«Ἕως πότε, πανακήρατε Κόρη, τὸ τρισάθλιον Γένος τῶν Ἑλλήνων ἔχει νὰ εὑρίσκεται εἰς τὰ δεσμὰ μιᾶς ἀνυποφέρτου δουλείας;». Ὁ Κεφαλλονίτης Ἐπίσκοπος Κερνίτζης καὶ Καλαβρύτων Ἠλίας Μηνιάτης (1669-1714), ἐκφώνησε ὡς Ἀρχιμανδρίτης στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Βενετίας, στὸν ὁποῖο ὑπηρέτησε, πιθανὸν τὸ 1698, λόγο πανηγυρικὸ «εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου» καὶ εἶπε, μεταξὺ ἄλλων, καὶ τὰ παραπάνω.
Τότε τὰ δεσμὰ ἦταν φανερά, ἡ δουλεία στὴν τουρκικὴ κτηνωδία «τηγάνιζε» καὶ ποδοπατοῦσε τὸ Γένος. Ὅμως ὑπῆρχε ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα στὴν ἐθνική του ἀνάσταση. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα κιόλας ποὺ ἔπεσε ἡ Πόλη στὰ χέρια τῶν Μωχαμετάνων, καὶ ἐνῶ ἀκούγονται θρῆνοι, κλαυθμοὶ καὶ ὀδυρμοὶ καὶ στεναγμὸς καὶ λύπη συνταράζει τοὺς δύσμοιρους Ρωμιούς, τὴν ἴδια στιγμὴ ρίχνεται καὶ ὁ σπόρος γιὰ τὴν Παλιγγενεσία του.
Σπεύδει ὁ λαὸς καὶ παρηγορεῖ «τὴν ακήρατο Κόρη», ψάλλοντας καὶ τραγουδῶντας: «Σώπασε κυρὰ Δέσποινα καὶ μὴν πολυδακρύζεις/ πάλι μὲ χρόνους μὲ καιροὺς πάλι δικά σου θάναι». Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ λάβαρο, τὴν σημαία τῆς Ἐπανάστασης τοῦ Εἰκοσιένα τὴν κρατεῖ ἕνας δεσπότης, γιατί τὸ ράσο, δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία του, στάθηκε ὁ Σίμων ὁ Κυρηναίος τοῦ Γένους, ποὺ βαστοῦσε τὸν σταυρὸ τῆς πατρίδας.
Γιορτάζουμε φέτος τὰ 200 χρόνια ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος. Γιορτάζει ἡ πατρίδα. Μὰ τί σημαίνει πατρίδα; Κάποτε ἕνας βασιλιᾶς τῆς Σπάρτης ἔδιωξε ἕναν σοφιστὴ καὶ τὶς διδασκαλίες του, λέγοντάς του: Μαθητὴς ἐγὼ δὲν θέλω νὰ γίνω ἄλλων, παρὰ ἐκείνων τῶν ὁποίων εἶμαι γιός. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ οὐσία καὶ τὸ ἄρωμα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Μεγάλοι λαοὶ τῆς ἀνθρωπότητας, δήλωσαν καὶ ἐκφράστηκαν μὲ διαφορετικὰ ὀνόματα γιὰ τὴν χώρα ποὺ γεννήθηκαν καὶ ἀνδρώθηκαν. Ἡ καρποφόρος γῆ τῆς Μεσοποταμίας λεγόταν ἀπὸ τοὺς Σουμέριους «ἡ Ἀγαθὴ Χώρα». Οἱ Αἰγύπτιοι ὀνομάζουν τὴν δική τους προνομιοῦχο γῆ, «Κέμ», δηλαδὴ μέλαινα, ποὺ εἶναι συνώνυμο τῆς εὐφορίας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν λευκὴ ἔρημο. Ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἀποκαλεῖ τὴν χώρα τῶν ὀνείρων του «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας». Μόνο ὅμως γιὰ τοὺς Ἕλληνες, ἡ χώρα τους, εἶναι ἡ γῆ τῶν Πατέρων τους. Γι᾿ αὐτὸ δημιούργησαν καὶ χάρισαν στὴν ἀνθρωπότητα τὴν κατάλληλο καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ πανεύφημο λέξη: Πατρίδα. «Μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος», θὰ τιτλοφορήσει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης τὴν ἐπαναστατική του προκήρυξη.
Εἶχε αἴσθηση πατρίδας, ἦταν χριστιανὸς ὀρθόδοξος, ἕτοιμος νὰ θυσιαστεῖ γι᾿ αὐτὰ τὰ δύο, ἦταν δηλαδὴ πατριώτης.
200 χρόνια μετὰ γιορτάζουμε τὰ γενέθλια τῆς πατρίδας μας. Τὰ συνθήματα, τὰ σύμβολα, ὁ λαὸς ὅμως ποὺ κατοικεῖ στὰ ἴδια χώματα ἄλλαξαν.
Νομίσματα, Ἰνστιτοῦτα γιὰ τὴν Τεχνητὴ Νοημοσύνη, Φόρουμ γιὰ τὴν Ἑλλάδα τοῦ 2040, κάτι περίεργες διαδρομὲς σὲ πόλεις τοῦ ἐξωτερικοῦ. Δράσεις καί... ἀποδράσεις πολλές, ὅπως νυχθημερὸν ἀκοῦμε ἀπὸ τὸ «λαδικὸ» τῶν Olympik Games τοῦ 2004. Νὰ ἀκοῦς ἕναν ναρκισσιστικὸ μονόλογο, γιὰ τὸ Εἰκοσιένα, καὶ νὰ μὴν περιέχει τίποτε, μιὰ φράση, μιὰ παραπομπή, ἀπὸ αὐτούς, τοὺς Μάρτυρες, ποὺ μὲ τὰ γιαταγάνια καὶ τὸ αἷμα τους ἔγραψαν τὴν ἱστορία.
Θυμήθηκα ἕνα γεγονὸς ἀπὸ τὴν δίκη τοῦ Γέρου τοῦ Μοριά. «Κατέθεταν στὴ δίκη τοῦ Κολοκοτρώνη σειρὰ ἀπὸ μάρτυρες κατηγορίας ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλο. Σὰν τελείωσε ἡ σειρά τους κι ἦρθε ἡ ὥρα τῶν μαρτύρων ὑπεράσπισης, μπῆκε στὴν αἴθουσα ὑποβασταζόμενος ἕνας ἀνάπηρος ὁπλαρχηγός, μὲ τὸ σῶμα γεμᾶτο τούρκικα βόλια. Τότε, ὁ συνήγορος εἶπε πρὸς τὸ Δικαστήριο: Αὐτὴ τὴ στιγμὴ δὲν ἔρχεται ἕνας μάρτυς, ἀλλὰ ἕνας Μάρτυρας. Οἱ ἄλλοι μίλησαν μὲ τὸ στόμα τους». Τὸ Εἰκοσιένα εἶναι Ἡρώων καὶ Μαρτύρων κατόρθωμα.
Καὶ τὸ σῆμα-σύμβολο; Μιὰ πεδικλωμένη ταινία μὲ τὰ ἐθνικὰ τάχα μου χρώματα. Ἄν ἔβαζαν τὸ λάβαρο τῆς Ἁγίας Λαύρας, τὸν τίτλο τῆς ἐπαναστατικῆς προκήρυξης τοῦ Ὑψηλάντη, τὸ σκοπὸ δηλαδὴ τῆς Ἐθνεγερσίας, καὶ τὴν σημαία μας μὲ τὸν σταυρό, ποιόν θὰ ἐνοχλοῦσε; Ὁ ξενοφερμένος ὅμως πιθηκισμός, ὑποβοηθούμενος ἀπὸ τὰ σαπουνόνερα τοῦ σταλινισμοῦ, αὐτὰ δὲν τὰ ἀνέχεται, δὲν τὰ πιστεύει.
Μὲς στίς... σπουδαῖες «δράσεις»-τί κακόμοιρη λέξη καὶ αὐτή- δὲν ἀκούστηκε λέξη γιὰ τὴν Παιδεία. Τὰ «φόρουμ» μὲ τοὺς καθηγητὲς κύρους καὶ παγκοσμίου ἐμβέλειας σὲ ποιοὺς ἀπευθύνονται; Ὁ λαός, ὁ ὑστερούμενος, θλιβόμενος καὶ κακουχούμενος καὶ τὰ παιδιά του, τί διδαχὴ θὰ πάρουν ἀπὸ τὰ ἀνούσια συνέδρια; Τί σχέση ἔχουν αὐτὰ μὲ τὸ Εἰκοσιένα μὲ τοὺς ἥρωες ποὺ πολεμοῦσαν μὲς «στὴν λέρα, τὴν πεῖνα καὶ τὴν κακοπάθεια», κρατῶντας «σουγλιὰ» καὶ «τσουγκράνες» στὴν ἀρχὴ τοῦ Ἀγῶνα;
Πότε θὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ ἐπανάσταση ἦταν ἀπόρροια καὶ μιᾶς συγκεκριμένης Παιδείας; Ὅτι λειτουργοῦσαν τότε σχολεῖα ἑλληνικὰ ὥστε «νὰ φωτίζονται οἱ ἄνθρωποι», ὅπως κανοναρχοῦσε ὁ Πατροκοσμάς. (Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς πὼς μόνο τρεῖς ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου, ποὺ ἔφερε στὸ φῶς ἡ ἔρευνα, δὲν εἶναι ἀφιερωμένες στὴν παιδεία).
Θυμήθηκα κάτι ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Κανάρη, τοῦ μπουρλοτιέρη τῆς τουρκικῆς μεγαλαυχίας.
«Ναυτάκι ἀκόμη, ταξιδεύοντας στὰ πέλαγα, ἅμα ἄραζε σὲ λιμάνι καὶ δὲν εἶχε δουλειά, γύρευε κανένα λιμάνι, κι ἐκεῖ καθισμένος σ᾿ ἕνα ἄγριο λιθάρι, διάβαζε τὸν βίο καὶ τὰ ἔργα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ στὸ διάβασμά τους βρύση πηγαίνανε τὰ δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του. Αὐτὸ τὸ ὁμολόγησε ὁ ἴδιος ὁ Κανάρης στὸν Τερτσέτη». (Ἄν κρατοῦσε στὰ χέρια του τὰ σημερινὰ «ἀναγνωστικά», μὲ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο καὶ τὴν Κοκκινοσκουφίτσα, ὄχι μόνο μπουρλοτιέρης δὲν θὰ γινόταν, ἀλλὰ προφανῶς θὰ καθόταν φρόνιμα στὸ νησί του «νὰ γίνει νοικοκύρης», καὶ ἄσε τὰ κορόϊδα νὰ κατασκοτώνονται γιὰ τὴν ἔρμη Πατρίδα).
Γιορτάζουμε τὰ 200 χρόνια φέτος. Καὶ ἐρωτῶ: μήπως ἀκυρώθηκε ἡ Ἐπανάσταση του 21; Ξεκινᾶ τὸ ἔτος μὲ κλειδωμένους τοὺς ναούς. Τὸ 1821 ξεκίνησε μὲ δοξολογία στὴν Ἁγία Λαύρα καὶ παρακλήσεις στὴν Θεοτόκο. Ἔγραφε στοὺς Γαλαξιδιῶτες ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδρούτσος: «Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε χέρια, γνώση καὶ νοῦ. Ἄς ρωτήσουμε τὴν καρδιά μας καὶ ὅτι μᾶς ἀπαντυχαίνει, ἂς τὸ βάλουμε γρήγορα σὲ πράξη κι ἂς εἴμεθα ἀδέρφια βέβαιοι τὸ πῶς ὁ Χριστός μας ὁ πολυαγαπημένος θὰ βάλει τὸ χέρι του ἀπάνω μας». Κοινωνοῦσε καὶ πολεμοῦσε, ἐκεῖνος ὁ λαός, ὁ καταπληγωμένος, καὶ βροντοφώναζε «ἐλευθερία ἢ θάνατος», διώχνοντας τὴν Τουρκιὰ καὶ τὸ Ἰσλάμ. Σήμερα ἐπανέρχονται, ἐπιδοτῶντας τους μὲ ἕνα σωρὸ προνόμια. Καὶ ὁ λαός; Μυξοκλαίει, γιατί χάθηκαν τὰ ρεβεγιὸν καὶ τὰ πάρτι τῆς Μυκόνου ἢ τῆς Αράχωβας. Ἐκεῖνος ὁ λαὸς θυσιαζόταν γιὰ τὴν Πατρίδα.
«Ἔχασα τὸν σύζυγό μου. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὁ μεγαλύτερος γιός μου σκοτώθηκε μὲ τὸ ὅπλο στὸ χέρι. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὁ δεύτερος γιός μου, δεκατετραετὴς τὴν ἡλικία, μάχεται μαζὶ μὲ τοὺς Ἕλληνες καὶ πιθανῶς νὰ βρεῖ ἔνδοξο θάνατο. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὑπὸ τὴν σκιὰ τοῦ σταυροῦ θὰ χυθεῖ ἐπίσης τὸ αἷμα μου. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ἀλλὰ θὰ νικήσουμε ἢ θὰ παύσουμε νὰ ζοῦμε. Θὰ ἔχουμε ὅμως τὴν παρηγοριὰ ὅτι δὲν ἀφήσαμε πίσω μας δούλους Ἕλληνες». Αὐτὰ τὰ λόγια τῆς Μπουμπουλίνας ποιός μπορεῖ νὰ τὰ πεῖ σήμερα;
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου