Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2023

Λάμπρος Σκόντζος: Ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου καί ὁ ἄνθρωπος


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
 
Εἰσήλθαμε ἤδη μὲ τὴν χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὸ νέο ἔτος. Μαζὶ μὲ τίς ἐλπίδες καὶ τίς προσδοκίες μας γιὰ τὴ νέα χρονιά, γεμίζει αὐτὲς τίς ἡμέρες τὴν ψυχή μας εὔλογος προβληματισμὸς γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ροῆς τοῦ χρόνου. Κι᾿ αὐτὸ διότι ὁ χρόνος μαζὶ μὲ τὸν «δίδυμο ἀδελφό του τὸν χῶρο», κατὰ τὸ ἀείμνηστο νεοφανῆ ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς ἀποτελοῦν τοὺς δύο βαρεῖς ζυγοὺς τοῦ ἀνθρώπου σὲ ὅλη τὴν ἐπὶ γῆς ζωή του, οἱ ὁποῖοι τοῦ περιορίζουν τὸν διακαῆ του πόθο γιὰ τὴν ἀπολυτότητα.
 
Ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου εἶναι μιὰ παμπάλαια μυστηριώδης ὑπόθεση γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Κανένα ἄλλο ὅν δὲν ἔχει τὴν αἴσθηση τῆς ροῆς τοῦ χρόνου, πολλῷ δὲ μᾶλλον δὲν ἔχει τὴν ἱκανότητα τῆς μέτρησής του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μόνος αὐτὸς προικίσθηκε ἀπό τὸν Θεὸ Δημιουργὸ μὲ λογική, χάρις στὴν ὁποία ὑπερβαίνει τὴν ἐνστικτώδη κατάσταση, κοινὴ σὲ ὅλα τὰ ἔμβια πλάσματα, καὶ ἀνάγεται ἔτσι στὴ σφαῖρα τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ.
 
Αὐτός, ἀπὸ πολὺ παλιά, μὲ βάση τὴν ἀέναη κινητικότητα καὶ τίς μεταβολὲς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦσε, συνέλαβε τὴν ἔννοια τῆς χρονικῆς ροῆς. Ὁ χῶρος καὶ ἡ κίνηση τῶν ὑλικῶν ὑπάρξεων τὸν προβλημάτιζαν καὶ γέμιζαν τὴν ψυχὴ του ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ πολλὰ ἐρωτηματικά. Τὸ σπουδαιότερο φαινόμενο, ποὺ τὸν συνέπαιρνε ἦταν ἡ ἐναλλαγὴ τοῦ ἡμερονυκτίου, τὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ πρωταρχικὴ μέτρηση τοῦ χρόνου. Τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας χρονομετρήθηκε ἐπίσης μὲ βάση τὴν κίνηση τοῦ ἡλίου. Ἀνάλογα μὲ τὴ θέση του στὸ οὐράνιο στερέωμα, καθοριζόταν καὶ ὁ χρόνος τῆς ἡμέρας. Τὸ σύνολο τῶν ἡμερονυκτίων καὶ σὲ σχέση μὲ τὸν ἐτήσιο ἡλιακὸ κύκλο καθόρισε τὸ χρονικὸ ἔτος.
 
Ἡ σύλληψη καὶ ὁ καθορισμὸς τῆς ἔννοιας τοῦ χρόνου εἶναι λοιπὸν στενὰ συνυφασμένη μὲ τὴ θέση καὶ τὴν κίνηση τοῦ ὑλικοῦ περιβάλλοντος κόσμου καὶ ἔχει ἐπίσης ἄμεση σχέση καὶ μὲ τὸ εὐμετάβλητο τῆς ὑλικῆς δημιουργίας. Αὐτὸ τὸ εἶχε συλλάβει πρῶτος ὁ μεγάλος ἀρχαῖος Ἕλληνας φιλόσοφος Ἡράκλειτος (580-490 π. Χ..), ὁ ὁποῖος εἶχε συνοψίσει ὁλόκληρη τὴν σκέψη του γιά τὸν χρόνο στὴν παροιμιώδη φράση του «τὰ πάντα ρεῖ». Ὁ κόσμος τάχθηκε ἀπό τὸν Θεὸ Δημιουργὸ του νὰ μὴν εἶναι στατικός, ἀλλὰ νὰ βρίσκεται σὲ συνεχῆ μεταβολὴ καὶ κίνηση, σὲ μιὰ ἀδιάκοπη ροή, ἡ ὁποία τὸν ὁδηγεῖ στὸ τελεολογικό του σκοπό.
 
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς θείας δημιουργίας. Ὅπως ἐκείνη, ἔτσι καὶ αὐτὸς ὑπόκειται στὴν κοσμικὴ ροή, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ὀνόμασε χρόνο. Γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐκφράσει καλύτερα αὐτὴ τὴν λεπτὴ ἔννοια τὴν ἐνέταξε μέσα στὶς μυθολογικές του συμβολικὲς παραστάσεις. Στοὺς Ἰνδοὺς ὁ χρόνος ἀναπαριστᾷται μὲ τὸν ἀέναο κυκλικὸ κοσμικὸ χορὸ τοῦ καταστροφέα καὶ δημιουργοῦ ἰνδουιστικοῦ «θεοῦ» Σίβα. Στοὺς ἀρχαίους Αἰγυπτίους ἡ «θεὰ» τοῦ νυκτερινοῦ οὐρανοῦ Νοὺτ κάθε βράδυ κατάπινε τὸν ἥλιο, τῶν χώνευε καὶ σιμὰ τὸ πρωὶ ξέρναγε στὴν ἀνατολή, αὐτὴ ἦταν ἡ ἀδιάκοπη διαδικασία τοῦ χρονικοῦ κύκλου. Οἱ ἰνδιάνοι τῆς φυλῆς Micmac τῆς προκολομβιανῆς Ἀμερικῆς ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου εἶχε μαγικὸ χαρακτῆρα, τὸν ἀντιλαμβάνονταν σὰν ἕνα συνεχὲς παρόν.
 
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἀναπαριστοῦσαν τὸν ἀδυσώπητο χρόνο μὲ τὸν Τιτᾶνα Κρόνο (=χρόνο), ὁ ὁποῖος ἔτρωγε τὰ παιδιά του, θέλοντας νὰ δηλώσουν τὸν ἄτεγκτο νόμο τῆς γέννησης καὶ τῆς φθορᾶς τῶν ὄντων. Ὁ Πυθαγόρας θεωροῦσε τὸν χρόνο ὡς σφαῖρα ἡ ὁποία περιβάλλει τὰ πάντα καὶ τίποτε δὲ μποροῦσε νὰ μείνει ἔξω ἀπὸ τὸν ἄτεγκτο χρονικὸ νόμο. Ὁ Πλάτων ἐπεκτείνοντας τὴν ἡράκλεια φιλοσοφία συνέδεσε τὴν μεταβλητότητα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου μέ τὸ χρόνο (Τιμ. 37d). Ὁ Ἀριστοτέλης θεώρησε τὴν ἔννοια τοῦ χρόνου ὡς τὴν κύρια ὄψη τῆς ἀέναης κινήσεως τῶν ὑλικῶν
σωμάτων σὲ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν. Οἱ Στωικοὶ τέλος θεωροῦσαν τὸν χρόνο ὡς ἀσώματο ὅν, ἐνδιάμεσο τῆς κινήσεως τοῦ σύμπαντος (Διογ. λαέρτ. ζ΄1,141).
 
Οἱ Ἑβραῖοι, ἔχοντας ὡς ὁδηγὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πίστευαν πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ὁ δημιουργὸς τῶν πάντων, ἀκόμα καὶ τοῦ χρόνου. Αὐτὸς ὁδηγεῖ τὸν κόσμο μέσῳ τῆς χρονικότητας πρὸς τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο τὸν ἔπλασε. Ὁ χρόνος εἶναι ἐνταγμένος καὶ αὐτὸς σὲ αὐτὴ τὴν σκοπιμότητα. Τίποτε δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴ θεία πρόνοια καὶ τὴ θέληση. Χρόνος εἶναι ἡ πορεία τοῦ κόσμου στὴν τελείωσή του.
 
Στὸν Χριστιανισμὸ ὁ χρόνος πῆρε μιὰ ἐντελῶς διαφορετικὴ θεώρηση. Ἐνέχει βαθύτατες θεολογικές, ἀνθρωπολογικὲς καὶ ἠθικὲς διαστάσεις. Ὁ χρόνος ἔχει ἀρχὴ καὶ θὰ ἔχει τέλος. Αὐτὸ ἐκφράζεται ξεκάθαρα ἀπὸ τὴν πρώτη καὶ τὴν τελευταία φράση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (Γέν. 1,1) καὶ «ναὶ ἔρχομαι ταχύ» (Ἀποκ. 22,20). Ὁ πρῶτος στίχος ἐκφράζει τὴν γένεση τοῦ χρόνου καὶ ὁ δεύτερος δηλώνει τὸ τέλος του, μαζὶ μὲ τὸ τέλος τῆς σημερινῆς μορφῆς τοῦ κόσμου. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀπὸ τίς θεμελιώδεις θέσεις τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἡ ὁποία σὲ ἀντίθεση μὲ τίς διάφορες πανθεϊστικὲς πίστεις, οἱ ὁποῖες δέχονται τὸ αὐθύπαρκτο καὶ τὴν αἰωνιότητα τοῦ κόσμου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τονίζει κατηγορηματικὰ πὼς μετὰ τὸν τελικὸ θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ δεύτερη καὶ ἔνδοξη παρουσία Του ἡ νοητὴ οὐράνια Ἱερουσαλὴμ «οὐ χρείαν (θὰ) ἔχει τοῦ ἡλίου οὐδὲ τῆς σελήνης ἵνα φαίνωσιν αὐτή· ἡ γὰρ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν αὐτήν, καὶ ὁ λύχνος αὐτῆς τὸ ἀρνίον... οἱ  πυλῶνες αὐτῆς οὐ μὴ κλεισθῶσιν ἡμέρας· νὺξ γὰρ οὐκ ἔσται ἐκεῖ» (Ἀποκ. 21,23-25). Εἶναι φανερὸ πὼς ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρξει ἡ ἀναδημιουργία τῆς ὑλικῆς κτίσεως καὶ ἡ ἀφθαρτοποίησή της, θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει καὶ μεταβολὴ καὶ ἄρα θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει καὶ ὁ χρονικὸς συσχετισμός.
 
Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη σημαντικὴ παράμετρος τῆς θεωρήσεως τοῦ χρόνου.  Αὐτὸς εἶναι πλέον καθαγιασμένος ἀφότου ὁ Θεὸς Λόγος ἀποφάσισε νὰ εἰσέλθει σὲ αὐτόν, νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ὑποστεῖ τοὺς χωροχρονικοὺς περιορισμοὺς τῶν δημιουργημάτων Του (Ἰωάν. 1,14). Μετὰ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος, τὰ δύο αὐτὰ βασικὰ ἰδιώματα τῆς ὑλικῆς κτίσεως ἔλαβαν διαφορετικὸ ρόλο μέσα στὴν τελεολογικὴ κοσμικὴ προοπτική.
 
Πρὶν ἀπὸ τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ ὁ χωροχρόνος ὑπηρετοῦσε τὸ κακό, τὸ ὁποῖο εἶχε εἰσέλθει ὡς μιὰ ἀφύσικη κατάσταση στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Τὸ διᾶβα τῶν αἰώνων τῆς προχριστιανικῆς ἐποχῆς ἦταν στὴν οὐσία ἡ διαιώνιση τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο. Μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου ἐντάχθηκε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τώρα ὁ χρόνος ὑπηρετεῖ τὸ θεῖο ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ὑπηρετεῖ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ χρόνος δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ μηχανιστικὴ πορεία πρὸς τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἡ κάθε χρονικὴ στιγμὴ εἶναι πολύτιμη γιὰ τὴν σωτήρια οὐρανοδρόμο πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τὸν Θεό. Εἶναι ἕνας ἀδιάκοπος «καιρὸς εὐπρόσδεκτος» καὶ συνεχὴς «ἡμέρα σωτηρίας» κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο (Β΄ Κορ. 10,11). Ὁ χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας πρέπει νὰ εἶναι ἀξιοποιήσιμος στὸ ἔπακρο. Κάθε στιγμὴ χαμένη μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ μοιραῖα γιὰ τὴν μελλοντική μας θέση στὴν αἰωνιότητα. Ὁ μέγας ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν σὲ ἄλλο λόγιό του μᾶς προτρέπει: «νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡ σωτηρία ἡ ὅτε ἐπιστεύσαμεν, ἡ νὺξ προέκοψεν ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν» (Ρωμ. 13,11). Ὁ αἰώνιος Θεὸς θὰ ἔλθει ξαφνικὰ «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί» (Ματθ. 24,43, Α΄ Θεσ. 5,2, Ἀποκ. 3,3) καὶ ἀλίμονο σὲ ὅποιον βρεθεῖ νὰ καθεύδει. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεώρηση ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου εἶναι χωρὶς νόημα, ἀνώφελη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἴσως ἀρκετὰ ἀνιαρή. Ὁ ἐπίγειος βίος μας, ὡς προετοιμασία γιὰ τὴν ἀτέρμονη αἰωνιότητα δίνει πραγματικὸ νόημα στὴ ζωή μας, ὁρμὴ καὶ δύναμη νὰ ὑπερβοῦμε ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ νὰ πραγματοποιήσουμε τὸν ὑψηλὸ σκοπό μας.
 
Ὁ περιορισμένος χῶρος τῆς στήλης δὲ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐπεκτείνουμε  τὸν φιλοσοφικό μας στοχασμὸ γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ χρόνου, ἡ ὁποία εἶναι ὄντως ἀνεξάντλητη. Ἀρκούμαστε νὰ ὑπενθυμίσουμε τὴν προσωπικὴ ὑποχρέωση κάθε νοήμονα ἀνθρώπου νὰ ἀξιοποιεῖ θετικὰ κάθε χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, γιὰ τὴν προσωπικὴ καὶ κοινωνικὴ προκοπή. Ἡ πρόοδος καὶ ὁ πολιτισμὸς εἶναι κατακτήσεις καὶ ἀποτελέσματα μόχθου καὶ πολλῆς προσπάθειας. Ἡ νέα χρονιὰ ἂς εἶναι γιὰ ὅλους μας μιὰ ἀκόμα πρόκληση καὶ εὐκαιρία νὰ δώσουμε τὸ δικό μας εὐγενῆ ἀγῶνα σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς μας, ὁ ὁποῖος θὰ μᾶς καταξιώσει καὶ θὰ μᾶς ἀναδείξει ἐν τέλει θεοειδεὶς προσωπικότητες.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου