Ὁ Γέροντας Μεθόδιος, καταγόταν ἀπὸ
τὴν περιοχὴ τῆς Κρήνης (Τσεσμέ) τῆς Δυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Γεννήθηκε τὸ
1908 καὶ στὸ Ὄρος ἦλθε τὸ 1923.
Πρῶτα ἦλθε στὰ Καυσοκαλύβια, στὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου
Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου, ἀλλὰ τὸν κακομεταχειρίστηκαν οἱ Γεροντάδες καὶ στὴν
πανήγυρη τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου στὴν Σκήτη, γνωρίστηκε μὲ τὸν παπα-Μεθόδιο, τὸν
Γέροντα τοῦ Ἁγίου Νείλου.
Ὁ παπα-Μεθόδιος, πῆρε τότε μαζί του στὸν Ἅγιο Νείλο τὸν
μικρὸ Κώστα, ὁ ὁποῖος, σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν, τὸ 1927, ἔγινε ὁ μοναχὸς Μεθόδιος. Εἶχε
θεῖο τὸν Ἡγούμενο τῆς Σιμωνόπετρας Ἱερώνυμο καὶ ἀδελφὸ τὸν Ἱερομόναχο Φώτιο
Σιμωνοπετρίτη.
Ὁ Γέρων Μεθόδιος διηγιόταν: «Τὸν
χειμῶνα καθόμασταν κοντὰ στὸ τζάκι καὶ διορθώναμε τὰ σκισμένα δίχτυα ἀπὸ τὴν
θάλασσα καὶ τὶς φώκιες καὶ τὰ δελφίνια καὶ ὁ γερο-Ἀντώνης μας ποὺ ἤξερε
γράμματα, μᾶς διάβαζε ἀπὸ τὸν Συναξαριστὴ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Αὐτούς, τοὺς
ξέρω ἀπὸ τότε. Μεγάλο πρᾶγμα νὰ ξέρει κανεὶς νὰ διαβάζει! Ἐγὼ δὲν μπόρεσα νὰ
μάθω».
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ παπα-Μεθοδίου,
δὲν εἶχαν ἱερέα. Ἔπρεπε νὰ ἔλθει ἀπὸ τὰ Καυσοκαλύβια ἱερέας ὴ νὰ πάει στὸ
σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Νείλου καὶ νὰ πάρει τὸν πνευματικὸ στοὺς ὤμους καὶ νὰ τὸν ἀνεβάσει
μέχρι τὸ Κελλὶ γιὰ νὰ τοὺς λειτουργήσει.
Σχετικὰ μὲ τὰ αὐτὰ ποὺ κατὰ καιροὺς
ἔχουν γραφῆ γιὰ κάποιους λαυριῶτες ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι δῆθεν συλλειτούργησαν μὲ
τοὺς Λατινόφρονες ἐπὶ Πατριάρχου Βέκκου, καὶ τὰ λείψανά τους εἶναι ἄλυωτα δῆθεν,
σὲ κάποια σπηλιὰ στὴν περιοχή του, μᾶς βεβαίωσε:
«Εἶχα καὶ ἐγὼ τὴν ἀπορία ἂν ὑπάρχουν
καὶ πῆγα ἐπὶ τόπου νὰ ψάξω. Βρῆκα τὴν σπηλιά, βλέπω μέσα, τίποτε, ἄδεια. Μὴν ἀκοῦτε
τὶς ψευτιὲς τῶν ζηλωτῶν, φτιάχνουν σκίτσα καὶ τὰ βάζουν στὰ περιοδικά τους σὰν
φωτογραφίες. Καὶ ἐγὼ ζηλωτὴς ἤμουν τότε ποὺ πῆγα νὰ βρῶ τὰ λείψανα μὲ τὰ μεγάλα
νύχια. Ἀργότερα, ὅμως, ὅταν ἦλθαν τὰ παιδιά,(ἐννοεῖ τοὺς νέους πατέρες) εἶδα
καὶ ἔζησα τὴν διαφορὰ καὶ μὲ τὴν φώτιση τοῦ Θεοῦ, ἐπανῆλθα στὴν Ἐκκλησία».
Στὴν θάλασσα, πρῶτος ὁ
γερο-Μεθόδιος. Μᾶς εἶπε κάποτε:
«Μία φορά, ἤμουν μὲ βάρκα στὰ
νησιά, μπροστὰ στὰ Καυσοκαλύβια. Μὲ πιάνει ἕνα μπουρίνι! Τί φοβερὸς ἀέρας! Ἔκανα
τὸν σταυρό μου. Καργάρω τὰ κουπιά, νὰ μὴν μοῦ φύγουν, ὁ ἀέρας μὲ σπρώχνει πρὸς
τὸ Γουρούνι, δὲν μπορῶ νὰ συγκρατήσω τὴν βάρκα, μὲ σηκώνει στὸν ἀέρα, καὶ
βρέθηκα σφηνωμένος στὰ βράχια στὸν κόλπο, δίπλα στὸ φανάρι. Αὐτὸ εἶναι θαῦμα τοῦ
Ἁγίου Νείλου, τὸ πῶς γλύτωσα αὐτὴ τὴν φορά».
Στεκόταν πάντα μὲ πολὺ εὐλάβεια στὴν
Θεία Λειτουργία καὶ παρατηροῦσε μήπως παραλείπαμε κάτι καὶ δὲν γίνοταν ὅλα ὅπως
εἶχε παράδοση ἀπὸ τοὺς γεροντάδες του. Ἔλεγε: «Δὲν ξέρω γράμματα, ἀλλὰ τὸν
παπὰ τὸν ξελειτουργῶ. Ἀπόστολο δὲν μπορῶ μόνο νὰ πῶ καὶ νὰ διαβάσω. Τὰ ἄλλα, τὰ
ξέρω ἀπ’ ἔξω». Σὲ κάποια Λειτουργία, ὁ λειτουργὸς ἀργοῦσε ὑπερβολικὰ στὴν
συστολὴ τῶν Ἁγίων.
Ὁ γερο-Μεθόδιος ἔλεγε καὶ ξανάλεγε τὸ Κοινωνικό. Στὸ τέλος
κάθησε στὸν κέντρο τοῦ ναοῦ καὶ εἶπε: «Κοίτα, βρὲ παιδάκι μου, μορφωμένος ἄνθρωπος,
ἀργεῖ τόσο πολύ. Οἱ παλαιοὶ Ἁγιορεῖτες δὲν ἀργοῦσαν. Δὲν προσέθεταν στὶς
Λειτουργίες ἐπιπλέον τροπάρια καὶ εὐλάβειες».
Ὁ γερο-Μεθόδιος ἔμεινε ἀρκετὰ
χρόνια μόνος. Τὸ 1980, ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς Παρακλήτου κοινοβίασαν κοντὰ στὸν
γερο-Μεθόδιο. Εἶχε λίγο παρεξηγηθῆ ἀπὸ τὴν περιοχή, καὶ ἔτσι, ὅταν πρωτοπῆγαν οἱ
νέοι ἀδελφοί, οἱ Πατέρες τῆς Σκήτης τοὺς εἶπαν: «Νὰ ἔχετε καὶ ἕνα φανάρι ἀναμμένο
γιὰ νὰ φύγετε».
Ἡ ἀγάπη, ὅμως, τῶν νέων πατέρων καὶ ἡ ὑπομονή τους, ἡμέρεψε τὴν
ψυχὴ τοῦ γερο-Μεθόδιου καὶ συμβίωσαν πολὺ καλά. Ἡ προθυμία τοὺς δίδαξε ἀρκετὰ
γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Κελλιοῦ, τὴν ἱστορία καὶ τὴν παράδοση τοῦ τόπου. Μονολογοῦσε
καμμιὰ φορά, ὅταν πρωτοπῆγαν οἱ Πατέρες: «Γιὰ κοιτάξτε, ἄνθρωποι μέσα στὸ
σπίτι!»
Δὲν πίστευε ποτὲ ὅτι θὰ ἀποκτοῦσε ἀνθρώπους τὸ σπίτι, ποὺ ἄλλωστε
εἶχε ἀρχίσει νὰ καταῤῥέει ἀπὸ τὰ χιόνια ποὺ λειώνοντας εἰσχωροῦσαν μέσα στὴν
στέγη· ἡ γύρω περιοχὴ τοῦ Κελλιοῦ καὶ ὁ ἐλαιώνας του ἀγρίεψαν, ἐνῶ τὰ σκαλιὰ πρὸς
τὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Νείλου, καταστρέφονταν.
Ἀναπαύθηκε πλήρης ἡμερῶν, μετὰ ἀπὸ
μακροχρόνια ἀσθένεια, μὲ προσευχὴ μεταλαμβάνοντας συχνά, μὲ φόβο Θεοῦ καὶ μὲ εὐλάβεια,
τὰ ἄχραντα Μυστήρια. Κοιμήθηκε, ἔχοντας στὰ χείλη του τὸ ὄνομα τῆς Θεοτόκου.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου