Ο γερω–Ἀθανάσιος, ἀδελφός κατά σάρκα τοῦ γερω–Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, δέν ἔκανε πολλή ὑπακοή στόν Γέροντά του. Μία μέρα εἶδε σέ ὅραμα στόν τόπο τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, στό τέμπλο τῆς Ἐκκλησίας τους, νά εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Γέροντά του. Ρώτησε, ποιός ἔβαλε τήν φωτογραφία τοῦ Γέροντα στήν θέση τοῦ Χριστοῦ; Τότε ἄκουσε φωνή νά λέη: «Τώρα, αὐτός εἶναι στήν θέση τοῦ Χριστοῦ, σ᾿ αὐτόν νά ὑπακούης».
Κάποτε ἐργαζόταν σέ παγκοινιά στόν τρύγο. Οἱ ἄλλοι πατέρες ἐργαζόμενοι μέσα στόν καύσωνα ἔτρωγαν καί καμμία ρόγα. Ὁ π. Ἀθανάσιος δέν ἔτρωγε. Τόν ρώτησε ὁ γερω–Συμεών ὁ Καυσοκαλυβίτης:
–Δέν παίρνεις κάτι καί ἐσύ;
–Γερω–Συμεών, τό νά φυλᾶς τό τυπικό σου στό Κελλί σου εἶναι εὔκολο, ἀλλά ἀξία ἔχει, ὅταν τό φυλᾶς καί ἐκτός.
*
Στό Κελλί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στήν Καψάλα ἦταν ἕνας ἐνάρετος μοναχός, ὁ γερω–Ἀθανάσιος. Ὡς λαϊκός ἦταν κομμουνιστής καί δέν ἤθελε νά μείνη στήν Ἑλλάδα. Ἔφυγε ἀγανακτισμένος γιά τό ἐξωτερικό καί, ὅταν ἦταν στό λιμάνι, ἔβλεπε τόν ἑαυτό του μέ ράσα καί γένεια. Δέν ἔδωσε σημασία. Ἦρθε ὅμως ὁ καιρός καί ἔγινε μοναχός στό Κελλί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Κάποτε ἔπιασε φωτιά ἡ Καψάλα καί ὁ γερω–Ἀθανάσιος πῆρε τά ἅγια Λείψανα κλαίγοντας καί βγῆκε πιό πέρα ἀπό τό Κελλί του. Ἡ φωτιά ἔφτασε κοντά του καί ἔσβησε ἀπό μόνη της. Αὐτό τό διηγόταν ἀργότερα καί ἔκλαιγε. Ἦταν πολύ σεβάσμιος καί ἐκοιμήθη στό Κελλί του.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου