Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ 7 ΙΟΥΝΙΟΥ 2020

Κυριακή της Πεντηκοστής
Πνοῇ βιαίᾳ γλωσσοπυρσεύτως νέμει,
Χριστὸς τὸ θεῖον Πνεῦμα τοῖς Ἀποστόλοις.
Ἐκκέχυται μεγάλω ἑνὶ ἤματι Πνεῦμ' ἁλιεῦσι. 
«Τη αυτή ημέρα, Κυριακή ογδόη από του Πάσχα, την αγίαν Πεντηκοστήν εορτάζομεν. Πνοή βιαία γλωσσοπυρσεύτως νέμει, Χριστός το θείον Πνεύμα τοις Αποστόλοις. Εκκέχυται μεγάλω ενί ήματι Πνεύμ' αλιεύσι. Ταις των αγίων Αποστόλων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν»

Μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, οι Απόστολοι και οι υπόλοιποι μαθητές του, καθώς και οι γυναίκες που από την αρχή τον είχαν ακολουθήσει, η Παναγία Παρθένος Μαρία η Μητέρα του, περίπου 120 άτομα, γύρισαν στο όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ και, μπαίνοντας στο υπερώο, δηλαδή στον πάνω όροφο του σπιτιού εκεί, περίμεναν με προσευχή την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα Χριστού. Στο μεταξύ εκεί, εξέλεξαν και τον Ματθία και τον συναρίθμησαν με τους ένδεκα Αποστόλους.


Τότε αυτοί πληρωθέντες από το Πνεύμα το Άγιο, άρχισαν να κηρύττουν και να καλούν τους ανθρώπους να βαπτισθούν και να λάβουν κι αυτοί την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ό,τι είχαν ακούσει και ζήσει κοντά στο Χριστό και δεν το είχαν τότε κατανοήσει, τώρα εν Αγίω Πνεύματι το γνώρισαν και το επαγγέλλονται στο λαό.

Τώρα γνωρίζουν ποια είναι η προοπτική της καινής ζωής και που πρέπει να οδηγήσουν το λαό, γι’ αυτό και τους πρώτους τρεις χιλιάδες που βαπτίστηκαν, τους οδηγούν στο Δείπνο της Ζωής, την Τράπεζα της Θείας Ευχαριστίας, όπου στο εξής θα βρίσκεται συναγμένη η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, θα τρέφεται με το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου και θα συμμετέχει έτσι στην αιώνια ζωή της Βασιλείας του Θεού.

Με την Πεντηκοστή δεν γεννήθηκε η Εκκλησία ως απλός θεσμός, αλλά ως συνεχής παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, και γι’ αυτό η Πεντηκοστή δεν είναι ένα γεγονός που συνέβη μια φορά κάποτε, αλλά είναι η ζωή της Εκκλησίας, ως αδιάκοπη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.

Η Πεντηκοστή, αποτελεί τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ήχος πλ. δ'.
Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους, τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ δι' αὐτῶν, τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας· φιλάνθρωπε, δόξα σοι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καὶ συμφώνως δοξάζομεν, τὸ πανάγιον Πνεῦμα.
 
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ ἐν Ἀγκύρᾳ


Χεὶρ Θεόδοτον, ἣν Θεοῦ χεὶρ ξηράνοι,
Θεῷ δοτὸν τίθησι, πλήξασα ξίφει.
Θεόδοτος ἑβδομάτῃ τυθεὶς ἕλεν οὐρανὸν εὐρύν.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδοτος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Παρέμεινε ὀρφανὸς σὲ νηπιακὴ ἡλικία καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη θεία του Τεκοῦσα. Ὄταν ἐμεγάλωσε, ἔγινε ἀρτοποιὸς καὶ ἔμπορος τροφίμων, διεκρινόταν δὲ γιὰ τὴν τιμιότητα, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ φιλανθρωπία του. 

Διὰ τῶν λόγων, τῶν ἔργων καὶ τῆς ὑποδειγματικῆς χριστιανικῆς διαβιώσεώς του, ἔγινε πρόξενος ἐπανόδου στὸν ὀρθὸ δρόμο πολλῶν παρεκτραπέντων συμπολιτῶν του. Κατὰ τοὺς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμούς, ἀπεστάλη στὴν Ἄγκυρα ὁ Θεότεκνος, δεινὸς διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴ σύλληψη τῶν Χριστιανῶν, τὴν κατεδάφιση τῶν ναῶν καὶ τὴ δήμευση τῆς περιουσίας αὐτῶν, γιὰ νὰ μολύνει δὲ τὰ τρόφιμα διέταξε νὰ ἀναμιχθοῦν αὐτὰ μὲ εἰδωλόθυτα. Τότε συνελήφθησαν μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ἡ Τεκοῦσα μετὰ τῶν παρθένων Ἀλεξάνδρας, Κλαυδίας, Φαεινῆς, Εὐφρασίας, Ματρώνης, Ἰουλίας καὶ Θεοδότης. Ἐπειδὴ οἱ Ἁγίες ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἐκλείσθησαν ἀρχικὰ σὲ πορνεῖο καὶ παρέμειναν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἁγνές, καὶ στὴ συνέχεια ἐρρίφθησαν στὰ πλησίον κείμενα ἕλη, ὅπου ἔλαβαν τὸ μαρτυρικὸ θάνατο διὰ πνιγμοῦ († 18 Μαΐου).
Ὁ Θεόδοτος, ἀφοῦ κατ’ ἀρχὰς ἀντιμετώπισε ἀποτελεσματικὰ τὸ θέμα τῶν τροφίμων, διαμοιράζοντας καὶ πουλώντας μεγάλες ποσότητες μὴ μολυσμένων μὲ εἰδωλόθυτα, ἄρχισε νὰ περιέρχεται τὶς φυλακές, νὰ διαμοιράζει στοὺς κρατούμενους Χριστιανοὺς τρόφιμα καὶ νὰ παρηγορεῖ αὐτούς. Πληροφορηθεὶς τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τῆς θείας του Τεκούσης καὶ τῶν παρθένων ποὺ ἐμαρτύρησαν μαζί της, σὲ συνεννόηση μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς μετέβη στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τους, παρέλαβε κρυφὰ τὰ λείψανά τους, καὶ τὰ ἐνταφίασε. Τὴν ἑπομένη, ὅταν ἔγινε ἀντιληπτὴ ἡ ἐξαφάνιση τῶν λειψάνων, διενεργήθησαν πολλὲς συλλήψεις Χριστιανῶν, οἱ δὲ συλληφθέντες ὑποβάλλονταν σὲ ποικίλα βασανιστήρια, γιὰ νὰ ἀποκαλύψουν τοὺς δράστες. Ὁ Θεόδοτος, γιὰ νὰ μὴ συλληφθοῦν καὶ βασανισθοῦν καὶ ἄλλοι ἀθῶοι, ἔσπευσε πρὸς τὸν Θεότεκνο, ὁμολόγησε ὅτι ἦταν Χριστιανὸς καὶ ἀπεκάλυψε στὸν ἄρχοντα, ὄτι αὐτὸς ἦταν ὁ δράστης τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων γυναικῶν. Ὁ Θεότεκνος διέταξε εὐθὺς τὸ σκληρὸ βασανισμὸ τοῦ Θεοδότου καὶ τὸν ἐγκλεισμό του στὴ φυλακή, ἀποστείλας δὲ στρατιῶτες ἀνεκόμισε τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων γυναικῶν καὶ τὰ κατέκαψε. Μετὰ λίγες ἡμέρες ὁ Ἅγιος Θεόδοτος προσήχθη πάλι ἐνώπιον τοῦ Θεοτέκνου καὶ ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴν ἐμμονὴ στὴν ἀρχικὴ ὁμολογία του καὶ στὴν πατρώα εὐσέβεια. Τότε, ἀφοῦ τοῦ καταξέσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ τοῦ συνέτριψαν τὶς σιαγόνες, τὸν ἀπεκεφάλισαν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δόσιν ἔνθεον, καταπλουτήσας, τὴν τῆς χάριτος ἱερουργίαν, Ἱερομάρτυς τρισμάκαρ Θεόδοτε, καθάπερ δῶρα Θεῷ προσενήνοχας, τὰς ἀριστείας τῶν θείων ἀγώνων σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῶν ἱερέων ἐν στάσει γενόμενος, τῶν Ἀθλοφόρων τοὺς τρόπους ἐζήλωσας, καὶ στέφος διπλοῦν κομισάμενος, σὺν Ἀσωμάτοις χορεύεις Θεόδοτε, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθλοφόρων ὁ κοινωνός· χαίροις Ἱερέων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις ὁ φαυλίσας, τυράννων τὴν μανίαν, Θεόδοτε τρισμάκαρ, τῇ καρτερίᾳ σου.

Ἡ Ἁγία Ποταμιαίνη ἐξ Ἀλεξανδρείας


Ποταμιαίνη αίνος ουδείς αρκέσει,
Kαν του ποταμού εκμιμήται την ρύσιν.

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ποταμιαίνη καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Πανέμορφη στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ πιστὴ Χριστιανή, ἦταν δούλη ἀσελγοῦς καὶ ἀκόλαστου ἀνδρός, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ δὲν κατάφερε νὰ τὴν πείσει νὰ δεχθεῖ τὶς ἀνήθικες προτάσεις του, κατήγγειλε αὐτὴν στὸν ἄρχοντα τῆς Ἀλεξανδρείας ὡς Χριστιανή. Εὐθὺς διατάχθηκε ἡ σύλληψή της καὶ ἡ ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος προσαγωγή της. Ὅταν ὅμως ἐμφανίσθηκε ἡ Ποταμιαίνη, αὐτός, ἐπειδὴ θαμπώθηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της, ἐκυριεύθηκε ἀπὸ ἀκόλαστες ἐπιθυμίες, μὲ κολακεῖες δὲ καὶ ὑποσχέσεις προσπάθησε νὰ ἀποσπάσει αὐτὴν ἀπὸ τὴ Χριστιανικὴ πίστη, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἔτσι θὰ ὑπέκυπτε στὶς ὀρέξεις του. Ἀλλ’ ἡ Ποταμιαίνη δὲν ἐνέδωσε στὶς προτάσεις του καὶ ἕνεκα τούτου διέταξε νὰ ριφθεῖ ἡ Μάρτυς μέσα σὲ λέβητα ποὺ ἦταν γεμάτος μὲ καυτὴ πίσσα. Ἡ Ποταμιαίνη μὲ πνευματικὴ χαρὰ ἄκουσε τὴν καταδίκη της, διότι ἔτσι θὰ διατηροῦσε ἀμόλυντα τὰ πολυτιμότερα ἀγαθά της, τὴν παρθενία καὶ τὴν Χριστιανική της πίστη, παρεκάλεσε δὲ τὸν ἄρχοντα νὰ τὴν καταβιβάζουν ἀργὰ μέσα στὸ λέβητα, γιὰ νὰ ἀποβαίνει μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο πλέον ἐπώδυνο τὸ μαρτύριό της. Ἡ τελευταία αὐτὴ ἐπιθυμία της ἔγινε δεκτή, γενικὴ δὲ ὑπῆρξε ἡ κατάπληξη τῶν παρευρισκομένων, γιὰ τὴν καρτερία καὶ ἀταραξία αὐτῆς στὸ φρικτὸ τοῦτο μαρτύριο.

Ὁ Ὅσιος Παναγῆς ὁ Μπασιᾶς



Ο Όσιος Παναγής ο Μπασιάς γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλληνίας, το 1801 μ.Χ., και ήταν γιός ευσεβών και επιφανών γονέων, του Μιχαήλ Τυπάλδου – Μπασιά και της Ρεγγίνας Δελλαπόρτα. Έμαθε Ιταλικά, Γαλλικά, Λατινικά και καταρτίσθηκε στη φιλοσοφία και τη θεολογία. Μικρός ακόμα χειροθετείται αναγνώστης και στην αρχή της σταδιοδρομίας του διορίζεται γραμματοδιδάσκαλος και εξασκεί το λειτούργημα του διδασκάλου, αλλά εμπνεόμενος από τα ριζοσπαστικά κηρύγματα του Κοσμά Φλαμιάτου και Ευσεβίου Πανά, εκκλησιαστικών αναστημάτων της εποχής, οι οποίοι υπεράσπιζαν ότι οι Άγγλοι (κυρίαρχοι της Επτανήσου) προστάτες, ουσιαστικά τύραννοι, επιβουλεύονται το ορθόδοξο φρόνημα των κατοίκων, αφήνει το δημόσιο σχολείο και παραδίδει μαθήματα κατ’ οίκον συνεχίζοντας την αποστολή του.

Σε ηλικία 20 ετών, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έχοντας έμφυτη κλίση και επηρεαζόμενος από την προσωπικότητα του πολιούχου μεγάλου ασκητού Αγίου Γερασίμου και του γείτονός του, επίσης μεγάλου ασκητού Αγίου Ανθίμου, εγκαταλείπει τα πάντα και φθάνει στο «Ξηροσκόπελο», μικρό νησάκι στην κάτω Λειβαθώ Βλαχερνών και τόπο εξορίας κληρικών από του Άγγλους. Εξόριστος τις ημέρες εκείνες ήταν και ο περίφημος Ζακύνθιος κληρικός Νικόλαος Καντούνης. Δεν έμεινε όμως πολύ διάστημα καμφθείς από τις ικεσίες της χήρας μητέρας του και της απροστάτευτης αδελφής του. Επιστρέφει λοιπόν μοναχός στον κόσμο, αλλά ολόκληρη η ζωή του αποδεικνύεται συνεχής ασκητικός αγώνας και συνεπής επαγρύπνηση των μοναχικών ιδεών και αποφάσεών του.

Το 1836 μ.Χ. χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος, με το όνομα Παΐσιος, υπό του Αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας Παρθενίου Μακρή. Δεν επεζήτησε εφημαριακή θέση. Συνήθως λειτουργούσε στο εξωκκλήσι του Αγίου Σπυρίδωνος στον Πλατύ Γιαλό, όπου συνέρρεε πλήθος πιστών, για να λειτουργηθεί και να ακούσει τα θερμά κηρύγματά του. Υπήρξε η προσωποποίηση της ελεημοσύνης και θερμός συμπαραστάτης των αδυνάτων. Έλαβε από τον Θεό το χάρισμα της προφητείας και «προΰλεγε τὰ μέλλοντα συμβαίνειν εἰς πρόσωπα, οἰκογενείας καὶ γενικώτερον τῆς κοινωνίας», όπως γράφεται στην εισήγηση της Αγιοκατάταξης του.

Στις 21 Μαΐου 1864 μ.Χ., γεύεται τη χαρά της Ενώσεως της Επτανήσου με τη Μητέρα Ελλάδα, για την οποία εργάσθηκε με τον δικό του αντιστασιακό τρόπο πλησίον των ηρώων ριζοσπαστών, διατηρώντας και καλλιεργώντας την Ορθόδοξη Παράδοση, σε τόσο δύσκολες πολιτικές και κοινωνικές περιόδους.

Το 1867 μ.Χ., με τους φοβερούς σεισμούς της Παλλικῆς, γκρεμίζεται η οικία του και από τότε φιλοξενείται στην οικία του ξαδέλφου του Ιωάννου Γερουλάνου, πατέρα του σπουδαίου χειρουργού Μαρίνου Γερουλάνου.

Λόγω της διαδοθείσης φήμης από τα πολλά θαύματα, αποφεύγοντας το φοβερό ύφαλο της πνευματικής ζωής, τον επάρατο εγωισμό, καταφεύγει στη γνωστή μέθοδο μεγάλων Ασκητών να προσποιείται τον τρελό, και έτσι συγκαταριθμείται στη χορεία των Δια Χριστόν σαλών Αγίων.

Για πέντε έτη ταλαιπωρείται κλινήρης. Και ασθενής συνεχίζει να ευλογεί, να ειρηνεύει, να καθοδηγεί, να συμβουλεύει τους Χριστιανούς, οι οποίοι νυχθημερόν τον επισκέπτονται. Εκεί δέχεται την επίσκεψη του νέου Αρχιεπισκόπου Γερμανού Καλλιγά, στον οποίο προλέγει την ανάρρησή του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο των Αθηνών.

Ο Όσιος Παναγής κοιμήθηκε το 1888 μ.Χ., και στην πάνδημη μετά τριήμερο κηδεία του εξεφώνησε περίφημο επικήδειο ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Γερμανός Καλλιγάς.

Η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Οσίου έγινε στις 6 Ιουνίου 1976 μ.Χ. και η Αγιοκατάταξη του έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο δια Πατριαρχικής και Συνοδικής Αποφάσεως την 4η Φεβρουαρίου 1986 μ.Χ.

Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται εντός αργυρής θήκης στον ιερό ναό Αγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου, όπου και ο τάφος του.

Θαύμα του Οσίου Παναγή Μπασιά - Αφήγηση Γεράσιμος Δρακόπουλος

«…Ο αείμνηστος πατήρ μου, τότε, διηγήθη ένα καταπληκτικό θαύμα του Παπά- Μπασιά, το οποίον έζησε επί των ημερών του Παπά-Μπασιά ο πατήρ του πατρός μου - παππούς μου - Βασίλειος Δρακόπουλος, πρωτοψάλτης και συνθέτης πολλών εκκλησιαστικών ασμάτων.

Το θαύμα έχει ως εξής:

Εις το Αργοστόλιον, επί των ημερών του Παπά-Μπασιά, ζούσε μία οικογένεια αρχοντική και πολύ πλούσια, δεν ενθυμούμαι καλώς το όνομα της οικογενείας, ήτις απετελείτο από τέσσερα άτομα, τον σύζυγο, την σύζυγο και δύο άρρενα τέκνα. Οικογένεια λίαν ευσεβής και ενάρετος, ακόμη περισσότερον η κυρία, της οποίας η ζωή ήτο πλήρης αγαθοεργών πράξεων.

Μετά πάροδον ετών απέθανεν ο σύζυγος και έμεινε η χήρα με τα δύο τέκνα της.

Αυτή επεδόθη εις το να διαπαιδαγωγή και νουθετή τα τέκνα της επί το χριστιανικώτερον, συνάμα επεξέτεινε την ανθρωπιστική δράσιν της, βοηθούσα κάθε πτωχόν, επισκεπτομένη ασθενείς κατ’ οίκον και βοηθούσα αυτούς, ασθενείς εις νοσοκομείον και καταδίκους εν φυλακαίς, βοηθούσα και νουθετούσα αυτούς προς την χριστιανική πίστιν.

Όταν τα τέκνα της έφθασαν εις ηλικίαν το μεν πρώτον 21 ετών, ένα βράδυ καθήμενοι μετά το δείπνον εις την τραπεζαρία, το πρώτο τέκνον ησθάνθη ένα ισχυρό πόνον εις την κεφαλήν. Αμέσως έπεσε κάτω αναίσθητο, το έβαλαν εις το κρεβάτι καλέσαντες πάραυτα τον ιατρό.

Ούτος διεπίστωσε σοβαρωτάτην κατάστασιν, προετοιμάσας την κυρία δια το μοιραίον. Η κυρία ακούσασα αυτά που της είπεν ο ιατρός, κατέφυγε εις το εικονοστάσιο της οικίας της και γονυκλινής όλη την νύκτα εδέετο εις την Παναγίαν δια την σωτηρίαν του υιού της. Το πρωί δυστυχώς απεβίωσε το παιδί της.

Αυτή παρ’ όλο το πένθος και την μεγάλη λύπη της, συνέχισε την χριστιανική και ανθρωπιστική δράσι της. Μετά πάροδον όμως ενός έτους, ένα βράδυ ευρισκομένη πάλι μετά του ετέρου υιού της εις την τραπεζαρία, βλέπει απροόπτως το παιδί της να βγάζη μία κραυγή πόνου και να πίπτη κάτω αναίσθητο, όπως και το πρώτο της παιδί. Αμέσως κάλεσε τον ιατρό, όστις διεπίστωσε την ιδία περίπτωσι με το πρώτο της παιδί, αποφανθείς ότι δεν υπάρχει ουδεμία ελπίς διασώσεως αυτού. Αυτή κλαίουσα και εν απελπισία ευρισκομένη, κατέφυγε πάλι εις το εικονοστάσιο της οικίας της, και γονυκλινής όλη την νύκτα μετά δακρύων παρεκάλει τον Θεό, την Παναγία, και τον Άγιο Γεράσιμο, όπως σώσουν το παιδί της, και λόγω της χριστιανικής της δράσεως, την λυπηθούν και αποδώσουν πλήρως την υγείαν του παιδιού της. Δυστυχώς την επομένη, που ήλθεν ο ιατρός, διεπίστωσε τον θάνατο του υιού της.

Τότε η Κυρία εκμανείσα μετεβλήθη εις θηρίον ανήμερον, παύσασα τελείως την προηγουμένη δράσιν της, υβρίζουσα συνεχώς τον Θεό και τους αγίους, μη δεχομένη κανένα εις την οικίαν της. Έδωσε δύο φωτογραφίας των παιδίων της εις καλόν ζωγράφον, να της φτιάξη τα δύο πορτραίτα εις φυσικόν μέγεθος, τα όποια όταν ο ζωγράφος της παρέδωσεν, αυτή τα επλαισίωσε με πολυτελή πλαίσια, και εκκενώσασα των επίπλων το σαλόνι της, τα εκρέμασεν εις τους δύο τοίχους το εν απέναντι του άλλου, καλύψασα αυτά δι’ υφάσματος – τούλι – τοποθετήσασα κάτωθεν αυτών από ένα κηροπήγιον με μία λαμπάδα, τας οποίας κάθε τόσον ήναπτε και ατενίζουσα τα τέκνα της συζητούσε με αυτά.

Μία των ημερών, ο Παπα-Μπασιάς εμβάς εις πλοιάριον από εκείνα που την εποχήν εκείνη εκτελούσαν το πέρασμα Ληξουρίου – Αργοστολίου επήγε εις Αργοστόλιον. Εξελθών του πλοιαρίου με την ράβδο του, σιγά σιγά επήγαινε κατευθείαν εις την οικίαν της κυρίας αυτής. Φθάσας εκεί εκτύπησε την θύρα. Εβγήκε εις το παράθυρον η κυρία, και ιδούσα τον Παπά-Μπασιά τον οποίο δεν εγνώριζε, εξεμάνη υβρίζουσα αυτόν με τας χυδαιοτέρας φράσεις.

Ο Παπά-Μπασιάς, δίχως να ταραχθή, ήρεμα - ήρεμα την παρακάλεσε δια τρίτη φοράν να του ανοίξη, που ήθελε κάτι να της ειπή. Αυτή έτι περισσότερον συνέχισε να τον υβρίζη. Τότε ο Παπά-Μπασιάς είπε: «Ή μου ανοίγεις, ή ανοίγω», και με την ράβδο του έκανε το σημείο του Σταυρού εις την πόρταν, ήτις αυτομάτως ήνοιξε, και ήρχισεν ο Παπά-Μπασιάς να ανέρχεται την κλίμακα. Η κυρία ιδούσα αυτό που έγινε, έμεινεν άφωνος μη δυναμένη να εκστομίσει ούτε λέξιν.

Ο Παπά-Μπασιάς προχώρησε κατ’ ευθείαν εις το σαλόνι (ασφαλώς Θεία βουλήσει) ειπών εις την κυρίαν να τον ακολουθήση. Ήνοιξε την θύρα του σαλονιού, και λέγει εις την κυρία: κάθισε εις την γωνίαν και θα ιδής κάτι που δεν το επερίμενες. Σταθείς επ’ ολίγον εις προσευχήν ο Παπά-Μπασιάς, βλέπει η κυρία να σηκώνονται τα δύο σκεπάσματα των εικόνων των παιδιών της, και να κατέρχωνται ζωντανά εις το μέσον του δωματίου, να εξάγουν ταυτοχρόνως δύο περίστροφα, ταυτοχρόνως να πυροβολή ο ένας τον άλλον, και οι δύο ταυτοχρόνως να πίπτουν νεκροί επί του δαπέδου.

Κατόπιν του γεγονότος τούτου ευρέθησαν τα πορτραίτα ως πρότερον, σαν να μην είχε συμβή τίποτε.Η κυρία άφωνος και τρομαγμένη παρακολουθούσε τα διατρέξαντα, και τότε ο Παπά- Μπασιάς της λέγει: Κυρία μου ο Θεός δια να σε αγαπά σε εφύλαξε να μην ιδής αυτό πού είδες τώρα, και επήρε μαζί Του τα δύο τέκνα σου δια φυσικού θανάτου, διότι τα δύο σου τέκνα είχαν αγαπήσει μίαν και την αυτή γυναίκα, και επρόκειτο να σκοτωθούν δια του τρόπου που είδες δι’ αυτήν. Ως εκ τούτου να μεταμεληθής, καί να ευχαριστής τον Θεό, και να συνεχίσης την προτέρα σου χριστιανικήν δράσιν.

Πραγματικά αυτή μεταμεληθείσα, επεδόθη ψυχή και σώματι εις την προτέραν της δράσιν και εις μεγαλυτέραν κλίμακα».

(ΠΗΓΗ βιβλίο «Άγιος Παναγής Μπασιάς», πρωτοπρεσβ. Κων. Σ. Γκέλη. Αθήναι, 1987.)


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ληξουρίου τὸν γόνον, Ἱερέων τὸ καύχημα, τῆς Κεφαλληνίας φωστῆρα νεοφανῶς ἀνατείλαντα, ὑψήσωμεν ἐν ὕμνοις Παναγήν, τὸν μύστην τῆς Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἐμφανῶς κεκοσμημένον προφητικῶ τοῦ Πνεύματος χαρίσματι, διὸ τὸν δοξάσαντα αὐτὸν λαμπρῶς ἀντιδοξάσωμεν, ἶνα εὔρωμεν χάριν καὶ πταισμάτων τὴν συγχώρησιν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Χαρμοσύνοις άσμασι , Κεφαλληνία η νήσος , συγκαλείται σήμερον των φιλεόρτων τα πλήθη , έρεισμα της Εκκλησίας ανευφημήσαι , σέμνωμα νεοφανέντα Ορθοδοξίας , Παναγήν τον Θεηγόρον , Χριστού τον μυστην και ταύτης αγλάϊσμα.

Μεγαλυνάριον
Τον του Ληξουρίου γόνον λαμπρόν, Ορθοδόξων κλέος Ιερέων υπογραμμόν, της Κεφαλληνίας αγλάϊσμα το νέον, τον Παναγήν τον Θείον ύμνοις τιμήσωμεν.

Ἡ Ἁγία Ζηναΐς ἡ Θαυματουργός


H Ζηναΐς και ζώσα και μετά τέλος,
Θαύματα βρύει· ω μεγίστης αξίας!

Περὶ τῆς Ἁγίας Ζηναΐδος γνωρίζουμε ὅτι ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας καὶ ἐτελειώθηκε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο.

Οἱ Ἁγίες Αἰσία καὶ Σωσάννα μαθήτριες τοῦ Ἁγίου Παγκρατίου

Ἁγία Σωσάννα

Ως παρθενώνα την αναφείσαν φλόγα,
Eισήλθον άμφω παρθενεύουσαι κόραι.

Οἱ Ἁγίες Αἰσία (ἢ Ἐσία, κατ’ ἄλλην γραφὴν Εὐσεβεία) καὶ Σωσάννα ἦσαν μαθήτριες τοῦ Ἁγίου Παγκρατίου, Ἐπισκόπου Ταυρομενίας († 9 Φεβρπυαρίου), καὶ ὑπέστησαν τὸν διὰ πυρὸς θάνατο. Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ ναὸ «ἐν τοῖς Βασιλίσκοις» κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη.

Ὁ Ἅγιος Λυκαρίων ὁ Μάρτυρας

Ἄφωνος ἥκει πρὸς ξίφος Λυκαρίων,
Ἔναντι τοῦ κείροντος οἷον ἀρνίον.

Ὁ Ἄγιος Μάρτυς Λυκαρίων καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Διαπνεόμενος ὑπὸ θείου ζήλου, διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑλικὴ μέριμνα ἐπιδόθηκε στὴ διάδοση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, κηρύττοντας τὸ θεῖο λόγο καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρες ἑλκύοντας πρὸς αὐτήν. Γιὰ τὴ θεοφιλὴ δράση του καταγγέλθηκε, συνελήφθη, ἀρνήθηκε δὲ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ ὑποβλήθηκε σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, ἐκ τῶν ὁποίων ὅμως, μὲ τὴ Θεία Χάρη, ἐξῆλθε ἀβλαβής, καὶ ἐκλείσθηκε στὴ φυλακή. Μετὰ λίγες ἡμέρες, ἀφοῦ ὑποβλήθηκε σὲ νέα ἀνάκριση καὶ ἐπέμενε στὴν ὁμολογία του, ὐπέστη ἀκόμη σκληρότερη δοκιμασία. Ἔτσι, ἀφοῦ τοῦ καταξέσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ τοῦ κατέκαψαν τὰ πλευρὰ καὶ τὸ στῆθος μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, τὸν ἐκρέμασαν ἐπὶ σταυροῦ καὶ ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια.

Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης καὶ Ταράσιος οἱ Μάρτυρες

Ἰωάννην τέμνουσι σὺν Ταρασίῳ
Οὐ πρὸς τέμνον ἐκταραχθέντας ξίφος.

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰωάννης καὶ Ταράσιος ἐτελειώθησαν διὰ ξίφους. Τὸ σχετικὸ δίστιχο ἀναφέρει: «Ἰωάννην τέμνουσι σὺν Ταρασίῳ, οὐ πρὸς τὸ τέμνον ἐκταραχθέντας ξίφος».

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Πρεσβύτερος

Ἐπώνυμος Στέφανος οὗ φορεῖ στέφους,
Ὁ πρακτικὴ χεὶρ ἀρετῶν οἶδε πλέκειν.

Ὁ Ὅσιος Στέφανος, ὁ πρεσβύτερος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος ὁ Πρεσβύτερος

Ἄνθην ἐνεγκὼν Ἄνθιμος χριστοῦ βίου,
Πρὸ τῆς τελευτῆς ἀρετῶν καρπὸν φύει.

Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος, ὁ πρεσβύτερος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἡ Ἁγία Σεβαστιανὴ ἡ Θαυματουργός

 
Σεβαστιανῆς, ὡς τὰ λοιπὰ τοῦ βίου,
Σεβαστὰ πᾶσι, καὶ τὸ τοῦ βίου τέλος.

Ἡ Ὁσία Σεβαστιανή, ἀξιωθεῖσα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Άγιος Αναστάσιος ο Γόρδιος

Ὁ Ἅγιος Εὐγένιος μὲ τὸν μαθητὴ του Ἀναστάσιο

Προτομὴ Ἁγίου Ἀναστασίου Γόρδιου 

Στα αγιοβάδιστα Άγραφα και συγκεκριμένα στο χωριό Βραγγιανά, γεννήθηκε το 1654 μ.Χ. ένας από τους σημαντικότερους λόγιους κληρικούς στην εποχή της Τουρκοκρατίας ο σοφός Αναστάσιος ο Γόρδιος.

Στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς ο σημαντικός αυτός σύνδουλος της βασιλείας του Χριστού μας Αναστάσιος αποτέλεσε βασικό στήριγμα των Ρωμιών και του σκλαβωμένου γένους μας. Σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες ιστορικές αναφορές και πληροφορίες ο Αναστάσιος Γόρδιος υπήρξε αναμφισβήτητα ο επιφανέστερος μαθητής του Αγίου Ευγένιου του Αιτωλού (βλέπε 5 Αυγούστου). Αποτέλεσε θα υποστηρίζαμε σθεναρώς ο φυσικός συνεχιστής του αληθινού ορθόδοξου εκπαιδευτικού πνεύματος, το οποίο κοσμούσε την περιοχή των Αγράφων και την έκανε να ακτινοβολεί σε γη και ουρανό.

Ήταν μία φυσιογνωμία θαυμαστή απ’ όλους. Η μορφή του ασκητική και ο λόγος του μεστός και ουσιαστικός ταρακουνούσε τις φοβισμένες ψυχές των σκλαβωμένων Ελλήνων. Ο Αναστάσιος Γόρδιος σπούδασε στην Ιταλία γιατρός και εκεί διδάχθηκε τη λατινική αλλά και την αρχαία ελληνική γραμματεία από μεγάλους Έλληνες και ξένους δασκάλους που δραστηριοποιούνταν στο χώρο της Ιταλίας. Ωστόσο, παρέμενε πιστός στα νάματα της Ορθοδόξου πίστης και ήλεγχε τους Έλληνες εκείνους που έπεφταν στα δίκτυα του Παπισμού προκειμένου να εξυπηρετήσουν τη ματαιοδοξία τους. Μάλιστα χαρακτηριζόταν λόγω της σθεναρής στάσης του και των ακλόνητων πιστεύω του στην τριαδική αλήθεια πολέμιος του ισχυρού τότε ξεπεσμένου όμως και αδυνάτου στον ουρανό Παπισμού.

Εκτός της ελληνικής γλώσσας μιλούσε απταίστως την γαλλική και ιταλική. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την σπουδαία φυσιολογική κατάρτιση που αποκόμισε από την πολυετή εντρύφηση με τα γράμματα τον κατέστησαν περιζήτητο από μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα της αλλοδαπής. Οι προτάσεις αξιοποίησής του ήταν πάμπολλες. Ωστόσο, η σκέψη του σοφού αυτού και ενάρετου ανδρός περιστρεφόταν στην Ελλάδα και ο νους του ήταν αγκιστρωμένος στο σκλαβωμένο γένος μας. Δεν ήθελε να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος στην αλλοδαπή αλλά επιθυμούσε διακαώς να συνεισφέρει με κάθε τρόπο στην πνευματική αναβάθμιση και κατάρτιση των κατατρεγμένων Ελλήνων.

Έτσι, πήρε τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στον τόπο του, τα Βραγγιανά, στον τόπο εκείνο δηλαδή που ήδη είχαν ανάψει οι πρώτες σπινθήρες του αγώνα για τη λευτεριά. Γιατί από τα Βραγγιανά και τη Σχολή του Γένους που λειτουργούσε άρχισαν να θεμελιώνονται οι αρχές της ελευθερίας και να πνέει η ουράνια μοναδική αύρα που έκανε τους Έλληνες να μεθούν στο πέρασμά της.

Έχοντας αποκομίσει ουσιαστικές γνώσεις ο Αναστάσιος Γόρδιος επιστρέφει λοιπόν για να διδάξει στο Αγιοπνευματικό Πανεπιστήμιο των Μεγάλων Βραγγιανών, ώστε ο σπόρος της Ορθοδοξίας να μην εξαφανιστεί από αυτό τον τόπο. Δίδαξε στο Αιτωλικό, στα Τρίκαλα και στο Καρπενήσι. Μιλούσε για τον Χριστό, την ελληνική ιστορία και καλλιεργούσε, μυστικά την ιδέα του ξεσηκωμού. Οι διδαχές του διασώθηκαν σε πάρα πολλά συγγράμματα που έγραψε προσωπικά και τα οποία φυλάσσονται σήμερα σε μοναστήρια της περιοχής.

Μετέφρασε σε απλή ελληνική γλώσσα τον γιατρό Ιπποκράτη. Στο πλούσιο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται: “Συντομωτάτη έκθεσις Λογικής”, “Ρητορική Τέχνη”, “Λεξικόν της καθομιλουμένης”, “Εγχειρίδια”, ορθογραφικά και συντακτικά, “Ιατρικές Συνταγές” και 750 περίπου “Επιστολές”, αρκετές των οποίων αναφέρονται σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας των σχολείων της εποχής.

Συνέταξε στην αρχαία ελληνική και απλή ελληνική γλώσσα βοτανολογικό και ζωολογικό ονοματολόγιο προδρομικό στο είδος του. Επίσης έγραψε τη βιογραφία του αγίου Ευγενίου του Αιτωλού του καλού παιδαγωγού και δασκάλου του και έγραψε διάφορες θεολογικές διατριβές.

Μερικά από τα έργα του Αναστάσιου Γόρδιου εκδόθηκαν στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Βουκουρέστι, στη Μοσχόπολη, στη Βιέννη, ενώ άλλα έμειναν αντιγραμμένα σε κώδικες μοναστηριών ή βιβλιοθηκών. Το κύρος του ως σοφού και λογίου απλώθηκε σ’ όλη την Οθωμανική επικράτεια. Ορισμένοι μάλιστα τον παρομοίαζαν και τον σύγκριναν ακόμα και με τον Αριστοτέλη.

Ο Αναστάσιος Γόρδιος αγωνίστηκε να μεταπείσει τους μορφωμένους Έλληνες που είχαν καταφύγει στο εξωτερικό να επιστρέψουν πίσω για να μην αφήσουν στο σκοτάδι τη γενιά μας. Ταυτόχρονα με την πολυποίκιλη δραστηριότητά του βοηθούσε πολύτεκνους, στήριζε οικονομικά χήρες μητέρες και αναλάμβανε τη φροντίδα των ορφανών.

Ήταν ο ιατρός των Βραγγιανών όχι μόνο των σωμάτων αλλά και των ψυχών. Ο Αναστάσιος Γόρδιος ήταν κατ’ ουσία η ψυχή και ο φύλακας άγγελος των Αγράφων.

Κοιμήθηκε την 7η Ιουνίου του 1729 μ.Χ. και θάφτηκε εκεί στον τόπο που υπηρέτησε και αγάπησε από μικρό παιδί, στα Βραγγιανά, δίπλα στον τάφο του διδασκάλου του Αγίου Ευγένιου του Αιτωλού.

Εκεί φυλάσσεται σήμερα και η θαυματουργική κατά λαϊκή ετυμηγορία κάρα του. Η άρρητη ευωδιά της κάρας του Αναστασίου Γορδίου σηματοδοτεί τον άνδρα ως ενάρετο και του προσδίδει την στολή του νυμφώνα του Χριστού, τη στολή της αγιότητας.

Είναι μάλιστα αμέτρητες οι μαρτυρίες ανθρώπων που έσκυψαν ευλαβικά να ασπασθούν την κάρα του μεγάλου ανδρός και βρήκαν την ίαση που αναζητούσαν. Τα δαιμόνια μάλιστα φρίττουν ενώπιον της θέας των ιερών λειψάνων του μεγάλου αυτού σοφού ανδρός.

Είθε η επίσημη Εκκλησία ας καταγράψει την αλάνθαστη συνείδηση των πιστών και σύντομα να τον κατατάξει στα δίπτυχα των Αγίων Της. Διότι στον ουρανό κατά μαρτυρία συγχρόνου ανθρώπου που προσφάτως ιάθηκε από σοβαρή ανίατη ασθένεια ο Αναστάσιος Γόρδιος λογίζεται και είναι ήδη Μέγας.

«Και αν είχα και θησαυρόν χρημάτων, ήθελα τον εξοδιάσει εις θησαυρόν βιβλίων».

Αναστάσιος Γόρδιος

Άγιοι Βασιλείδης μάρτυρας Στρατιώτης και Ιωάννης ο οσιομάρτυρας

Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο των Αγίων.

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Κένσκϊυ ἦταν μὸναχὸς στὴ μονὴ Βαρλαὰμ καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος († 27 Ἰουνίου). Ἔζησε ὡς σαλὸς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1592.

Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος ὁ Ἀπόστολος τῆς Γερμανίας

Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος, Ἀπόστολος τῆς Γερμανίας, ἐγεννήθηκε στὶς 21 Ὀκτωβρίου 700 μ.Χ. στὸ Ἔσσεξ. Ὄταν ἦταν μικρὸς ἀσθένησε καὶ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Ἅγιοι Ριχάρδος καὶ Βούννα († 7 Φεβρουαρίου) τὸν ἔριξαν κάτω ἀπὸ ἕνα σταυρὸ καὶ ὑποσχέθηκαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὸν Θεό, ἐὰν θεραπευθεῖ. Τὸ θαῦμα ἔγινε καὶ ὁ πατέρας του, φερόμενος ὡς βασιλέας Ριχάρδος, τὸν ἐμπιστεύθηκε, σὲ ἡλικία πέντε ἐτῶν, στὸν ἡγούμενο Ἐγκβάλδιο τῆς μονῆς τοῦ Βαλτχάιμ στὸ Χάμπσαϊρ, ὅπου παρέμεινε μέχρι ἡλικίας δεκαεπτὰ ἐτῶν. Τὸ 721 μ.Χ., μαζὶ μὲ τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του Βιννιβάλδο († 18 Δεκεμβρίου) καὶ τὸν γέροντα πατέρα τους, ἀνεχώρησαν γιὰ προσκύνημα στοὺς τάφους τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὴ Ρώμη. Καθ’ ὁδὸν ὁ πατέρας τους ἀπέθανε καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη Λούκκα τῆς Ἰταλίας, ὅπου τιμᾶται μέχρι σήμερα ὑπὸ τὸ ὄνομα «Ριχάρδος, βασιλεὺς τῶν Ἄγγλων». Οἱ δύο νέοι συνέχισαν τὴν ὁδοιπορία τους γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἔτσι ἔπλευσαν μέσῳ Κύπρου στὴ Συρία, ὅπου αἰχμαλωτίσθηκαν γιὰ σύντομο χρονικὸ διάστημα στὴν πόλη Ἔμεσσα ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ἐπέρασε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, σύμφωνα μὲ τὸ «Ὁδοιπορικόν», παρέμεινε δύο ἔτη σὲ κελὶ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν περίφημη μονὴ τοῦ Μόντε Κασσίνο ἀγαπώμενος καὶ τιμώμενος ἀπὸ ὅλους. Ἐνῷ ἀσκήτευε ἐκεῖ, ἔλαβε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Πάπα Γρηγόριο Γ’ (731 – 741 μ.Χ.), μετὰ ἀπὸ συνάντηση μαζί του, νὰ μεταβεῖ στὴ Γερμανία, γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν συγγενή του Ἅγιο Βονιφάτιο († 5 Ἰουνίου) στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο. Τὸ 741 μ.Χ. ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο Ἐπίσκοπος στὴν πόλη Ἄιχσταατ στὴν περιοχὴ τῆς Φραγκονίας, ὅπου ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ μὲ ἔνθεο ζῆλο. Ἐδῶ ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Χαϊντχάιμ, τὴν ὁποία καθοδηγοῦσε πνευματικὰ ὁ ἀδελφός του Ὅσιος Βιννιβάλδος καὶ ἀργότερα ἡ ἀδελφή του Ὁσία Βαλβούργα († 25 Φεβρουαρίου).
Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 790 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Μαρκελλίνος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες


Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μαρκελλίνος ἦταν Ἐπίσκοπος Ρώμης κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Κατὰ τὸ Λιβεριανὸ Κατάλογο διαδέχθηκε τὸν Ἐπίσκοπο Γάϊο τὴν 1η Ἰουλίου 296 μ.Χ. καὶ ἐκάθισε ἐπὶ τοῦ θρόνου ἕως τὸ 304 μ.Χ. Οἱ Δονατιστὲς τὸν κατηγόρησαν γιὰ δειλία κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ στὸ Liber Pontificalis, ὅπου διαβάζουμε ὅτι ὁ Μαρκελλίνος μετανόησε, ἔκλαψε πικρὰ καὶ ἀπολογήθηκε γιὰ τὴ στάση του ἐνώπιον Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν πόλη Σινουέσσα τῆς Καμπανίας. Ἐμφανίσθηκε μὲ τὴν κεφαλή του γεμάτη ἀπὸ στάχτη, σὲ ἔνδειξη μετανοίας, καὶ ὁμολόγησε τὴν ἁμαρτία του στὰ μέλη τῆς Συνόδου. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τὸν συγχώρεσαν, λέγοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀρνήθηκε τὸν Κύριο ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἔκλαψε πικρὰ γιὰ τὴν ἁμαρτία του καὶ ἡ μετάνοιά του ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλ’ ἡ κατηγορία καὶ ἡ ἀναφορὰ περὶ λιποψυχίας καὶ πτώσεως τοῦ Ἁγίου Μαρκελλίνου φαίνεται μᾶλλον ἀστήρικτη.
Ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του καὶ Μάρτυρες τοῦ Κυρίου Κλαύδιο, Κυρίνο καὶ Ἀντωνίνο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Μάρκελλο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπωμισθεῖ τὰ τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως καὶ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἐνῷ ἐχήρευε ὁ ἐπισκοπικός της θρόνος, στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Πρισκίλλης, μετὰ ἀπὸ ὅραμα στὸ ὁποῖο εἶδε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο νὰ τοῦ δίδει ἐντολὴ γιὰ νὰ ἐνταφιάσουν τὸ τίμιο σκήνωμα μὲ εὐλάβεια.
 
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος Ἐπίσκοπος Ρώμης


Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος Α’, Ἐπίσκοπος Ρώμης (308 – 309 μ.Χ.), καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ διαδέχθηκε τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Μερκελλίνο († 7 Ἰουνίου). Κατήγγειλε δημοσίως τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὴ σκληρότητά του πρὸς τοὺς ἀθώους Χριστιανοὺς καὶ τοὺς διωγμοὺς καὶ ἐκεὶνος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τ]ν βασανίσουν. Περιορίσθηκε καὶ ἐκλείσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μαξέντιο σὲ ναό, τὸν ὁποῖο εἶχαν ἱδρύσει οἱ παρθένες Πρίσκιλλα καὶ Λουκία, καὶ ὁ ὁποῖος μετατράπηκε σὲ σταῦλο. Ἐκεῖ ἀπέθανε ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὰ βάσανα μακριὰ ἀπὸ τὴν ἔδρα του. Ἐνταφιάσθηκε στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Πρισκίλλης. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, πλὴν τῆς παρούσης ἡμέρας, καὶ τὴ 16η Ἰανουαρίου.

Οἱ Ἅγιοι Σισίνιος, Κυριακός, Σμάραγδος, Λάργος, Ἀπρονιανός, Σατουρνίνος, Κρήσκης, Παππίας, Μαύρος, Ἀρτεμιάδα, Πρίσκιλλα καὶ Λουκία οἱ Μάρτυρες

Ἡ Ἁγία Πρίσκιλλα 

Ὅταν ἐκηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐκλείσθηκαν στὶς φυλακές. Ὁ Θράσων, πλούσιος Χριστιανός, ἐφρόντιζε νὰ ἀποστέλλει μὲ τοὺς Σισίνιο, Κυριακό, Σμάραγδο καὶ Λάργο, τρόφιμα καὶ ἐνδύματα στοὺς φυλακισμένους ἀδελφούς του. Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, εὐχαρίστησε τὸν Θράσωνα καὶ ἐχειροτόνησε διακόνους τὸν Σισίνιο καὶ τὸν Κυριακό. Γιὰ τὴ θεοφιλὴ δράση τους οἱ δύο διάκονοι συνελήφθησαν καὶ καταδικάσθηκαν σὲ καταναγκαστικὰ ἔργα. Δὲν ἔφθανε ὅμως αὐτό. Ὁ Μαξιμιανὸς ἀπέστειλε τὸν Σισίνιο στὸ διοικητὴ τῆς Λαοδικείας, ὁ ὁποῖος τὸν ἐφυλάκισε. Ἐκεῖ ὁ διάκονος Σισίνιος συνάντησε τὸν Ἀπρονιανό, ὁ ὁποῖος, βλέποντας τὸ πρόσωπο τοῦ Σισινίου νὰ εἶναι λουσμένο στὸ θεῖο φῶς, ἐπίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ ἐβαπτίσθηκε. Ὅταν ὁ Ἀπρονιανὸς ἐκλήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Λίγο ἀργότερα ἐμφανίσθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁ Σισίνιος καὶ ὁ Σατουρνίνος. Ἐκεῖνος τοὺς διέταξε νὰ προσφέρουν θυσία στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι μὲ τὴν προσευχή τους ἔλιωσαν τὰ τρίποδα μὲ τὸ θυμίαμα τῶν εἰδώλων. Βλέποντας τὸ θαῦμα αὐτὸ οἱ στρατιῶτες Παππίας καὶ Μαῦρος ἐπίστεψαν στὸν Χριστό. Ἔξαλλος ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ οἱ μὲν δύο στρατιῶτες νὰ ὁδηγηθοῦν στὴ φυλακή, οἱ δὲ Σισίνιος καὶ Σατουρνίνος νὰ ἀποκεφαλισθοῦν.

Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ἐβάπτισε κρυφὰ τὸν Παππία καὶ τὸν Μαῦρο, οἱ ὁποῖοι μετὰ ἀπὸ λίγο ἐτελειώθησαν μαρτυρικὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τους στὸν Χριστό. Τὰ τίμια λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Ἰωάννη καὶ τὸν Θράσωνα.
Οἱ μάρτυρες Κυριακός, Σμάραγδος, Λάργος καὶ Κρήσκης, μαζὶ μὲ ἄλλους Χχριστιανούς, ἦσαν φυλακισμένοι καὶ καταδικασμένοι νὰ ἐργάζονται σκληρά. Ἡ Ἀρτεμία, κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ, ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Μαθαίνοντας ὁ Διοκλητιανὸς ὅτι ὁ φυλακισμένος Κυριακὸς θὰ μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὴν ἀσθένεια τῆς θυγατρός του, τὸν ἐκάλεσε γιὰ νὰ τὴν κάνει καλά. Πράγματι! Ὀ Ἅγιος Κυριακός, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐθεράπευσε τὴν Ἀρτεμία καὶ ἐξέβαλε τοὺς δαίμονες ἀπὸ αὐτήν. Ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴ θεραπεία τῆς κόρης του ὁ αὐτοκράτορας ἐλευθέρωσε τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ σύντομα ἔστειλε τὸν Κυριακὸ στὴν Περσία, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν κόρη τοῦ Πέρσου βασιλέως. Ὄταν ὁ Κυριακὸς ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη, συνελήφθη, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ αὐτοκράτορος Γαλερίου (305 – 311 μ.Χ.), γαμπροῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε παραιτηθεῖ καὶ ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Ἔδεσαν, λοιπόν, τὸν Ἅγιο Κυριακὸ πίσω ἀπὸ ἕνα ἅρμα ποὺ τὸν ἔσερνε ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Ρώμης καὶ στὴ συνέχεια, ἀφοῦ τὸν ἐβασάνισαν τὸν ἐθανάτωσαν μαζὶ μὲ τοὺς Μάρτυρες Σμάραγδο, Λάργο, Κρήσκεντα, Ἀρτεμία, Πρίσκιλλα καὶ Λουκία.

Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος ὁ Σιναΐτης

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου Ἀνατολίου τοῦ Σιναΐτου.

Ὁ Ἅγιος Κολμανὸς ὁ ἐξ Ἰρλανδίας

Ὁ Ἅγιος Κολμανὸς ἐγεννήθηκε, τὸ 450 μ.Χ., στὴ Δαλαραδία τοῦ βασιλείου Κρούτιν τῆς Ἰρλανδίας. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ντρόμορ καὶ εἶναι πολιοῦχος καὶ προστάτης αὐτῆς. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Μεριαδόκιος ὁ ἐξ Οὐαλίας

Ὁ Ὅσιος Μεριαδόκιος καταγόταν ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια τῆς Οὐαλίας καὶ ἔζησε τὸν 5ο ἢ 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἐπιθυμώντας νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἡσυχαστικὸ βίο, ἐπώλησε ὄλα τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ ὁποία διεμοίρασε στοὺς πτωχούς, καὶ ἔγινε ἐρημίτης. Κατόπιν ἦλθε στὴν Κορνουάλη, ὅπου ἵδρυσε πολλὲς ἐκκλησίες, καὶ στὴ συνέχεια ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βάννες. Διακρίθηκε γιὰ τὴ μεγάλη φιλαδελφία καὶ φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη λέγοντες: «Κύριε, σὲ Σένα παραδίδω τὸ πνεῦμά μου».

Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ τῆς Σκήτεως


Ὁ Ὅσιος Δανιήλ, ὁ ἀναχωρητής, συγγραφέας, ἱερομόναχος καὶ κατόπιν ἡγούμενος μοναστικοῦ κέντρου στὴ Σκήτη τῆς Αἰγύπτου, ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Δανιὴλ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία περιεβλήθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἀσκήτεψε στὰ μέρη τῆς Σκήτεως, ὅπου εὑρῆκαν καὶ αἰχμαλώτισαν αὐτὸν Βεδουΐνοι ληστὲς τρεῖς φορές. Ἀπὸ τὴν τελευταία αἰχμαλωσία ἐλευθερώθηκε ἀφοῦ ἐφόνευσε μὲ πέτρες τὸν φρουροῦντα αὐτόν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ αἰσθάνθηκε ὡς βαρύτατο ἁμάρτημα, γι’ αὐτὸ ἦλθε καὶ ἐξομολογήθηκε αὐτὸ πρῶτα μὲν στὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Τιμόθεο Γ’ (520 – 536 μ.Χ.), ἀκολούθως δὲ στοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἐπιφάνιο (520 – 535 μ.Χ.), Ἀντιοχείας Εὐφράσιο (521 – 526 μ.Χ.) καὶ Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Γ’ (516 – 524 μ.Χ.), ὡς καὶ στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ὀρμίσδα (514 – 523 μ.Χ.). Κανένας ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς δὲν κατελόγισε στὸν Δανιὴλ τὴν πράξη. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν ἀθώωσή του καὶ μὴ δυνάμενος ὁ ἴδιος νὰ συγχωρήσει τὸν ἑαυτό του, παραδόθηκε στὸν πραίτορα τῆς Ἀλεξάνδρεας, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινε καὶ ἐθαύμασε τὴ διάκρισή του, «ἀπέλυσεν αὐτὸν λέγων αὐτῷ: Ὕπαγε, εὖξαι ὑπὲρ ἐμοῦ, ἀββᾶ. Εἴθε καὶ ἄλλους ἑπτὰ ἐφόνευσας ἐξ αὐτῶν».
Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπανῆλθε στὴν περιοχὴ τῆς Σκήτεως, γιὰ νὰ τὴν ἐγκαταλείψει ἀργότερα καὶ νὰ ἔλθει στὴν περιοχὴ Ταμπώκ, ὅπου καὶ ἵδρυσε μονή, στὴν ὁποία ἔγινε ἡγούμενος καὶ στὴν ὁποία, τέλος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τιμώμενος καὶ σεβόμενος ἀπὸ ὅλους.

Ὁ Ὅσιος Βουλφάγγιος ἐκ Γαλλίας

Ὁ Ὅσιος Βουλφάγγιος ἐγεννήθηκε στὴ Γαλλία. Ἦταν ἔγγαμος ἱερέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος τοῦ Ροῦε κοντὰ στὴν πόλη Ἄμπεβιλ. Ἐπραγματοποίησε ἕνα προσκυνηματικὸ ταξίδι στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐτελείωσε τὸ βίο του ὡς ἐρημίτης, τὸ 643 μ.Χ.

Ἡ Ὁσία Μοντβέννα ἐκ Μεγάλης Βρετανίας

Ἡ Ὁσία Μοντβέννα ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ μονὴ τοῦ Οὐΐτμπυ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῆς Ὁσίας Χίλδας († 17 Νοεμβρίου), ἡγουμένης τῆς μονῆς. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 699 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Ἀβεντίνος ὁ Ὁσιομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀβεντίνος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Μπαγκνὲρ κοντὰ στὰ Πυρηναῖα ὄρη. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς ὡς ἐρημίτης στὴν περιοχὴ τοῦ Λάρμπους καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς, τὸ 732 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Δεοχάρης ἐκ Γερμανίας

Ὁ Ὄσιος Δεοχάρης ἐγεννήθηκε στὴ Γερμανία καὶ ἀσκήτεψε, ὡς ἐρημίτης, στὰ ὄρη τῆς Φραγκονίας κοντὰ στὴ Βαυαρία. Τὸ 819 μ.Χ., ἔλαβε μέρος στὴν τελετὴ τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου († 5 Ἰουνίου) καὶ ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Χερριέντον. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 847 μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι Πέτρος, Βαλλαβόνσος, Σαβινιανός, Βιστρεμοῦνδος, Ἀβέντιος καὶ Ἱερεμίας οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Πέτρος, ὁ πρεσβύτερος, Βαλλαβόνσος, ὁ διάκονος, ἐτελειώθησαν μαρτυρικά, μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Σαβινιανὸ καὶ Βιστρεμοῦνδο τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ζωΐλου, Ἀβέντιο τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου, καὶ τὸν γέροντα Ἱερεμία, ποὺ ἐζοῦσε στὴ μονὴ τοῦ Ταβάνου, ἀπὸ τοὺς Μαυριτανούς, τὸ 851 μ.Χ., στὴν Κόρδοβα τῆς Ἰσπανίας, ἐπὶ ἡγεμόνος Ἀμπντὲρ Ἀχμὰν Β’, δι’ ἀποκεφαλισμοῦ καὶ διὰ πυρός.

Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος (Κένσκϊυ) ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐμόνασε στὴ μονὴ τοῦ Κοζεεζέρσκϊυ, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὰ Θεοφάνεια. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ 1634.

Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἡ ἐν Πολώκ

Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἦταν ἡγουμένη τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος στὴν πόλη Πολὼκ τῆς Ρωσίας. Ἡ κυρίως μνήμη της τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 23η Μαΐου.

Πηγές:http://www.saint.gr/06/07/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/7/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου