγὴ ἰαμάτων καὶ θαυμάτων.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἀναζητήσεως τῶν ἀπολωλότων, ἐν Ρωσίᾳ 


Ἡ θαυματουργὸς καὶ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ ὀνομάζεται «Ἡ τῶν ἀπολωλότων ἀναζήτησις», τιμᾶται ἤδη ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ Παναγία, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ, ἔσωσε ἀπὸ τὴν κόλαση τὸν μοναχὸ Θεόφιλο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀδάνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὁ ὁποῖος μετανόησε.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας βρίσκεται σήμερα στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τῆς Μόσχας, ποὺ ἐπονομάζεται Σλοβούσκυ καὶ θαυματουργεῖ.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Σικελιωτίσσης ἐν Ντιβνογκὸρκ τῆς Ρωσίας

 
    
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σικελιώτισσας φυλάσσεται στὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ντιβνογκὸρκ τῆς Ρωσίας. Τὴν ἐπωνυμία «Σικελιώτισσα» ἔλαβε ἀπὸ τὸν τόπο προελεύσεώς της, ἐφόσον, κατὰ τὴν παράδοση, δυὸ εὐσεβεῖς Ἕλληνες μοναχοί, ὁ Ξενοφῶν καὶ ὁ Ἰωάννης, τὴ μετέφεραν ἀπὸ τὰ θεία ὑψώματα τῆς Σικελίας, πιθανῶς κατὰ τὰ τέλη τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. Οἱ δυὸ γέροντες ἵδρυσαν μονὴ κοντὰ στὸν ποταμὸ Δὸν καὶ ἔζησαν μέχρι τῆς ἀποπερατώσεώς της στὰ σπήλαια τῶν ἀσβεστογενῶν βράχων τῆς λοφώδους ἐκείνης περιοχῆς.
Ἐπὶ τῆς εἰκόνος ἀναπαριστᾶται ἡ Θεοτόκος καθήμενη ἐπὶ νεφελῶν νὰ κρατᾶ λευκὸ ἀνθισμένο κρίνο στὸ δεξί της χέρι καὶ τὸ Θεῖο Βρέφος μὲ τὸ ἀριστερὸ αὐτῆς καθήμενο στὰ γόνατά της. Τὸ Βρέφος κρατᾶ μὲ τὴ σειρά του κρίνο στὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ εὐλογεῖ μὲ τὸ δεξιό. Γύρω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τῆς Παναγίας ἀναπαρίστανται ὀκτῶ ἄγγελοι σὲ στάση ἱκεσίας καὶ γονυκλισίας. Ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τῆς Θεοτόκου ἱστορεῖται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔχει ἐπιτελέσει πολλὰ θαύματα καὶ τιμᾶται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ ἔτος 1831, ὁπότε καὶ κατέπαυσε θαυματουργικὰ τὴν ἐπιδημία χολέρας.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης ἐν Τσέρνιγκωφ τῆς Ρωσίας

  
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὴν εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Πηγὲς:http://www.saint.gr/02/05/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/2/d/5/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου