Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Οἱ νεκροί μας ἀδελφοί ἥρωες. Ἐσχάτη Ἱκεσία.


«Κανένας ἥρωας δὲν εἶναι ἀθάνατος μέχρι νὰ πεθάνει.» W.H. Auden.

Τοῦ Ἀντώνη Αντωνᾶ.

Ἡ μέρα ἐσκοτείνιασε,
ὁλικὴ ἔκλειψη ὁ ἥλιος ἔχει..

Μαῦροι καπνοὶ ὑψώνονται,
τοὺς οὐρανοὺς καλύπτουν.

Τὰ λεύτερα πουλιὰ τὰ θεόθρεφτα,
τῆς Κύπρου, μαζὶ μὲ τὰ περιστέρια,
μαυρισμένα, φοβισμένα φεύγουν.

Φεύγουν τὰ εἰρηνικὰ ἄσπρα περιστέρια,
φεύγουν, φεύγουν τρομαγμένα.

Μαῦρα κοράκια, νεκρικά, σὰν χάροντες,
πετοῦν πιά, στοὺς οὐρανούς μας μένουν,
μαζὶ μὲ τὰ τουρκικὰ ἀεροπλάνα,
ποὺ βόμβες σὲ γυναικόπαιδα σπέρνουν.

Ἡ νύχτα ποὺ φεγγαρόφωτη ἦταν,
μ᾿ ὁλόγιομο λαμπρὸ φεγγάρι,
κακὸς οἰωνός, ἔκλειψη εἶχε καὶ αὐτό.

Μαύρισ᾿ ἡ νύχτα, ἀβυσσαλέο σκότος,
χάθηκαν τὸ φεγγάρι καὶ τ᾿ ἀστέρια.

Οἱ Κύπριοι ἥρωες, ὄρθιοι τὰ τάνκς,
μὲ τὰ παλιὰ μαρτίνια πυροβολοῦν.

Τὰ τούρκικα τάνκς τοὺς κανονιοβολούν,
μ᾿ αὐτοὶ μένουν στὶς θέσεις τους ἀκλόνητοι,
ποὺ ἡ πατρίδα, τοὺς ὅρκισε, νὰ ὑπερασπιστοῦν,
ποτὲ μὴν κάνουν πίσω, οἱ ριζωμένοι βράχοι.

«Τὴν πατρίδα οὐκ ἐλάττω παραδόσω»,
ὁρκιστήκανε καὶ τὸν ὅρκο τὸν τιμήσανε.

Πληγωμένα κατακαμένα, τὰ οὐρανόφταστα,
παλληκάρια, πεισματικὰ ὄρθια συνεχίζουν νάναι.

Ἡρωικὰ νὰ πολεμοῦν, τὰ τιμημένα,
σκαλοπάτια ἀνεβαίνοντας τῆς λευτεριᾶς.

Ἀπὸ τὰ τάνκς περικυκλώθηκαν,
ἀλλὰ ποτὲ δὲν παραδόθηκαν.

Καὶ ὅταν ἡ μοιραία στιγμή,
ἀναπάντεχα ἔρχεται,
μὲ ὀδύνη τὴν τελευταία πνοή,
ἀρχίζουν νὰ ἀφήνουν.

Τοὺς Τούρκους δὲν μποροῦν
πιά μ᾿ αὐτοθυσία νὰ πολεμοῦν.

Κάποιοι τοὺς ἐγκατέλειψαν.
Σφαῖρες ἄλλες δὲν ἔχουν,
μία μόνο, γιὰ τὸν ἑαυτό τους φύλαξαν...

Ψυχομαχοῦν, ἱκετεύουν καὶ προσεύχονται,
δὲν θέλουν γιὰ νὰ φύγουν,
τοὺς Τούρκους θε᾿ νὰ πολεμοῦν.

Βοήθεια γιὰ νάρθει, μάταια προσδοκοῦν!
Πέφτουν κορμιὰ λεβέντικα, αἱματοβρεγμένα,
μὲ τὰ χώματα, τὰ ἱερὰ τῆς Κύπρου σμίγουν.

Ἡ τιμημένη δόξα, μὲ τὸν χάροντα,
χέρι - χέρι, γιὰ τὰ πάνθεα οὐράνια, ὡδεύουν...

Ἁγιάζεται τὸ αἷμα τους,
τὰ λεβεντοκορμιά τους,
τὰ πολεμοκαπνισμένα,
ποὺ μυροφόρες νύφες τ᾿ ἀλείψανε,
ἕτοιμα στὴν ἀθανασία,
στὸν παράδεισο νὰ πᾶν.

Μὲ μύρα ἀθάνατα τῆς θεᾶς,
Κύπριδας Ἀφροδίτης καμωμένα.

Σὲ κύπελλο, ἀπ᾿ τοῦ Τρόοδους,
τὸ χρυσόδενδρο, τὴν Λατζιά*,
τὰ χρυσοπράσινα φύλλα καμωμένο.

Ἀπ᾿ τῆς Κερύνειας τὰ γιασεμιά,
τὰ μοσχομυρισμένα ρόδα.

Τῆς Μόρφου τοὺς λεμονανθούς,
τῶν κυκλάμινων, τῶν γλαδιόλων.

Τοῦ Πενταδάκτυλου τοῦ Διγενή
Ἀκρίτα, θρυλικοῦ βουνοῦ, ἀπόσταγμα,
ἀγριολούλουδων, ἀνεμώνων,
γλιστροκουμαριάς, δάφνης, ἄλλιου,
τῆς ἄνθεμις, τοῦ κρόκου τῆς Ἀφροδίτης.

Τῶν λυγερόκορμων κυπαρισσιῶν
τοῦ Κυπαρισσόβουνου τ᾿ ἄρωμα,

Τῆς Μεσαρκᾶς τὰ φούλια,
τῶν μεθυστικῶν νυχτολούλουδων,
τῆς ζουλατζιᾶς, τῆς ἀροδάφνης.

Τῆς Ἀμμοχώστου τὸ θαλασσινό,
ἄρωμα τῆς Σαλαμίνας,
μὲ τὴν χρυσὴ τὴν ἄμμο.

Τοῦ Καρπασιοῦ τοῦ θυμαρίσιου,
τοῦ χαμομηλιοῦ ἄρωμα,
αἰώνιο κρᾶμα μύρου ἀθανασίας.

Νεκρὰ τὰ σώματα τὰ ἱερά,
ὄχι νεκρὲς οἱ ψυχές τους,
πλανῶνται μέχρι σήμερα,
σὰν ἄσβεστοι κομῆτες πεντάχρυσοι,
πάνω ἀπ᾿ τῆς Κύπρου τ᾿ ἄπειρο,
τοῦ ὁλόφωτου ξάστερου οὐρανοῦ.

Σὰν λαμπάδες μὲ ἱερὴ φλόγα Ἁγίου Φωτός,
μετέωρα κρεμασμένες στὸν θόλο,
τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, τῆς σκλαβωμένης,
Ἁγίας Καρπασίας, πολιορκημένη ἐκκλησιά.

Τὸ πνεῦμα τους, ἀγέρηδες δυνατούς,
μελτέμια θὰ σηκώσει, σίφουνας,
καταιγίδα, θὰ γενεῖ κάποια στιγμή,
τοὺς Τούρκους ν᾿ ἀποδιώξει.

Ἡ Κύπρος, τὰ μαῦρα σύννεφα,
σκλαβιᾶς σύντομα θὰ τὰ σπρώξει...

Τιμημένα καὶ ἔνδοξα νέα μας παλληκάρια,
ποὺ τὴν ζωή σας δώσατε στὴν ἡρωικὴ πατρίδα...

Αὐτὴ ἡ μικρὴ Κύπρος σας, ἡ πολύπαθη,
ἀλλὰ ἡρωικὴ καὶ περήφανη,
πάντα θὰ σᾶς θυμᾶται,
θὰ σᾶς εὐγνωμονεῖ,
ποὺ μὲ τὸ αἷμα σας τὸ ἱερό,
τὸ αἷμα τῆς ὑπέρτατης θυσίας,
τὴν γῆ της τὴν ποτίσατε,
ἀθάνατη ἔγινε, ἁγίασμα τὴν βρέχει.

Νέα βλαστάρια ἀναγέννησης,
φυτρώνουν παλληκάρια,
τῆς δικῆς σας αὐτοθυσίας,
τιμῆς κι᾿ εὐψυχίας.

Οὔριοι ἄνεμοι ἐλευθερίας, στὴ Κύπρο,
θὰ φυσήξουν, τὰ μαῦρα σύννεφα,
καὶ τοὺς κατακτητές, θε᾿ ν᾿ ἀποτραβήξουν.

Τὰ λευκὰ εἰρηνικὰ περιστέρια πάλι,
τὸν οὐρανὸ τῆς Κύπρου θε᾿ νὰ πλημυρίσουν.
Ὦ! νεκροί μας, τιμημένοι ἔνδοξοι ἀδελφοί,
δικά μας ἀδέλφια, ἡρωικὰ παλληκάρια...
Αἰωνία σας ἡ μνήμη...


Ἀντώνης Ἀντωνᾶς


Αὐτὰ τὰ λίγα καὶ ἄλλα μύρια, γιὰ τὴν περήφανη Κύπρο, ποὺ ὅλοι τὴν ἐγκατέλειψαν, τὴν ἀγκαθοστεφανωμένη, χιλιοσταυρωμένη, ἀλλὰ καὶ δαφνοστεφανωμένη Ἡρωίδα... Μ᾿ ἀθάνατο νερὸ ποτίστηκε, μὲ ἁγιασμένο μύρο τὴν ἀλοίψανε, μ᾿ ἁγίασμα τῶν «σκλαβωμένων» Ἀποστόλων Βαρνάβα καὶ Ἀνδρέα την ἁγίασαν, μὲ θεία κοινωνία την κοινώνησαν....

Τῇ Ἁγίᾳ ἀθάνατη ἐναλίᾳ, θαρσίδα, εὐελαίῳ, κυοφόρῳ χώρᾳ Κύπρῳ...
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου