Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

ΥΣΤΑΤΗ ΙΚΕΣΙΑ ΣΤΟΝ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΑ ΙΗΣΟΥ.

 

Γράφει ο Αντώνης Αντωνάς σε μικτή Κυπριακή διάλεκτο.

Χρησιμοποιώντας λυρικές επικές, ποιητικές λαογραφικές, σύνθετες λέξεις και φράσεις, θα προσπαθήσω να αποδώσω σε μικτή συμφραστική γλώσσα, καθαρεύουσα – νεοελληνική – δημοτική – κυπριακή διάλεκτο, ακόμη ένα λυρικό πόνημα - προσευχής Υστάτης Ικεσίας, στην αγαπημένη μου πατρίδα Κύπρο. 

Η λυρική αφήγηση, του απείρου άδικου ιστορία, γραμμένη με το θείο αίμα της Κύπρου και των Ελλήνων πεσόντων Κυπραίων Ηρώων. 

Η Άλωση όπως την είδαν απού ψηλά, τα τρία ματόβρεκτα ειρήνης περιστέρια. 

Όταν όμως γεννιέται ο Χριστός γεννιέται μαζί Του και η ελπίδα για ένα κόσμο χωρίς βία, γεμάτο αγάπη, ειρήνη, δικαιοσύνη ... ΛΕΥΤΕΡΟ! 

 
 Πρωί πρωί, που το πουρνόν ξημέρωμα,/ τζιείν΄ την ημέραν, την ασβολερήν, την μαυροκαημένην,/ όταν οι Τούρτζιοι βάρβαροι, που απ΄ τ΄ανάθεμαν,/ ήρτασιν τζιαί σ’ άλωσαν, Κύπρος μας αγαπημένη/ τζιαί κατάσφαζαν γέρημα γυναικόπεδα,/ γριές μανάδες, γέροντες πατεράδες τζιαί αδέρφκια,/ τρία ασπροπούλια, καλά πουλιά,/ τρι΄ άσπρα της Κύπρου, ειρήνης περιστέρκα,/ που πισσομαυρισμένα εγίνασιν,/ που τους καπνούς και τα αχνίζοντα αίματα./ Ασβολωμένα ήταν, απού θρηνισμό καρκιάς/ τζι΄ οδύνης, απού την ματοχυσία…./ Τα ΄δασιν ούλλα τα κακά που τ΄άψη,/ της Κύπρου της πομπαρτοκαμένης,/ τζι΄ ακόμη εθωρούσασιν, μαραζωμένα,/ εδερνοπίσκασιν πετώντας γοερά,/ στους θλιμμένους κυπριακούς ουρανούς,/ που βροσιήν μαύρων πικρών δακρύων,/ με οδυρμούς, καταρράκτες ερίχνασιν…/Τζιαί νεκαλιούνταν τα περιστέρκα μας,/ μαζί με τ΄ απροστάτευτα ορφανά,/ τις μάνες τζιαί πατέρες τους χαροκαμένους,/ τους μαυροπικραμένους τζιαί πενθοκτυπημένους./ Γαλάζιοι τζιαί ξάστεροι οι ουρανοί μας ήταν…/, πριν έρτουν, να τους μολύνουσιν,/ που τα πέρατα της βάρβαρης ανατολής,/ ορδές μυριάδες γιουρούκηδες,/ που για γαίμαν Χριστιανικόν αδημονούσαν/ όπως οι πρόγονοι τους Οθωμανοί Σουλτάνοι,/ οι γαιματοβαμμένοι, που τζιαί αυτοί αιμοδιψούσαν… 
 

Μαυροπικραμμένα, εσμίασιν τα πυρωμένα γαίματα/ τα πύρρεια τα δάκρυα, πικρά την νήσον,/ εποτίζαν τζιαί μ΄ορμή εχύνουνταν./ στην θάλασσα της Τζιερύνειας,/ Ερυθρά η θάλασσα βάφτηκε, Νεκρά θάλασσα εγίνει,/ μαύρη τζιαί η γη η δακρυοποτισμένη γέρημη τζιαί στείρα πια./ Αλοί τζιαί τρισαλοίμονο ..οϊμέ…!/ στα τρία μοιραία άσπρα περιστέρκα,/ τα έρημα, που λαβωμένα επετούσαν,/ που πάνωθκιον, της αστραποκτυπημένης,/ στο βαρύν σκότος πισσούρι τυλιγμένης,/ θαλασσοφίλητης πανώρκας νήσου/. Ας όψονται τζι΄ ας ξέρουσιν,/ οι Τούρτζιοι βαρβάροι, ότι ακόμα τζιαί μετά,/ που μια νύχτα πισσοσκότεινη ο ήλιος/, ο φωτοστεφανώμενος,/ το πουρνόν τζιαί πάλαι, θ΄ ανατείλει,/ απ τα φωτόλαμπρα, της Κυπρου τα’ ‘πουράνια,/ με το κοντάρι του, το λαμπερόν, φωθκιάν τζι όλεθρον/, εις τους οχτρούς αλύπητα θα σπείρει/ τζιαι Ανάσταση τζιαι Λευτερκά, εννά φέρει…. 

 

΄Ενε πρόλαβαν το μήνυμα στην μάνα μας να πάνε,/τα τρία της Κύπρου, περιστέρκα../ 

Απεγνωσμένα μάχουνται,/ στης Κύπρου της ματοτζιηλισμένης/, στην αχάπαρη την μάνα για να πάσιν,/ να ικετεύσουν, ύστατη στιγμή,/ βοήθεια μητρική να κελεύσουν/. Εν είχαν απ΄αλλού βοήθεια,/ τα άμοιρα να εκλιπαρήσουν,/ για την έρμην κόρη, που αργοπέθαινε./ Εθέλασιν μόνο στην μάνα της,/ τα μαύρα μαντάτα να της λαλήσουν,/ για την βαρβαροκτυπημένη θυγατρί,/ απού τα σιέρκα τα ΄γκληματικά κατασφαγμένης,/ αυτόνων των βάρβαρων, τ΄ Αττίλα απογόνων./ Εν πρόλαβε το μαυροπικραμμένο μαντάτο/, το ΄να άσπρο περιστέρι για να πάει/, μες΄ τους καπνούς εχάθην./ Απού ψηλά την Κύπρο εθώρεντην,/ που εκαύκετου…, εν άντεξε, εποστάθηκεν,/η θλίψη το παράλυσε, τζιαί χάμου ππέφτει,/ οϊμένανε..στ’ Απόστολου Βαρναβα σκλαβωμένο μοναστήρι!/ Το άλλο στου Τζιύκκου το ψηλό βουνί,/ της Παναγιάς Τζιυκκώτισσας, στο άγιο το θρονί της,/ ψυχομασιεί τζιαί σέρνεται το πισσομαυρισμένο/το τρίτο απ τον ουρανό, την Κύπρο/ που τους καπνούς, θολά εθώρεντην / τζι΄ απ την πύρινη θωρκά του, αστραπόβροντα γενιούνται./ τζιαι επιθανάτιο Ύστατο ανακάλημα, μες την ανεμοζάλη του την μαυρογέρημη/, σαν Διγενή Ακρίτα μεταμόρφωση,/ στα θεία ουράνια με βροντερήν ανθρώπινην λαλιά/, ανακράζει το πικροποτισμένο/ τζιαί αναπέμπει ικεσία έσχατη,/ που σαν ιερή ψαλμουδκιά απόκοσμη,/ απαντοχή στα πέρατα ακούστην,/ « Την Κύπρο σώστε, Ω! Θεέ, Χριστέ μας,/ τζιαί συ Τζιυκκώτισσα Παναγιά μας/ 

 

Εσύ της Κύπρου η μάνα Παναγιά, που απ΄την Κύπρο,/ όταν πέρασε,ς τον Άη Λάζαρο να δείς,/ πάνου στου Τζιύκκου τα βουνά μαζί,/ τ΄ ανεβήκατε για να βλογήσετε,/ πιστούς Χριστιανού Κυπραίους,/ τα πεύκα ούλλα λύγισαν τζιαί υποκλιθήκαν./ Έλα πίσω Παναγιά μας, συγχώρεση να δώσεις,/ για τις αμαρτίες μας τζιαί τούτην μόνον την φοράν,/ τους βάρβαρους θε να λυγίσεις τζιαί γονατίσεις,/ στα τιμημένα χώματα της Κύπρου, να θεοκαρβουνιάσουν,/Αυτοί οι βάρβαροι που αμάχους κατάκαψαν,/ εκκλησιές λεηλάτησασιν, ιερά και όσια καταπατήσασιν…/ 

 

Τζιαί επί τέλους οι Κυπραίοι τζιαί ούλλoς,/ ο Ελληνισμός αυτός ο μαρτυρικός λαός να πνάσουσιν…,/τζιαι απ αύτην του κόσμου την μαυροσκότεινη/ μαυρογέρημη τραγωδία της πανδημίας να ησυχάσουσιν…. , / ειρήνη, υγεία τζιαί αναπαμό νάχουν, διότι τώρα έχουν λυγίσει/ πια τα ματωμένα γόνατα τους,/ και αν κάποτε ακούμπαγαν τα ιερά χώματα,/ ήταν για τους νεκρούς τους ήρωες τζιαι για προσευχή…..

 

……Τζιαί άφησε τον τελευταίο στεναγμό,/ το τρίτο ματοβαμμένο περιστέρι….,/ στον τρούλλο του Αποστόλου Ανδρέα,/ στ΄Άγιο υπόδουλο μοναστήρι της Ουρανίας Καρπασίας…./ποτίζοντας τζιαι τούτο, το πικροχολωμένο/ το δακρύβρεχτο με το αίμα του το Άγιο Αθάνατο Δέντρο της Ελευθερίας…./ προσδοκώντας tην υστάτη τένα νέο φωτεινό αστέρι της γέννησης του Θεανθρώπου Ιησού,/ να λάμψει πάνω από την Ελληνική Κύπρο και να φέρει Λευτεριά/ και αναγέννηση σ΄αυτό το μοναχικό χρυσοπράσινο φύλλο,/ το κλυδωνιζόμενο/ στη φουρτουνιασμένη θάλασσα της Μεσογείου……


Εσύ Χριστέ Πανάγαθε, / που επί γής ειρήνη και εν ανθρώποις ,/ευδοκία έφερες, / Εσύ που ματόβρεκτος ανέβηκες τον Γολγοθά/ Εσύ που του Σταυρού εβίωσες τα βάσανα και τον θάνατο, /μ΄αγκάθινο στεφάνι, δες και της Κύπρου τα μαρτύρια, / που είναι Εσταυρωμένη και δώσε απλόχερα ελπίδα με την Θεία Γέννηση σου σ΄όλο τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ…/ 
 

 

Η Θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Θοτόκου Κυκκώτισσας, που βρίσκεται στο ιερό μοναστήρι του Κύκκου στη Κύπρο.

Η Αγία Εικόνα
Κέντρο αναφοράς της Ιεράς Μονής Κύκκου είναι η Εικόνα της Παναγίας, που, όπως μεταδίδεται από γενεά σε γενεά, είναι έργο του Αποστόλου Λουκά, ο οποίος τη ζωγράφισε, έχοντας ως πρότυπο την ίδια τη Θεοτόκο. Η Αγία Εικόνα είναι γνωστή και ως Παναγία η Ελεούσα (πηγή ελέους). Σ' αυτήν εικονίζεται η Παναγία να βαστάζει με το δεξί της χέρι τον Χριστό. Χαίρει πανορθόδοξης φήμης και αρκετές εικόνες σε πολλές χώρες, όπως στην Ελλάδα, τη Ρωσία, τη Γεωργία, τη Βουλγαρία, την Αίγυπτο και την Αιθιοπία, είναι αφιερωμένες στην Παναγία του Κύκκου, ένδειξη του μεγάλου σεβασμού που απολαμβάνει ανάμεσα στους ορθόδοξους λαούς.

Η Εικόνα είχε επικαλυφθεί το 1576 με αργυρή και επίχρυση πλάκα, ενώ νέα επικάλυψη έγινε το 1795. Το πρόσωπό Της είναι σκεπασμένο και ποτέ δεν αποκαλύπτεται, είτε γιατί έτσι το θέλησε ο αυτοκράτορας Αλέξιος, είτε για να εμπνέει περισσότερο σεβασμό.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΝΤΩΝΑΣ

 «Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου