* * *
Ποιός ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος; Δὲν ἦταν ἕνα τυχαῖο πρόσωπο, ὅπως ὅλοι ἐμεῖς. Ἦταν μία ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία, ἕνα σπάνιο ἄνθος, κρίνο τῶν ἀγρῶν ἀπὸ ’κεῖνα ποὺ σπανίζουν. Ἦταν ἁγιασμένος «ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ» (Λουκ. 1,15). Γεννήθηκε διὰ θαύματος ἀπὸ τὰ στεῖρα σπλάγχνα τῆς Ἐλισάβετ.
Δὲν γνώρισε τὸν κόσμο. Σὲ μικρὴ ἀκόμα ἡλικία ἔφυγε στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, κ’ ἐκεῖ ἔμεινε πλέον. Ἔζησε μὲ ἀπόλυτη ἀφιέρωσι στὸ Θεό. Ἡ ζωή του ἦταν ἀσκητική, σκληρή, ἕνας ἔλεγχος ὅλων ἡμῶν τῶν σημερινῶν Χριστιανῶν, ποὺ ζοῦμε τόσο μακριὰ ἀπ᾽ ὅ,τι ἐπιβάλλει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ ἐνδυμασία του ἦταν μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες καμήλου. Ἡ τροφή του ἦταν «μέλι ἄγριον» καὶ «ἀκρίδες» (Ματθ. 3,4). Ἄλλοι λένε ὅτι «ἀκρίδες» εἶνε οἱ κορφὲς ἀγρίων χόρτων· ἐπικρατεστέρα ἑρμηνεία εἶνε ὅτι πρόκειται γιὰ τὰ γνωστὰ ἔντομα τῶν ἀγρῶν, τὰ ὁποῖα καὶ μέχρι σήμερα οἱ βεδου·ῖ·νοι τὰ ξηραίνουν, ὅπως ἐμεῖς τὶς πιπεριές, καὶ ἔτσι τρώγονται. Κρεβάτι του εἶχε τὶς καλαμιὲς ἀπὸ τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ. Ποτό του ἦταν ὄχι κρασὶ ἢ ἄλλα οἰνοπνευματώδη, ἀλλὰ τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου. Στέγη του ἦταν ὁ οὐρανός. Συντροφιά του τὰ ἄγρια θηρία. Ἔργο εἶχε τὴν προσευχή. Καὶ βιβλίο ποὺ μελετοῦσε ἦταν ἡ φύσι ποὺ ἁπλωνόταν ἐμπρός του· ὁ Ἰορδάνης, ἡ ἔρημος, τὰ ἄστρα…
Τριάντα καὶ πλέον χρόνια ἔζησε ἔτσι ὁ Ἰωάννης. Ἔπειτα πῆρε ἐντολὴ ν᾽
ἀφήσῃ τὴν ἔρημο καὶ νὰ στήσῃ τὸν ἄμβωνά του στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου.
Ἐκεῖ ἄρχισε τὸ φλογερό του κήρυγμα, ποὺ συμπυκνώνεται σὲ μία λέξι·
λέξι, ποὺ ἂν ἡ ἀνθρωπότης τὴν αἰσθανθῇ, θ’ ἀλλάξῃ ὄντως ἡ ζωή της. Ὅλοι
ζητοῦν ἀλλαγή. Ἀλλαγή, ἀλλαγή! λένε. Ἀλλ’ αὐτὴ ἡ ἀλλαγή, γιὰ τὴν ὁποία
μιλοῦν διπλωμάται, πολιτικοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, εἶνε ἐπιπολαία,
ἐπιφανειακή. Ἡ ἀληθινὴ ἀλλαγή, ἡ ἀλλαγὴ ποὺ ποθοῦμε σὲ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα
πράγματα ―εἶνε πόθος πανανθρώπινος―, εἶνε ἐκείνη ποὺ συνιστᾷ ὁ Ἰωάννης ὁ
Πρόδρομος στὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε ἀλλαγὴ ῥιζικὴ καὶ ἐκφράζεται μὲ τὴ λέξι
«Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2). Μετάνοια δηλαδὴ ῥιζική, στὸ βάθος τῆς καρδίας
μας· ν᾽ ἀλλάξῃ ὁ νοῦς μας, νὰ κάνουμε στροφὴ ὄχι μικρὴ ἀλλὰ 180 μοιρῶν·
νὰ ἐπιστρέψουμε στὴ βάσι, στὴ ῥίζα μας, στὸ Θεό. «Μετανοεῖτε», λέει ὁ
Ἰωάννης, διότι ἐγγίζει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. «Μετανοεῖτε», διότι ἡ
ἀξίνη, δηλαδὴ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, εἶνε ἕτοιμη, καὶ «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν
καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται», τὸ ἄκαρπο δέντρο τὸ
περιμένει φωτιὰ καὶ τσεκούρι, θὰ καταστραφῇ (ἔ.ἀ. 3,2,10).
Φωτεινός, ἀφυπνιστικὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης. Ὁ λόγος του, ὁ βίος του πρὸ
παντός, ἡ ἀσκητική του μορφὴ εἵλκυσαν σὰν μαγνήτης τὰ πλήθη καὶ ὁ
Ἰορδάνης πλημμύρισε κόσμο. Ἐκεῖ ἦταν ἄντρες γυναῖκες νέοι, ἐκεῖ
στρατιωτικοί, ἐκεῖ τελῶναι, ἐκεῖ καὶ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Μικροὶ
καὶ μεγάλοι συνωστίζοντο γύρω του. Ὁ Ἰωάννης δίδασκε. Καὶ ὅσοι ἀπ᾽
αὐτοὺς ἐδέχοντο τὰ λόγια του, μετανοοῦσαν πραγματικὰ καὶ ἔμπαιναν στὰ
νερά· κ’ ἐκεῖ μέσα, ὅπως ἦταν, ἐξωμολογοῦντο τὶς ἁμαρτίες τους. Ἔτσι
ἔπαιρναν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου.
* * *
Μέσα στὰ πλήθη ποὺ ἔρχονταν
ἐκεῖ, ἦρθε καὶ ἕνας χωρὶς διάδημα στὴν κεφαλή, χωρὶς διακριτικὰ
γνωρίσματα, σὰν ἕνας ἀπ’ τοὺς πολλούς. Ἀλλὰ δὲν ἦταν ἕνας ἀπ’ τοὺς
πολλούς· ἦταν ὁ ἕνας καὶ μοναδικός, ἦταν ὁ Χριστός. Κανείς δὲν τὸν
γνώρισε· οὔτε καὶ ὁ Ἰωάννης ἀκόμα (βλ. Ἰωάν. 1,31). Ἂν καὶ ἦταν πρῶτα
ξαδέρφια, δὲν εἶχαν συναντηθῆ ποτέ ὣς τότε. Ὁ ἕνας ἔζησε ἀπὸ μικρὸς
στὴν ἔρημο, ὁ ἄλλος μέσα στὸν κόσμο. Πῆραν δύο διαφορετικοὺς δρόμους·
ὁ ἕνας τῆς μονώσεως, ὁ ἄλλος τῆς συμβιώσεως. Ὁ ἕνας ἀσκητής, ὁ ἄλλος
κοινωνικός. Δεῖγμα ὅτι δὲν σῴζονται μόνο οἱ ἀσκηταί· σῴζονται καὶ ὅσοι
ζοῦν στὸν κόσμο.
Τώρα λοιπὸν συναντῶνται ἐκεῖ στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, ὡς ἄγνωστοι. Ὁ
Ἰωάννης ὅμως, ἀπὸ ὑπερφυσικὰ σημεῖα ποὺ εἶδε, κατάλαβε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ
Χριστός. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τοῦ ζήτησε νὰ τὸν βαπτίσῃ, ἐκεῖνος αἰσθάνθηκε
συστολὴ καὶ προέβαλε ἄρνησι. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει· «Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ
πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3,15)· εἶνε ἀνάγκη
νὰ μὲ βαπτίσῃς. Τρέμοντας τότε ὁ Ἰωάννης βάπτισε τὸ Χριστό. Καὶ λέει ὁ
Ἰωάννης στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· «Ἐγὼ δὲν τὸν γνώριζα, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ
μὲ ἔστειλε νὰ βαπτίζω μὲ νερό, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε· “Σὲ ὅποιον δῇς τὸ
Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ κατεβαίνῃ καὶ νὰ μένῃ ἐπάνω του, ἐκεῖνος εἶνε ποὺ
βαπτίζει μὲ Πνεῦμα ἅγιο”. Καὶ ἐγὼ εἶδα καὶ βεβαιώνω, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ
Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 1,33-34).
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὑπερφυσικὸ σημεῖο ὁ Ἴωάννης παρετήρησε καὶ κάτι ἄλλο· ὅτι ὅταν βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3,16). Ἔχει σημασία, ἀγαπητοί μου, αὐτό. Διότι ὅσοι ἐβαπτίζοντο δὲν ἔβγαιναν ἀμέσως ἀπὸ τὰ νερά. Ἔμεναν μέσα, ἄλλος δέκα λεπτά, ἄλλος εἴκοσι λεπτά, ἄλλος μισὴ ὥρα, ἀναλόγως τῶν ἁμαρτημάτων τους, καὶ ἐκεῖ, ὅπως ἦταν μέσα στὰ νερά, ἐξωμολογοῦντο τὶς ἁμαρτίες τους· ἡ ἐξομολόγησί τους διαρκοῦσε ὅσο καὶ τὸ βάπτισμά τους.
Ὁ Χριστὸς ὅμως βγῆκε «εὐθέως», ἀμέσως· μόλις
μπῆκε βγῆκε. Διότι δὲν εἶχε ἁμαρτήματα νὰ πῇ, ἦταν ἀναμάρτητος.
Ἀλλὰ τότε γιατί βαπτίσθηκε; Βαπτίσθηκε γιὰ νὰ φανερωθῇ τὸ μυστήριο τῆς
ἁγίας Τριάδος· Πατήρ, Υἱός, καὶ ἅγιον Πνεῦμα. «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου
σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις» (ἀπολυτ. Θεοφ.). Ἁγία
Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἰωάννης ἐξακολουθοῦσε ἰσχυρότερα τὸ κήρυγμα. Καλοῦσε τοὺς
ἀνθρώπους σὲ μετάνοια. Κάποτε μάλιστα ἔφυγε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, ἦρθε
στὴν πρωτεύουσα, στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, μέσα στὸ κέντρο. Ὅταν
πληροφορήθηκε, ὅτι ὁ Ἡρῴδης ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκα του καὶ συζοῦσε
παρανόμως μὲ παλλακίδα, μὲ τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδερφοῦ του, τότε ἀνέβηκε στὰ
ἀνάκτορα καὶ σὰν κεραυνὸ εἶπε ἐκεῖνο τὸ περίφημο λόγο· «Οὐκ ἔξεστί σοι
ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18). Αὐτὴ τὴν παρρησία τὴν
πλήρωσε μὲ τὴ ζωή του – μὲ τὴν κεφαλή του· ἐσφαγιάσθη, ἀπεκεφαλίσθη ὰπὸ
τὸν Ἡρῴδη.
Αὐτή, μὲ συντομία, ἦταν ἡ ἁγία ζωή του. Ἂν ἄλλοι μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς
κακίες τους γίνωνται σαρκωμένοι δαίμονες, ὁ Ἰωάννης ἔγινε «ἔνσαρκος
ἄγγελος»· γι᾽ αὐτὸ ζωγραφίζεται μὲ φτερά, διότι πετοῦσε στοὺς οὐρανούς.
Πατοῦσε μὲν στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ νοῦς καὶ τὸ πνεῦμα του καὶ ἡ καρδία του καὶ
τὸ συναίσθημά του ἦταν στοὺς οὐρανούς.
Καὶ ἐν τούτοις δὲν ὑπερηφανεύθηκε. Ἐνῷ ὁ λαὸς διερωτᾶτο μήπως αὐτὸς εἶνε
ὁ Μεσσίας, ὁ Ἰωάννης ἠρνεῖτο καὶ ἔλεγε· «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός»
(Ἰωάν. 1,20)· ἐγὼ ἁπλῶς προαναγγέλλω τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο.
* * *
Αὐτὴ εἶνε ἡ μαρτυρία τοῦ
Ἰωάννου· «Ἐγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ»
(ἔ.ἀ. 1,34). Ἔχει ἀξία ἡ μαρτυρία του. Στὸ δικαστήριο μπορεῖ νὰ
παρουσιαστοῦν ἑκατὸ μάρτυρες, ἀλλὰ ὁ εὐφυὴς δικαστὴς δὲν προσέχει τὶς
μαρτυρίες τῶν πολλῶν· προσέχει τὶς μαρτυρίες ἐκείνων ποὺ παρέχουν τὰ
ἐχέγγυα τῆς ἀληθείας. Καὶ μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν μαρτύρων γιὰ τὸν Ἰησοῦ
ἐξέχει ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου. Δὲν ἦταν τυχαῖο πρόσωπο. Ἐὰν δὲν
πιστέψουμε στὸν Ἰωάννη, σὲ ποιόν θὰ πιστέψουμε; Στὸ παγκόσμιο δικαστήριο
τῆς ἀνθρωπότητος αὐτὸς παρουσιάζεται καὶ καταθέτει, καὶ ἡ κατάθεσί του
λέει· «Ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα» ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ»· δὲν
εἶνε ἁπλῶς ἕνας διακεκριμένος ἄνθρωπος, κοινωνιολόγος ἢ ῥήτορας, ἀλλὰ
βρίσκεται ὑπεράνω ὅλων αὐτῶν· εἶνε ὁ Θεός
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Θεός. «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ». Ἡ
ἀλήθεια αὐτὴ εἶνε ἡ βάσις, τὸ θεμέλιο, ἡ ῥίζα μας. Καὶ ἀκριβῶς διότι
εἶνε Θεός, ἡ Ἐκκλησία τὴν ὁποία ἵδρυσε εἶνε ἀκατάλυτος.
Θεός! τὸ φωνάζει τὸ σπήλαιο. Θεός! τὸ φωνάζουν οἱ μάγοι. Θεός! τὸ
φωνάζουν οἱ βοσκοὶ τῆς Βηθλεέμ. Θεός! τὸ φωνάζει τὸ ἀστέρι. Θεός! τὸ
φωνάζει ὁ Ἰορδάνης. Θεός! τὸ φωνάζουν τὰ ἄστρα. Κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε,
κι ἂν ἐμεῖς γίνουμε ἄπιστοι καὶ διεστραμμένοι, καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε
θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ
Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Α’υγουστίνου Καντιώτου στον ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 7-1-1979)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου