Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022

Δήλος – Ένα ακατοίκητο αλλά ιστορικό νησί

 
Η Δήλος είναι συνυφασμένη με τη μυθολογία, καθώς ήταν η γενέτειρα του Απόλλωνα, γιού του Δία, και ως εκ τούτου ένας τόπος ιερός. Η θέση της είχε επίσης καθοριστεί στη μυθολογία, δεδομένου ότι πριν γίνει Δήλος (ορατή), ήταν ένας πλωτός, περιπλανώμενος βράχος που ονομαζόταν Ορτυγία ή Άδηλος (αόρατη). Ο Ποσειδώνας αγκυροβόλησε το βράχο στο απόλυτο κέντρο των τεσσάρων σημείων της πυξίδας σε σχέση με τη θέση του στο Αιγαίο Πέλαγος. Βρίσκεται σχεδόν σε ίση απόσταση με την ηπειρωτική χώρα στα βορειοδυτικά, με τη Χίο και τη Ρόδο προς τα ανατολικά, την Κρήτη στα νότια και την Πελοπόννησο στα δυτικά.

Η γεωγραφική της θέση προσέλκυσε το ενδιαφέρον των αρχαίων Ελλήνων, όπως και άλλοι τόποι που κατέχουν γεωμετρικά σημαντικές θέσεις στην περίτεχνη μαθηματική τους προσέγγιση στη Γεωγραφία, όπως οι Δελφοί. Η δημιουργία αυτών των μύθων, δεδομένης της θέσης του νησιού, ήταν απλά θέμα χρόνου. Έτσι, η μυθολογία ενώνεται με την ιστορία, καθώς η γεωγραφική θέση της έφερε πράγματι μεγάλο πλούτο στην Δήλο, όπως η Λητώ, μητέρα του Απόλλωνα, είχε υποσχεθεί.

Αυτό που η Λητώ δεν είχε προβλέψει ήταν η συμφορά, η καταστροφή, η δουλεία και η απώλεια ανθρώπινων ζωών που προσέλκυσε επίσης αυτός ο πλούτος, σε τέτοιο βαθμό που τελικά η Δήλος ερημώθηκε και παρέμεινε έτσι τις δύο τελευταίες χιλιετίες..

Ο Μύθος 

Στην πρώιμη μυθολογία, η πρώτη αναφορά στην Δήλο γίνεται με την εμφάνισή της ως αόρατο βράχο που επέπλεε άσκοπα στη θάλασσα, και που σχηματίστηκε όταν η Αστερία, αδελφή της Λητούς, μεταμορφώθηκε σε βράχο για να γλυτώσει από το Δία, ο οποίος αργότερα κυνήγησε και άφησε έγγυο και τη Λητώ, με αποτέλεσμα το οργισμένο ξέσπασμα της Ήρας, η οποία συνέπραξε με τους άλλους θεούς ώστε να αποτρέψουν τη Λητώ από το να γεννήσει οπουδήποτε στον κόσμο και κάτω από τον ήλιο. Έτσι η Λητώ περιπλανιόταν παρόλο που πλησίαζε ο καιρός για να γεννήσει.

Ο Δίας έκανε έκκληση στον αδελφό του, τον Ποσειδώνα, να τους βοηθήσει να βρουν ένα μέρος κάπου στη θάλασσα, όπου η Λητώ θα μπορούσε να ξεκουραστεί και να γεννήσει το παιδί του Δία. Ο Ποσειδώνας τότε πήρε τον αόρατο πλωτό βράχο Άδηλο και τον αγκυροβόλησε στη θάλασσα με τέσσερις στήλες διαμαντένιων αλυσίδων και στη συνέχεια τον μετονόμασε σε Δήλο.

Οι Έλληνες πίστευαν έντονα σε αυτό το μύθο. Ήταν άλλωστε ο λόγος που πολλοί γενναίοι κυνηγοί θησαυρών έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να ανακτήσουν τις διαμαντένιες αλυσίδες από το βυθό της θάλασσας.

Η Λητώ υποσχέθηκε στη Δήλο ότι θα έκανε το νησί το πλουσιότερο στον κόσμο, αν η Δήλος της επέτρεπε να ξεκουραστεί εκεί και να γεννήσει το παιδί της, καθώς και ότι το παιδί δεν θα άφηνε ποτέ τον βράχο. Και έτσι συμφωνήθηκε, και η Λητώ πήγε στην Ιερή Λίμνη, στο κέντρο της οποίας βρισκόταν ένα φοινικόδεντρο.

Εκεί, και χωρίς βοήθεια, καθώς η Ήρα είχε απαγορεύσει στην Ειλείθυια* – τη θεά του τοκετού και των μαιών, να την βοηθήσει, γέννησε δίδυμα. Το πρώτο ήταν η Άρτεμις, θεά του κυνηγιού και της παρθενίας. Εννέα ημέρες αργότερα, γέννησε τον Απόλλωνα, θεό της αλήθειας και του φωτός.

Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το μύθο, η Άρτεμις, εννέα ημερών βρέφος, ήταν όντως σε θέση να βοηθήσει τη μητέρα της να φέρει τον αδερφό της στο φως. Αυτό ήταν δυνατό, επειδή η Άρτεμις, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις που απορρέουν από τη βαθιά προϊστορία της περιοχής, ήταν η θεά της γονιμότητας των θηλαστικών.

Στην Αττική, και συγκεκριμένα στη Βραυρώνα, η Βραυρώνια Αρτεμις λατρευόταν ως η θεά της βλάστησης και του κυνηγιού, και ως η προστάτης των γυναικών κατά τον τοκετό καθώς και των νεογέννητων. Έπρεπε προφανώς να ξαναγεννηθεί για να εξυπηρετήσει το ρόλο που της είχε ανατεθεί.

Από τη στιγμή εκείνη και μετά, η Δήλος έγινε τόπος ιερός, παραμένοντας για πάντα λουσμένος στο φως του Απόλλωνα. Θα πρέπει κανείς να γίνει προσωπικός μάρτυρας του πόσο μοναδικό είναι αυτό το Απολλώνιο φως, για να καταλάβει.

Η Ιστορία 

Η Δήλος έχει μια μακριά και συναρπαστική ιστορία που ανάγεται στην τρίτη χιλιετία π.Χ. Οι πρώτοι κάτοικοι εικάζεται πως ήταν Κάρες (βάσει μιας αναφοράς του Θουκυδίδη). Απομεινάρια από ελλειψοειδείς καλύβες έχουν βρεθεί στην κορυφή του λόφου Κύνθος (113μ. ύψος), από όπου οι κάτοικοι μπορούσαν εύκολα να εποπτεύουν και να ελέγχουν τη μικρή κοιλάδα και τη θάλασσα ολόγυρα.

Η κατοίκηση συνεχίζεται χίλια χρόνια αργότερα με τους Μυκηναίους (1580-1200 π.Χ.), όταν άρχισαν να κτίζονται εκτεταμένοι οικισμοί. Το Απολλώνιο ιερό είχε ήδη εδραιωθεί από τους Ομηρικούς χρόνους και έφθασε στην ακμή του στη διάρκεια των αρχαϊκών και κλασσικών χρόνων. Ο μυθικός Μυκηναίος βασιλιάς της Δήλου Άνιος, γιος του Απόλλωνα και δισέγγονος του Διόνυσου, είχε προσπαθήσει να διατηρήσει ουδετερότητα στις συγκρούσεις τις εποχής.

Φιλοξένησε τον άρχοντα της Τροίας Αγχίση, αλλά και το στόλο των Αχαιών, και αργότερα τον Αινεία, γιο του Αγχίση, που ξέφυγε από την πυρπολημένη Τροία. Όταν ο κόσμος αυτός κατέρρευσε γύρω στο 1100 π.Χ., εγκαταστάθηκαν οι Ίωνες το νησί, το οποίο έγινε θρησκευτικό κέντρο τους, και παρέμεινε έτσι μέχρι το 540 π.Χ. όταν πήραν τον έλεγχο οι Αθηναίοι, οι οποίοι διατήρησαν τον έλεγχό τους στο νησί, χάνοντας το μόνο κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων (490-480 π.Χ.).

Η Δήλος βγήκε αλώβητη από την περιπέτεια των Περσικών πολέμων, επειδή οι Πέρσες τη θεωρούσαν ιερή και δεν τη λεηλάτησαν όπως τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Το 478 π.Χ., μετά το τέλος των Περσικών, ιδρύθηκε η Δηλιακή Συμμαχία των ελληνικών πόλεων, με στόχο την αντιμετώπιση μελλοντικών απειλών. Έδρα της συμμαχίας ήταν η Δήλος· Εκεί φυλασσόταν το τεράστιο ποσό των εισφορών των συμμαχικών πόλεων και εκεί γίνονταν οι συναντήσεις των αντιπροσώπων.

Πολύ σύντομα η Δηλιακή Συμμαχία εξελίχθηκε σε Αθηναϊκή Ηγεμονία και οι σύμμαχοι έγιναν περίπου υπήκοοι των Αθηναίων. Τα χρήματα του κοινού ταμείου μεταφέρθηκαν το 454 π.Χ. στην Ακρόπολη των Αθηνών, δήθεν για λόγους ασφαλείας, στην πραγματικότητα όμως για να χρηματοδοτήσουν το φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή. Το 476 π.Χ. άρχισε να οικοδομείται ο δεύτερος ναός του Απόλλωνα, ο Μέγας ναός, ή ναός των Δηλίων.

Η οικοδόμησή του διακόπηκε μετά τη μεταφορά του ταμείου στην Αθήνα και συνεχίστηκε την περίοδο της Δηλιακής Ανεξαρτησίας (314-166 π.Χ.), χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί. Γύρω στο 540-528 π.Χ. ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος, έπειτα από δελφικό χρησμό, επέβαλε και τον πρώτο εξαγνισμό στο νησί, θεσπίζοντας νόμο πως πλέον κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει ή να γεννηθεί στο ιερό νησί.

Ο Θουκυδίδης γράφει σχετικά ότι τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου οι Αθηναίοι, συνωστισμένοι μέσα στα τείχη της πόλης, βρέθηκαν σε απελπιστική θέση εξαιτίας του λοιμού που θέριζε τους κατοίκους «σαν τα πρόβατα». Υπολογίζεται πως το 427-426 π.Χ. τα θύματα από τη θανατηφόρα επιδημία ήταν 30.000.

Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Αθηναίοι είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο αναισχυντίας που «κανένας φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων δεν τους συγκρατούσε πια». Μέσα σε τέτοιο κλίμα απόγνωσης και ανασφάλειας διέπραξαν ένα αποτρόπαιο έγκλημα, την «κάθαρση» της Δήλου, δήθεν για λόγους ευσέβειας.

Άνοιξαν όλους τους τάφους που υπήρχαν στο νησί, ακόμα και τους πιο φρέσκους, και μετέφεραν τα οστά και τα κτερίσματα στη Ρήνεια, όπου τα έθαψαν σε ένα κοινό λάκκο. Παράλληλα αποφάσισαν να μη γεννιέται και να μην πεθαίνει κανείς πια στη Δήλο, αλλά να μεταφέρονται οι επίτοκοι και οι βαριά άρρωστοι στη Ρήνεια. Από τότε κανείς δεν γεννήθηκε, κανείς δεν πέθανε και κανείς δεν τάφηκε στο ιερό νησί.

Οι δε Δήλιοι, όπως επεδίωκαν οι Αθηναίοι, έγιναν απάτριδες. Το 422 π.Χ. οι Αθηναίοι ολοκλήρωσαν την «κάθαρση», εξορίζοντας όλο τον ντόπιο πληθυσμό. Οι Δήλιοι κατέφυγαν στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας, ύστερα από πρόσκληση του Φαρνάκη, και κατεσφάγησαν με προδοσία από τον Αρσάκη.

Οι ελάχιστοι που σώθηκαν επέστρεψαν στη Δήλο έπειτα από επέμβαση του Μαντείου των Δελφών. Αμέσως μετά την κάθαρση, παρά το γεγονός ότι ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση, οι Αθηναίοι άρχισαν, από τύψεις ή από φόβο, το εξαιρετικά δαπανηρό έργο της οικοδόμησης ενός ακόμη ναού του Απόλλωνα από λευκό πεντελικό μάρμαρο και καθιέρωσαν τα Δήλια, γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνα που λάμβανε χώρα κάθε πέντε χρόνια.

Τα εγκαίνια του τρίτου αυτού ναού, του ναού των Αθηναίων, έγιναν με εντυπωσιακή λαμπρότητα στη διάρκεια της θεωρίας που χρηματοδότησε και οδήγησε στη Δήλο, το 417 π.Χ., ο μετριοπαθής Νικίας. Την περίοδο της τυραννίας του Πεισιστράτου ή των γιων του οικοδομείται και ο πώρινος ναός του Απόλλωνα, στον οποίο στεγάστηκε ένα υπερφυσικού μεγέθους άγαλμα του θεού, έργο του Τεκταίου και του Αγγελίωνα.

Από το τέλος του 5ου αι. π.Χ. η μόνη σημαντική οικοδομική δραστηριότητα στο χώρο του ιερού ήταν η μερική αποπεράτωση του ναού των Δηλίων και η οικοδόμηση ενός νέου ναού της Άρτεμης. Την εποχή όμως της ανεξαρτησίας οι ηγεμόνες των ελληνιστικών κρατών συναγωνίζονται στην επιδεικτική οικοδόμηση λαμπρών κτηρίων στο ιερό νησί, εκεί όπου όλοι οι Έλληνες μπορούσαν να τα δουν και να θαυμάσουν τον πλούτο και τη δύναμή τους.

Όλη η περιοχή του ιερού ήταν γεμάτη με εκατοντάδες μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα, δαπανηρά αναθήματα πόλεων ή πλούσιων ιδιωτών, από τα οποία σώθηκαν μονάχα τα ενεπίγραφα βάθρα. Οι Αθηναίοι διατήρησαν τον έλεγχο τους μέχρι το 314 π.Χ. και στη συνέχεια η Δήλος πέρασε στη σφαίρα επιρροής των Μακεδόνων. Πρέπει να σημειωθεί πως, όταν πήραν οι Μακεδόνες τον έλεγχο, το νησί άρχισε να ανθεί ως εμπορικό κέντρο, καθώς απολάμβανε την τέλεια τοποθεσία που διευκόλυνε το εμπόριο με την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μικρά Ασία.

Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το Αιγαίο συνταράσσεται για σαράντα σχεδόν χρόνια από τους πολέμους των φιλόδοξων στρατηγών που τον διαδέχτηκαν. Το 314 π.Χ. ο Αντίγονος ανακήρυξε την Ελλάδα ελεύθερη και ανήγγειλε την επιστροφή στην πολιτική της δημοκρατικής διακυβέρνησης του Αλεξάνδρου.

Ο στόλος του έφθασε στο Αιγαίο, όπου η Λήμνος, η Ίμβρος και η Δήλος είχαν ήδη στασιάσει κατά της Αθήνας και οι Κυκλάδες κατά του Κασσάνδρου. Η Αθήνα διατηρούσε ακόμη την αίγλη του πνευματικού κέντρου, αλλά ήταν πλέον μια πόλη σε παρακμή που δεν έπαιζε κανένα ουσιαστικό ρόλο στις εξελίξεις.

Ο Αντίγονος και ο γιος του Δημήτριος ο Πολιορκητής ίδρυσαν το Κοινό των Νησιωτών με θρησκευτικό κέντρο τη Δήλο, η οποία κηρύχτηκε ελεύθερη και ανεξάρτητη (314 -166 π.Χ.). Από τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., το ιερό νησί του Απόλλωνα γίνεται και σημαντικό εμπορικό κέντρο, με την εγκατάσταση πλουσίων επιχειρηματιών και τραπεζιτών. Από το 168 π.Χ. η Δήλος, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, βαθμιαία θα περάσει στον έλεγχο της Ρώμης.

Το νησί κυρύσσεται ελεύθερο λιμάνι (δηλ. λιμάνι χωρίς δασμούς), με αποτέλεσμα να μετοικήσουν εκεί πλούσιοι Ρωμαίοι έμποροι και πλοιοκτήτες, καθώς και άνθρωποι από όλες τις περιοχές της Μεσογείου. Εκτιμάται πως γύρω στο 90 π.Χ. στο μικρό αυτό νησί, που δεν είναι παρά μια κουκίδα στο χάρτη της Μεσογείου, κατοικούσαν περίπου 30.000 άνθρωποι.

Από τις αναθηματικές επιγραφές και τα ταφικά μνημεία της Ρήνειας φαίνεται ότι εκτός από τους Αθηναίους και τους Ρωμαίους, που αποτελούσαν την πλειονότητα του πληθυσμού, στη Δήλο κατοικούσαν άνθρωποι από την Πελοπόννησο, την κεντρική και δυτική Ελλάδα, τη Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου, τη Θράκη και τον Εύξεινο Πόντο, την Ταυρική Χερσόνησο, την Τρωάδα, τη Μυσία, την Αιολίδα, την Ιωνία, τη Λυδία, την Καρία, τη Λυκία, τη Βιθυνία, την Παφλαγονία, τον Πόντο, την Καππαδοκία, την Πισιδία, την Παμφυλία, την Κιλικία, τη Συρία, τη Μηδία, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Κυρήνη, την Αραβία κ.ά.

Ωστόσο, από το 88 π.Χ και μέχρι το 69 π.Χ., το νησί καταστράφηκε και λεηλατήθηκε δύο φορές: το 88 π.Χ. από τον Ευπάτορα βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, που θέλησε με αυτόν τον τρόπο να πλήξει τη δύναμη και το γόητρο της επικυρίαρχης Ρώμης. (Έως τότε κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο μεταξύ των Ελλήνων, για τον ιερό τόπο του Απόλλωνα), και το 69 π.Χ. από τους πειρατές του Αθηνόδωρου, συμμάχου του Μιθριδάτη.

Οι Ρωμαίοι μετά την καταστροφή κατανοούν ότι η ιερότητα του νησιού δεν αρκεί για να σταματήσει τις επιβουλές και περιτειχίζουν το κυριότερο τμήμα της πόλης. Το νησί όμως έχει απωλέσει οριστικά τον ιερό του χαρακτήρα, παρά τις προσπάθειες του αυτοκράτορα Αδριανού να αναβιώσει την ιερή ατμόσφαιρα και το δέος των εορταστικών εκδηλώσεων.

Η περίοδος της παρακμής χαρακτηρίζεται από το γεγονός, ότι οι Αθηναίοι θα θελήσουν να πουλήσουν το νησί, δεν θα βρεθεί όμως αγοραστής. Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ο οικισμός του νησιού συρρικνώνεται και η Δήλος θα γίνει ξανά «άδηλος». Ότι απέμεινε από την παλιά δόξα λεηλατείται σε μία σειρά αλλεπάλληλων καταστροφών: το 727 μ.Χ. από τον εικονομάχο αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντα τον Ίσαυρο, το 769 μ.Χ. από τους Σλάβους και το 821 μ.Χ. από τους Σαρακηνούς.

Η Δήλος δεν είναι πια παρά ένας απέραντος ερειπιώνας. Καθ’ όλο το Μεσαίωνα θα υπηρετήσει τα γύρω νησιά αποκλειστικά ως τόπος προσπορισμού οικοδομικού υλικού, ενώ θα μετατραπεί σε μία τεράστια ασβεστοκάμινο, όπου μαρμάρινα μνημεία και γλυπτά λιώνουν για την παραγωγή ασβέστη. “..Τότε η ευτυχία είναι το καλύτερο, ευγενέστερο και πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο, και αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι ασύνδετα όπως στην επιγραφή της Δήλου:

“Το πιο ευγενές είναι αυτό που είναι δικαιότατο, και το καλύτερο είναι η υγεία. Το πιο ευχάριστο όμως, είναι να κερδίσουμε ό, τι αγαπάμε”. Γιατί όλες αυτές οι ιδιότητες ανήκουν στις καλύτερες δραστηριότητες. Και αυτές, ή μία – την καλύτερη – από αυτές, ταυτίζουμε με την ευτυχία. (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια)

Ιστορικό ανασκαφών 

Η Δήλος, ως ιερός τόπος στον οποίο υπήρχαν λαμπρά οικοδομήματα και ιερά, δεν λησμονήθηκε ποτέ και υπάρχουν πολλές αναφορές στους περιηγητές για τα ερείπια που ήταν ορατά στο νησί. Πολλά γλυπτά μεταφέρθηκαν σε μουσεία της Ελλάδας και του εξωτερικού, ενώ μάρμαρα των αρχαίων κτηρίων χρησιμοποιήθηκαν σαν οικοδομικό υλικό από τους κατοίκους των γύρω νησιών.

Η Δήλος θα ξαναβγεί από την αφάνεια μόλις τον 19ο αιώνα, με τις ανασκαφές πού άρχισαν το 1873 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών και την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Από το 1904 έως το 1914 αποκαλύφθηκαν υπό τη διεύθυνση του M. Holleaux και χάρη στη γενναία επιχορήγηση του δούκα de Loubat τα σημαντικότερα τμήματα της αρχαίας Δήλου.

Περίοδος έντονης ανασκαφικής δραστηριότητας υπήρξε επίσης το διάστημα από το 1958 έως το 1975. Η ανασκαφή συνεχίζεται ακόμη από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία και τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, αλλά το κέντρο του θρησκευτικού, πολιτικού και εμπορικού βίου καθώς και μεγάλο μέρος των ιδιωτικών κατοικιών έχουν ήδη αποκαλυφθεί. Δήλος – Αρχαιολογικό μουσείο Το αρχαιολογικό Μουσείο της Δήλου είναι ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας.

Στο μουσείο έχουν συγκεντρωθεί τα πλούσια ευρύματα από τις ανασκαφές που διενεργούνται από την Γαλλική αρχαιολογική σχολή πάνω από έναν αιώνα. Τα εκθέματα είναι σπάνιας ομορφίας και αρχαιολογικής αξίας.

Γλυπτά, αγγεία, επιγραφές, μωσαϊκά. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η πλούσια συλλογή του μουσείου σε γλυπτά από την πρώιμη αρχαική περίοδο μέχρι τα ρωμαικά χρόνια. Έχουν σωθεί στον αρχαιολογικό χώρου τις Δήλου και πολλές βάσεις από χάλκινα αγάλματα που δυστυχώς δεν άντεξαν τη φθορά του χρόνου. Το μουσείο διαθέτει 9 αίθουσες, όπου τα εκθέματα είναι τοποθετημένα χρονολογικά και θεματολογικά. Η Δήλος και η Ρήνεια τελούν υπό την προστασία του Υπουργείου Πολιτισμού και απαγορεύονται ο ελλιμενισμός σκαφών και η διανυκτέρευση ατόμων χωρίς ειδική άδεια, σύμφωνα με το thesecretrealtruth.blogspot.com.

*Η ονομασία Ειλήθυια, κατά τον Αδ. Ι. Αδαμαντίου φαίνεται να παράγεται εκ των αρχαίων ρημάτων “ειλέω” (=στενοχωρώ, πιέζω κλπ) και του “θύω” (=στενάζω με ορμή, τρελλαίνομαι). Κατά την αρχαία παράδοση το όνομα αυτό οφείλεται σε ικετευτική κραυγή των επιτόκων: «Ελθέ!», «Ελθέ!» με την οποία και καλούσαν τη θεά σε βοήθεια

Τα μνημεία του χώρου

Η Αγορά των Ερμαϊστών ή Κομπεταλιαστών

  Aνοικτή πλατεία πλάι στο Ιερό Λιμάνι, μία από τις σημαντικότερες αγορές της ελληνιστικής πόλης, στρωμένη με μεγάλες πλάκες γρανίτη, πολλές από τις οποίες έχουν τρύπες για την στερέωση πασάλων που στήριζαν στέγαστρα. Στη βόρεια πλευρά είναι η Στοά του Φιλίππου κι ένας μικρός ιωνικός ναός αφιερωμένος στον Ερμή, ενώ στα ανατολικά και στα νότια οριοθετείται από σειρές καταστημάτων και εργαστηρίων. Στο κέντρο της πλατείας σώζονται τα θεμέλια ενός τετράγωνου και ενός κυκλικού μνημείου αφιερωμένων επίσης στον Ερμή, το θεό του εμπορίου, και γύρω από αυτά υπάρχουν βάσεις αναθημάτων τραπεζιτών, καπετάνιων και εμπόρων. Τελευταίο τέταρτο του 2ου π.Χ. αιώνα.

Ο Ναός των Δηλίων

Ο ναός των Δηλίων ή Μέγας Ναός είναι ο τελευταίος και μεγαλύτερος από τους τρεις ναούς του Απόλλωνα. Είναι ένας περίπτερος δωρικός ναός με έξι κίονες σε κάθε στενή και 13 κίονες σε κάθε μακρά πλευρά. Η κατασκευή του άρχισε το 478 π.Χ., διακόπηκε γύρω στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, όταν το ταμείο της Αθηναϊκής Συμμαχίας μεταφέρθηκε στην Αθήνα, και συνεχίστηκε στη σύντομη περίοδο της Δηλιακής Ανεξαρτησίας χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί.

Η Μινώα Κρήνη

 Η Μινώα Κρήνη, που αναφέρεται στις επιγραφές και ταυτίστηκε από ένα ανάγλυφο αφιερωμένο στις Μινώες Νύμφες, είναι μια δημόσια δεξαμενή σκαμμένη στο φυσικό βράχο, το δεύτερο μισό του 6ου π.Χ. αιώνα. Ηταν στεγασμένη με ένα τετράγωνο κτίριο, ανοικτό στη νότια πλευρά, όπου υπήρχε δωρική στοά. Στη νότια πλευρά υπάρχουν επίσης σκαλοπάτια, από τα οποία κατέβαιναν για να φτάσουν τη στάθμη του νερού. Η κρήνη ήταν σε χρήση μέχρι τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους, οπότε μετατράπηκε σε κατοικία.

Το Άνδηρο των Λεόντων

Τα μαρμάρινα λιοντάρια, αφιέρωμα των Ναξίων γύρω στο τέλος του 7ου αιώνα π.Χ., είναι τοποθετημένα σε μια σειρά, ατενίζοντας ανατολικά, προς την Ιερή Λίμνη. Υπολογίζεται ότι αρχικά ήταν 16, αλλά μόνον πέντε και τμήματα από τρία ακόμη σώζονται στο χώρο, ενώ το ακέφαλο σώμα ενός άλλου κοσμεί το Ναύσταθμο της Βενετίας. Τοποθετημένα στη δυτική πλευρά του δρόμου, που οδηγεί από το αρχαϊκό λιμάνι του Σκαρδανά στους ναούς, ήταν οι αιώνιοι φρουροί του Ιερού.

Το Ίδρυμα των Βυρητίων Ποσειδωνιαστών

Το ίδρυμα των Βηρυτίων ήταν η λέσχη μιας ένωσης εφοπλιστών, τραπεζιτών και πρακτόρων που είχαν συσπειρωθεί για να λατρεύουν τους δικούς τους θεούς και να προστατεύουν πιο αποτελεσματικά τα κοινά εμπορικά τους συμφέροντα. Αποτελείται από μια κεντρική αυλή με περιστύλιο γύρω από την οποία υπάρχουν διάφορα δωμάτια και ναΐσκοι αφιερωμένοι στον Ποσειδώνα, τον Ηρακλή, τη Ρώμη. Τελευταίο τέταρτο του 2ου π.Χ. αιώνα.

Το Στοιβάδειον

Ορθογώνια εξέδρα, στα ΒΑ του Ιερού, μέσα στην οποία βρέθηκε άγαλμα του Διονύσου πλαισιωμένο από τα αγάλματα δύο ηθοποιών – Παποσιληνών (στο Μουσείο). Δύο πεσσοί αριστερά και δεξιά της εξέδρας στηρίζουν υπερμεγέθεις φαλλούς. Ο πεσσός που βρίσκεται στα νότια, ανάθημα του κατοίκου της Δήλου Καρύστιου, που νίκησε σαν χορηγός σε θεατρικό αγώνα γύρω στο 300 π.Χ., έχει ανάγλυφες σκηνές από τον κύκλο του Διονύσου.

Το Θέατρο

Το αρχικό ξύλινο θέατρο αντικαταστάθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. με το σημερινό λίθινο. Το επιθέατρο και το κατώτερο τμήμα του θεάτρου, που δεν είναι ομόκεντρα, χωρίζονται από διάζωμα. Πίσω από την πρώτη σειρά καθισμάτων, που ήταν για τα τιμώμενα πρόσωπα, υπάρχουν 26 σειρές θρανίων στο κάτω τμήμα και άλλες 17 σειρές στο επιθέατρο, που χωρίζονται από οκτώ κλίμακες σε επτά τμήματα (κερκίδες), που μπορούσαν να εξυπηρετήσουν περίπου 5.500 θεατές. Μπροστά από την κυκλική ορχήστρα σώζονται τα θεμέλια της σκηνής.

Ο Ναός της Ίσιδας

Ο μικρός δωρικός ναός της Ίσιδας, βρίσκεται στο Ιερό των Ξένων Θεών, στους πρόποδες του Κύνθου. Οικοδομήθηκε στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. και επισκευάσθηκε από τους Αθηναίους το 135 π.Χ. Στο εσωτερικό του ναού σώζεται ακόμη το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, που λατρευόταν με διάφορα ονόματα και ήταν η προστάτιδα των ναυτικών και αυτή που έδινε καλή υγεία και τύχη.

Ο Ναός της Ήρας

Ο δωρικός ναός της Ήρας οικοδομήθηκε γύρω στο 500 π.Χ., κάτω από το σηκό όμως, βρέθηκαν λείψανα ενός αρχαιότερου ναού των αρχών του 7ου αιώνα π.Χ., καθώς και πολλά αγγεία αρχαϊκών χρόνων (στο Μουσείο), αρκετά από τα οποία έχουν εγχάρακτες αναθηματικές επιγραφές. Στα νότια του ναού βρίσκεται ο βωμός της θεάς.

Η Οικία του Διονύσου

Η “Οικία του Διονύσου” είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα ιδιωτικής κατοικίας στη Δήλο γύρω στο τελευταίο τέταρτο του 2ου αιώνα π.Χ. Ονομάστηκε έτσι από το περίφημο ψηφιδωτό του αιθρίου που παριστάνει τον Διόνυσο πάνω σ’ έναν πάνθηρα. Ένας στεγασμένος διάδρομος οδηγεί από την οδό στην κεντρική αυλή, που περιβάλλεται από περιστύλιο, στο οποίο ανοίγουν τα δωμάτια του ισογείου. Στο κέντρο της αυλής υπάρχει υπόγεια δεξαμενή στεγασμένη με ένα σπουδαίο ψηφιδωτό δάπεδο, στην οποία συγκεντρωνόταν το νερό της βροχής. Μία λίθινη σκάλα οδηγεί στα κομψά ιδιαίτερα δωμάτια του πρώτου ορόφου.

 
 
 
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου